Αρ. Φακ.: Α.Ι.Τ. 1/2011
Λευκωσία, 22 Ιουνίου 2011
Τοποθέτηση της Αρχής Ισότητας αναφορικά με την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ Κυπρίων και κοινοτικών εργαζομένων στη ξενοδοχειακή βιομηχανία
Προϊστάμενη Αρχής Ισότητας: Ελένη Χατζηττοφή
Ερευνών Λειτουργός: Δέσποινα Μέρτακκα
1. Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση οδήγησε στην εφαρμογή ενός νέου θεσμικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων και την προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης όλων των προσώπων ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής. Το 2004, με την υιοθέτηση της Οδηγίας 2000/43 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως εθνοτικής ή φυλετικής προέλευσης, μέσω των α) περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004 [Ν. 42(Ι)2004] και β) περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004 [Ν. 58(Ι)2004], διευρύνθηκαν περαιτέρω οι αρμοδιότητες του εκάστοτε Επιτρόπου Διοικήσεως, με την ανάθεση σ’ αυτόν να ενεργεί ως ανεξάρτητος φορέας καταπολέμησης και εξάλειψης, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, κάθε απαγορευμένης με νόμο άμεσης ή έμμεσης διάκρισης λόγω φυλής, κοινότητας, γλώσσας, χρώματος, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, ηλικίας, ειδικών αναγκών ή σεξουαλικού προσανατολισμού, με πεδίο εφαρμογής την απασχόληση και την εργασία.
1.2 Δυνάμει των προνοιών των πιο πάνω Νόμων, και επειδή περιήλθαν στην αντίληψη μου δημοσιεύματα που τον τελευταίο καιρό απασχόλησαν την επικαιρότητα αναφορικά με το φαινόμενο της απόλυσης Κυπρίων και της εργοδότησης κοινοτικών υπαλλήλων με πολύ χαμηλότερους μισθοδοτικούς όρους στη ξενοδοχειακή βιομηχανία, αποφάσισα, με βάση το άρθρο 33 του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004, να τοποθετηθώ ως Αρχή Ισότητας [1] επί του θέματος, αφού αφορά περίπτωση άνισης μεταχείρισης μεταξύ προσώπων λόγω εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας. Συγκεκριμένα, αφορά διακριτική μεταχείριση σε σχέση με τους όρους εργασίας και την αμοιβή των κοινοτικών εργαζόμενων που εργάζονται στη βάση προσωπικών συμβολαίων, σε σύγκριση με τους Κύπριους εργαζομένους που εργάζονται στη βάση των συλλογικών συμβάσεων και οι οποίοι, όμως, απολύονται λόγω της προτίμησης ομάδας ξενοδόχων στους συγκριτικά χαμηλόμισθους κοινοτικούς εργαζομένους. Το γεγονός ότι το θέμα άπτεται των εργασιακών σχέσεων δεν επηρεάζει ούτε περιορίζει την αντιμετώπιση των εκάστοτε εργασιακών διαφορών που μπορεί να εγείρονται μέσα στα πλαίσια του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων.
1.3 Στην πιο πάνω νομική βάση στηρίζεται η παρέμβασή μου, η οποία στοχεύει σε μία γενικότερη ανάλυση της σχετικής με το θέμα ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας και στην παροχή καθοδηγητικών κατευθύνσεων για τη σωστή εφαρμογή της. Σημειώνεται ότι για το ίδιο θέμα είχαν παλαιότερα υποβληθεί στο Γραφείο μου καταγγελίες, [2] οι οποίες αφορούσαν παραβιάσεις, από μέρους ομάδας ξενοδόχων και ιδιοκτητών κέντρων αναψυχής, των όρων απασχόλησης Κυπρίων και κοινοτικών ξενοδοχοϋπαλλήλων, σε καταστρατήγηση διατάξεων της συλλογικής σύμβασης καθώς και εργατικών νομοθεσιών.
1.3.2 Ειδικότερα, οι καταγγελίες αφορούσαν από την μία σε δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος Κυπρίων, καθώς υπήρχε έντονη προσπάθεια από ομάδα επιχειρηματιών να τους εξαναγκάσει σε παραίτηση, επειδή προτιμούσαν κοινοτικούς εργαζόμενους, οι οποίοι εργάζονταν με υποδεέστερους όρους απασχόλησης και χαμηλότερα εργασιακά ωφελήματα από τους Κύπριους, στη βάση προσωπικών συμβολαίων ή προφορικών συμφωνιών. Από την άλλη, οι κοινοτικοί εργαζόμενοι κατήγγειλαν τη δυσμενή διακριτική μεταχείριση που υφίσταντο από τους εργοδότες τους, σε σχέση με τους Κύπριους συναδέλφους τους, αφού τα προσωπικά τους συμβόλαια ήταν δυσμενέστερα από τη συλλογική σύμβαση που κάλυπτε τους Κύπριους εργαζόμενους.
1.4 Επειδή το θέμα της εκμετάλλευσης κοινοτικών εργαζομένων επανήλθε εκ νέου στο προσκήνιο με πρόσφατα δημοσιεύματα στον εγχώριο τύπο, κρίνεται σκόπιμη η ανασκόπηση των σχετικών αρχών που το διέπουν και που καταδεικνύουν ταυτόχρονα και τη σοβαρότητά του.
2. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ Κυπρίων και κοινοτικών εργαζομένων πηγάζει καταρχήν από τις Ιδρυτικές Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που η Κύπρος προσυπέγραψε κατά την προσχώρησή της ως πλήρες κράτος μέλος. Σκοπός των Συνθηκών αυτών σχετικά με τους εργαζόμενους, ήταν και παραμένει η δημιουργία μιας κοινής αγοράς εργασίας, πράγμα που προϋποθέτει την ελεύθερη κυκλοφορία τους στο εσωτερικό της Kοινότητας και την εξάλειψη κάθε διάκρισης, βασισμένης στην εθνικότητα, μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, ως προς την απασχόληση, την αμοιβή και τις συνθήκες εργασίας. Με βάση το άρθρο 49 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (πρώην άρθρο 43 της ΣΕΚ), το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης ενός υπηκόου κράτους μέλους σε άλλο Κράτος μέλος δεν μπορεί να απαγορευθεί. Το άρθρο 45 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (πρώην άρθρο 39 ΣΕΚ), που κατοχυρώνει την ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων στην κοινότητα απαγορεύει τη θέσπιση περιορισμών και ειδικότερα τη θέσπιση περιορισμών που να στοιχειοθετούν διακρίσεις λόγω εθνικής καταγωγής μεταξύ των κοινοτικών εργαζομένων κατά την πρόσβαση τους σε απασχόληση. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο προνοεί ότι:
«1. Εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ένωσης.
2. Η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας.
3. Με την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων περιλαμβάνει το δικαίωμά τους:
α) να αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας,
β) να διακινούνται ελεύθερα για τον σκοπό αυτό εντός της επικρατείας των κρατών μελών,
γ) να διαμένουν σε ένα από τα κράτη μέλη με το σκοπό να ασκούν εκεί ορισμένη εργασία σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που διέπουν την απασχόληση των εργαζομένων υπηκόων αυτού του κράτους μέλους,
δ) να παραμένουν στην επικράτεια ενός κράτους μέλους και μετά την άσκηση σ’ αυτό ορισμένης εργασίας, κατά τους όρους που θα αποτελέσουν αντικείμενο κανονισμών που θα εκδώσει η Επιτροπή.
4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση».
3. Κατά το πιο πάνω άρθρο, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων περιλαμβάνει το δικαίωμα, με επιφύλαξη τους δικαιολογούμενους από τη δημόσια τάξη, ασφάλεια και υγεία περιορισμούς, να απαντούν στις προσφορές εργασίας, να μετακινούνται προς τούτο ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, να διαμένουν σε ένα κράτος μέλος για να ασκούν ένα επάγγελμα και να παραμένουν στην επικράτεια αυτού του κράτους μέλους αφού εξάσκησαν ένα επάγγελμα σε αυτό. Η κοινοτική νομοθεσία που υλοποίησε αυτές τις αρχές συμπληρώθηκε το 1968 με τον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ.1612/68 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1968 περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκε από τους Κανονισμούς 312/76, 2434/92 και την Οδηγία 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών).
3.2 Ο Κανονισμός 1612/68/ΕΟΚ, ο οποίος αποτελεί νομικά δεσμευτικό κείμενο για όλα τα Κράτη μέλη, θέτει ως στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την κατάργηση κάθε διάκρισης, άμεσης ή έμμεσης, λόγω ιθαγένειας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας, την πρόσβαση στην κατοικία, το δικαίωμα του εργαζομένου στην οικογενειακή επανένωση καθώς και την κατοχύρωση του δικαιώματος όλων των εργαζομένων των Κρατών μελών να ασκούν τη δραστηριότητα της εκλογής τους στο εσωτερικό της κοινότητας. Επιπλέον, προβλέπει την καθιέρωση μηχανισμού για τη θέση σε επαφή της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας μέσω εξειδικευμένων υπηρεσιών που συνεργάζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
3.3 Το άρθρο 7 του υπό αναφορά Κανονισμού προνοεί σχετικά ότι:
«Άρθρο 7
1. Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός Κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων Κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγενείας του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχολήσεως και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.
2. Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.
3. Δικαιούται εξ ίσου όπως και οι ημεδαποί εργαζόμενοι και υπό τους αυτούς όρους να φοιτά στις επαγγελματικές σχολές και στα κέντρα επαναπροσαρμογής ή επανεκπαιδεύσεως.
4. Κάθε ρήτρα συλλογικής ή ατομικής συμβάσεως ή άλλης συλλογικής ρυθμίσεως που αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας και απολύσεως, είναι αυτοδικαίως άκυρη κατά το μέτρο που προβλέπει ή επιτρέπει όρους που εισάγουν διακρίσεις έναντι των εργαζομένων υπηκόων άλλων Κρατών μελών».
3.3.2 Με βάση το πιο πάνω άρθρο, παρέχεται αρχικά σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους το δικαίωμα να αναλαμβάνει μισθωτή δραστηριότητα και να την ασκεί στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία που ισχύει για τους ημεδαπούς εργαζόμενους. Το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται αδιακρίτως στους «μόνιμους», εποχιακούς, μεθοριακούς εργαζομένους ή σ’ εκείνους που ασκούν τη δραστηριότητά τους επ’ ευκαιρία παροχής υπηρεσιών.
3.3.3 Ο εργαζόμενος δικαιούται να απολαμβάνει στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους της ίδιας προτεραιότητας για πρόσληψη στις διαθέσιμες θέσεις εργασίας που δικαιούνται και οι υπήκοοι του κράτους αυτού. Λαμβάνει την ίδια βοήθεια που παρέχουν τα γραφεία εύρεσης εργασίας στους υπηκόους τους που αναζητούν εργασία. Η πρόσληψή του δεν πρέπει να εξαρτάται από ιατρικά, επαγγελματικά ή άλλα κριτήρια που συνιστούν διάκριση λόγω ιθαγένειας.
3.3.4 Ο Κανονισμός απαγορεύει κάθε είδους διάκριση σε βάρος εργαζομένου που είναι υπήκοος κράτους μέλους στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών λόγω της ιθαγενείας του, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας (ιδίως όσον αφορά την απόλυση και την αμοιβή). Ο εργαζόμενος έχει επίσης δικαίωμα συμμετοχής σε όλα τα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, επαγγελματικού επαναπροσανατολισμού ή επαγγελματικής επαναπροσαρμογής. Απολαμβάνει τα ίδια κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα με τους ημεδαπούς εργαζόμενους.
3.3.5 Ο εργαζόμενος που είναι υπήκοος κράτους μέλους και απασχολείται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους απολαμβάνει ίση μεταχείριση ως προς την άσκηση των συνδικαλιστικών του δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ψήφου και της πρόσβασης σε διοικητικές ή διευθυντικές θέσεις μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. Απολαμβάνει επίσης το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στα όργανα εκπροσώπησης των εργαζομένων στην επιχείρηση. Όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με την οικογενειακή επανένωση, ο παρών Κανονισμός τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2004/38/ΕΚ, η οποία θεσπίζει την ευρωπαϊκή ιθαγένεια ως βασική κατάσταση των υπηκόων των κρατών μελών κατά την άσκηση του ελεύθερου δικαιώματος κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος της Ένωσης.
3.3.6 Μέσα από την κοινοτική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας προκύπτει ότι ένας διακινούμενος εργαζόμενος πρέπει να τύχει ίσης μεταχείρισης με τους ημεδαπούς εργαζόμενους, όσον αφορά κυρίως την πρόσβαση στην απασχόληση, τους όρους απασχόλησης και εργασίας, τα κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα.
4. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα μέτρα που απαγορεύουν, δυσχεραίνουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των ελευθεριών εγκατάστασης, παροχής υπηρεσιών και εργασίας των διακινούμενων κοινοτικών εργαζομένων στοιχειοθετούν περιορισμούς στην άσκηση των ελευθεριών αυτών [3].
5. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προνοεί, επίσης, στο άρθρο 21 τα εξής:
«Απαγόρευση διακρίσεων
1. Απαγορεύεται κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.
2. Εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας».
5.2 Σε σχέση με τους εργαζόμενους, το άρθρο 15 του Χάρτη προβλέπει ότι «Κάθε πολίτης της Ένωσης είναι ελεύθερος να αναζητά απασχόληση, να εργάζεται, να εγκαθίσταται ή να παρέχει υπηρεσίες σε κάθε κράτος μέλος». Αντίστοιχα, στο άρθρο 31 προβλέπεται ότι «Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του» και στο άρθρο 34 ότι «Κάθε πρόσωπο που διαμένει και διακινείται νομίμως εντός της Ένωσης έχει δικαίωμα στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στα κοινωνικά πλεονεκτήματα, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές».
6. Το άρθρο 19 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (πρώην άρθρο 13 της ΣΕΚ) καθορίζει ότι:
«1. Με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων των Συνθηκών και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που παρέχουν στην Ένωση, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, και μετά την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μπορεί να αναλάβει δράση για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού».
6.2 Στη βάση αυτή, η Οδηγία 2000/43 περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνικής τους καταγωγής απαγορεύει τις διακρίσεις στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε διάφορα πεδία, όπως η απασχόληση, η εκπαίδευση, η κοινωνική ασφάλιση, η υγειονομική περίθαλψη και η πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες. Στην οδηγία αυτή, ορίζονται οι έννοιες της άμεσης και της έμμεσης διάκρισης, παρέχεται στα θύματα διακρίσεων το δικαίωμα αποκατάστασης, αποδίδεται στον εναγόμενο η υποχρέωση να αποδεικνύει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και παρέχεται προστασία έναντι της παρενόχλησης και των αντιποίνων σε όλα τα κράτη μέλη.
6.3 Η ΕΚ/ΕΕ έχει επίσης θεσπίσει με την Οδηγία 2000/78 ένα γενικό πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη. Η απαγόρευση των διακρίσεων πρέπει να εφαρμόζεται και σε υπηκόους τρίτων χωρών, αλλά δεν καλύπτει τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, επειδή η προστασία κατά των διακρίσεων αυτών στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας διασφαλίζεται ήδη από την προαναφερθείσα οδηγία 2000/43.
7. Η διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης έχει απασχολήσει και τον Κύπριο νομοθέτη, ο οποίος έχει απαγορεύσει, με νομοθετικές ρυθμίσεις, τις διακρίσεις λόγω εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, φυλής, γλώσσας, θρησκείας, χρώματος, ειδικών αναγκών, ηλικίας και γενετήσιου προσανατολισμού στην πρόσβαση στην αγορά εργασίας. [4] Με βάση τον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο του 2004, αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση η εφαρμογή κάθε μεταχείρισης, συμπεριφοράς, πρακτικής η οποία συνιστά, σύμφωνα με τις διατάξεις οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου, άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω, μεταξύ άλλων, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, στην πρόσβαση σε απασχόληση, αυτοαπασχόληση και την παροχή υπηρεσιών. [5]
8. Εναρμονιστικός των Ευρωπαϊκών Οδηγιών 2000/78 και 2000/43 είναι ο Νόμος περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία του 2004 (Ν.58(Ι)/2004), ο οποίος έχει εφαρμογή τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Ο υπό αναφορά Νόμος ορίζει την «αρχή της ίσης μεταχείρισης», την «άμεση διάκριση» και την «έμμεση διάκριση» ως εξής:
«αρχή της ίσης μεταχείρισης» σημαίνει την απουσία κάθε άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3».
«άμεση διάκριση» σημαίνει τη λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση που υφίσταται ένα πρόσωπο για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3, από αυτήν που υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο».
«έμμεση διάκριση» σημαίνει κάθε εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική που ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 σε σχέση με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.»
9. Το άρθρο 3 ορίζει ως σκοπό του υπό αναφορά νόμου τη θέσπιση πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω, ανάμεσα σε άλλα, εθνοτικής καταγωγής, στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης.
10. Προκειμένου, επομένως, να καταστούν πραγματικότητα στην καθημερινή ζωή των πολιτών, οι αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας και της ίσης μεταχείρισης για τους πολίτες της ΕΕ, η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και η εθνική, αποσκοπούν στη διευκόλυνση της άσκησης μισθωτής απασχόλησης στην ΕΕ από υπηκόους της ΕΕ, με την απαγόρευση μέτρων που μπορούν να θέσουν σε μειονεκτική θέση τους υπηκόους της ΕΕ οι οποίοι ασκούν οικονομική δραστηριότητα με σχέση εργασίας στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.
11. Στη βάση αυτή, η διακριτική μεταχείριση που υφίστανται οι κοινοτικοί εργαζόμενοι στη ξενοδοχειακή βιομηχανία, όσον αφορά τους όρους αμοιβής τους, συνιστά απαγορευμένη με νόμο διάκριση για το λόγο ότι περιέχει μισθολογικούς και άλλους όρους εργασίας δυσμενέστερους γι αυτούς σε σύγκριση με αυτούς που ισχύουν στην κυπριακή αγορά για τους κύπριους. Η διαφορετική αυτή ρύθμιση οδηγεί στη δημιουργία εργαζομένων δύο ταχυτήτων, που πλήττονται το ίδιο δυσμενώς, με τους Κύπριους αφενός να απολύονται και αφετέρου με τους κοινοτικούς να προσλαμβάνονται με πολύ χαμηλότερους μισθούς και ευτελή ωφελήματα. Η πρακτική αυτή, πέραν του ότι παραβιάζει το ευρωπαϊκό δίκαιο και την εθνική νομοθεσία εκθέτοντας την Δημοκρατία, δημιουργεί έντονο κοινωνικό πρόβλημα και αντιπαλότητα ανάμεσα στους κύπριους και κοινοτικούς εργαζόμενους, συνέπεια που θα πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστεί προκειμένου να αποφευχθούν κρούσματα ξενοφοβίας.
12. Δεν αμφισβητείται ότι το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι περιλαμβάνει και τη σύναψη προσωπικών συμβολαίων στη βάση όρων εργασίας που συμφωνούνται μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, κατ’ επίκληση της ελευθερίας των συμβάσεων να καταστρατηγείται η βασική αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων στη βάση της εθνικής τους καταγωγής. Επιπρόσθετα, οι όροι με τους οποίους συμφωνούν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν πρέπει να αντιτίθενται σε νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πράξεις, καθώς και διεθνείς συμβάσεις ή/και συνθήκες τις οποίες υπέγραψε η Κυπριακή Δημοκρατία. Για παράδειγμα, το άρθρο 7 του Κανονισμού 1612/68/ΕΟΚ θεμελιώνει το δικαίωμα της ίσης αμοιβής, το οποίο μπορούν να επικαλεστούν άμεσα οι εργαζόμενοι, αφού το κοινοτικό δίκαιο υπερέχει του δικαίου τοπικής ισχύος. Ως αποτέλεσμα αυτού, οι κοινοτικοί εργαζόμενοι δικαιούνται ίσης αμοιβής με τους ημεδαπούς, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή το πεδίο εφαρμογής του Κυπριακού δικαίου. Καθίσταται επομένως αυτονόητο ότι η επιλογή για απασχόληση εργαζομένων θα πρέπει να ασκείται σε συνθήκες ίσης μεταχείρισης ανάμεσα σε κύπριους και κοινοτικούς για να μπορεί να χαρακτηριστεί ως νόμιμη.
13. Αν και η υιοθέτηση νέων σύγχρονων και πιο ευέλικτων εργασιακών πρακτικών, που αποσκοπούν στην αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας, αποτελεί θεμιτό στόχο, εντούτοις, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, έχοντας πάντοτε υπόψη την κυριαρχική θέση εξουσίας που έχει ο εργοδότης στον καθορισμό των όρων απασχόλησης. Η ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων καθίσταται ακόμα επιτακτικότερη αυτήν την περίοδο, λόγω της οικονομικής κρίσης που ταλανίζει την κοινωνία. Η πρακτική της σύναψης προσωπικών συμβολαίων με δυσμενέστερους όρους από αυτούς που προνοούν οι συλλογικές συμβάσεις, οδηγεί στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, στη σταδιακή κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, τη μη εφαρμογή των νόμων και κανονισμών και τη δημιουργία εργαζομένων δύο και τριών ταχυτήτων στο χώρο της ξενοδοχειακής βιομηχανίας. Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης δεν μπορεί να γίνει ανεκτή σε καμία περίπτωση με τον περιορισμό ή την αφαίρεση δικαιωμάτων καθολικής αξίας, όπως είναι το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης.
14. Για το λόγο αυτό, θεωρώ ότι αποτελεί θετικό βήμα προς την ορθή κατεύθυνση η ενεργοποίηση του προβλεπόμενου μηχανισμού για την ορθή εφαρμογή των προνοιών του Νόμου περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και στην Εργασία, τόσο για τις περιπτώσεις παράνομων απολύσεων Κυπρίων όσο και για τις περιπτώσεις εργοδότησης κοινοτικών εργαζομένων με όρους έξω από το προβλεπόμενο πλαίσιο.
15. Το σύνολο των πιο πάνω αποτελούν καθοδηγητικές γραμμές οι οποίες πρέπει να τυγχάνουν της ανάλογης εφαρμογής από όλους τους κοινωνικούς εταίρους προς αποφυγή δυσάρεστων για τη Δημοκρατία και την κυπριακή κοινωνία συνεπειών. Για το λόγο αυτό, η παρούσα τοποθέτησή μου διαβιβάζεται στην Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στους Γενικούς Γραμματείς ΣΕΚ, ΠΕΟ, ΔΕΟΚ, στον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας Εργοδοτών και Βιομηχάνων, στον Πρόεδρο Παγκύπριου Συνδέσμου Ξενοδόχων και Πρόεδρο Κυπριακού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου για ενημέρωση και για τις δικές τους ενέργειες.
Ελίζα Σαββίδου
Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Υποσημειώσεις και Παραπομπές:
[1] O Επίτροπος δύναται να εξετάζει δυνάμει του άρθρου 32 θέματα αυτεπάγγελτα, ως ακολούθως-
(α) Κατά πόσο σε συγκεκριμένη περίπτωση που περιήλθε σε γνώση του με οποιοδήποτε τρόπο-
(i) υπήρξε από δημόσιο πρόσωπο ή πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, ή υπάλληλο ή αξιωματούχο τους, μεταχείριση ή συμπεριφορά, ή εφαρμόστηκε διάταξη, όρος, κριτήριο, ή πρακτική, που κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6 αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση…
[2] Α.Κ.Ι 63/2005, Α.Κ.Ι 64/2005, Α.Κ.Ι 79/2005, Α.Κ.Ι 80/2005, Α.Κ.Ι 17/2006
[3] Κωνσταντινίδης, C-168/91, σκέψη 15 και Analir, C-205/99, σκέψη 21.
[4] Σχετικοί είναι ο περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμος του 2004 και ο περί Ίσης Μεταχείρισης στην Εργασία και την Απασχόληση Νόμος του 2004.