Η ΚΙΣΑ καταδικάζει απερίφραστα και με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τις απεχθείς σεξουαλικές επιθέσεις κατά γυναικών το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς στην Κολωνία και άλλες γερμανικές πόλεις . Παράλληλα, καταδικάζει επίσης το ρατσισμό που υποκινείται τις τελευταίες μέρες με πρόσχημα τις σεξιστικές επιθέσεις. Με απογοήτευση διαπιστώνουμε πως οι εν λόγω επιθέσεις αντί να χρησιμοποιηθούν ως έναυσμα για έναρξη διαλόγου και λήψης αποτελεσματικών μέτρων εναντίον του σεξισμού που κυριαρχεί στις κοινωνίες μας, έχουν μετατραπεί σε αφορμή για περαιτέρω στοχοποίηση των μεταναστών και των προσφύγων.
Η πλειοψηφία των δημοσιευμάτων και δημόσιων δηλώσεων επικεντρώνεται στον ισχυρισμό πως κάποιοι από τους κακοποιητές φαίνεται να προέρχονται από αφρικανικές χώρες ή να είναι πρόσφυγες από τη Συρία. Αυτές οι εικασίες και η επικέντρωση στην εθνοτική καταγωγή των κακοποιητών αποπροσανατολίζουν, μετατοπίζοντας τη συζήτηση από τον αντισεξισμό στη ρατσιστική κινδυνολογία. Ο σεξισμός που είναι η πραγματική αιτία των σεξιστικών επιθέσεων αφήνεται στο απυρόβλητο, ενώ δημιουργείται ένα ακραίο ρατσιστικό κλίμα που επιχειρεί να διαγράψει ή και να ανατρέψει τις θετικές προσπάθειες που η κοινωνία της Γερμανίας έχει καταβάλει το τελευταίο διάστημα και συνεχίζει να καταβάλλει για την προστασία προσφύγων.
Παράλληλα, σημαντικές πληροφορίες έχουν σε μεγάλο βαθμό αποσιωπηθεί από μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ, πολιτικών κομμάτων και άλλων οργανώσεων. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι οι επιθέσεις κατά γυναικών την παραμονή της πρωτοχρονιάς συνέβησαν σε μια περιοχή της Κολωνίας (γύρω από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό), όπου τα τελευταία τρία χρόνια έχουν καταγραφεί 11.000 επιθέσεις, οι δράστες των οποίων έχουν ως μόνο κύριο κοινό χαρακτηριστικό το φύλο τους – άνδρες. Ο μεγάλος αριθμός τέτοιων επιθέσεων συνιστούν απόδειξη της ανοχής και της υπόθαλψης της έμφυλης βίας από την πολιτεία και την κοινωνία. Ακόμα, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της γερμανικής αστυνομίας, υψηλό ποσοστό σεξουαλικών παρενοχλήσεων κατά γυναικών καταγράφεται κατά τη διάρκεια πολλών μεγάλων δημόσιων εκδηλώσεων, όπως για παράδειγμα το Oktoberfest ή κατά την περίοδο του καρναβαλιού .
Το γεγονός ότι 60% των γυναικών στην Γερμανία έχουν βιώσει σεξουαλική βία και 25% των γυναικών εκτίθενται σε ενδοοικογενειακή βία, καταδεικνύουν ότι ο σεξισμός και η έμφυλη βία είναι φαινόμενα καλά ριζωμένα στη χώρα, όπως και στις πλείστες δυτικές κοινωνίες. Ταυτόχρονα, η αδράνεια της αστυνομίας κατά τη διάρκεια των επιθέσεων επιβεβαιώνει την απάθεια των υπηρεσιών επιβολής του νόμου και ολόκληρης της κοινωνίας στη σεξιστική βία, την οποία και συγκαλύπτουν συστηματικά.
Η ΚΙΣΑ θεωρεί ότι ο σεξισμός και η έμφυλη βία στα πατριαρχικά πλαίσια των κοινωνιών πρέπει να προσεγγιστούν ως σημαντικά προβλήματα που χρήζουν άμεσης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης χωρίς να μετατρέπουμε τους μετανάστες και τους πρόσφυγες σε αποδιοπομπαίους τράγους.
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι οι πολιτικοί σχηματισμοί που πρώτοι προσπάθησαν να επωφεληθούν από τα συγκεκριμένα εγκλήματα είναι αυτοί που κάθε φορά βρίσκονται στον αντίποδα των δικαιωμάτων των γυναικών και σε σύγκρουση με τα φεμινιστικά κινήματα και τις διεκδικήσεις τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ακροδεξιό Alternative for Germany Party (AfD) που στην πολιτική του ατζέντα συμπεριλαμβάνονται η προσπάθεια προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων που θα περιορίζουν περαιτέρω την πρόσβαση των γυναικών στην έκτρωση και τάσσεται κάθετα κατά των μέτρων ποσόστωσης για ενεργή συμμετοχή των γυναικών στη δημόσια ζωή.
Ο σεξισμός και ο ρατσισμός αλληλοσυνδέονται και πρέπει να αντιμετωπιστούν σοβαρά και στην ολότητα τους, μέσα από την αναζήτηση των αιτιών και των παραγόντων που τα δημιουργούν καθώς και με την υιοθέτηση και εφαρμογή αποτελεσματικών πολιτικών και μέτρων. Βεβαίως, τέτοια φαινόμενα είναι εμφανή σε κάθε υποσύνολο της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των κοινοτήτων των μεταναστών/στριών και των προσφύγων. Ωστόσο, η επιλεκτική και στοχευμένη παρουσίαση κάθε μετανάστη και πρόσφυγα ως ενδεχόμενου θύτη που πρέπει να εκδιωχθεί από τις κοινωνίες μας έτσι ώστε να αποκατασταθεί το αίσθημα της ασφάλειας μας, όχι μόνο δεν συμβάλει στην αντιμετώπιση της κύριας αιτίας των σεξουαλικών παρενοχλήσεων και άλλων εγκλημάτων βίας κατά των γυναικών, αλλά βοηθά και στην προώθηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Τέλος, είναι ευρέως γνωστό ότι ο σεξισμός κυριαρχεί σε όλους τους τομείς και της κυπριακής κοινωνίας. Η σεξουαλική παρενόχληση, ο βιασμός, η ενδοοικογενειακή βία και οι δολοφονίες αποτελούν τις πιο απεχθείς μορφές του. Είναι επίσης σημαντικό να αναγνωρίσουμε πως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των ατόμων κατά των οποίων διαπράττονται τέτοια εγκλήματα είναι μετανάστριες και πρόσφυγες γυναίκες που όμως οι πλείστες δεν καταγγέλλουν αυτή τη βία, επειδή γνωρίζουν την ανοχή που η πολιτεία και η κοινωνία έχουν όσον αφορά τη σεξιστική βία, καθώς και την επιείκεια με την οποία οι δράστες αντιμετωπίζονται. Άλλωστε, ο τρόπος που η πολιτεία έχει χειριστεί την καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση της κυρίας Χαραλαμπίδου από τον συνάδελφο της βουλευτή κύριο Κυπριανού και η μη προσαγωγή του θύτη στη δικαιοσύνη δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την έκταση της έμφυλης και μισογυνιστικής βίας στην Κύπρο, καθώς και την απάθεια της πολιτείας στην πάταξη τέτοιων φαινομένων.