Τις τελευταίες μέρες έχει ξεσπάσει «σάλος» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με τους απαράδεκτους όρους εργασίας που αναφέρονταν σε αγγελία εργασίας, με την οποία ζητείτο εργάτης «για μια σειρά εργασιών όπως ξεχόρτισμα, πότισμα, φυτέματα, κλαδέματα, γενικές καθαριότητες, σε full time ωράριο, συμπεριλαμβανομένων αργιών και Κυριακής με μισθό που δεν ξεπερνά τα 480 ευρώ». Η έντονη κοινωνική αντίδραση, οδήγησε μεταξύ άλλων στην απόφαση της Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για επί τόπου διεξαγωγή διερεύνηση του θέματος.
Ενόψει του συγκεκριμένου περιστατικού, η ΚΙΣΑ θεωρεί σημαντικό να τονίσει ότι η εν λόγω αγγελία εργασίας δεν έχει προέλθει από «το πουθενά», αλλά κινείται στην ουσία στα πλαίσια της συλλογικής σύμβασης (11/02/14) που αφορά τους/τις μετανάστες/τριες εργαζόμενους/ες στο γεωργοκτηνοτροφικό τομέα και την οποία προώθησε το ίδιο το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η συγκριμένη συλλογική σύμβαση, η οποία υπογράφηκε από την κυβέρνηση, τις αγροτικές οργανώσεις και τις συντεχνίες, στην ουσία αποσκοπούσε να εξυπηρετήσει τους κύπριους εργοδότες, θυσιάζοντας παράλληλα τα δικαιώματα των εργαζομένων στο γεωργοκτηνοτροφικό τομέα, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι μετανάστριες και μετανάστες.
Η εν λόγω συλλογική σύμβαση, στην ουσία θεσμοθετεί καθεστώς σύγχρονης δουλείας για τους εργαζόμενους του κλάδου, αφού ο ακάθαρτος μισθός για εξαήμερη εργασία καθορίζεται στα 455 ευρώ. Επιπλέον, από τους/τις μετανάστες/τριες εργαζόμενους/ες αποκόπτονται υποχρεωτικά από το μισθό τους, και χωρίς ουσιαστικά κανένα όφελος για τους ίδιους εισφορές προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ενώ δεν έχουν καμιά πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας. Επίσης, η σύμβαση υποχρεώνει παράνομα τους εργαζόμενους να είναι μέλος σε μια από τις συντεχνίες και τον εργοδότη να αποκόπτει από τον μισθό τους και να καταβάλλει στις συντεχνίες τη συνδρομή τους. Σημειώνεται ότι, στις πλείστες περιπτώσεις οι εργαζόμενοι δεν έχουν καμία επαφή με τη συντεχνία στην οποία υποχρεώνονται να ανήκουν.
Παρά τους ανεπίτρεπτους όρους εργασίας που προβλέπονται για τους εργαζόμενους/ες στο γεωργοκτηνοτροφικό τομέα, πολλοί από αυτούς υποχρεώνονται να εργάζονται σε άθλιες συνθήκες εργασίας και, πολύ περισσότερες από 80 ώρες το δεκαπενθήμερο, συμπεριλαμβανομένης της Κυριακής αλλά και δημοσίων αργιών. Ειδικότερα, το ότι οι μετανάστες/τριες βρίσκονται στη χώρα με καθεστώς προσωρινής παραμονής, έχουν περιορισμένες δυνατότητες για αλλαγή εργοδότη, συνήθως διαμένουν στους χώρους εργασίας τους σε συνδυασμό με τις ανεπαρκείς επιθεωρήσεις σε χώρους εργασίας από αρμόδιους λειτουργούς, οδηγούν σε κατάφωρες παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εμπορία ανθρώπων.
Η ΚΙΣΑ, Επανειλημμένα, έχει καταδικάσει τους απαράδεκτους όρους εργασίας που διέπουν την εν λόγω σύμβαση. Παρόλα αυτά, ούτε οι αρμόδιες αρχές αλλά ούτε η πολιτεία ευρύτερα αντέδρασε, γεγονός που εγείρει περεταίρω ανησυχίες αφού όπως φαίνεται, η σημερινή κατακραυγή προκύπτει κυρίως από την πεποίθηση ότι, η προαναφερόμενη αγγελία απευθυνόταν προς κυπρίους εργαζόμενους.
Η ΚΙΣΑ θεωρεί, ότι το πρόβλημα δεν λύνεται με τη διεξαγωγή μιας μεμονωμένης έρευνας εκ μέρους του Υπουργείου Εργασίας, αλλά με την επίδειξη πολιτικής βούλησης και αποφασιστικότητας για τερματισμό της υπερεκμετάλλευσης των μεταναστών/τριών εργαζομένων. Σε αυτά τα πλαίσια, καλούμε το Υπουργείο Εργασίας και γενικότερα την κυβέρνηση, που πριν από την εκλογή της είχε δεσμευθεί για διάλογο με την κοινωνία των πολιτών και που δυστυχώς δεν έχει πράξει μέχρι σήμερα, να προχωρήσει στην άμεση έναρξη διαδικασίας διαβούλευσης με τους αρμόδιους φορείς, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των εργαζομένων και των ΜΚΟ που ασχολούνται με ζητήματα που αφορούν μετανάστες/τριες, με στόχο την αντιμετώπιση των φαινομένων υπέρ-εκμετάλλευσης των μεταναστών/τριών.
Παράλληλα, καλούμε το Υπουργείο Εργασίας να ξεκινήσει μία διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης της συλλογικής σύμβασης που αφορά το γεωργοκτηνοτροφικό τομέα, έτσι ώστε αυτή να συνάδει με το εθνικό και διεθνές εργασιακό δίκαιο, βασιζόμενη πάντα στην αρχή της ισότητας όλων των εργαζομένων, ανεξάρτητα από την εθνοτική τους καταγωγή και το καθεστώς παραμονής τους.