Το “Ινστιτούτο Δημογραφικής και Μεταναστευτικής Πολιτικής” παρουσίασε χθες σε κοινή δημοσιογραφική διάσκεψη με την Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων τα «πορίσματα» της μελέτης του για την «ανεργία και απασχόληση υπηκόων τρίτων χωρών και κοινοτικών στην κυπριακή δημοκρατία». Το περιεχόμενο της «μελέτης» ήταν στην ουσία μια επανάληψη των όσον το Ινστιτούτο ήδη δημοσίευσε επί του θέματος στο παρελθόν. Πορίσματα τα οποία στερούνται παντελώς επιστημονικής βάσης και στόχο έχουν να προσδώσουν «επισημονικοφάνεια» στις ξενοφοβικές και ρατσιστικές θέσεις του ινστιτούτου φορτώνοντας την ανεργία και τα προβλήματα της οικονομίας στα θύματα αντί στους θύτες.
Σήμερα, είναι αναμφίβολο ότι ούτε η οικονομική κρίση ούτε η ανεργία μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά χωρίς την ανάπτυξη της οικονομίας. Επίσης θεωρείται κοινά αποδεκτό ότι εν όψει του γεγονότος ότι το “εγχώριο” κεφάλαιο είναι μεταξύ άλλων σχεδόν καταχρεωμένο, τα λεφτά για να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη μπορούν να έρθουν βασικά μέσα από επενδύσεις ξένων υπηκόων και δεν είναι τυχαίο πως ο Πρόεδρος “αλωνίζει” τον αραβικό κόσμο για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Μέχρι και υπηκοότητες διανέμουμε … για να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις.
Επίσης θεωρούμε ότι αποτελεί ευρέως αποδεχτή διαπίστωση, επιστημονικά τεκμηριωμένη, ότι οι μετανάστες και μετανάστριες συμβάλλουν ουσιαστικά στην “περιπόθητη” ανάπτυξη της οικονομίας καθώς και στην βελτίωση των προσόντων του ντόπιου εργατικού δυναμικού.
Η αποσπασματική επίκληση σε στατιστικά δεδομένα όπως για παράδειγμα στις εκροές συναλλάγματος χωρίς να τις αντιπαραβάλουν με τις εισροές συναλλάγματος από μη Κύπριους, που είναι πολύ μεγαλύτερες, αποτελεί άλλη μια απόδειξη την προσπάθειας τους να προσδώσουν λογικοφάνεια στην ξενοφοβία τους.
Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη, θεωρούμε ότι οι “συνταγές της μελέτης» μας οδηγούν σε περαιτέρω στασιμότητα της οικονομίας και αύξηση της ανεργίας παρά στην αντιμετώπιση τους.
Κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της “μελέτης” θεωρούμε ότι έχει καταβληθεί έντεχνα προσπάθεια ταύτισης και σύγχυσης των «κοινοτικών» με τους «υπηκόους τρίτων χωρών», ώστε να συγκαλυφθεί ρητορικά, το γεγονός ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών εργάζονται σε συνθήκες σύγχρονης δουλείας σε τομείς που είναι αδύνατο να καλυφθούν από Κύπριους άνεργους, και ότι στην περίπτωση ευρωπαίων υπηκόων, ισχύει η αρχή της ίσης μεταχείρισης η οποία μόνο μέσα από παράνομες πολιτικές και δράσεις μπορούν να περιοριστεί. Η επίκληση κατ’ επανάληψη κατά την εκδήλωση του όρου “πατριωτισμός” αποσκοπούσε ακριβώς στο να συγκαλύψουν το παράνομο αίτημά τους για δυσμενή και ρατσιστική μεταχείριση όχι μόνο τω υπηκόων τρίτων χωρών αλλά και των ευρωπαίων υπηκόων από το κράτος τους εργοδότες.
Εν κατακλείδι θεωρούμε ότι το Ινστιτούτο με την χθεσινή παρουσίαση του έχει ουσιαστικά επαναλάβει τις ξενοφοβικές θέσεις και απόψεις του χωρίς να προσθέσει τίποτα που να τις τεκμηριώνει και χωρίς να αναφέρει τίποτα αναφορικά με την ταυτότητα και μεθολογία της «μελέτης τους».
Η ΚΙΣΑ θεωρεί τέλος απαράδεκτο το γεγονός ότι η Υπουργός Εργασίας και κοινωνικών Ασφαλίσεων επέλεξε με την παρουσία της να στηρίξει και να προσδώσει κύρος στις ξενοφοβικές και ρατσιστικές τοποθετήσεις του «Ινστιτούτου» .
Η κα. Υπουργός, ως πολιτικά προϊστάμενη του αρμόδιου Υπουργείου για την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων όλων των εργαζομένων και της καταπολέμησης των διακρίσεων και προώθησης της αρχής της ισότητας στην αγορά εργασίας, δεν μπορεί να παρευρίσκεται και να ενισχύει εκδηλώσεις ακροδεξιών οργανώσεων που υποθάλπου τις διακρίσεις και τον ρατσισμό στη χώρα. Επίσης δεν μπορεί να συναντάται συστηματικά και να διαβουλεύεται μαζί τους και την ίδια ώρα να αρνείται την συνεργασία και το διάλογο με τις οργανώσεις καταπολέμησης του ρατσισμού και των διακρίσεων.
Η ΚΙΣΑ καταδικάζει έντονα την πολιτική αυτή στήριξη, η οποία στην ουσία αποτελεί ένα από τους βασικούς παράγοντες που έστρωσαν το χαλί για την άνοδο ακροδεξιών και νεοφασιστικών οργανώσεων και δυνάμεων σε ολόκληρη την Ευρώπη, και καλεί την κα Υπουργό να τοποθετηθεί δημόσια κατά πόσο ενστερνίζεται τέτοιες θέσεις .
Διοικητικό Συμβούλιο ΚΙΣΑ