Αρ. Φακ.: ΑΚΡ/ΑΥΤ. 2/2011
Λευκωσία, 2 Νοεμβρίου 2011
ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗΣ ΒΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Προϊστάμενος: Άριστος Τσιάρτας
Ερευνούσα λειτουργός: Νάσια Διονυσίου
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
1. Αφορμή για την παρούσα αυτεπάγγελτη παρέμβασή μου, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων που μου παρέχει ο περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμος, αποτέλεσε δημοσίευμα του ημερήσιου τύπου [1], με τίτλο: «Ξυλοδαρμός Ινδού με φόντο ρατσισμό». Δεν είναι η πρώτη φορά που η Αρχή κατά των Διακρίσεων του Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως παρεμβαίνει στο ζήτημα αυτό, και συγκεκριμένα στο θέμα της αντιμετώπισης από μέρους της Αστυνομίας περιστατικών ρατσιστικής βίας. Στο παρελθόν παρόμοιας φύσης υποθέσεις έτυχαν διερεύνησης [2], η οποία κατέδειξε ότι η κυπριακή κοινωνία είναι δεν απαλλαγμένη από εκδηλώσεις βίας με ρατσιστικά κίνητρα. Ωστόσο, οι διαστάσεις αυτής της μορφής βίας δεν φαίνεται να αντανακλούνται ούτε μέσω της καταγραφής τέτοιων περιστατικών, αλλά ούτε και μέσω της ποινικής αντιμετώπισής τους, με αποτέλεσμα, τόσο οι δράστες, όσο και τα θύματα, να παραμένουν αόρατα και το πρόβλημα, λόγω της υποτίμησης του, να οξύνεται, δυναμιτίζοντας τα θεμέλια της ίδιας της ανοιχτής και ανεκτικής δημοκρατικής κυπριακής πολιτείας.
2. Στο δημοσίευμα, το οποίο κινητοποίησε την παρούσα έρευνά μου, αναφερόταν, ειδικότερα, ότι, κατά τις πρωινές ώρες της 26ης Αυγούστου 2011, Ινδός, ο οποίος περπατούσε σε δρόμο της Λευκωσίας, δέχτηκε επίθεση από πέντε άτομα, ενδεχομένως κυπριακής υπηκοότητας και νεαρής ηλικίας, που επέβαιναν σε διπλοκάμπινο όχημα χωρίς αριθμούς εγγραφής και είχαν στην κατοχή τους μεταλλικά ρόπαλα. Δεδομένου ότι το θύμα δεν γνώριζε τους δράστες της επίθεσης, η Αστυνομία έστρεψε τις υποψίες της σε ρατσιστικά κίνητρα. Στα πλαίσια προκαταρκτικής διερεύνησης του θέματος, αρμόδια Λειτουργός του Γραφείου μου είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Υπεύθυνο Γραφείου Καταπολέμησης Διακρίσεων της Αστυνομίας, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι η Αστυνομία διερευνούσε το συγκεκριμένο αδίκημα, μαζί και με άλλα παρόμοιας φύσης αδικήματα, ως πιθανά ρατσιστικά περιστατικά.
3. Υπό το φως των παραπάνω, με επιστολή μου, με ημερομηνία 31 Αυγούστου 2011, προς τον Αρχηγό Αστυνομίας, ζήτησα να ενημερωθώ και γραπτώς για το στάδιο στο οποίο βρισκόταν η αστυνομική έρευνα σε σχέση με το αδίκημα που περιγραφόταν στο δημοσίευμα, κατά πόσο η Αστυνομία εξέταζε κα άλλα, όμοιας χροιάς, αδικήματα, και αν είχε διαπιστωθεί οποιαδήποτε μεταξύ τους σύνδεση, που θα μπορούσε να καταδείξει οργανωμένα περιστατικά με ρατσιστικό υπόβαθρο.
4. Έλαβα απάντηση, με ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 2011, στην οποία μου επισυνάφθηκαν σχετικές επιστολές του Υπεύθυνου Γραφείου Καταπολέμησης Διακρίσεων και του Αναπληρωτή Υπεύθυνου Αστυνομικού Σταθμού Πύλης Πάφου. Αφού μελετήθηκαν οι επιστολές αυτές, η εξετάζουσα Λειτουργός της υπόθεσης είχε και τηλεφωνικές επαφές με τους δύο αξιωματούχους της Αστυνομίας και έλαβε επιπλέον πληροφορίες ή διευκρινίσεις. Από το σύνολο των στοιχείων που έχουν τεθεί υπόψη μου, προκύπτουν τα εξής:
- Στις 26 Αυγούστου 2011, κατά τις 00:30, στην οδό Μενάνδρου στη Λευκωσία, Ινδός δέχτηκε επίθεση από άγνωστα νεαρά άτομα, τα οποία επέβαιναν σε διπλοκάμπινο όχημα. Συγκεκριμένα, στο όχημα, χρώματος άσπρου, μάρκας ISUZU, χωρίς πινακίδες εγγραφής, επέβαιναν έξι άτομα, ηλικίας περίπου 15 με 18 ετών, με κοντά μαλλιά, πιθανόν κυπριακής καταγωγής. Τα πρόσωπα αυτά, πλην του οδηγού, μόλις αντιλήφθηκαν τον Ινδό κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και του επιτέθηκαν χτυπώντας τον σε όλο του το σώμα με μεταλλικά ρόπαλα. Τράπηκαν σε φυγή, μόνο όταν ο Ινδός άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Ακολούθως, αποτάθηκε στην Αστυνομία, από όπου και παραπέμφθηκε για ιατρικές εξετάσεις στο Τμήμα Ατυχημάτων και Επείγοντων Περιστατικών Λευκωσίας.
Σύμφωνα με την Αστυνομία, διενεργήθηκαν έρευνες για τον εντοπισμό των υπόπτων χωρίς αποτέλεσμα. Παράλληλα, ελέγχθηκε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης της περιοχής με αρνητικό αποτέλεσμα και ανακρίθηκαν αρκετά πρόσωπα, χωρίς όμως να προκύψει ο,τιδήποτε.
- Πέραν του πιο πάνω περιστατικού, μεταξύ 25 και 28 Αυγούστου 2011 διαπράχθηκαν και μερικά άλλα, παρόμοιας φύσης, αδικήματα επιθέσεων.
- Συγκεκριμένα, στις 25 Αυγούστου, τέσσερα άγνωστα νεαρά άτομα, επιβαίνοντες διπλοκάμπινου αυτοκινήτου, με πινακίδες εγγραφής, διέπραξαν τα αδικήματα της επίθεσης και κακόβουλης ζημιάς σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις:
(α) Η ώρα 02:20, στην οδό Λασκαράτου στη Λευκωσία, τέσσερα άγνωστα πρόσωπα πλησίασαν Κύπριο ποδηλάτη και από το παράθυρο του οχήματος ο συνοδηγός με μία ξύλινη ράβδο χτύπησε στο δεξιό πλευρό τον ποδηλάτη.
(β) Δέκα λεπτά αργότερα στην οδό Νικηφόρου Φωκά, όπου Κύπρια 20 ετών είχε σταθμευμένο το αυτοκίνητό της και στεκόταν στο πεζοδρόμιο, τα πιο πάνω άτομα οδηγώντας το διπλοκάμπινο όχημα πλησίασαν το αυτοκίνητο του θύματος και έσπασαν το καθρεφτάκι στην πλευρά του οδηγού.
(γ) Μετά από μερικά λεπτά, στην οδό Τρικούπη τα πιο πάνω άτομα σταμάτησαν το αυτοκίνητό τους, αποβιβάστηκαν, έτρεξαν προς το μέρος πεζού προσώπου από την Μπαγλαντές και του επιτέθηκαν με σιδερένιους λοστούς, χτυπώντας το στο κεφάλι.
- Επίσης, στις 26 Αυγούστου, λίγο μετά την επίθεση που δέχτηκε ο Ινδός στην οδό Μενάνδρου, κατά τις 01:00, αλλοδαπός από την Κίνα ενώ ποδηλατούσε στην οδό Κυριάκου Μάτση στον Αγ. Δομέτιο, δέχτηκε επίθεση από άγνωστο πρόσωπο που οδηγούσε πιθανόν διπλοκάμπινο όχημα και τον χτύπησε στο κεφάλι με άγνωστο αντικείμενο.
- Η Αστυνομία εντόπισε σταθμευμένο διπλοκάμπινο όχημα, με όμοιους αριθμούς εγγραφής με το όχημα που εμπλέκετο στα περιστατικά, και διαπίστωσε ότι από αυτό είχαν κλαπεί οι πίσω πινακίδες. Στο όχημα διενεργήθηκε δακτυλοσκοπικός έλεγχος με αρνητικό αποτέλεσμα, ενώ παραλήφθηκε γενετικό υλικό για να αποσταλεί για εξέταση. Οι εξετάσεις συνεχίζονται, ενώ ταυτόχρονα, σύμφωνα με την Αστυνομία, διενεργούνται μηχανοκίνητες περιπολίες από διάφορα Τμήματα της Αστυνομίας με σκοπό τον εντοπισμό του οχήματος και των ύποπτων προσώπων.
- Επιπρόσθετα, στις 28 Αυγούστου 2011, κατά τις 20:10 στο χωριό Εργάτες, αλλοδαποί από τη Ρουμανία, οι οποίοι οδηγούσαν το όχημά τους, δέχτηκαν επίθεση από ομάδα νεαρών που βρίσκονταν στην πλατεία του χωριού, οι οποίοι τους φώναξαν να σταματήσουν το όχημά τους και τους επιτέθηκαν προκαλώντας, επίσης, ζημιές στο αυτοκίνητό τους. Για τα αδικήματα που διαπράχθηκαν συνελήφθησαν τρία άτομα και, αφού κατηγορήθηκαν γραπτώς, αφέθηκαν ελεύθεροι.
- Όπως παρατηρεί ο Υπεύθυνος Γραφείου Καταπολέμησης Διακρίσεων της Αστυνομίας, «από τις μέχρι τώρα έρευνες και εξετάσεις της Αστυνομίας δεν αποκλείεται τα πρώτα τρία περιστατικά επιθέσεων που διαπράχθηκαν στις 25-26 Αυγούστου 2011 από νεαρά άτομα που επέβαιναν σε διπλοκάμπινο όχημα να συνδέονται μεταξύ τους ως προς τους δράστες και τον τρόπο διάπραξης των αδικημάτων, με εύλογη υποψία το ρατσιστικό κίνητρο. Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου τα θύματα είναι Κύπριοι, δεν αποκλείεται οι περιστάσεις ή/και η περιγραφή των θυμάτων να έδινε την εντύπωση αλλοδαπών, και η επίθεση να διαπράχθηκε λόγω ρατσιστικού κινήτρου. Όσον αφορά το περιστατικό στο χωριό Εργάτες, από τη διερεύνηση στο παρόν στάδιο φαίνεται να υπάρχει ρατσιστικό κίνητρο, χωρίς όμως να έχει προκύψει ο,τιδήποτε που να σχετίζεται με τις περιπτώσεις επιθέσεων των προαναφερόμενων αδικημάτων με δράστες άτομα που επέβαιναν σε διπλοκάμπινα οχήματα.»
- Στην περίοδο που ακολούθησε, η Αστυνομία φαίνεται να είχε ενδείξεις και για τη διάπραξη άλλων σποραδικών περιστατικών παρόμοιας υφής, χωρίς όμως να υπάρχουν συγκεκριμένες μαρτυρίες ότι πρόκειται για τους ίδιους δράστες. Τα περιστατικά που περιγράφονται πιο πάνω έχουν καταγραφεί στο Γραφείο Καταπολέμησης Διακρίσεων της Αστυνομίας είτε ως ρατσιστικά περιστατικά, είτε ως περιστατικά με ρατσιστικό κίνητρο. Ωστόσο, τόσο οι κατηγορίες που έχουν προσαφθεί στους φερόμενους ως δράστες των επιθέσεων στο χωριό Εργάτες, όσο και τα υπό διερεύνηση αδικήματα σε σχέση με τα υπόλοιπα περιστατικά, αφορούν στα αδικήματα της κοινής επίθεσης ή επίθεσης με πραγματική βλάβη ή πρόκλησης κακόβουλης ενέργειας, και όχι σε αδικήματα ρατσιστικής χροιάς ή κινήτρου.
ΙΙ. ΔΙΚΑΙΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
5. Μέχρι πρόσφατα, δεν υπήρχε κοινός νομικός ορισμός της «ρατσιστικής βίας», ούτε καν στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βασικό, ωστόσο, χαρακτηριστικό στις νομοθεσίες των κρατών μελών είναι ότι, κατά κύρια βάση, ορίζουν ως ρατσιστική βία εγκληματικές πράξεις με φυλετικό κίνητρο κατά φυσικών προσώπων ή/και υλικών αγαθών, που μπορούν να συμπεριλαμβάνουν και τη λεκτική κακοποίηση ή την παρότρυνση σε φυλετικό μίσος [3]. Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI), διαχωρίζει τη ρατσιστική βία στα «ρατσιστικά αδικήματα» και στα «ρατσιστικά περιστατικά», εντάσσοντας στα πρώτα όλα τα αδικήματα τα οποία είτε τελούνται με ρατσιστικό κίνητρο είτε είναι εκ φύσεως ρατσιστικά και στα δεύτερα κάθε περιστατικό που γίνεται αντιληπτό ως ρατσιστικό από το θύμα ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο [4].
6. Με την Απόφαση – Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου [5], παρότι και πάλι δεν παρέχεται συγκεκριμένος ορισμός της ρατσιστικής βίας, καθίσταται σαφές ότι τέτοια βία ή μίσος είναι εκείνα που στρέφονται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας, εξαιτίας της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, και μπορεί να επεκτείνεται και σε άλλα κριτήρια, όπως αυτά της κοινωνικής θέσης ή των πολιτικών πεποιθήσεων. Η εν λόγω Απόφαση – Πλαίσιο, παρότι έχει ως πρώτο μέλημα την καταπολέμηση συγκεκριμένων μορφών ρατσισμού και ξενοφοβίας, και συγκεκριμένα της δημόσιας υποκίνησης ρατσιστικής βίας ή μίσους και της δημόσιας επιδοκιμασίας ή άρνησης τέτοιων εγκλημάτων ή εγκλημάτων γενοκτονίας, πολέμου ή κατά της ανθρωπότητας, ζητά, επιπρόσθετα, από τις έννομες τάξεις των κρατών μελών να καταστήσουν τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα ως επιβαρυντικές περιστάσεις κατά την επιμέτρηση της ποινής ενός αδικήματος. Κατευθύνεται, δηλαδή, προς την αποδοχή της θέσης ότι η απαξία μιας, οποιασδήποτε, ποινικής πράξης ενισχύεται όταν το κίνητρό της είναι ξενοφοβικής φύσης.
7. Οι αρχές που εμπεριέχονται στην Απόφαση – Πλαίσιο έχουν ενσωματωθεί στο κυπριακό δίκαιο με τον πολύ πρόσφατο Νόμο περί της Καταπολέμησης Ορισμένων Μορφών Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου [6]. Με το Νόμο, καθίστανται ποινικά αδικήματα [7] οι εξής συμπεριφορές:
i. Εκ προθέσεως δημόσια διάδοση και δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη ή που έχει απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα,
ii. Κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη ή που έχει απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα, δημόσια επιδοκιμασία ή άρνηση ή κατάφωρη υποβάθμιση των εγκληματών γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων που ορίζονται στο Καταστατικό του Διεθνούς Στρατοδικείου, η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων, στη βάση των προαναφερόμενων χαρακτηριστικών, και εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους της,
Για την έναρξη της διερεύνησης των πιο πάνω αδικημάτων δεν απαιτείται προηγούμενη καταγγελία ή παράπονο του θύματος, αλλά αυτή μπορεί να γίνεται και αυτεπαγγέλτως [8].
Πέραν των παραπάνω, η σημαντικότητα αυτού του Νόμου, σε σχέση με το θέμα της ρατσιστικής βίας, εντοπίζεται κυρίως στο ότι, βάσει των προνοιών του, «Τα Δικαστήρια, στα πλαίσια άσκησης των εξουσιών τους για επιμέτρηση και επιβολής ποινής, λαμβάνουν υπόψη ως επιβαρυντικό παράγοντα ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα» [9]. Ενισχύεται, επομένως, καθοριστικά το νομικό οπλοστάσιο για καταπολέμηση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, αφού ο κολασμός της ρατσιστικής βίας επεκτείνεται από συγκεκριμένα αδικήματα σε κάθε αδίκημα, στο οποίο του κίνητρο του δράστη είναι ρατσιστικό.
8. Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι, μέχρι τη διεύρυνση της ποινικοποίησης του ρατσιστικού εγκλήματος, μέσω του πιο πάνω Νόμου, ποινικά αδικήματα που σχετίζονται με ρατσιστική βία θεωρούνταν τα ακόλουθα:
i. Προώθηση εχθρότητας μεταξύ των κοινοτήτων, των θρησκευτικών ομάδων λόγω της φυλής, της θρησκείας, του χρώματος ή του φύλου του [10].
ii. Πρόκληση κατοίκων σε βιαιοπραγίες μεταξύ τους ή σε αμοιβαία διχόνοια ή καλλιέργεια της διαμόρφωση κλίματος μισαλλοδοξίας [11]
iii. (α) Δημόσια προτροπή σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις,
iii. (β) Δημιουργία ή Συμμετοχή σε οργανώσεις που επιδιώκουν οργανωμένη προπαγάνδα ή δραστηριότητες που τείνουν σε φυλετικές διακρίσεις, και
iii. (γ) Έκφραση προσβλητικών ιδεών κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής τους ή του θρησκεύματός τους[12].
9. Παρά το γεγονός ότι η ποινικοποίηση της βίας με ρατσιστικά κίνητρα συνιστά αναγκαίο όρο της προσπάθειας εξάλειψης των διακρίσεων, δεν είναι από μόνη της αρκετή αν δεν συνοδεύεται από μέτρα, τα οποία θα κατατείνουν στην πρακτική εφαρμογή της, μέσω, αφενός, της θεσμοθέτησης διαδικασιών καταγραφής, διερεύνησης και παρακολούθησης των ρατσιστικών περιστατικών και, αφετέρου, του σχεδιασμού πολιτικών πρόληψης τέτοιων συμπεριφορών, καθώς και στήριξης των θυμάτων. Η παρούσα Έκθεση επικεντρώνεται στην πρώτη από τις δύο αυτές πτυχές και, ειδικότερα, στο ρόλο που καλείται να διαδραματίσει η Αστυνομία.
10. Σχετικές είναι οι εισηγήσεις της ECRI [13] για:
- Πλήρη διερεύνηση από την Αστυνομία των ρατσιστικών αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που διαπράττονται με ρατσιστικό κίνητρο,
- Σύσταση και λειτουργία συστήματος για καταγραφή και διαχείριση των ρατσιστικών περιστατικών και παρακολούθησης, καθώς και για παρακολούθηση του κατά πόσο αναγνωρίζονται τελικά ως ρατσιστικά αδικήματα για σκοπούς ποινικής δίωξης, και
- Ενθάρρυνση των θυμάτων και των μαρτύρων ρατσιστικών περιστατικών να καταγγέλλουν τέτοια περιστατικά.
Αντίστοιχες είναι και οι εισηγήσεις του Οργανισμού για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (OSCE), ο οποίος τονίζει [14], περαιτέρω, ότι η απουσία ακριβών και περιεκτικών στατιστικών δεδομένων σε σχέση με τα εγκλήματα μίσους υπονομεύει την ικανότητα των κρατών να κατανοούν πλήρως και να χειρίζονται αποτελεσματικά το πρόβλημα. Ομοίως, το FRA [15], υπογραμμίζει ότι, για να γνωρίσουμε την πραγματική έκταση της ρατσιστικής βίας και να αναπτύξουμε στρατηγικές καταπολέμησης αυτού του φαινομένου, η συλλογή δεδομένων έχει πρωταρχική σημασία.
11. Ακόμη πιο σημαντικές είναι οι αρχές που τίθενται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), το οποίο σημειώνει τα ακόλουθα: «Η άσκηση διακρίσεων συνίσταται στη διαφορετική μεταχείριση, χωρίς στόχο και εύλογη δικαιολογία, προσώπων που βρίσκονται σε σχετικά όμοιες συνθήκες. Η ρατσιστική βία αποτελεί ιδιαίτερη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και, ενόψει των επικίνδυνων επιπτώσεών της, απαιτείται έντονη επαγρύπνηση και δυναμική αντίδραση εκ μέρους των αρχών. Για το λόγο αυτό, οι αρχές πρέπει να χρησιμοποιούν κάθε διαθέσιμο μέσο για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ρατσιστικής βίας, ενισχύοντας έτσι το όραμα της δημοκρατίας για μια κοινωνία όπου η διαφορά δεν θα θεωρείται απειλή, αλλά πηγή πλούτου.» [16] Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Δικαστήριο, το καθήκον των αρχών να διερευνούν την πιθανή ύπαρξη σύνδεσης μεταξύ ρατσιστικών αντιλήψεων και βίαιων πράξεων αποτελεί μέρος των διαδικαστικών υποχρεώσεών τους που απορρέουν από το άρθρο 3 της Σύμβασης[17], αλλά μπορεί, επίσης, να θεωρηθεί ότι εμπεριέχεται στις ευθύνες τους βάσει του άρθρου 14 [18] της Σύμβασης να εξασφαλίζουν τη θεμελιώδη αξία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 3 χωρίς διακρίσεις.
Το ΕΔΑΔ θεωρεί, ειδικότερα, ότι, το κράτος έχει υποχρέωση να διερευνήσει την πιθανή ύπαρξη ρατσιστικών αποχρώσεων σε μια βίαιη πράξη, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια. Συγκεκριμένα, κατά τη διερεύνηση βίαιων περιστατικών, οι κρατικές αρχές έχουν επιπλέον καθήκον να προβαίνουν σε κάθε εύλογη ενέργεια για να αποκαλύψουν κάθε ρατσιστικό κίνητρο και να αποδείξουν αν το εθνικό μίσος ή οι προκαταλήψεις έπαιξαν ρόλο στα σχετικά συμβάντα. Ομολογουμένως, συχνά είναι εξαιρετικά δύσκολο στην πράξη να αποδειχθούν τα ρατσιστικά κίνητρα. Ωστόσο, οι αρχές οφείλουν να προβαίνουν σε κάθε εύλογη ενέργεια υπό τις περιστάσεις για να συγκεντρώνουν και να εξασφαλίζουν τα αποδεικτικά στοιχεία, να διερευνούν όλα τα πρακτικά μέσα αποκάλυψης της αλήθειας και να εκδίδουν πλήρως αιτιολογημένες, αμερόληπτες και αντικειμενικές αποφάσεις, χωρίς να παραλείπουν ύποπτα γεγονότα που μπορεί να συνιστούν ένδειξη βίας με ρατσιστικά κίνητρα.
Οι αρχές αυτές, όπως έχουν διατυπωθεί από το ΕΔΑΔ, ισχύουν τόσο όταν τα βίαια περιστατικά καταλογίζονται σε μέλη των αρχών ασφαλείας, όσο και όταν έχουν διαπραχθεί από ιδιώτες [19]. Και στις δύο περιπτώσεις, διασαφηνίζει το ΕΔΑΔ, η αντιμετώπιση της ρατσιστικά υποκινημένης βίας επί ίσοις όροις με περιπτώσεις χωρίς ρατσιστική απόχρωση θα σήμαινε κλείσιμο των ματιών στον ιδιάζοντα χαρακτήρα των ρατσιστικών πράξεων που είναι ιδιαίτερα καταστρεπτικές για τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η αποτυχία να γίνει διάκριση στον τρόπο χειρισμού περιστατικών ουσιωδώς ανόμοιων μπορεί να αποτελεί αδικαιολόγητη μεταχείριση ασυμβίβαστη με το άρθρο 14 της Σύμβασης.
ΙΙΙ. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
12. Όπως καταδείχθηκε στις προηγούμενες παρεμβάσεις του Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως και σημειώνεται στην Εισαγωγή της παρούσας Έκθεσης, εκδηλώσεις βίας που υποκινούνται από ρατσιστικά κίνητρα δεν φαίνεται, δυστυχώς, να λείπουν από την κυπριακή κοινωνία. Το πρόβλημα γίνεται πιο έντονο από τις ελλείψεις που διαφαίνονται όσον αφορά στους μηχανισμούς αναφοράς, καταγραφής, χειρισμού και παρακολούθησής τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι από σχετική έρευνα [20] του OSCE προκύπτει ότι στην Κύπρο η Αστυνομία κατέγραψε τρία αδικήματα μίσους για το 2007 και κανένα για το 2008 και το 2009, ενώ κατά τα τρία αυτά έτη σε καμία υπόθεση δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη, ούτε, κατ’ επέκταση, υπήρξε οποιαδήποτε καταδίκη.
13. Για το ίδιο θέμα, η ECRI στην τελευταία Έκθεσή [21] της για την Κύπρο, παρατηρεί ότι είναι δύσκολο να εξευρεθούν ακριβή δεδομένα για ρατσιστικά εγκλήματα, αν και πολλές ανεπίσημες πηγές υποδεικνύουν ότι υπάρχει κλιμάκωση της ρατσιστικής βίας τα τελευταία χρόνια. Κάνει, ειδικότερα, αναφορά σε καταγγελίες ΜΚΟ, σύμφωνα με τις οποίες, οι αλλοδαποί ιδιαίτερα είναι θύματα σοβαρών ρατσιστικών εγκλημάτων σε σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό από αυτόν που δείχνουν τα αρχεία της αστυνομίας, σημειώνοντας, επίσης, ότι έχουν αναφερθεί περιπτώσεις Τουρκοκυπρίων που έχουν αποτελέσει στόχο επίθεσης. Η ECRI αποδίδει την όξυνση της ρατσιστικής βίας στην αύξηση ακραίων ομάδων, σε συνδυασμό με μια απροθυμία από πλευράς αρχών να ασκήσουν δίωξη για παραβάσεις που σχετίζονται με το ρατσισμό ή την ξενοφοβία, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο ατμόσφαιρα ατιμωρησίας και επιδεικνύοντας μια έλλειψη της απαιτούμενης θέλησης για καταπολέμηση του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων. Η σύσταση της ECRI προς τις αρχές είναι να διασφαλίσουν ότι όλες οι πράξεις ρατσιστικής βίας ερευνώνται εκτενώς με σκοπό την ποινική δίωξη και ότι οι δράστες τιμωρούνται δεόντως.
ΙV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ
14. Η ρατσιστική βία συνιστά μία από τις χειρότερες εκδηλώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας, όχι μόνο γιατί προσβάλλει βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του θύματος, αλλά και επειδή οι επιπτώσεις επεκτείνονται σε ολόκληρες ευαίσθητες ομάδες ή κοινότητες, στις οποίες ενσταλάζεται ο τρόμος της απρόκλητης στοχοποίησης. Η υποτίμηση, συνεπώς, των ρατσιστικών περιστατικών και η μη αποτελεσματική αντίδραση του κράτους, μέσω της πρόληψης, της καταδίκης και της τιμωρίας, δημιουργούν τόσο στα πραγματικά όσο και στα δυνητικά θύματα ένα αίσθημα εγκατάλειψης, αλλά και συνέχισης, από μέρους της πολιτείας και της κοινωνίας αυτή τη φορά, της δυσμενούς διάκρισης την οποία βίωσαν. Για το λόγο αυτό, το κράτος οφείλει να παρεμβαίνει άμεσα και αποφασιστικά, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για εντοπισμό και εξιχνίαση των αδικημάτων που διαπράττονται με ρατσιστικό κίνητρο, ώστε, αφενός, να τα αντιμετωπίζει στη βάση της αυξημένης απαξίας τους και, αφετέρου, να τα αξιολογεί στα πλαίσια του σχεδιασμού και της εφαρμογής των πολιτικών της για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας και την εμπέδωση της ισότητας, με απώτερο στόχο την ουσιαστική ενίσχυση και εμβάθυνση της δημοκρατίας.
15. Τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου με προβληματίζουν έντονα, αφού για πρώτη φορά φαίνεται να παρατηρείται, σε τέτοιο βαθμό και ένταση, οργανωμένη εκδήλωση ρατσιστικής βίας εναντίον μεταναστών. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να υπάρχουν πολλές ακόμη ρατσιστικές επιθέσεις, οι οποίες δεν έχουν καταγραφεί, εξαιτίας της διστακτικότητας των μεταναστών να τις καταγγείλουν, είτε λόγω δυσπιστίας προς τις Αρχές, είτε λόγω μη διευθετημένης παραμονής τους στη χώρα. Παράλληλα, είναι υπαρκτός και έντονος ο κίνδυνος εμφάνισης και άλλων τέτοιων περιστατικών, εξαιτίας της όξυνσης της οικονομικής κρίσης, αλλά και της αύξησης των αδικημάτων κατά της ιδιοκτησίας, τα οποία, λυπούμαι να παρατηρήσω, μέσω του δημόσιου λόγου συχνά συνδέονται ή και αποδίδονται, με χαρακτηριστική ευκολία, στους μετανάστες, συμβάλλοντας, με αυτό τον τρόπο, στην ενίσχυση ξενοφοβικών αντιλήψεων.
16. Για τους πιο πάνω λόγους, έχω την έντονη πεποίθηση ότι το σκηνικό όπως έχει διαμορφωθεί και όπως είναι δυνατόν να συνεχίσει να εξελίσσεται είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό. Υποτίμηση της κατάστασης, λανθασμένη εκτίμηση του κινδύνου ή μη αποτελεσματικοί χειρισμοί είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε ακόμα δυσμενέστερες συνέπειες. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η αποφασιστική παρέμβαση του κράτους, ώστε, αφενός, σε πρώτο στάδιο να καταγράψει και να διαλευκάνει και στη συνέχεια να τιμωρήσει τα ρατσιστικά αδικήματα που έχουν διαπραχθεί, και, αφετέρου, να διαμορφώσει πολιτική ικανή να προλάβει τη διάπραξη νέων, παρέχοντας, με αυτόν τον τρόπο, προστασία και ασφάλεια σε κάθε πρόσωπο που διαβιεί στην επικράτειά του.
17. Δεδομένου ότι η παρέμβασή μου εξ αρμοδιότητας περιορίζεται στο ρόλο που η Αστυνομία καλείται να διαδραματίσει και δεν επεκτείνεται στους τομείς της άσκησης ποινικών διώξεων και της δικαστικής διαδικασίας, υποβάλλω την παρούσα Έκθεση στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και στον Αρχηγό Αστυνομίας με τις ακόλουθες εισηγήσεις:
i. Εντατικοποίηση των ενεργειών για εξιχνίαση και στοιχειοθέτηση των ρατσιστικών επιθέσεων που έχουν σημειωθεί, ενδεχομένως με την ανάθεσή τους σε άτομα με γνώσεις ή εμπειρία στην διερεύνηση οργανωμένων ή/και ρατσιστικών εγκλημάτων.
ii. Προσπάθεια να διαπιστωθεί κατά πόσο έχουν διαπραχθεί κατά τους τελευταίους μήνες κι άλλα παρόμοια αδικήματα, με την αξιοποίηση, ενδεχομένως, και των οργανωμένων συνδέσμων των μεταναστών ή των ΜΚΟ που ασχολούνται με το ζήτημα της μετανάστευσης.
iii. Δημοσιοποίηση των ρατσιστικών περιστατικών και ευαισθητοποίηση του κοινού, με σκοπό την άντληση όσο το δυνατόν περισσότερων σχετικών πληροφοριών.
iv. Δημόσια ενθάρρυνση των θυμάτων να προβούν σε αναφορά τους.
v. Καταγραφή όλων των περιστατικών, ώστε να κατανοηθεί η έκταση και η φύση της ρατσιστικής βίας, η οποία θα καθορίσει και τη διαμόρφωση των περαιτέρω ενεργειών της Αστυνομίας για αντιμετώπιση της δημιουργηθείσας κατάστασης.
vi. Εκπόνηση ευρύτερου σχεδίου δράσης, που θα αποσκοπεί στη βελτίωση και αναβάθμιση του συστήματος αναφοράς, καταγραφής και διερεύνησης περιστατικών ρατσιστικής βίας.
18. Συμπερασματικά, η επάρκεια της κρατικής αντίδρασης σε ακραία φαινόμενα ξενοφοβίας και ρατσισμού αντικατοπτρίζει την προσήλωση του κράτους στις αρχές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ισότητας και της δικαιοκρατικής ασφάλειας. Με δεδομένη τη διάθεση και βούληση για εξάλειψη των διακρίσεων κάθε είδους και για προστασία όλων των προσώπων που βρίσκονται στην επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι αρμόδιες αρχές καλούνται να χρησιμοποιήσουν την πλούσια νομική φαρέτρα που διαθέτουν για την καταπολέμηση των κρουσμάτων ρατσιστικής βίας, μέσω της εκτεταμένης ευχέρειας που τους παρέχεται για δίωξη και τιμωρία των δραστών. Το διακύβευμα της προσπάθειας αυτής είναι σοβαρό, αφού αν επικρατήσει η αδράνεια, η ανοχή, η σιωπή και η αμηχανία στη αποφασιστική αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών, προάγεται η σύγχυση και η ατιμωρησία με αποτέλεσμα την αναπαραγωγή τους. Αντιθέτως, η αποφασιστική παρέμβαση θα επιβεβαιώσει τις αντιστάσεις και τη μηδενική ανοχή της πολιτείας και κοινωνίας σε επικίνδυνα φαινόμενα ακρότητας και μισαλλοδοξίας.
Ελίζα Σαββίδου
Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Αρχή Κατά των Διακρίσεων
Υποσημειώσεις και Παραπομπές:
[1] Εφημερίδα «Πολίτης», 27 Ιουλίου 2011
[2] Έκθεση με Αρ. ΑΚΡ 37/2005 (11 Ιουλίου 2005), Έκθεση με Αρ. ΑΚΡ 7/2006 (1 Αυγούστου 2007), Έκθεση με αρ. ΑΚΡ 241/2008 (10 Μαρτίου 2008) και Έκθεση με Αρ. ΑΚΡ/ΑΥΤ. 2/2008 (26 Ιανουαρίου 2009).
[3] European Monitoring Centre on Racism and Xenophobia (πλέον Fundamental Rights Agency – FRA), Ρατσιστική βία σε 15 κράτη μέλη της Ε.Ε., Συγκριτική επισκόπηση των συμπερασμάτων των Εκθέσεων των Εθνικών Φορέων Συνεργασίας του RAXEN 2001 -2004, Συνοπτική Έκθεση, 2005
[4] ECRI General Policy Recommendation No 11 on combating racism and racial discrimination in policing, 2007
[5] 28 Νοεμβρίου 2008
[6] Ψηφίστηκε στις 6 Οκτωβρίου 2011 και δημοσιεύθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2011
[7] Άρθρο 3
[8] Άρθρο 9
[9] Άρθρο 8
[10] Άρθρο 47 (1)(α) Ποινικού Κώδικα
[11] Άρθρο 51Α Ποινικού Κώδικα
[12] Άρθρο 2Α περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου
[13] ο.π. υποσημείωση 4
[14] Hate crimes in the OSCE Region – Incidents and Responses, Annual Report for 2009.
[15] ο.π. υποσημείωση 3
[16] Πάγια νομολογία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, με βάση την απόφαση Nachova και άλλοι κατά Βουλγαρίας (6 Ιουλίου 2005).
[17] Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης, Άρθρο 3: Κανένας δεν επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια, ούτε σε ποινή η μεταχείριση απάνθρωπη ή εξευτελιστική
[18] Άρθρο 14: Η χρήση των αναγνωριζομένων στην παρούσα Σύμβαση δικαιωμάτων και ελευθεριών πρέπει να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών και άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσίας, γέννησης ή άλλης κατάστασης
[19] Šečić κατά Κροατίας (31 Μαΐου 2007)
[20] ο.π. υποσημείωση 14
[21] Τέταρτος κύκλος επιτήρησης, Υιοθετήθηκε στις 23 Μαρτίου 2011 και δημοσιεύθηκε στις 31 Μαΐου 2011