25/05/2011
Α/Π 387/2007
Έκθεση Επιτρόπου Διοικήσεως αναφορικά με την πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου
Ι. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΕΥΝΑΣ – ΘΕΣΕΙΣ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΩΝ
1. Αντικείμενο της παρούσας Έκθεσης αποτελεί η δυσκολία πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου και, ειδικότερα, τα προσκόμματα που συναντούν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα όταν αποτείνονται στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές, για υποβολή ή διευκόλυνση της προώθησης αιτήματος ασύλου. Παρόλο που στα παράπονα στα οποία γίνεται αναφορά υπήρξε παρέμβαση του Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως, με θετική, τις περισσότερες φορές, για τους παραπονούμενους έκβαση, θεωρώ απαραίτητη την καταγραφή των κυριότερων δομικών προβλημάτων και ελλείψεων που έχουν εντοπιστεί, ώστε με τη συστηματοποιημένη υπόδειξη και μελέτη τους, να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την όσο το δυνατό πληρέστερη προστασία του δικαιώματος στο άσυλο και της πρόσβασης σε αυτό.
2. Ειδικότερα, τα ζητήματα τα οποία ανακύπτουν άπτονται των εξής δυσλειτουργιών ή παράτυπων χειρισμών και πρακτικών:
- Έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης των προσώπων που επιθυμούν να αιτηθούν διεθνούς προστασίας, σε σχέση με τα δικαιώματά τους.
- Άρνηση της Αστυνομίας να παραλάβει αιτήσεις ασύλου, επικαλούμενη φόρτο εργασίας [1].
- Άρνηση της Αστυνομίας να παραλάβει αιτήσεις ασύλου, παρά μόνο εφόσον οι ενδιαφερόμενοι προσκομίσουν συγκεκριμένα έγγραφα, όπως διαβατήριο [2] ή επίσημα μεταφρασμένες στα ελληνικά βεβαιώσεις [3] ή αλλά στοιχεία, που δεν σχετίζονται με τη διαδικασία ασύλου, όπως δήλωση συζύγου ότι είναι σε γνώση και με τη συγκατάθεσή της που ο σύζυγός της μετέφερε το ανήλικο παιδί τους στην Κύπρο [4].
- Παράλειψη της Αστυνομίας να διευκολύνει την υποβολή αιτήσεων ασύλου [5] ή διοικητικών προσφυγών εναντίον των πρωτοβάθμια απορριφθείσων αιτήσεων [6] από πρόσωπα τα οποία βρίσκονταν υπό κράτηση.
- Παράλειψη της Αστυνομίας, αφού έκανε δεκτή την αίτηση ασύλου και εξέδωσε σχετική βεβαιωτική επιστολή, να προωθήσει τη διαδικασία έκδοσης άδειας παραμονής και δελτίου ταυτότητας αλλοδαπού [7], επικαλούμενη φόρτο εργασίας.
- Παράλειψη της Αστυνομίας, να καταγράψει την αλλαγή διεύθυνσης αιτητή ασύλου και να ενημερώσει σχετικά την Υπηρεσία Ασύλου [8].
3. Η Αστυνομία, στις θέσεις της που έλαβα γραπτώς, αρνήθηκε ότι υπήρξαν οποιεσδήποτε παρατυπίες από μέρους της. Παραδέχθηκε μόνο ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις παρατηρήθηκαν καθυστερήσεις στην παραλαβή των αιτήσεων ασύλου, οι οποίες οφείλονταν είτε στον όγκο εργασίας είτε στην αδυναμία των παραπονουμένων να δηλώσουν διεύθυνση διαμονής, η οποία πρέπει απαραιτήτως να σημειώνεται στη βεβαίωση υποβολής αίτησης που παραχωρείται. Στο φόρτο εργασίας και στην έλλειψη προσωπικού απέδωσε και η Υπηρεσία Ασύλου τις καθυστερήσεις που κατά καιρούς σημειώθηκαν στα αρμόδια κλιμάκια της Αστυνομίας. Σε σχέση με τις ειδικότερες διευκολύνσεις που παρέχονται στους κρατούμενους που επιθυμούν να υποβάλουν αίτηση ασύλου ή διοικητική προσφυγή, τόσο η Αστυνομία, όσο και η Υπηρεσία Ασύλου υποστήριξαν ότι στους κατά τόπους χώρους κράτησης υπάρχει μεταφραστής, ο οποίος βοηθά τους αιτητές στην υποβολή του αιτήματος τους και όταν ακόμη οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να το διατυπώσουν γραπτώς.
4. Πρέπει, στο σημείο αυτό, να επισημανθεί ότι η διαδικασία παροχής άδειας παραμονής για τους αιτητές ασύλου έχει απλουστευθεί, μετά την τροποποίηση του περί Προσφύγων Νόμου το 2009, με αποτέλεσμα να έχουν εκλείψει οι καθυστερήσεις που σχετίζονταν με την έκδοση άδειας παραμονής. Βάσει της νέας ρύθμισης, ο αιτητής αποκτά δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία αποκλειστικά για το σκοπό της διαδικασίας, και όχι άδεια διαμονής, με αποτέλεσμα απολαμβάνει τα δικαιώματα που απορρέουν από τη σχετική νομοθεσία με μόνη τη βεβαίωση υποβολής αίτησης που του χορηγείται αμέσως μετά την υποβολή της αίτησής του. Σε εκκρεμότητα παραμένει η έκδοση δελτίου ταυτότητας αλλοδαπού, η οποία ολοκληρώνεται μόλις ο αιτητής υποβληθεί στις απαιτούμενες ιατρικές εξετάσεις και η οποία σε κάθε περίπτωση δεν συνδέεται με οποιαδήποτε πρόσθετα δικαιώματα.
5. Παρότι λαμβάνεται υπόψη η πιο πάνω θετική εξέλιξη, παραμένουν τα εξής ζητήματα: Πρώτο, της ενημέρωσης των προσώπων που ενδιαφέρονται να υποβάλουν αίτηση αναφορικά με τις διαδικασίες, τις δυνατότητες και τα δικαιώματά τους. Δεύτερο, της διασφάλισης ότι όταν εκφράσουν την επιθυμία για υποβολή αιτήματος δεν θα προσκρούσουν σε εμπόδια, τα οποία είτε θα τους καθυστερήσουν, είτε θα τους αποθαρρύνουν από το να προχωρήσουν, με αποτέλεσμα να παραμείνουν για κάποιο περιορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα χωρίς το προστατευτικό καθεστώς του αιτητή ασύλου υπό τον κίνδυνο απέλασης/επαναπροώθησης ή και εκούσιας επιστροφής σε χώρα στην οποία κινδυνεύουν. Συναφές με το δεύτερο ζήτημα είναι και αυτό των διευκολύνσεων που τους δίδονται, ιδίως όταν τελούν υπό κράτηση, για άσκηση, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, διοικητικής προσφυγής εναντίον της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά τους.
ΙΙ. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟ ΑΣΥΛΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΥΛΟΥ
6. Το «δικαίωμα στο άσυλο» έχει αναγνωριστεί ρητά και προστατεύεται από τη Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [9], η οποία, μετά την ψήφιση της Συνθήκης της Λισσαβόνας, αποτελεί πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης. Ακρογωνιαίο λίθο του δικαιώματος αποτελεί η αρχή της μη-επαναπροώθησης προσώπου σε χώρα όπου διατρέχει κίνδυνο, η οποία κατοχυρώθηκε το 1951 με τη Συνθήκη της Γενεύης για τους Πρόσφυγες [10]. Σύμφωνα με την Υπάτη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες, «η αρχή της μη-επαναπροώθησης συνιστά το λογικό συμπλήρωμα του δικαιώματος να αναζητά κάποιος άσυλο, καθώς και της απόλυτης απαγόρευσης βασανιστηρίων και σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. Η υποχρέωση μη-επαναπροώθησης καλύπτει τους πρόσφυγες, ανεξαρτήτως από την τυπική αναγνώρισή τους και επομένως συμπεριλαμβάνει και τους αιτητές ασύλου, των οποίων το καθεστώς δεν έχει ακόμη καθοριστεί» [11]. Στην κυπριακή έννομη τάξη, η αρχή αυτή έχει μεταφερθεί στον Περί Προσφύγων Νόμο ως εξής [12]: «Πρόσφυγας ή αιτητής δεν απελαύνεται σε χώρα ή δεν αποστέλλεται στα σύνορα χώρας όπου, λόγω φύλου, φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, η ζωή ή η ελευθερία του θα τεθεί σε κίνδυνο ή θα υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή καταδίωξη».
7. Όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επισήμανε πρόσφατα στην υπόθεση M.S.S. εναντίον Βελγίου και Ελλάδας[13], από τα παραπάνω απορρέει μία κατ’ αρχήν υποχρέωση των κρατών να παρέχουν αποτελεσματικές εγγυήσεις προστασίας των αιτητών ασύλου από αυθαίρετες, άμεσες ή έμμεσες, μετακινήσεις τους στη χώρα από την οποία διέφυγαν, προτού να εξεταστούν επί της ουσίας οι φόβοι που επικαλούνται. Όπως προκύπτει από την απόφαση, τέτοιες εγγυήσεις θα πρέπει να υπάρχουν σε όλα τα στάδια της διαδικασίας ασύλου, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της πρόσβασης στη διαδικασία. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ανεπάρκειες στο στάδιο αυτό συνιστούν, μεταξύ άλλων, η μη παροχή πληροφόρησης στους αιτητές ασύλου ή η παροχή μη διαφωτιστικής πληροφόρησης σε σχέση με τις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν, οι δυσκολίες υποβολής αίτησης στους προορισμένους για το σκοπό αυτό χώρους, η απουσία αξιόπιστων συστημάτων επικοινωνίας μεταξύ των αιτητών και των αρμόδιων αρχών, η έλλειψη διερμηνέων και η απουσία πρακτικών εχεγγύων για εξασφάλιση νομικής συμβουλής.
ΙΙΙ. Η ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΑΙΤΗΤΩΝ ΑΣΥΛΟΥ
8. Πρόνοιες σε σχέση με την ενημέρωση των αιτητών ασύλου περιλαμβάνονται στους περί Προσφύγων (Συνθήκες Υποδοχής Αιτητών) Κανονισμούς. Συγκεκριμένα, ο Κανονισμός 4 προβλέπει τα ακόλουθα:
«(1) Η Υπηρεσία Ασύλου εκδίδει φυλλάδιο, σε γλώσσες που ευλόγως εικάζεται ότι κατανοούν οι αιτητές, για την ενημέρωσή τους αναφορικά με:
(α) τα δικαιώματά τους δυνάμει του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών,
(β) τις παροχές που δικαιούνται αναφορικά με τις συνθήκες υποδοχής τους και τις ακολουθούμενες διαδικασίες για την πρόσβασή τους στις παροχές αυτές δυνάμει των παρόντων Κανονισμών και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών νόμων ή κανονισμών,
(γ) τις οργανώσεις ή ομάδες προσώπων που τους παρέχουν νομική υποστήριξη ή/και στήριξη αναφορικά με τις συνθήκες υποδοχής, συμπεριλαμβανομένης της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, και
(δ) τις υποχρεώσεις προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται σε σχέση με τις συνθήκες υποδοχής τους.
(2) Κατά την προσέλευση του αιτητή στην αρμόδια αρχή για υποβολή αίτησης, ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης του παρέχει το πιο πάνω ενημερωτική φυλλάδιο, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες είναι απαραίτητες σε σχέση με τις συνθήκες υποδοχής, οι οποίες είναι δυνατόν να δίδονται προφορικά.
(3) Η Υπηρεσία Ασύλου διασφαλίζει ότι η πιο πάνω ενημέρωση λαμβάνει χώρα κατά τον τρόπο που αναφέρεται στις παραγράφους (1) και (2) του παρόντος Κανονισμού και ότι εν πάση περιπτώσει οι αιτητές ενημερώνονται σχετικά μέσα σε διάστημα που δε δύναται να υπερβαίνει τις δεκαπέντε ημέρες από την υποβολή της αίτησης και για το σκοπό αυτό εκδίδει τις απαραίτητες κατευθυντήριες γραμμές προς όλες τις υπεύθυνες για την παραλαβή αιτήσεων αρμόδιες αρχές και παρακολουθεί και συντονίζει τη σωστή εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού.»
9. Οι πιο πάνω διατάξεις ενσωματώνουν στην εθνική νομοθεσία τις αντίστοιχες που περιέχονται στην Ευρωπαϊκή Οδηγία σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των προσώπων που ζητούν άσυλο στα κράτη μέλη [14]. Τόσο η Οδηγία, όσο και οι Κανονισμοί, αναφέρονται στα μέτρα που αφορούν στη μεταχείριση των αιτητών ασύλου από τη στιγμή που υποβάλουν την αίτησή τους για άσυλο μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπόθεσής τους. Για το λόγο αυτό, το σχετικό ενημερωτικό φυλλάδιο που έχει εκδοθεί από την Υπηρεσία Ασύλου, παρότι περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και για το ποιος, το πώς, το πού και το πότε μπορεί να υποβληθεί ένα αίτημα ασύλου, στην πράξη αυτό δίνεται στους αιτητές μόνο εφόσον έχουν υποβάλει το αίτημά τους.
10. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι δεν αποκλείεται να παραμένουν χωρίς επίσημη και έγκυρη ενημέρωση πρόσωπα που είναι εν δυνάμει αιτητές ασύλου, που ενώ, δηλαδή, δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους για λόγους που ενδεχομένως εμπίπτουν στο προστατευτικό φάσμα του προσφυγικού δικαίου, δεν γνωρίζουν ότι έχουν δικαίωμα να αιτηθούν διεθνή προστασία ή δεν έχουν ακόμη εκφράσει τέτοια επιθυμία γιατί δεν γνωρίζουν τις διαδικασίες ή τα παρελκόμενα δικαιώματά τους. Κατά συνέπεια, τα πρόσωπα αυτά παραμένουν χωρίς οποιουδήποτε είδους προστασία, κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να μετακινηθούν στη χώρα τους και στερούνται βασικών δικαιωμάτων που συνδέονται με το καθεστώς ασύλου (παραμονής, διακίνησης, εκπαίδευσης και υπό προϋποθέσεις εργασίας, δημοσίου βοηθήματος και ιατρικής περίθαλψης).
11. Ας μην παραβλέπεται, επίσης, ότι αυτό που συνήθως, συμβαίνει είναι οι εν δυνάμει αιτητές ασύλου να λαμβάνουν πληροφόρηση για τις σχετικές διαδικασίες και τα δικαιώματά τους από κυκλώματα, τα οποία εκμεταλλευόμενα την άγνοιά τους, τους παραπληροφορούν προς αποκόμιση ιδίου οικονομικού οφέλους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι πολλοί αιτητές ασύλου καταβάλλουν χρηματικά ποσά σε μεσάζοντες για να τους βοηθήσουν να υποβάλουν το αίτημά τους, μη γνωρίζοντας ότι δικαιούνται (και υποχρεούνται) να υποβάλουν το αίτημά τους αυτοπροσώπως, δωρεάν και με την τήρηση μιας πολύ απλής διαδικασίας. Το μαθαίνουν αυτό αργότερα, αφού έχουν υποβάλει αίτημα, μέσω του ενημερωτικού φυλλαδίου που τους δίνεται.
12. Φρονώ, συνεπώς, ότι οι πιο πάνω προβληματισμοί θα πρέπει να απασχολήσουν την Υπηρεσία Ασύλου και να την κατευθύνουν προς την αναζήτηση τρόπων ευρύτερης διάθεσης του, ομολογουμένως αξιόλογου, ενημερωτικού εντύπου που έχει εκδώσει. Η ανάρτησή του στην επίσημη ιστοσελίδα της, κάτι που έχει ήδη συμβεί, βρίσκεται σαφώς σε αυτά τα πλαίσια, αλλά υπό τις περιστάσεις δεν επαρκεί, δεδομένου ότι στην πλειοψηφία τους οι αιτητές ασύλου δεν είναι εξοικειωμένοι με το διαδίκτυο ή δεν έχουν δυνατότητες πρόσβασης σε αυτό. Αντιθέτως, πρόσφορο μέτρο θα ήταν η τοποθέτηση ενημερωτικών φυλλαδίων σε περίοπτη θέση στους χώρους στους οποίους μπορεί να υποβληθεί αίτημα ασύλου, δηλαδή σε όλα τα σημεία νόμιμης εισόδου στη χώρα (αεροδρόμια και λιμάνια), στα Επαρχιακά Κλιμάκια Αλλοδαπών και στους χώρους κράτησης (Κεντρικές Φυλακές και Αστυνομικά Κρατητήρια).
IV. ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ/ΠΡΟΣΚΟΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ
13. Όσον αφορά στα εμπόδια που κατά καιρούς διαφάνηκε να παρεμβάλλονται μεταξύ της επιθυμίας ενός προσώπου να αιτηθεί άσυλο και του να κατορθώσει τελικά να υποβάλει σχετικό αίτημα, θα πρέπει κατ’ αρχήν να υπογραμμιστεί ότι δικαίωμα στο άσυλο δεν νοείται χωρίς διασφάλιση καθολικής, διαρκούς και απρόσκοπτης πρόσβασης στις διαδικασίες ασύλου. Συνεπώς, δεν δικαιολογούνται δομικές αδυναμίες της διοίκησης, όπως έλλειψη προσωπικού για την παραλαβή των αιτήσεων ή για παροχή μεταφραστικών υπηρεσιών, να αποβαίνουν εις βάρος των αιτητών ασύλου. Ούτε επιτρέπεται, παρεμπίπτοντες, αστυνομικού τύπου, έλεγχοι να λειτουργούν ως προϋπόθεση για την παραλαβή μίας αίτησης ή να την καθυστερούν. Τέλος, ούτε η αδυναμία του αιτητή να δηλώσει διεύθυνση κατοικίας θα πρέπει να συνιστά λόγο για τη μη αποδοχή της αίτησής του, αφού σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να ενεργοποιούνται οι ρυθμίσεις για την παραπομπή του στο Κέντρο Υποδοχής Προσφύγων και στους άλλους χώρους που λειτουργούν για αυτό το σκοπό.
14. Ιδιαίτερη μέριμνα θα πρέπει να λαμβάνεται ώστε η πρόσβαση στο άσυλο, αλλά και στη συνέχιση της διαδικασίας ασύλου, μέσω λ.χ. της υποβολής προσφυγής, να διασφαλίζεται και στους χώρους στέρησης της ελευθερίας. Δεδομένου ότι οι χώροι αυτοί (Κεντρικές Φυλακές και Αστυνομικά Κρατητήρια) είναι εξ ορισμού κλειστοί, η επικοινωνία των προσώπων που κρατούνται με την Υπηρεσία Ασύλου, τα Κλιμάκια Αλλοδαπών ή την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, γίνεται με τη διαμεσολάβηση αυτών που έχουν την ευθύνη για τη φύλαξή τους και άρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δική τους βούληση. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να υπάρχουν μέτρα-εχέγγυα που θα προστατεύουν τη θέληση των ίδιων των κρατουμένων και θα αποκλείουν πλημμελή συμπεριφορά μελών του προσωπικού, που είτε εξ αιτίας άγνοιας, είτε σκόπιμα, παραλείπουν να τους παράσχουν τις αναγκαίες διευκολύνσεις.
15. Η πρωταρχική ευθύνη για την εφαρμογή των προνοιών της νομοθεσίας που αφορά στους αιτητές ασύλου βαραίνει την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της για συστηματική επιτήρηση των χώρων στους οποίους αποτείνονται ή κρατούνται αλλοδαποί – εν δυνάμει αιτητές ασύλου, ώστε να βεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν παραβάσεις των προβλεπόμενων διαδικασιών, καθώς και για συνεχή επιμόρφωση όλων των κρατικών (συμπεριλαμβανομένων και των αστυνομικών) λειτουργών που εμπλέκονται στις διαδικασίες αυτές. Παράλληλα, και η ίδια η Αστυνομία θα πρέπει να εμμένει στην τήρηση των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας από όλα τα αρμόδια μέλη του προσωπικού της.
V. ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
16. Συνοψίζοντας, πρέπει να σημειωθούν τα θετικά της απλούστευσης της διαδικασίας διευθέτησης της παραμονής των αιτητών ασύλου, της προσπάθειας ενημέρωσής τους για τις διαδικασίες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους μέσω του σχετικού φυλλαδίου, αλλά και της γενικότερης βελτίωσης και επιτάχυνσης των μηχανισμών εξέτασης των αιτήσεων ασύλου. Παρόλα αυτά, δεν θα πρέπει να διαφεύγει ότι τα μέτρα αυτά επικεντρώνονται στους αιτητές ασύλου, αφήνοντας έξω από το προστατευτικό τους πλέγμα τους εν δυνάμει αιτητές. Υπό τις παρούσες, μάλιστα, συνθήκες όσο δύσκολη είναι η τελική αναγνώριση της προσφυγικής ιδιότητας, εξίσου δυσχερής και σύνθετη μπορεί να αποβεί και η αναγνώριση κάποιου ως αιτητή ασύλου και η παραχώρηση σε αυτόν μιας ελάχιστης διεθνούς προστασίας. Και τούτο, διότι οι πρόσφυγες πολύ συχνά εισέρχονται στη χώρα σε μικτά ρεύματα, μαζί με παράνομους/άτυπους μετανάστες, κινδυνεύοντας να θεωρηθούν παράνομα εισελθόντες και να αντιμετωπίζουν κράτηση και επαναπροώθηση στη χώρα καταγωγής τους, παρότι κάτι τέτοιο απαγορεύεται από το προσφυγικό δίκαιο.
17. Γι αυτό είναι σημαντικό να υπάρχουν κατάλληλες διαδικασίες, σε συνδυασμό με ενημερωμένο προσωπικό, που θα επιτρέπουν και θα διευκολύνουν τον άμεσο εντοπισμό των προσφύγων, καθώς και των ιδιαίτερων αναγκών τους (π.χ. σε περιπτώσεις θυμάτων βασανιστηρίων, ασυνόδευτων ανηλίκων, κακοποιημένων γυναικών κλπ) προκειμένου να διευκολυνθεί η άμεση πρόσβασή τους στις διαδικασίες ασύλου και να τους χορηγηθεί η προσφυγική ιδιότητα. Βασικό μέλημα και των δύο εμπλεκόμενων στο θέμα υπηρεσιών, στα πλαίσια των δράσεων που ενδεικτικά έχω προτείνει, πρέπει να είναι η διασφάλιση ότι όλα τα πρόσωπα που θεωρούν ότι έχουν βάσιμο λόγο δίωξης στις χώρες καταγωγής τους θα έχουν την ευκαιρία να υποβάλουν χωρίς καθυστέρηση το αίτημά τους, αυτό θα εξετάζεται δίκαια και οι ίδιοι δεν θα διατρέχουν κίνδυνο άμεσης ή έμμεσης μετακίνησής τους σε χώρα στην οποία κινδυνεύουν. Πρακτικές αποθάρρυνσης προσώπων που έχουν γνήσιο φόβο δίωξης από το να προχωρήσουν στην υποβολή αιτήματος ή παρεμβολή προσκομμάτων στην απόλαυση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομική κατάστασή τους δεν αποκλείεται να συνιστούν πρακτικές επαναπροώθησης και θα πρέπει να αποφεύγονται και να καταπολεμούνται. Μόνο με αυτό τον τρόπο, θα μπορούμε να μιλούμε για πραγματικό σεβασμό στο κατοχυρωμένο δικαίωμα κάθε προσώπου να αναζητεί και να διεκδικεί άσυλο.
18. Η παρούσα Έκθεση υποβάλλεται στον Προϊστάμενο Υπηρεσίας Ασύλου και στον Αρχηγό Αστυνομίας, με την εισήγηση όπως μελετήσουν τα πορίσματα και τις εισηγήσεις μου και με ενημερώσουν για τις δικές τους σκοπούμενες ενέργειες.
Ελίζα Σαββίδου
Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Υποσημειώσεις και Παραπομπές:
[1] Α/Π 2077/2007
[2] Α/Π 2084/2008
[3] Α/Π 2018/2007, Α/Π 2055/2007
[4] Α/Π 1870/2009
[5] Α/Π 1405/2008, Α/Π 1406/2008, Α/Π 1407/2008, Α/Π 1591/2008, Α/Π 2168/2008, Α/Π 2169/2008, Α/Π 276/2010
[6] Α/Π 2065/2008, Α/Π 2066/2008, Α/Π 2067/2008, Α/Π 2069/2008
[7] Α/Π 387/2007, Α/Π 586/2007, Α/Π 1112/2007 που περιείχε τις καταγγελίες 24 προσώπων,
[8] Α/Π 2087/2008
[9] Άρθρο 18
[10] Άρθρο 33, § 1
[11] Σημείωμα, 13 Σεπτεμβρίου 2001, σχετικά με τη διεθνή προστασία(A/AC.96/951, § 16)
[12] Άρθρο 4(α)
[13] Αρ. Αίτησης 30696/09, Ημερ. Απόφασης: 21 Ιανουαρίου 2011, §§ 298-304