Η ΚΙΣΑ εκφράζει την θλίψη της τόσο για τη δολοφονία του κοριτσιού στην Λάρνακα στις 6/11/2018 όσο και για το σύστημα μέσα στο οποίο έγινε η εν λόγω δολοφονία, καθώς επίσης και για τον τρόπο που αυτή προβάλλεται και συζητείται δημόσια.
Η εν λόγω δολοφονία είναι ενδεικτική της οδυνηρής κατάστασης στην οποία βρίσκονται πολλά ευάλωτα άτομα στην κυπριακή κοινωνία σήμερα, ιδιαίτερα παιδιά με μεταναστευτικό υπόβαθρο και ειδικότερα παιδιά άτυπων μεταναστριών/στών.
Παιδιά που, στην έλλειψη οποιωνδήποτε δομών φροντίδας που να είναι προσβάσιμες σε αυτά, εκ των πραγμάτων είναι αναγκασμένα να μένουν μόνα τους στο σπίτι από πολύ μικρή ηλικία ή και να αναλαμβάνουν τα ίδια την φροντίδα των μικρότερων αδελφιών τους. Παιδιά που στερούνται πραγματικής πρόσβασης στο σύστημα εκπαίδευσης, αφού δεν υπάρχουν κατάλληλες δομές που να στηρίξουν την ένταξη και παραμονή τους στο σχολείο ούτε και την ουσιαστική φοίτησή τους. Παιδιά που συχνά διώχνονται από τα σχολεία με τη δικαιολογία της παραβατικής συμπεριφοράς και ενώ τα ίδια παραμένουν ιδιαίτερα ευάλωτα, βιώνοντας ρατσισμό και πολλαπλές διακρίσεις, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο, στη βάση του μεταναστευτικού τους υπόβαθρου, καθώς και της ηλικίας, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της αναπηρίας, της θρησκείας, της γλώσσας, της τάξης, της εμφάνισής τους. Παιδιά που συχνά δεν έχουν πρόσβαση στα απαραίτητα για τη διαβίωση, όπως ολοκληρωμένη διατροφή, κατάλληλο ρουχισμό, υπηρεσίες υγείας, νόμιμο καθεστώς διαμονής, πιστοποιητικό γέννησης, υπηκοότητα, ταξιδιωτικά έγγραφα, ιδιωτικότητα. Παιδιά με γονείς που είναι επίσης ευάλωτες/οι σε αυτήν την κοινωνία, που συχνά έχουν βιώσει/ βιώνουν βία και διακρίσεις και δεν έχουν οποιοδήποτε υποστηρικτικό περιβάλλον ούτε και πραγματική πρόσβαση σε σχετικές υπηρεσίες. Παιδιά που συχνά αναγκάζονται και αναλαμβάνουν ευθύνες πολύ περισσότερες και μεγαλύτερες από εκείνες που αρμόζουν και που θα μπορούσαν να διαχειριστούν στην ηλικία τους. Παιδιά χωρίς πρόσβαση σε ελεύθερο χρόνο, ποιοτικές, δημιουργικές δραστηριότητες, συχνά ούτε και στο παιχνίδι. Παιδιά χωρίς γονείς, ασυνόδευτα, σε μονογονεϊκές οικογένειες, χωρίς οποιαδήποτε στήριξη. Παιδιά που μεγαλώνουν σε ιδρύματα ή με συμπατριώτες/τισσές τους ή με συγγενείς. Παιδιά που βιώνουν την αδικία, την ανέχεια και την ανισότητα στο πετσί τους από τη γέννησή τους. Παιδιά που μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η κυπριακή κοινωνία, αντί να τα αγκαλιάσει και να τα στηρίξει, τα απορρίπτει, τα περιθωριοποιεί και τα δαιμονοποιεί, διώχνοντάς τα από τα σχολεία, γυρνώντας την πλάτη στις κραυγές τους, ενώνοντας δυνάμεις ακόμα και με νεοναζιστικές οργανώσεις προκειμένου να τα εκδιώξει από τις κοινότητές της, αφού τους έχει πρώτα στερήσει την πρόσβαση σε ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης.
Οι γονείς αυτών των παιδιών συχνά βρίσκονται οι ίδιες/οι στην ανέχεια και χωρίς κανένα υποστηρικτικό περιβάλλον ή πρόσβαση σε δομές στήριξής τους προκειμένου να μπορούν να ανταποκριθούν κατάλληλα στον γονεϊκό ρόλο τους και στις υποχρεώσεις τους ως γονείς. Γονείς που εργάζονται, συχνά αδήλωτα, με μισθούς πολύ κατώτερους από τον βασικό μισθό – ενδεικτικός είναι ο μισθός των οικιακών εργατριών που ορίζεται από το κράτος στα €309.
Γονείς που δεν έχουν πρόσβαση σε δημόσια βοηθήματα, συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος τέκνου και μονογονεϊκής οικογένειας. Γονείς που δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Ανάμεσά τους, ιδιαίτερα ευάλωτες/οι είναι οι γονείς χωρίς νόμιμο καθεστώς διαμονής και οι μονογονείς.
Η συγκεκριμένη περίπτωση καταδεικνύει και την στάση μας ως κοινωνία προς αυτά τα παιδιά. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως οι μάρτυρες που τώρα μιλούν στα ΜΜΕ για το περιστατικό και για την οικογένεια παράμεναν άπρακτοι/ες όλο αυτόν τον καιρό, γνωρίζοντας τις δυσκολίες που η οικογένεια αντιμετώπιζε. Άπραγες παράμεναν και οι υπηρεσίες, όπως τα σχολεία στα οποία τα παιδιά φοιτούσαν και οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, παρά το γεγονός πως φαίνεται να είχαν εντοπίσει κάποιες από τις δυσκολίες που η οικογένεια αντιμετώπιζε, αφού ο γιος της οικογένειας είχε εκδιωχθεί από το σχολείο για παραβατική συμπεριφορά.
Περαιτέρω, μας προβληματίζει ιδιαίτερα και η στάση των ΜΜΕ, πολλά από τα οποία έχουν δημοσιεύσει προσωπικά στοιχεία της οικογένειας, όπως τη διεύθυνσή της, φωτογραφίες του σπιτιού και της γειτονιάς της, λεπτομέρειες της ζωής της, την εθνοτική καταγωγή της, το καθεστώς της. Η στάση αυτή των ΜΜΕ μπορεί να θέτει την οικογένεια και την ασφάλεια των μελών της σε κίνδυνο. Ακόμα, στιγματίζει και περιθωριοποιεί περαιτέρω τόσο τη συγκεκριμένη οικογένεια όσο και ολόκληρες ευάλωτες ομάδες, όπως τις/ τους μετανάστριες/στες, τις/ τους Ρομά, τις/ τους λήπτριες/τες δημόσιου βοηθήματος, τις μονογονεϊκές οικογένειες, τα παιδιά με μεταναστευτική βιογραφία, τα παιδιά με ψυχιατρικό ιστορικό.
Μέσα σε ένα κλίμα ιδιαίτερα ξενοφοβικό, σε μια ρατσιστική και πατριαρχική κοινωνία γεμάτη αποκλεισμούς και διακρίσεις, η οποία περιθωριοποιεί και θυματοποιεί τα ήδη ευάλωτα μέλη της και στην έλλειψη δομών στήριξης των ευάλωτων ομάδων, ένα παιδί έχει δολοφονηθεί και ένα άλλο παιδί δαιμονοποιείται για τη βία που η ίδια η κοινωνία και η πολιτεία του έχουν ουσιαστικά διδάξει. Αν και στενάχωρο, δεν είναι παράξενο που ένα παιδί που υφίσταται βία σε πολλαπλές μορφές φτάνει να ασκεί βία το ίδιο. Η στοχοποίησή του δεν εξυπηρετεί παρά τη διαιώνιση της βίας.
Η ΚΙΣΑ καλεί το κράτος να αναλάβει τις ευθύνες του για την προστασία των ευάλωτων ομάδων και ιδιαίτερα των παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία, διαμορφώνοντας και υλοποιώντας ένα ολοκληρωμένο, αποτελεσματικό και παιδοκεντρικό σύστημα προστασίας των ευάλωτων ομάδων που να περιλαμβάνει στήριξη, πραγματική πρόσβαση σε βασικά δικαιώματα και δομές φροντίδας των παιδιών με εργαζόμενες/ους γονείς.
Ακόμα, η ΚΙΣΑ καλεί τα ΜΜΕ να αναλογιστούν τον ρόλο και τις δικές τους ευθύνες όσο αφορά την καλλιέργεια του ρατσισμού, των διακρίσεων και των στερεοτύπων, καθώς και της βίας, του κανιβαλισμού και της τοξικής αρρενωπότητας. Ιδιαίτερα τα καλεί να σταματήσουν να αναπαράγουν και να διαγράψουν δημοσιεύματα που στιγματίζουν και στοχοποιούν την οικογένεια, καθώς και ευάλωτες ομάδες γενικότερα.
ΚΙΣΑ, 9/11/2018