Το τελευταίο διάστημα, βρίσκεται και πάλι στα πρωτοσέλιδα των ΜΜΕ και άλλων διαδικτυακών μέσων η τραγική κατάσταση που επικρατεί στο Κέντρο Υποδοχής Αιτητριών/ών Ασύλου στην Κοφίνου, με τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής και τις επιπτώσεις τους στην υγεία των φιλοξενούμενων προσφύγων, ιδιαίτερα μικρών παιδιών και άλλων ευάλωτων ατόμων.
Η ΚΙΣΑ θεωρεί ότι τόσο οι συνθήκες διαβίωσης όσο και τα υπόλοιπα μη εμφανή σοβαρά προβλήματα στο Κέντρο της Κοφίνου οφείλονται σε τρείς βασικούς παράγοντες:
- Τα τελευταία χρόνια το Υπουργείο Εσωτερικών κατέβαλε συστηματική προσπάθεια αφαίρεσης της διοίκησης του Κέντρου από το Κοινοτικό Συμβούλιο της Κοφίνου και την ανάθεση της σε συγκεκριμένη ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας. Η ανεπιτυχής αυτή προσπάθεια είχε ως αποτέλεσμα το κέντρο να παραμείνει άλλοτε χωρίς διοίκηση και άλλοτε με συγκρουόμενες και αλληλοαναιρούμενες δομές διοίκησης του Κέντρου.
- Η άρνηση του Υπουργείου να συνεργαστεί και να διαβουλευτεί με τις εμπλεκόμενες ΜΚΟ, ανεξάρτητες αρχές και διεθνείς εποπτικούς θεσμούς. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε:
- την άρνηση του Υπουργείου να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της ΚΙΣΑ για συνάντηση και συζήτηση του υπομνήματος που ετοίμασε και υπέβαλε για την Κοφίνου το 2016,
- την άτεγκτη στάση έναντι του κοινής τοποθέτησης του Γραφείου της επιτρόπου Διοικήσεως και της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες τον Ιανουάριο του 2017
- την απαξίωση των εκθέσεων και συστάσεων της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες, της Επιτροπής του ΟΗΕ για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων (CERD), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) του Συμβουλίου της Ευρώπης καθώς και των συστάσεων του ίδιου του Επίτροπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, Nils Muižnieks μετά από επίσκεψη του στο Κέντρο.
- Η απουσία ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής πολιτικής υποδοχής και ένταξης των αιτητριών/ών ασύλου, η οποία να διασφαλίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα των αιτητών ασύλου και η οποία να επεκτείνεται και να καλύπτει όλα τα στάδια από τα οποία διέρχονται οι πρόσφυγες που αποτείνονται στην Κύπρο για διεθνή προστασία.
Η ΚΙΣΑ θεωρεί ότι μια ολοκληρωμένη πολιτική υποδοχής και ένταξης των αιτούντων άσυλο, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες τους γενικά αλλά και τις ιδιαίτερες ανάγκες των ευάλωτων ομάδων στις τρείς βασικές φάσεις που διέρχονται μέχρι την ολοκλήρωση της εξέτασης της αίτησης τους για διεθνή προστασία:
1η Φάση: Άφιξη στη Κύπρο
Τους πρώτους 1-2 μήνες μετά την άφιξή τους στην Κύπρο, οι αιτητές ασύλου χρειάζονται άμεσα στέγη, τροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καθώς και ενημέρωση / συμβουλές για τις διαδικασίες ασύλου και την ετοιμασία/ υποβολή των αιτήσεων τους για προστασία. Την περίοδο αυτή διεξάγονται οι απαραίτητες ιατρικές και άλλες εξετάσεις, η ταυτοποίηση ευάλωτων ατόμων και ομάδων και η παραχώρηση των απαραίτητων εγράφων διαμονής στη χώρα. Η ΚΙΣΑ θεωρεί ότι η Κοφίνου μπορεί να αξιοποιηθεί και να ανταποκριθεί σε ένα ικανοποιητικό βαθμό στις ανάγκες που προκύπτουν για το σύνολο των αιτητών ασύλου μόνο κατά το αρχικό αυτό στάδιο.
2η Φάση: Μετάβαση από το Κέντρο Υποδοχής Κοφίνου στη κοινότητα
Για να μπορεί το Κέντρο Υποδοχής Κοφίνου να καλύψει τις ανάγκες όλων των νέοαφιχθέντων προσφύγων θα πρέπει να υπάρχει ένας αποτελεσματικός μηχανισμός υποστήριξης της αποχώρησης τους από το Κέντρο στην Κοφίνου αμέσως μετά από την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης και ένταξής τους στην κοινότητα. Αυτός άλλωστε ήταν και στόχος της δημιουργίας του Κέντρου και όχι η μακρόχρονη παραμονή αιτητών ασύλου σε αυτό.
Οι αρχές για να μπορούν οι αιτητές ασύλου να φύγουν από την Κοφίνου θα πρέπει να διαμορφώσουν και θέσουν σε εφαρμογή αποτελεσματική πολιτική στέγασης έτσι ώστε οι πρόσφυγες μετά την αποχώρηση τους από την Κοφίνου να έχουν πρόσβαση σε ικανοποιητικές συνθήκες στέγασης. Κατά το στάδιο αυτό οι πολιτικές θα πρέπει πέραν από την κάλυψη των βασικών αναγκών των αιτητών να επικεντρώνονται σε θέματα ένταξης, εκμάθησης της γλώσσας και ιδιαίτερα στην προετοιμασία τους για ένταξη στην αγορά εργασίας. Ενόψει του γεγονότος ότι οι αρχές δεν επιτρέπουν αυτή την περίοδο στους αιτητές ασύλου να εργάζονται θα πρέπει να διασφαλιστεί η αξιοπρεπής διαβίωση και στέγαση τους μέσα από την παροχή των απαραίτητων πόρων. Όπως έχει διαπιστωθεί από όλες τις ΜΚΟ που ασχολούνται στον τομέα του ασύλου αλλά και από ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς, το σύστημα των κουπονιών εξαθλιώνει και καταρρακώνει την αξιοπρέπεια των αιτούντων άσυλο. Γι’ αυτό και η ΚΙΣΑ καλεί εκ νέου τις αρχές να καταργήσουν εντελώς το θεσμό των κουπονιών, με πρώτο βήμα την αναθεώρηση του ύψους της αξίας των κουπονιών έτσι ώστε να συνάδει με το ΕΕΕ.
3η φάση: Ένταξη στη τοπική κοινωνία και αγορά εργασίας.
Με σκοπό την πραγματική ένταξη τους στην αγορά εργασίας και την απεξάρτησή τους από τις όποιες κρατικές παροχές, η ΚΙΣΑ, συμφωνώντας με τις συστάσεις των πιο πάνω αναφερόμενων φορέων, καλεί το κράτος όπως διευρύνει τους τομείς απασχόλησης και την πρόσβαση στην εργασία των αιτούντων άσυλο. Μόνο με τη αξιοποίηση των ικανοτήτων και προσόντων τους και την ίση πρόσβαση στην εργασία μπορεί να ανατραπεί η παρούσα κατάσταση και θα μπορούν οι αιτούντες άσυλο να απεξαρτηθούν από τις κρατικές παροχές, να εξασφαλίσουν τους απαιτούμενους για την αξιοπρεπή τους διαβίωση πόσους, να συνεισφέρουν ενεργά στη κοινωνία και να καταπολεμηθούν τα φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού τους και έξαρσης του ρατσισμού που παρουσιάζονται και εντείνονται σήμερα.
Με σκοπό το συντονισμό αλλά και την παρακολούθηση υλοποίησης των πιο πάνω πολιτικών και μέτρων, η ΚΙΣΑ καλεί τις αρχές όπως προβούν άμεσα στη δημιουργία ειδικού συντονιστικού φορέα για την υποδοχή και ένταξη των αιτούντων ασύλου, με τη συμμετοχή των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών (π.χ. Υπηρεσία Ασύλου και Υπηρεσίες Κοινωνικών Υπηρεσιών), ΜΚΟ, ομάδων εθελοντών, οργανώσεων προσφύγων, τοπικών αρχών και άλλων ενδιαφερόμενων.
Διοικητικό Συμβούλιο ΚΙΣΑ