Η ΚΙΣΑ καταγγέλλει δημόσια ακόμα ένα περιστατικό καταπάτησης των δικαιωμάτων του παιδιού. Πιο συγκεκριμένα, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (T.A.Π.Μ.) αφαίρεσε την κυπριακή υπηκοότητα από παιδί to οποίο σήμερα είναι 15 χρονών, χωρίς μάλιστα να ενημερώσει την οικογένειά του για την εν λόγω απόφαση. Οι χειρισμοί του Τ.Α.Π.Μ. έχουν στην ουσία μετατρέψει το συγκεκριμένο παιδί από Κύπριο πολίτη σε ανιθαγενές παιδί, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις της συγκεκριμένης απόφασης, τόσο για το ίδιο το παιδί όσο και για την οικογένειά του.
Ο πατέρας του παιδιού, κύριος A, είναι Κύπριος πολίτης αιγυπτιακής καταγωγής, ο οποίος διαμένει στην Κύπρο από το 1986. Κατά το έτος 2002 ήλθαν στην Κύπρο η σύζυγός του, πολίτιδα της Αιγύπτου, και το παιδί τους, ηλικίας τότε δύο ετών. Το 2004 το εν λόγω παιδί πήρε διαβατήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έκτοτε η οικογένεια διαμένει μαζί ενώ έχει αποκτήσει τρία ακόμα παιδιά, τα οποία έχουν την κυπριακή υπηκοότητα. Το διαβατήριο που η Κυπριακή Δημοκρατία έχει παραχωρήσει στο παιδί ανανεώθηκε το 2012 και του παραχωρήθηκε κυπριακή ταυτότητα στην οποία αναγράφετε ότι είναι Κύπριος πολίτης.
Πρόσφατα ο κύριος A ενημερώθηκε προφορικά από το Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Πάφου ότι η οικογένεια «δεν δικαιούται πλέον επίδομα τέκνου και δημόσιο βοήθημα» για το μεγαλύτερο (15χρονο) παιδί της επειδή του έχει αφαιρεθεί η κυπριακή υπηκοότητα από το Τ.Α.Π.Μ.
Η ΚΙΣΑ θεωρεί εντελώς απαράδεκτη την αυθαίρετη και ετσιθελική αφαίρεση της υπηκοότητας του παιδιού και τη μετατροπή του, από τη μια μέρα στην άλλη, σε ανιθαγενές, η οποία οφείλεται σε λανθασμένους και γραφειοκρατικούς χειρισμούς του Τ.ΑΠ.Μ., το οποίο επιστέγασε την πράξη του με ακόμα μια προσβλητική και απαξιωτική πράξη, τη μη ενημέρωση δηλαδή της οικογένειας του παιδιού. Το παράδοξο της όλης υπόθεσης καταδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία, η κυπριακή ιθαγένεια παραχωρείται αυτόματα σε παιδιά των οποίων ο πατέρας είναι Κύπριος πολίτης.
Επισημαίνουμε ότι η πιο πάνω περίπτωση δεν είναι απλώς άλλο ένα μεμονωμένο περιστατικό αλλά, αντίθετα, αποτελεί ενδεικτική περίπτωση για το βαθμό παραβίασης των δικαιωμάτων των παιδιών μεταναστριών και μεταναστών από τις αρμόδιες Αρχές του κράτους.
Πιο συγκεκριμένα, η πρακτική που ακολουθείται στο ζήτημα της πρόσβασης των παιδιών στην κυπριακή ιθαγένεια είναι άκρως απαράδεκτη, αφού το κράτος αρνείται επίμονα την πρόσβαση στην ιθαγένεια σε παιδιά που έχουν γεννηθεί, μεγαλώσει και ενηλικιωθεί στην Κύπρο, με αποτέλεσμα τα ίδια τα παιδιά, δεδομένου ότι χωρίς την υπηκοότητα δεν έχουν άδεια παραμονής στη χώρα, να θεωρούνται ακόμα και ως άτυποι μετανάστες. Είναι ξεκάθαρο ότι η πρακτική αυτή των κυπριακώ ν Αρχών καταπατά τα δικαιώματα των παιδιών και ταυτόχρονα αντίκειται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Τονίζουμε πως το Άρθρο 7 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού προβλέπει ότι «το παιδί εγγράφεται στο Ληξιαρχείο αµέσως µετά τη γέννησή του και έχει από εκείνη τη στιγµή το δικαίωµα ονόµατος, το δικαίωµα να αποκτήσει ιθαγένεια […]», ενώ παράγραφος 1 του Άρθρου 8 της ίδιας Σύμβασης προβλέπει ότι «τα συµβαλλόµενα κράτη αναλαµβάνουν την υποχρέωση να σέβονται το δικαίωµα του παιδιού για διατήρηση της ταυτότητάς του, συµπεριλαµβανοµένων της ιθαγένειας, του ονόµατος και των οικογενειακών σχέσεών του, όπως αυτά αναγνωρίζονται από το νόµο, χωρίς παράνοµη ανάµιξη».
Επίσης, το κράτος αγνοεί τα δικαιώματα των παιδιών σε περιπτώσεις όπου τα παιδιά μαζί με τη μητέρα εξαναγκάζονται να απομακρυνθούν από τον Κύπριο πατέρα λόγω κυρίως άσκησης βίας προς τη μητέρα ή/και προς τα ίδια τα παιδιά. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κράτος αρνείται να παρέχει στήριξη στις μητέρες των παιδιών αφού θεωρούνται υπήκοοι τρίτων χωρών. Ως εκ τούτου, τα παιδιά, μαζί τις μητέρες τους, θυματοποιούνται για δεύτερη φορά, αφού η αδιαφορία του κράτους οδηγεί αυτά τα άτομα σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης.
Επιπρόσθετα, καταδικάζουμε την πρακτική της Αστυνομίας για εφόδους σε υποστατικά όπου μετανάστριες γυναίκες έχουν υπό τη φροντίδα τους παιδιά άλλων μεταναστριών -που συνήθως είναι φιλικά τους πρόσωπα-, με τη δικαιολογία της διεξαγωγής ελέγχου του καθεστώτος παραμονής στη χώρα των εν λόγω γυναικών. Οι μετανάστριες μητέρες οδηγούνται προφανώς στη συγκεκριμένη επιλογή για τα παιδιά τους αφού αφενός το ύψος του μισθού τους δεν τους επιτρέπει να εγγράφουν τα παιδιά τους σε εγκεκριμένους και αδειοδοτημένους χώρους φροντίδας παιδιών και, αφετέρου γιατί είναι υποχρεωτική η επίδειξη άδειας παραμονής της μητέρας του παιδιού κατά την εγγραφή του σε τέτοιους χώρους.
Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η ύπαρξη μη αδειοδοτημένων υποστατικών φροντίδας παιδιών δεν είναι ενδεδειγμένη αλλά, εν όψει της απουσίας οποιασδήποτε εναλλακτικής λύσης, είναι υποχρεωτική για αυτές τις μητέρες μετανάστριες. Ο δε υπερβάλλων ζήλος της Αστυνομίας για διενέργεια ελέγχων αδειών παραμονής γυναικών που δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο τομέα εξαναγκάζει τις μητέρες αυτές να εγκαταλείψουν τη χώρα μαζί με τα παιδιά τους.
Ενόψει των πιο πάνω, καλούμε τις αρμόδιες Αρχές όπως παρέμβουν άμεσα στην περίπτωση του παιδιού από το οποίο έχει αφαιρεθεί η υπηκοότητα προκειμένου:
- Να αποκατασταθεί το δικαίωμα του παιδιού στην ιθαγένεια,
- Nα αποτραπούν παρόμοιοι χειρισμοί από το Τ.Α.Π.Μ. στο μέλλον και
- Nα εξεταστεί άμεσα η αίτηση της μητέρας του παιδιού για πολιτογράφηση, η οποία εκκρεμεί από το 2006.
Επίσης η ΚΙΣΑ καλεί το κυπριακό κράτος όπως προχωρήσει άμεσα στα πιο κάτω:
- Στην εγκατάλειψη της πρακτικής των αρμόδιων Αρχών όσον αφορά στο ζήτημα της πρόσβασης των παιδιών στην κυπριακή ιθαγένεια και εναρμόνιση με τις σχετικές πρόνοιες της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
- Στην αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων σε μητέρες και παιδιά θύματα βίας στην οικογένεια, ανεξαρτήτως εθνικότητας και καθεστώτος παραμονής στη χώρα.
- Στην πρόσβαση σε αδειοδοτημένους χώρους φροντίδας παιδιών χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το καθεστώτος παραμονής των γονιών για εγγραφή των παιδιών και με λογικό κόστος.
Διοικητικό Συμβούλιο ΚΙΣΑ