ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ
ΩΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗΣ DNA
ΓΙΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ
Δράση 3/2012, 31 Οκτωβρίου 2012
Προϊστάμενος: Άριστος Τσιάρτας
Ερευνών Λειτουργός: Νάσια Διονυσίου
Με το Νόμο 58(Ι) του 2011, τροποποιήθηκαν οι περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμοι και παραχωρήθηκαν στον Επίτροπο Διοικήσεως διευρυμένες και οριζόντιες αρμοδιότητες για το σεβασμό, προστασία και προαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο, με αποτέλεσμα να καταστεί, στη βάση συστάσεων του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης, η Εθνική Ανεξάρτητη Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ειδικότερα, σύμφωνα με το νέο νομικό πλαίσιο, ο Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως έχει μετονομαστεί, εξετάζει αυτεπάγγελτα και ετοιμάζει εκθέσεις με απόψεις, εισηγήσεις και προτάσεις για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Δημοκρατία γενικά ή για ειδικά θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή οποιαδήποτε κατάσταση παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τέτοιες εκθέσεις μπορεί να υποβάλλει και σε περίπτωση που κατά τη διερεύνηση παραπόνου για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαπιστώνει ότι υπάρχει ανάγκη για προώθηση και προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διατήρηση ή επέκταση της προστασίας τους και τήρηση θεμελιωδών αρχών από τις υπηρεσίες. Απόψεις, εισηγήσεις και προτάσεις, υπό την πιο πάνω έννοια, δυνατόν να αφορούν σε πρακτικά μέτρα και νομοθετικές ρυθμίσεις.
Υπό το φως των πιο πάνω αρμοδιοτήτων, και συγκεκριμένα στη βάση της παραγράφου (ii), εδαφίου (δ), άρθρου 5 των περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμων του 1991 έως 2011, αποφάσισα να προχωρήσω σε Τοποθέτηση σε σχέση με την απαίτηση που τίθεται από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (ΤΑΠΜ) για διενέργεια DNA τεστ ώστε να επαληθευθεί η πατρότητα παιδιών από αλλοδαπές μητέρες και Κύπριους πατέρες.
Η πρακτική αυτή τέθηκε υπόψη μου μέσω αριθμού σχετικών παραπόνων που μου υποβλήθηκαν κατά το 2011 και στα οποία υποστηρίχθηκε ότι το ΤΑΠΜ εξαρτούσε είτε την έκδοση προξενικών πιστοποιητικών γεννήσεων των παιδιών είτε την έκδοση άδειας παραμονής των αλλοδαπών μητέρων τους από την προσκόμιση ανάλυσης DNA που να πιστοποιούσε ότι πατέρας του παιδιού ήταν πράγματι ο Κύπριος σύζυγος ή σύντροφος της μητέρας. Σε καμία από τις περιπτώσεις που τέθηκαν υπόψη μου ο πατέρας δεν αμφισβήτησε την πατρότητα του παιδιού του, ενώ υπήρχε θεμελιωμένη οικογενειακή ζωή μεταξύ του ζευγαριού και του παιδιού που απέκτησαν.
Ζήτησα κατ’ επανάληψη από τη Διευθύντρια ΤΑΠΜ να έχω τις θέσεις της επί του ζητήματος, επισημαίνοντας της ότι η ακολουθούμενη πρακτική φαινόταν να είναι νομικώς έωλη και ενδεχομένως ασύμβατη με τις αρχές προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς, εντούτοις, να λάβω γραπτή απάντηση επί του ευρύτερου ζητήματος. Ως εκ τούτου, είχα προσωπική συνάντηση με τη Διευθύντρια, στις 17 Ιουλίου 2012, κατά την οποία συζητήσαμε το θέμα. Η Διευθύντρια δεσμεύθηκε να τοποθετηθεί και γραπτώς επί τούτου, κάτι που όμως δεν έγινε. Δεδομένης, ωστόσο, της σοβαρότητας του ζητήματος, αποφάσισα με βάση τα όσα προφορικά διαμείφθηκαν, καθώς και τα όσα έχω διαπιστώσει μέσα από τα επιμέρους παράπονα που μου υποβλήθηκαν να προχωρήσω σε Τοποθέτηση σύμφωνα με τις προαναφερόμενες αρμοδιότητές μου.
Η προϋπόθεση προσκόμισης ανάλυσης DNA για διαπίστωση πατρότητας είναι δυνατόν να τεθεί από το ΤΑΠΜ στις εξής τρεις περιπτώσεις:
i. Κατά την εξέταση αίτησης για έκδοση άδειας παραμονής υπηκόου τρίτης χώρας, η οποία είναι μητέρα παιδιού το οποίο δηλώνεται ως παιδί από Κύπριο πατέρα, εφόσον παρατηρείται «προβληματικό ιστορικό», π.χ. σε περίπτωση προηγούμενης σύναψης εικονικού γάμου ή προηγούμενης παράνομης παραμονής.
Σημειώνεται ότι στην περίπτωση αυτή, αν δεν προσκομιστεί η απαιτούμενη ανάλυση DNA, η άδεια παραμονής δεν εκδίδεται, με αποτέλεσμα η αλλοδαπή να μην μπορεί να συνάψει γάμο, αν δεν το έχει ήδη πράξει, με το σύντροφό της, καθώς ούτε και να εργαστεί ή να έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες κοινωνικής ευημερίας ή υγείας.
ii. Κατά την εξέταση αίτησης για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας από υπήκοο τρίτης χώρας, η οποία είναι μητέρα παιδιού το οποίο δηλώνεται ως παιδί από Κύπριο πατέρα.
iii. Κατά την έκδοση προξενικών πιστοποιητικών γεννήσεων, για παιδιά που γεννήθηκαν εκτός Κύπρου από αλλοδαπές μητέρες, εφόσον υπάρχει αμφιβολία για την πατρότητα, είτε επειδή στα αλλοδαπά πιστοποιητικά γεννήσεως που προσκομίζονται αναφέρεται ως όνομα πατρός άλλου από τον Κύπριο είτε επειδή το παιδί γεννήθηκε εντός εννιά μηνών από τη λύση προηγούμενου γάμου της μητέρας.
Σημειώνεται ότι, στην περίπτωση αυτή το παιδί δεν αποκτά την κυπριακή υπηκοότητα, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει με απέλαση, στην περίπτωση που ούτε στη μητέρα του παραχωρηθεί άδεια παραμονής ή κυπριακή υπηκοότητα.
Τίποτε από τα πιο πάνω δεν προβλέπεται νομοθετικά, ενώ ούτε οποιεσδήποτε γραπτές οδηγίες ή κατευθύνσεις υπάρχουν σχετικά. Το πότε θα ζητηθεί η προσκόμιση ανάλυσης DNA αποφασίζεται κατά περίπτωση από τη Διευθύντρια ΤΑΠΜ, όταν «ύποπτες» υποθέσεις έρθουν σε γνώση της. Σύμφωνα με τη Διευθύντρια, η προϋπόθεση αυτή επιβλήθηκε σε μερικές δεκάδες περιπτώσεις, στο 99,9% των οποίων η ανάλυση DNA επιβεβαίωσε ότι πράγματι πατέρας του παιδιού ήταν ο Κύπριος ο οποίος και παρουσιαζόταν ως πατέρας του.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι φαίνεται να υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ο οποίος σε μία τουλάχιστον περίπτωση που είναι εις γνώση μου, ζήτησε από τη Διευθύντρια ΤΑΠΜ να προχωρήσει στην έκδοση άδειας παραμονής στην αλλοδαπή μητέρα χωρίς την απαίτηση για διεξαγωγή εξέτασης DNA, υπό το φως της κοινής δήλωσης του ζεύγους για την πατρότητα του παιδιού. Και σε αυτήν, όμως, την περίπτωση η Διευθύντρια επέμεινε στην αρχική της θέση.
Η ψευδής δήλωση πατρότητας, δηλαδή όταν ένα πολίτης δηλώνει ότι είναι πατέρας παιδιού υπηκόου τρίτης χώρας προκειμένου το παιδί και η μητέρα του να αποκτήσουν το δικαίωμα διαμονής στο δικό του κράτος, θεωρείται ως μία μορφή εικονικότητας του γάμου ή της σχέσης, η οποία παρέχει στις μεταναστευτικές αρχές του κράτους το δικαίωμα να μην προχωρήσουν στην παραχώρηση δικαιώματος διαμονής στο παιδί και τη γυναίκα. Όπως, ωστόσο, επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις Κατευθυντήριες Γραμμές [1] που εξέδωσε για την καλύτερη ενσωμάτωση και εφαρμογή της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, που ρυθμίζει το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, και η οποία έχει ενσωματωθεί στον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, για να θεωρηθεί μία δήλωση πατρότητας ως ψευδής θα πρέπει το πρόσωπο που παρουσιάζεται ως πατέρας να γνωρίζει ότι δεν είναι ο πατέρας και να μην προτίθεται να αναλάβει τη γονική μέριμνα του παιδιού.
Παρότι η ψευδής δήλωση πατρότητας δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται συχνά για την εξαπάτηση των μεταναστευτικών αρχών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρκετά κράτη μέλη σε περίπτωση αμφιβολιών ρυθμίζουν [2] τους τρόπους ελέγχου τέτοιων δηλώσεων, κυρίως μέσω της επιστημονικής εξέτασης της γνησιότητας των πιστοποιητικών γεννήσεων που προσκομίζονται, της υποβολής του ζευγαριού σε συνέντευξη, της λήψης άλλων μαρτυριών και της εξέτασης του ιστορικού διέλευσης των συνόρων από το ζευγάρι. Στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη ώστε να αποφασιστεί κατά πόσο μία δήλωση πατρότητας είναι γνήσια ή ψευδής είναι η σχέση που διαφαίνεται να έχει ο πατέρας με το παιδί, το κατά πόσο το παιδί λαμβάνει ή όχι το όνομα του πατέρα, η συνάφεια ή οι αντιφάσεις των δηλώσεων των δύο συντρόφων ή αν υπήρχε ή όχι πρακτική δυνατότητα το ζευγάρι να ήταν μαζί κατά το χρόνο της σύλληψης του παιδιού.
Δεν είναι σαφές κατά πόσο υπάρχουν ευρωπαϊκά κράτη τα οποία εξαρτούν το δικαίωμα εισόδου των αλλοδαπών συζύγων πολιτών τους ή Ευρωπαίων πολιτών από τη διενέργεια DNA για εξακρίβωση της πατρότητας. Από μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας, η πρακτική αυτή φαίνεται να ακολουθείται κυρίως στις περιπτώσεις υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν νόμιμα στο έδαφος ευρωπαϊκού κράτους και ζητούν να επιτραπεί η είσοδος σε μέλη της οικογένειάς τους για σκοπούς οικογενειακής επανένωσης, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Οδηγίας 2003/86/ΕΚ.
Σε αυτή την περίπτωση, όταν, παρά τη χρήση ηπιότερων μεθόδων, υπάρχουν σαφείς και εύλογες αμφιβολίες για τη γνησιότητα της οικογενειακής σχέσης μεταξύ του νόμιμα διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας και των μελών της οικογένειας με τα οποία ζητά να επανενωθεί ή εάν διαφαίνεται κίνδυνος εμπορίας παιδιών, σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη προβλέπεται η δυνατότητα των αρχών να ζητήσουν την εξέταση DNA. Συγκεκριμένα μπορεί να ζητηθεί τέτοια εξέταση σε εθελοντική βάση (Βέλγιο, Φινλανδία, Γερμανία) ή σε υποχρεωτική βάση (Ιρλανδία, Ιταλία, Λιθουανία και Πορτογαλία) ή κατόπιν αίτησης του ίδιου του ενδιαφερομένου (Αυστρία) ή κατόπιν εξασφάλισης δικαστικού εντάλματος (Λουξεμβούργο) ή στα πλαίσια δικαστικής διαδικασίας (Ισπανία) ή υπό αυστηρές προϋποθέσεις (Ολλανδία, Σουηδία, Νορβηγία) [3]. Στις περισσότερες χώρες, ωστόσο, φαίνεται ότι στην πράξη σπάνια υπάρχει προσφυγή σε τέτοια τεστ, αφού προκρίνεται ότι κάτι τέτοιο δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού.
Τέτοια πρόβλεψη, για εθελοντική εξέταση DNA, περιλαμβάνεται και στις οδηγίες που εφαρμόζουν οι συνοριακές/προξενικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, ώστε να αποφανθούν κατά πόσο θα επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα παιδιού για σκοπούς οικογενειακής επανένωσης. Οι εν λόγω οδηγίες είναι ιδιαίτερα εκτενείς και αναλυτικές, αφού ρυθμίζουν με σαφήνεια πότε μπορεί να απαιτηθεί η εξέταση, σε πόσο χρόνο θα πρέπει να διενεργηθεί, με ποιο τρόπο συνεκτιμείται η άρνηση του προσώπου να υποβληθεί σε τέτοια εξέταση, ποιος επιβαρύνεται με το σχετικό κόστος, ποια εργαστήρια είναι διαπιστευμένα για να διενεργούν τις αναλύσεις, πώς αξιολογούνται τα αποτελέσματα, πώς διαφυλάσσεται η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών και πώς ανακοινώνεται στους γονείς το ότι δεν συνδέονται βιολογικά με το παιδί τους, στην περίπτωση που εκείνοι δεν το γνώριζαν. Προβλέπεται, επίσης, η δυνατότητα άσκησης έφεσης εναντίον της απόφασης που λαμβάνεται, ενώ επισημαίνεται ότι ακόμη και στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ένα παιδί δεν έχει βιολογικούς δεσμούς με ένα εκ των δύο και τους δύο γονείς του, μπορεί να θεωρηθεί ως μέλος της οικογένειας, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι γονείς το έχουν μεγαλώσει ως παιδί τους και άρα θεωρείται ως de facto υιοθετημένο παιδί. Όλες οι σχετικές ρυθμίσεις είναι διαφανείς και προσβάσιμες, αφού είναι δημοσιευμένες στην επίσημη ιστοσελίδα της Αγγλικής Υπηρεσίας Συνόρων (UK Border Agency) [4].
Στη Γαλλία επιχειρήθηκε να προβλεφθεί μια παρόμοια ρύθμιση [5], η προσπάθεια, όμως, δεν τελεσφόρεσε. Συγκεκριμένα, μετά από έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις, οι οποίες επικεντρώνονταν στη συμβατότητα μιας τέτοιας πρακτικής με τις αρχές προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ψηφίστηκε και τέθηκε σε ισχύ το Νοέμβριου του 2007 νομοθεσία, η οποία προέβλεπε, σε περιπτώσεις αιτημάτων οικογενειακής επανένωσης, την εθελοντική εξέταση DNA για να επιβεβαιωθεί η μητρότητα, και όχι η πατρότητα, του παιδιού, εξαιτίας του ότι το ζήτημα θεωρήθηκε ιδιαίτερα ευαίσθητο, ενώ απαιτούνταν να υπάρχει και έγκριση από αρμόδιο Δικαστήριο. Ο Νόμος, ο οποίος θα έπρεπε να εφαρμοστεί εντός 18 μηνών ή να καταργηθεί, κρίθηκε από το Γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο ως συνταγματικός. Το Σεπτέμβριο του 2009, ο Υπουργός Μετανάστευσης αποφάσισε να μην προχωρήσει στην εφαρμογή του μέτρου, δηλώνοντας ότι δεν ήταν εφικτή η υλοποίησή του εντός του προβλεπόμενου δεκαοχτάμηνου, δεδομένου ιδίως ότι πολλά ζητήματα εμπιστευτικότητας και προστασίας προσωπικών δεδομένων δεν κατέστη δυνατό να διευθετηθούν με ικανοποιητικό τρόπο. Ο Υπουργός παραδέχτηκε, επίσης, ότι το μέτρο είχε αντίκτυπο στην εικόνα της Γαλλίας στο εξωτερικό.
Οι κύριες επιφυλάξεις που διατυπώνονται σε σχέση με το κατά πόσο η εξακρίβωση, για μεταναστευτικούς σκοπούς, του οικογενειακού δεσμού ενός γονέα με το παιδί του μέσω ανάλυσης DNA συνάδει με τις αρχές προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επικεντρώνονται, κυρίως στο δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής και της ιδιωτικής ζωής. Ειδικότερα:
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει δεχτεί ότι το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή [6] προστατεύει κάθε ενεργή γονική σχέση, που αναπτύσσεται στα πλαίσια μιας οικογένειας, ακόμη κι αν δεν υπάρχει βιολογικός δεσμός / δεσμός αίματος [7] μεταξύ του γονέα και του παιδιού ή ακόμη κι αν δεν υπάρχει γάμος μεταξύ του ζευγαριού [8]. Επιπρόσθετα, οι διαδικασίες καθορισμού της νομικής σχέσης ενός πατέρα με το παιδί του εμπίπτουν στην έννοια της «οικογενειακής ζωής» [9], ενώ παράλληλα εμπίπτουν και στη σφαίρα της «ιδιωτικής ζωής» του πατέρα [10].
Στην προστασία της ιδιωτικής ζωής [11] εμπίπτει γενικά η προστασία όλων των πτυχών της φυσικής και κοινωνικής ζωής ενός προσώπου που διαμορφώνουν τη φυσική και ψυχολογική του φυσιογνωμία, όπως είναι το όνομά του, η γενετική του ταυτότητα, η κατάσταση της υγείας του, η εθνική καταγωγή τους, οι οικογενειακές ή οι κοινωνικές του σχέσεις και ο σεξουαλικός προσανατολισμός του. Για το λόγο αυτό έχει κριθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι κάθε αποθήκευση από τις κρατικές αρχές πληροφοριών που σχετίζονται με την ιδιωτική ζωή προσώπου συνιστά περιορισμό της ιδιωτικής του ζωής [12].
Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην περίπτωση που το κράτος κατακρατά δείγματα DNA και γενετικές πληροφορίες του προσώπου, αφού, εξαιτίας της ταχείας προόδου της τεχνολογίας, δεν μπορεί να προβλεφθεί η μελλοντική τους χρήση και η ενδεχόμενη χρήση τους για αποκάλυψη ακόμη περισσότερων πληροφοριών σε σχέση με το πρόσωπο [13]. Το Δικαστήριο έχει παράλληλα επισημάνει ότι, οι πιο πάνω κίνδυνοι ισχύουν και όταν το κράτος παρότι δεν κατακρατά δείγματα DNA, αποθηκεύει το DNA profile, δηλαδή τις κωδικοποιημένες αναφορές που προκύπτουν από την ανάλυση DNA, αφού αυτό μπορεί εκτός από την απλή ταυτοποίηση του προσώπου να χρησιμοποιηθεί και για άλλους σκοπούς, όπως την εξακρίβωση των γενετικών του δεσμών με άλλα πρόσωπα ή της φυλετικής του καταγωγής.
Το Δικαστήριο δεν έχει έως σήμερα εκδώσει απόφαση επί της ουσίας υπόθεσης που να αφορά στην πρακτική εξέτασης DNA για μεταναστευτικούς σκοπούς. Εντούτοις, τον Ιούλιο του 2010 έκρινε ως παραδεκτή σχετική υπόθεση η οποία στρέφεται εναντίον της Γαλλίας [14], για την οποία δεν έχει ακόμη εκδώσει τελική απόφαση, αποδεχόμενο ουσιαστικά ότι το μέτρο αυτό εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του δικαιώματος στην οικογενειακή και ιδιωτική ζωή.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διασαφηνιστεί ότι περιορισμοί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και εν προκειμένω των δικαιωμάτων της οικογενειακής ή ιδιωτικής ζωής, μπορεί να κριθούν ως δικαιολογημένοι, εφόσον πληρούν σωρευτικά συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, σύμφωνα και με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κάθε περιορισμός δικαιώματος θα πρέπει να έχει σαφές, προσβάσιμο και προβλέψιμο νομοθετικό έρεισμα, σύμφωνα με τις αρχές του κράτους δικαίου, να εξυπηρετεί ένα νόμιμο σκοπό και να μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία, δηλαδή να ανταποκρίνεται σε μια έντονη κοινωνική ανάγκη και να είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας.
Η πρώτη απ’ τις πιο πάνω προϋποθέσεις ισοδυναμεί με την αρχή της νομιμότητας, η οποία συνιστά την πεμπτουσία του κράτους δικαίου ή του αγγλικού rule of law και αντανακλά την απαίτηση για γενική προβλέψιμη και σχετικά σταθερή έννομη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων. Βάσει της αρχής της νομιμότητας, επομένως, αξιώνεται από τη διοίκηση να μη δρα παρά μόνον εφόσον στηρίζεται σε προϋπάρχοντα νόμο ή μόνον εφόσον ενεργεί κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, ο οποίος αποτελεί το αναγκαίο στήριγμα, αλλά και το απαράβατο όριο της εξουσίας της [15]. Με άλλα λόγια, ο θεμελιώδης κανόνας που διέπει το κράτος δικαίου που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα συμπυκνώνεται στη φράση: ως προς τους ιδιώτες «ό,τι δεν απαγορεύεται, επιτρέπεται» και ως προς το κράτος «ότι ρητά δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται» [16].
Από τα πιο πάνω, καθώς και από όσα αναλύθηκαν νωρίτερα σε σχέση με την πρακτική που ακολουθείται από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, προκύπτει ότι το Τμήμα ζητώντας να λάβει γνώση συγκεκριμένων γενετικών πληροφοριών ιδιωτών, ώστε να επιβεβαιώσει τη βιολογική τους σχέση, υπεισέρχεται στη σφαίρα της ιδιωτικής και οικογενειακής αυτονομίας του προσώπου. Δεδομένου, ότι πράττει κατ’ αυτόν τον τρόπο στην απουσία οποιουδήποτε νομοθετικού ή κανονιστικού πλαισίου και χωρίς να στηρίζεται σε συγκεκριμένα, σαφή και αντικειμενικά κριτήρια, που να καθιστούν τη δράση του προβλέψιμη, διαφανή, οριοθετημένη και δικαιικά ασφαλή, το Τμήμα παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας και κατ’ επέκταση το ανθρώπινο δικαίωμα στην οικογενειακή και ιδιωτική ζωή. Συνεπώς, και από μόνο τούτο, η πρακτική που ακολουθείται από το Τμήμα δεν έχει νομοθετικό έρεισμα και άρα δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή σε ένα πολιτειακό καθεστώς δικαίου, όπως είναι το δικό μας.
Όμως ακόμη και αν ήταν νομοθετικά ή κανονιστικά προβλεπόμενη η ακολουθούμενη πρακτική, και πάλι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συμβατή με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τις αρχές σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για μια σειρά λόγων, οι κυριότεροι εκ των οποίων είναι οι εξής:
1. Δεν έχουν παρατεθεί οποιοιδήποτε λόγοι οι οποίοι να καθιστούν αναγκαία μια τέτοια πρακτική, πολλώ μάλλον που δεν φαίνεται να υπάρχει ιστορικό προηγούμενο κατά το οποίο πρόσωπα επιχείρησαν ή πέτυχαν να ξεγελάσουν το κυπριακό κράτος και να αποκτήσουν δικαιώματα βάσει ψευδούς δήλωσης πατρότητας. Ούτε, σε μια άλλη πιθανή εξήγηση, το εμπλεκόμενο Τμήμα επικαλέστηκε ότι η πολιτική αυτή εξυπηρετεί το σκοπό αποτροπής της εμπορίας παιδιών.
2. Με την ακολουθούμενη πρακτική, το Τμήμα αντί να εξαντλεί την υποχρέωσή του για εξέταση των αιτημάτων που του τίθενται, μέσω της χρήσης ηπιότερων μέτρων (π.χ. πιστοποιητικών, μαρτυριών, διαβατηριακών ελέγχων), τα οποία είναι ικανά να στοιχειοθετηθούν ισχυρές ενδείξεις για την ύπαρξη της οικογενειακής σχέσης μεταξύ των ενδιαφερόμενων προσώπων, μετακυλύει κατά υπερβολικό ή και αποκλειστικό τρόπο την ευθύνη σε αυτόν που καλεί να υποβληθεί στην εξέταση DNA.
3. Παράλληλα, ενώ η υποχρέωση του ατόμου να προχωρήσει σε εξέταση παρουσιάζεται ως εθελοντική, τυχόν άρνηση, που μπορεί να εκπηγάζει από ιδεολογικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις, οικονομική αδυναμία ή άλλους πρακτικούς λόγους, εκλαμβάνεται ως αμάχητο τεκμήριο για τη μη ύπαρξη βιολογικών δεσμών. Ακυρώνεται, δηλαδή, το στοιχείο της συναίνεσης, η δε βαρύτητα που αποδίδεται σε ενδεχόμενη άρνηση είναι ολοκληρωτικά καθοριστική, αφού εκμηδενίζει τη σημασία οποιωνδήποτε άλλων ενδείξεων προς την αντίθετη κατεύθυνση.
4. Και αν ακόμη αποδειχθεί η μη ύπαρξη δεσμού αίματος αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα πρόθεση ή προσπάθεια εξαπάτησης του κράτους. Όπως σημειώνεται και παραπάνω, για να θεωρηθεί μια δήλωση πατρότητας ως ψευδής πρέπει αυτός που παρουσιάζεται ως πατέρας να γνωρίζει ότι δεν είναι ο πατέρας και να μην προτίθεται να αναλάβει τη γονική μέριμνα του παιδιού.
5. Με την τηρούμενη, ωστόσο, από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης πρακτική είναι πιθανόν να παραγνωρίζονται οι ισχυροί προσωπικοί δεσμοί και σχέσεις αμοιβαίας εξάρτησης που αναπτύσσονται, ακόμη και σε μη βιολογικές οικογένειες. Εξομοιώνεται, δηλαδή, η οικογενειακή σχέση μεταξύ γονέως και τέκνου με την ύπαρξη βιολογικού δεσμού, με αποτέλεσμα να υποτιμείται είτε η κοινή πεποίθηση των γονέων ότι το συγκεκριμένο παιδί είναι παιδί τους είτε οι πραγματικές συνθήκες υπό τις οποίες μεγαλώνουν ένα παιδί ως παιδί τους και οι οποίες, όπως έχουν κριθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θεωρούνται και αναγνωρίζονται ως οικογενειακή ζωή.
6. Επιπρόσθετα, δεν εξειδικεύεται, κατά ρητό και σαφή τρόπο, η διαδικασία που θα πρέπει να τηρείται, και συγκεκριμένα δεν τίθενται δικαιοκρατικές εγγυήσεις, τυπικού και ουσιαστικού τύπου, για αποτροπή αυθαιρεσιών και καταχρήσεων, όπως ποιο όργανο και υπό ποιες προϋποθέσεις θα λαμβάνει την απόφαση και πώς μπορεί αυτή εννόμως να αμφισβητηθεί.
7. Με τη μη θέσπιση κριτηρίων για την εφαρμογή της πρακτικής δεν προσδιορίζεται πότε και με ποιο τρόπο αυτή ακολουθείται, με αποτέλεσμα να είναι υπαρκτός και ο κίνδυνος δυσμενούς διάκρισης προσώπων ή ομάδων προσώπων, αφού είναι πιθανόν η πρακτική να εφαρμόζεται με μεγαλύτερη συχνότητα ή και αποκλειστικά σε σχέσεις στις οποίες ο αλλοδαπός είναι συγκεκριμένης εθνικής ή φυλετικής καταγωγής ή μεταναστευτικής προέλευσης. Ούτε λαμβάνεται υπόψη το συγκεκριμένο κάθε φορά κοινωνικό, θρησκευτικό ή πολιτιστικό υπόβαθρο του προσώπου.
8. Επίσης, το κόστος για τη διενέργεια των αναλύσεων DNA, το οποίο ανέρχεται περίπου στα 1000 ευρώ (απαιτείται η διενέργεια τριών τεστ: για το παιδί, τη μητέρα και τον πατέρα, τα οποία στοιχίζουν περίπου 300 ευρώ έκαστο) εναποτίθεται στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με αποτέλεσμα να αποκλείονται δυνητικά από τα δικαιώματα τα οποία εξαρτώνται από την προσκόμιση των αναλύσεων (δηλαδή την ιθαγένεια του παιδιού ή το καθεστώς παραμονής της μητέρας) τα άτομα εκείνα τα οποία, παρότι δεν αντιτίθενται στην υποβολή τους στη συγκεκριμένη εξέταση, δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να επωμιστούν τα έξοδά της.
9. Έντονη προβληματικότητα παρουσιάζεται και στο ζήτημα της προστασίας της εμπιστευτικότητας των γενετικών πληροφοριών που λαμβάνονται από το Τμήμα, αφού μένουν παντελώς αρρύθμιστα τα θέματα της συλλογής, επεξεργασίας, αποθήκευσης, διαχείρισης και καταστροφής των προσωπικών αυτών δεδομένων.
10. Ανοιχτό, τέλος, παραμένει και το ενδεχόμενο να παραβιάζονται και δικαιώματα των ίδιων των παιδιών και της βασικής αρχής σύμφωνα με την οποία κάθε κρατική απόφαση ή πολιτική η οποία επηρεάζει τα δικαιώματα των παιδιών θα πρέπει πρώτιστα να είναι προς το συμφέρον τους.
Ως Εθνική Ανεξάρτητη Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είμαι υποχρεωμένη να υπενθυμίζω στις δημόσιες υπηρεσίες ότι αποτελούν τους βασικούς θεματοφύλακες των δικαιωμάτων των πολιτών. Οφείλουν, επομένως, να τα σέβονται, να τα προστατεύουν και να τα προαγάγουν. Αυτό ισχύει και όταν ακόμα καθίσταται αναγκαίος ο περιορισμός κάποιων εξ αυτών των δικαιωμάτων για ευρύτερους και σε κάθε περίπτωση προσδιορίσιμους και συγκεκριμένους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, αφού το δημόσιο συμφέρον δεν βρίσκεται ούτε πέραν ούτε υπεράνω της νομιμότητας. Κατά συνέπεια, καμία αυθαίρετη, άδικη και μη εύλογη κρατική παρέμβαση στο χώρο της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας δεν δικαιολογείται. Αντίθετα, πρακτικές, ενέργειες και αποφάσεις που επηρεάζουν τα δικαιώματα των πολιτών θα πρέπει να ρυθμίζονται στα πλαίσια ενός σαφώς καθορισμένου περιγράμματος που θα εξειδικεύει τα όρια και τους περιορισμούς της αρμόδιας κρατικής αρχής και θα διασφαλίζει το απολύτως αναγκαίο επιτρεπτό περιθώριο παρέμβασής της στο χώρο των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Η παρούσα Τοποθέτηση διαβιβάζεται στη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και στο Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών. Την διαβιβάζω, επίσης, για σκοπούς ενημέρωσής τους στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και στον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών. Τέλος, την διαβιβάζω στους Επιτρόπους Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, ώστε να επιληφθούν, εφόσον το κρίνουν σκόπιμο, των ζητημάτων που εμπίπτουν στις δικές τους αρμοδιότητες.
Ελίζα Σαββίδου
Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Εθνική Ανεξάρτητη Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
[1] COM(2009) 313 τελικό, ημερ. 2 Ιουλίου 2011
[2] Βλ. Σχετικά: European Migration Network, “Misuse of the Right to Family Reunification” (June 2012)
[3] European Migration Network, “Misuse of the Right to Family Reunification” (June 2012)
[4]http://www.ukba.homeoffice.gov.uk/sitecontent/documents/policyandlaw/IDIs/idischapter8/section5a/annexn?view=Binary
[5] Bλ.: Tera Rica Murdock “Whose Child Is This?: Genetic Analysis and Family Reunification Immigration in France”, Vanderbilt Journal of Transnational Law (Vol.: 41-1503)
[6] Άρθρο 8 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Άρθρο 15 Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας
[7] X, Y, Z v. Ηνωμένου Βασιλείου (22/4/1997)
[8] Johnston v. Ιρλανδίας (18/12/1986)
[9] Pascoud v. Γαλλίας (16/6/2011)
[10] Rasmussen v. Δανίας (25/11/1984)
[11] Άρθρο 8 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Άρθρο 15 Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας
[12] Leander v. Σουηδίας (26/3/1987)
[13] S. and Marper v. Ηνωμένου Βασιλείου (4/12/08)
[14] Rivet v. Γαλλίας (Αρ. Αίτησης: 19113/09)
[15] Αντώνη Μανιτάκη, «Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας» (1994), σελ. 88