Αρ. Φακ.: Α/Π 2506/2009
Λευκωσία, 23 Δεκεμβρίου 2009
ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΜΕ ΑΡ. ΦΑΚ. Α/Π 2506/2009 ΤΗΣ ΥΠΟΔΙΚΟΥ Ε. Ζ. ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΣΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Αντικείμενο παραπόνου
1. Η κα. Ευλ. Ζ., μητέρα της υποδίκου Ε. Ζ., που κρατείτο στις Κεντρικές Φυλακές, υπέβαλε παράπονο, εκ μέρους της κόρης της, με επιστολή της ημερομηνίας 6 Δεκεμβρίου 2009, που παραλήφθηκε από το Γραφείο μου στις 7 Δεκεμβρίου 2009, αναφορικά με τις συνθήκες νοσηλείας της στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Ταυτόχρονα, κοινοποιήθηκε στο Γραφείο μου επιστολή, ημερομηνίας 3 Δεκεμβρίου 2009, του Δικηγόρου Χρίστου Χριστοδουλίδη εκ μέρους της πελάτισσας του, Ε. Ζ., προς το Αν.Διευθυντή των Φυλακών, με την οποία ζητά να πληροφορηθεί την πορεία της έρευνας και το τυχόν πόρισμα για τις συνθήκες υπό τις οποίες η πελάτισσα του εξασφάλισε το καθαριστικό, το οποίο χρησιμοποίησε για την απόπειρα αυτοκτονίας.
2. Συγκεκριμένα, η μητέρα της παραπονούμενης στην επιστολή της αναφέρει ότι η κόρη της έχει υποβληθεί σε τραχειοτομία και γαστροστομία μετά από απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε στις 17 Νοεμβρίου 2009 στις Κεντρικές Φυλακές με την κατάποση καθαριστικού. Για το λόγο αυτό, έκτοτε νοσηλεύεται στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, στην Παθολογική Κλινική, αφού εξήλθε από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Όπως αναφέρεται, κατά την επίσκεψη της μητέρας της στο Νοσοκομείο στις 5/12/2009 διαπίστωσε ότι η κόρη της κρατείτο δεμένη στο κρεβάτι της με χειροπέδες και ποδοπέδες, ενώ ήταν εμφανώς παραμελημένη. Η συνεχής χρήση χειροπέδων και ποδοπέδων σε μία ασθενή, έστω και υπόδικο, κατά την παραπονούμενη, δεν συνάδει με τα ανθρώπινα δικαιώματα και αποτελεί απάνθρωπη και απαξιωτική μεταχείριση.
3. Η μητέρα της παραπονούμενης κατήγγειλε την ως άνω μεταχείριση με επιστολή της ημερομηνίας 5 Δεκεμβρίου 2009 προς το Αν. Διευθυντή Τμ. Φυλακών, η οποία κοινοποιήθηκε στο Γραφείο μου με την παράκληση το ζήτημα αυτό να διερευνηθεί.
4. Ο Δικηγόρος της παραπονούμενης αναφέρει στην ως άνω επιστολή του ότι οι υπεύθυνοι των Φυλακών ως κηδεμόνες καταδίκων και υποδίκων οφείλουν να τους προστατεύουν, ειδικά σε ιδιαίτερες περιπτώσεις όπως αυτή της παραπονούμενης. Για το λόγο αυτό, ζητά να διερευνηθούν οι συνθήκες που οδήγησαν στην απόπειρα αυτοκτονίας και να πληροφορηθεί άμεσα το αποτέλεσμα της έρευνας αυτής.
Διερεύνηση παραπόνου
5. Από την προκαταρκτική διερεύνηση του παραπόνου διαπιστώθηκε ότι η Ε. Ζ. κρατείται στις Κεντρικές Φυλακές από τις 15 Αυγούστου 2008, ως υπόδικος για τη δολοφονία της αδερφής της. Στις 17 Νοεμβρίου 2009, η ως άνω υπόδικος βρέθηκε στο κελί της αναίσθητη, μετά από την κατάποση καθαριστικού με αλκαλικό περιεχόμενο. Σημειώνεται ότι αυτή είναι η δεύτερη φορά που η παραπονούμενη αποπειράται να αυτοκτονήσει εντός των Φυλακών.
6. Κατά την διερεύνηση του παραπόνου, στις 7/12/2009 επισκέφθηκα προσωπικά την παραπονούμενη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Εκεί διαπίστωσα ότι διέμενε σε τετράκλινο δωμάτιο με άλλους τρεις ασθενείς και έφερε χειροπέδες και ποδοπέδες που την ακινητοποιούσαν στο κρεβάτι. Συνομιλώντας με τους Θεράποντες Ιατρούς της, μου αναφέρθηκε ότι ο σωματικός περιορισμός της κρατούμενης δυσχεραίνει το έργο τους και την ορθή παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στην παραπονούμενη.
7. Στη συνέχεια, στις 9/12/09 Λειτουργός του Γραφείου μου επισκέφτηκε τις Κεντρικές Φυλακές και είχε συνάντηση με τη κα. Ελένη Βατυλιώτου, Ανώτερη Λειτουργό των Φυλακών, προκειμένου να τεθούν ενώπιον μου τα σχόλια και οι απόψεις του Τμ. Φυλακών αναφορικά με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης. Κατά την πιο πάνω συνάντηση, η κα. Βατυλιώτου ανέφερε ότι η χρήση των χειροπέδων και ποδοπέδων όλο το 24ωρο αποφασίστηκε από τον υπεύθυνο Αξιωματικό Ασφαλείας, καθώς η παραπονούμενη επεδείκνυε έντονα επιθετική συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε, μετά την έξοδο της από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και κατά την παραμονή σε τετράκλινο δωμάτιο στην Πτέρυγα της Παθολογικής Κλινικής, αποπειράθηκε να πάρει το όπλο ενός φύλακα Ασφαλείας, προσπάθησε επανειλημμένως να αφαιρέσει τα ιατρικά εξαρτήματα που της είχαν τοποθετηθεί (ορός, καθετήρας κλπ) ενώ επιτέθηκε σε μία νοσοκόμα την ώρα που τη φρόντιζε (προσπάθησε να τη γρονθοκοπήσει). Τα γεγονότα αυτά επιβεβαίωσε και ο υπεύθυνος Αξιωματικός Ασφαλείας, ο οποίος ήταν παρών στη ως άνω συνάντηση. Στη συνάντηση, τονίστηκε ότι η χρήση των χειροπεδών και ποδοπέδων δεν έχει χαρακτήρα τιμωρίας, αλλά γίνεται για λόγους ασφάλειας, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αυτοτραυματισμού της παραπονούμενης ή τραυματισμού άλλων αλλά και το ενδεχόμενο απόδρασης. Όπως εξηγήθηκε, η Διεύθυνση των Φυλακών δεν απέκλειε το ενδεχόμενο η παραπονούμενη να επιχειρήσει να αποδράσει, γεγονός που καθιστά απαραίτητη τη χρήση τουλάχιστον ποδοπέδων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε δεν θα ήθελαν να επαναληφθεί το ίδιο σενάριο όπως στην απόδραση «Κίτα» από ιδιωτική κλινική, όπου νοσηλευόταν, καθώς δεν είχε εφαρμοστεί τότε σωματικός περιορισμός.
8. Επιπλέον, αναφέρθηκε ότι ο σωματικός περιορισμός της παραπονούμενης κρίθηκε απαραίτητος, αφού λήφθηκε και η σύμφωνη γνώμη των Ιατρών που την παρακολουθούν. Επίσης, σε απάντηση σχετικής ερώτησης, διευκρινίστηκε ότι, παρόλο που η παραπονούμενη παρέμεινε προσδεμένη στο κρεβάτι της για κάποιες ημέρες, κατά τη διάρκεια του 24ωρου οι χειροπέδες αφαιρούνταν για λίγη ώρα και αργότερα επαναχρησιμοποιούνταν.
9. Κατά τη συνάντηση, ο Αξιωματικός Ασφαλείας ανέφερε ότι εντός του Νοσοκομείου υπάρχει ειδικό δωμάτιο ασφαλείας για την περίθαλψη ενός κρατούμενου και ότι, παρόλο που η διαμονή της παραπονούμενης στο εν λόγω δωμάτιο ασφαλείας θα καθιστούσε αχρείαστη τη χρήση χειροπέδων και ποδοπέδων, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να γίνει, καθώς εκεί περιθάλπονται ήδη άλλοι 3 κρατούμενοι. Η παραπονούμενη, όπως αναφέρθηκε από τους Λειτουργούς των Φυλακών, φρουρείται όλο το 24ωρο από δύο φρουρούς, οι οποίοι βρίσκονται συνεχώς έξω από την πόρτα του δωματίου της στον 3ο όροφο του Νοσοκομείου. Όπως ανέφεραν οι Λειτουργοί των Φυλακών, τις προηγούμενες δύο ημέρες (7/12 και 8/12) η παραπονούμενη μεταφέρθηκε σε μονόκλινο δωμάτιο, ήταν πιο ήρεμη και συνεργάσιμη, χωρίς ενδείξεις επιθετικότητας, και για το λόγο αυτό τις αφαιρέθηκαν οι χειροπέδες, αλλά συνεχίζεται η χρήση μίας ποδοπέδης όλο το 24ωρο.
10. Επίσης, όσον αφορά τη διερεύνηση των συνθηκών της απόπειρας αυτοκτονίας, πληροφορήθηκα ότι διατάχθηκε άμεσα έρευνα, η οποία διεξάγεται από Λειτουργό των Φυλακών και πρόκειται να ολοκληρωθεί εντός των επόμενων ημερών.
11. Στη συνέχεια, Λειτουργός του Γραφείου μου επισκέφτηκε, στις 11/12/09, την παραπονούμενη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και είχε συνάντηση τόσο με την ίδια όσο και με το Ιατρικό και Νοσηλευτικό προσωπικό της Παθολογικής Κλινικής, όπου νοσηλεύεται. Κατά την επίσκεψη αυτή, διαπιστώθηκε ότι η παραπονούμενη είχε όντως μεταφερθεί σε μονόκλινο δωμάτιο και ήταν περιορισμένη στο κρεβάτι της με τη χρήση μόνο μίας ποδοπέδης. Ερωτηθείσα για την αντιμετώπιση που έχει εντός του Νοσοκομείου, η παραπονούμενη ανέφερε ότι, κατά την παραμονή της στο τετράκλινο δωμάτιο της Παθολογικής Κλινικής εκτέθηκε δημόσια αλυσοδεμένη με χειροπέδες και ποδοπέδες, γεγονός που τη ταπείνωσε. Κατά την παραμονή της εκεί, άκουγε επισκέπτες και ασθενείς να ρωτάνε «ποια είναι αυτή που την έχετε με χειροπέδες;» και να τους δίνεται η απάντηση « είναι αυτή που σκότωσε την αδερφή της». Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν το φόβο και την αποστροφή τόσο των υπόλοιπων ασθενών που διέμεναν στο ίδιο δωμάτιο και των συγγενών τους, όσο και του νοσηλευτικού προσωπικού.
12. Είναι λογικό δε, όπως ανέφερε, μετά από αυτά, κάποιες νοσοκόμες να μην ανταποκρίνονται στο κάλεσμα της για παροχή βοήθειας και φροντίδας και για το λόγο αυτό αναγκάζεται να καλεί με το κουδούνι 4-5 φορές μέχρι να ανταποκριθούν. Όταν τελικά ανταποκρίνονται στο κάλεσμα της, της φέρονται εξευτελιστικά λέγοντας της «ποια νομίζεις ότι είσαι; είσαι μια κατάδικη, δεν θα ασχολούμαστε μαζί σου». Επίσης, όπως ανέφερε η παραπονούμενη, παρόλο που έχει ζητήσει να της αφαιρεθούν οι πάνες, εφόσον μπορεί με τη βοήθεια των νοσηλευτών να αυτοεξυπηρετείται, αυτό δεν έχει γίνει καθώς το νοσηλευτικό προσωπικό αδιαφορεί για την κατάσταση της.
13. Περαιτέρω, η παραπονούμενη ανέφερε ότι έχει εκφράσει την επιθυμία της να έχει στήριξη από συγκεκριμένη Ψυχίατρο, την οποία εμπιστεύεται, ενώ αρνείται να μιλήσει στους Ψυχίατρους του Νοσοκομείου που την επισκέφτηκαν γιατί, κατά τα λεγόμενα της, δεν τους γνωρίζει και δεν τους εμπιστεύεται. Επίσης, εξέφρασε την επιθυμία της να μην παρεμποδίζετε η μητέρα της να την επισκέπτεται και να περνάει χρόνο μαζί της, γιατί αυτό τη στηρίζει ψυχολογικά.
14. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της συνάντησης, η παραπονούμενη ήταν ήρεμη και συνεργάσιμη τόσο με την Λειτουργό του Γραφείου μου όσο και με το προσωπικό ασφαλείας.
15. Στη συνέχεια, κατά την ως άνω επίσκεψη, η Λειτουργός του Γραφείου μου συνομίλησε με την Ειδικευόμενη Ιατρό Στέλλα Φεττά, η οποία παρακολουθούσε τις πρώτες ημέρες την παραπονούμενη κατά τη διαμονή της στο τετράκλινο δωμάτιο, χρονικό σημείο κατά το οποίο αναφέρονται τα περιστατικά επιθετικής συμπεριφοράς. Αρχικά, επιβεβαιώθηκε η χρήση χειροπέδων και ποδοπέδων όλο το 24ωρο για κάποιες ημέρες. Όπως τονίστηκε κατά τη συζήτηση, η απόφαση για τη χρήση χειροπέδων και ποδοπέδων λήφθηκε εξ ολοκλήρου από το προσωπικό των Φυλακών, οι οποίοι είναι και οι μόνοι αρμόδιοι για τη φύλαξη της ασθενή, η οποία είναι υπόδικη. Επομένως, κατά τη λήψη της απόφασης αυτής, δεν ζητήθηκε ούτε είθισται να ζητείται η άποψη των Ιατρών.
16. Όπως ανέφερε η ως άνω Ιατρός, η ίδια δεν ήταν παρούσα σε οποιοδήποτε περιστατικό ούτε ήταν δέκτης οποιασδήποτε επιθετικής συμπεριφοράς από την παραπονούμενη. Ανέφερε, όμως, ότι φημολογείται ανάμεσα στους δεσμοφύλακες και στο νοσηλευτικό προσωπικό ότι η παραπονούμενη προσπάθησε να πάρει το όπλο από ένα φρουρό και να επιτεθεί σε μία νοσοκόμα (προσπάθησε να τη δαγκώσει στο χέρι), χωρίς να μπορεί να την κατονομάσει. Επιπλέον, ανέφερε ότι τις πρώτες ημέρες μετά την έξοδο της παραπονούμενης από την ΜΕΘ, έγινε διακοπή της χορήγησης μορφίνης, χωρίς να της παρασχεθεί άλλου είδους αγωγή με ηρεμιστικά ή παυσίπονα, απέκλεισε όμως το ενδεχόμενο η επιθετικότητα της να οφειλόταν σε αυτό. Όπως ανέφερε η Ιατρός, η παραπονούμενη αρνήθηκε να μιλήσει σε Ψυχιάτρους του Νοσοκομείου που την επισκέφτηκαν αλλά και να ακολουθήσει φαρμακευτική αγωγή που της πρότειναν με ηρεμιστικά. Επίσης, όπως ανέφερε η ως άνω Ιατρός τις τελευταίες ημέρες, αφότου η παραπονούμενη μεταφέρθηκε στο μονόκλινο δωμάτιο, συναίνεσε στη λήψη ελαφρών ηρεμιστικών και φαίνεται να είναι πιο ήρεμη και συνεργάσιμη και για το λόγο αυτό, εξ όσων γνωρίζει, αφαιρέθηκαν οι χειροπέδες.
17. Ακολούθως, κατά την ως άνω επίσκεψη, η Λειτουργός του Γραφείου μου είχε συζήτηση με την Ιατρό Άννα Χ” Σοφοκλή, η οποία παρακολουθεί την παραπονούμενη από τη στιγμή που μεταφέρθηκε σε μονόκλινο δωμάτιο. Η Ιατρός ανέφερε ότι η παραπονούμενη είναι ήρεμη και συνεργάσιμη, χωρίς ενδείξεις επιθετικότητας. Ανέφερε, όμως, ότι και η ίδια άκουσε να φημολογείται ότι είχε επιτεθεί σε μία νοσοκόμα, χωρίς να μπορεί να την κατονομάσει, και σε ένα φρουρό. Η κατάσταση της υγείας της παραπονούμενης είναι σταθερή και ακολουθεί τη φαρμακευτική αγωγή που της προτάθηκε.
18. Στη συνέχεια, η Λειτουργός του Γραφείου μου συνομίλησε με μέλη του Νοσηλευτικού προσωπικού. Όλοι ανέφεραν ότι ακούγονται φήμες για τα περιστατικά που αναφέρονται πιο πάνω, χωρίς ουδείς να είναι παρών ή να μπορεί να κατονομάσει τη νοσοκόμα στην οποία, όπως ακούγεται, επιτέθηκε η ασθενής. Επιπλέον, μέλη του προσωπικού επιβεβαίωσαν ότι η χρήση των χειροπέδων τις πρώτες ημέρες προκάλεσε σε κάποιους εξ αυτών αισθήματα φόβου, ενώ ορισμένοι παρουσιάζουν μια αδιάφορη, έως και επιθετική στάση προς την παραπονούμενη, για το λόγο ότι πληροφορήθηκαν ότι είναι υπόδικη για τη δολοφονία της αδερφής της.
19. Έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι, παρόλο που ο Αξιωματικός Ασφαλείας του Τμ. Φυλακών ανέφερε ότι το ειδικό δωμάτιο ασφαλείας για κρατούμενους ήταν πλήρες, κατά την επίσκεψη διαπιστώθηκε ότι αυτό ήταν άδειο. Στο εν λόγω δωμάτιο, κατά την ημέρα της επίσκεψης, δεν νοσηλευόταν ούτε ένας κρατούμενος ενώ, βάσει μαρτυρίας μέλους του προσωπικού του Νοσοκομείου, το δωμάτιο ήταν κενό καθ’ όλη τη διάρκεια της νοσηλείας της παραπονούμενης.
20. Ακολούθως, η μητέρα της παραπονούμενης στις 14/12/2009 πληροφόρησε το Γραφείο μου ότι το προηγούμενο βράδυ χρησιμοποιήθηκαν δύο ποδοπέδες, αντί για μία όπως τις προηγούμενες ημέρες, κάτι που ακινητοποιεί την κόρη της στο κρεβάτι και της προκαλεί μεγάλη ανησυχία και φόβο. Για το λόγο αυτό, Λειτουργός του Γραφείου μου επισκέφτηκε εκ νέου την παραπονούμενη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Κατά την επίσκεψη, διαπιστώθηκε ότι πράγματι η παραπονούμενη βρισκόταν ακινητοποιημένη στο κρεβάτι με τη χρήση δύο ποδοπέδων. Όπως ανέφερε η παραπονούμενη, οι δεσμοφύλακες που ήσαν υπεύθυνοι για τη φύλαξη της το προηγούμενο βράδυ, προχώρησαν στη χρήση δύο ποδοπέδων, ενώ όταν τους ρώτησε για ποιο λόγο γίνεται αυτό, έλαβε την απάντηση ότι ακολουθούν εντολές του υπεύθυνου Αξιωματικού Ασφαλείας. Επιπλέον, η παραπονούμενη ανέφερε ότι οι συγκεκριμένοι δεσμοφύλακες της μιλούσαν με επιθετικό και απαξιωτικό τρόπο, λέγοντας μάλιστα ότι ενώ η ίδια δεν ενοχλήθηκε να σκοτώσει την αδερφή της, τώρα ενοχλείται γιατί την ακινητοποιούν με ποδοπέδες. Ανέφερε, όμως, ότι γενικότερα δεν είχε δημιουργηθεί, μέχρι εκείνη τη στιγμή, οποιοδήποτε θέμα με την συμπεριφορά των φρουρών. Κατά την άποψη της παραπονούμενης, η χρήση των ποδοπέδων ήταν αδικαιολόγητη, εφόσον φρουρείται συνεχώς και δεν έχει εκδηλώσει καμία πρόθεση να αποδράσει. Ο σωματικός της περιορισμός, ανέφερε, πέραν της έντονης σωματικής δυσκολίας, της δημιουργεί συνεχόμενα αισθήματα ανησυχίας, φόβου και ταπείνωσης.
21. Στη συνέχεια, η μητέρα της παραπονούμενης με πληροφόρησε ότι η κόρη της μεταφέρθηκε στο δωμάτιο ασφαλείας που διαθέτει το Τμ. Φυλακών εντός του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας για την περίθαλψη κρατουμένων. Παρόλο που συνέχισε να φρουρείται διαρκώς από δύο δεσμοφύλακες, η παραπονούμενη παρέμεινε προσδεμένη και ακινητοποιημένη στο κρεβάτι της με δύο ποδοπέδες. Επιπλέον, το συγκεκριμένο δωμάτιο δεν διαθέτει κουδούνι και είναι πλήρως ηχομονωμένο και δεν υπάρχει κανένας τρόπος η παραπονούμενη να καλέσει τους νοσηλευτές για βοήθεια. Μέλη του προσωπικού του Νοσοκομείου με τους οποίους συνομίλησε Λειτουργός του Γραφείου μου επιβεβαίωσαν τη βασιμότητα των ως άνω ισχυρισμών.
Εγχώριο νομικό πλαίσιο
22. Σύμφωνα με το Άρθρο 8 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας:
«Ουδείς υποβάλλεται εις βασανιστήρια ή εις απάνθρωπον ή ταπεινωτικήν τιμωρίαν ή μεταχείρισιν.»
Με την ως άνω ρύθμιση, κατοχυρώνεται συνταγματικά ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, που δεν επιδέχεται καμία παρέκκλιση ή εξαίρεση.
23. Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμοστέο ειδικότερο νομοθέτημα είναι και οι Περί Φυλακών Νόμοι και Κανονισμοί. Αρχικά, το άρθρο 150 των Περί Φυλακών Κανονισμών αναφέρεται στις περιπτώσεις και τα μέσα του σωματικού περιορισμού κρατουμένων. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 1 του άρθρου 150 προβλέπεται ο σωματικός περιορισμός για χρόνο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις ώρες, χωρίς τη γραπτή σύμφωνη γνώμη του ιατρικού λειτουργού και τη γραπτή εξουσιοδότηση του Διευθυντή, και τις σαράντα οκτώ ώρες χωρίς γραπτή εξουσιοδότηση του Υπουργού. Ο σωματικός περιορισμός κρατουμένου πέραν του χρόνου που κρίνεται αναγκαίος, απαγορεύεται ρητά. Τα μέσα σωματικού περιορισμού αναγράφονται στην παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου και είναι τα εξής: χειροπέδες, ζώνη με χειροπέδες, λουριά αστραγάλων και μανδύες ακινητοποίησης.
24. Συγκεκριμένα, οι παράγραφοι 3-7 προνοούν για τη χρήση χειροπέδων σε κρατούμενους. Ειδικότερα, η χρήση χειροπέδων προβλέπεται περιοριστικά σε περιπτώσεις εξαναγκασμού κρατουμένου για μεταφορά ή για αποτροπή αυτοτραυματισμού ή τραυματισμού άλλων ή για αποτροπή πρόκλησης ζημιάς σε περιουσία της φυλακής. Στην περίπτωση μεταφοράς κρατούμενου εκτός των Φυλακών, την απόφαση για την πρόσδεση ή όχι του κρατούμενου με χειροπέδες λαμβάνει ο αξιωματικός ασφαλείας.
25. Οι ίδιες προϋποθέσεις ισχύουν και για τη χρήση ποδοπέδων σε κρατούμενους.
Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
26. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών(ΕΣΔΑ) αποτελεί επίσης ένα σημαντικότατο νομοθετικό κείμενο, που κρίνεται εφαρμοστέο στη συγκεκριμένη περίπτωση.
27. Η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 8 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας αποδίδει αυτολεξεί το κείμενο του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ ορίζει ότι ουδείς επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή ποινές ή μεταχείριση που είναι απάνθρωπη ή εξευτελιστική. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ως άνω άρθρο δεν προβλέπει καμία παρέκκλιση από την γενική αυτή απαγόρευση, ακόμη και στις πιο ακραίες περιπτώσεις, όπως σε έρευνες για τρομοκρατικές ενέργειες ή σε περιπτώσεις δημόσιας απειλής. Ακόμη και τότε, τα βασανιστήρια και η απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση αποτελούν παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
28. Περαιτέρω, στη Σύσταση αρ. 2006(2) της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τους ευρωπαϊκούς σωφρονιστικούς κανόνες, που υιοθετήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2006, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«1. Τα άτομα που στερούνται της ελευθερίας τους πρέπει να μεταχειρίζονται με σεβασμό αναφορικά με τα ανθρώπινα τους δικαιώματα.
2. Τα άτομα που στερούνται της ελευθερίας τους διατηρούν όλα τα δικαιώματα που δεν τους αφαιρέθηκαν νόμιμα και σύμφωνα με την απόφαση που τους καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης ή με την απόφαση προφυλάκισης.
3. Οι περιορισμοί που επιβάλλονται σε άτομα που στερούνται της ελευθερίας τους πρέπει να περιορίζονται στους απολύτως αναγκαίους και να είναι ανάλογοι προς τους νόμιμους σκοπούς για τους οποίους επιβλήθηκαν. (…)
29. Επίσης, η Σύσταση αρ. R(87)3 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τους ευρωπαϊκούς σωφρονιστικούς κανόνες, που υιοθετήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1987, ορίζει ειδικότερα ότι απαγορεύεται η χρήση μέσων σωματικού περιορισμού ως μορφή τιμωρίας. Η χρήση τους προβλέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως: α) για σκοπούς αποτροπής απόδρασης κατά τη μεταφορά κρατουμένου, β) για ιατρικούς λόγους με την εποπτεία ιατρικού λειτουργού, γ) με εντολή του Διευθυντή, εφόσον άλλα μέσα έχουν αποτύχει, για την αποτροπή αυτοτραυματισμού ή τραυματισμού άλλων ή πρόκλησης ζημίας, αφού συμβουλευθεί ιατρικό λειτουργό και αναφέρει το περιστατικό σε ανώτερη διοικητική αρχή. Η χρήση μέσων σωματικού περιορισμού για χρόνο, πέραν του αυστηρώς αναγκαίου, απαγορεύεται ρητά βάσει της ως άνω Σύστασης.
Νομολογία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)
30. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) με μια σειρά από αποφάσεις έχει εξειδικεύσει τις συμπεριφορές εκείνες, που θα μπορούσαν, κατά περίπτωση, να συνιστούν βασανιστήριο ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.
31. Όσον αφορά στη χρήση χειροπέδων σε κρατούμενους, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει επανειλημμένα ότι θα μπορούσε κατ’ εξαίρεση να κριθεί επιτρεπτή, με την αυστηρή προϋπόθεση ότι γίνεται στα πλαίσια νόμιμης κράτησης και δεν περιλαμβάνει χρήση βίας ή δημόσια έκθεση, σε σημείο που θεωρείται πέραν του αναγκαίου και εφόσον βέβαια τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Η θέση αυτή αποτελεί πάγια θέση του ΕΔΔΑ, όπως έχει εκφραστεί σε ένα σύνολο αποφάσεων που αφορούσαν κρατούμενους.
32. Ειδικότερα, στην υπόθεση Henaf v. France [1] το Δικαστήριο διατύπωσε την άποψη ότι κατά την αξιολόγηση ορισμένων συμπεριφορών ενώπιον του σε σχέση με την παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε περίπτωσης, και συγκεκριμένα η διάρκεια της μεταχείρισης, τα φυσικά και ψυχικά της επακόλουθα, και σε κάποιες περιπτώσεις, το φύλο, η ηλικία και η κατάσταση της υγείας του θύματος. Επίσης, παρόλο που ο σκοπός της μεταχείρισης αποτελεί παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, δηλαδή κατά πόσο υπήρξε πρόθεση να εξευτελιστεί ή να ταπεινωθεί το θύμα, η απουσία τέτοιας πρόθεσης δεν οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3.
33. Σε μια σειρά από αποφάσεις[2], το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η χρήση των χειροπέδων ή άλλων μέσων σωματικού περιορισμού θα πρέπει να δικαιολογείται από βάσιμους φόβους ότι ο κρατούμενος σκοπεύει να αποδράσει ή προκαλέσει αυτοτραυματισμό ή τραυματισμό άλλων ή ζημία. Συγκεκριμένα, στην πιο πάνω υπόθεση (Henaf v. France), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο σωματικός περιορισμός ενός κρατούμενου ασθενή, που νοσηλευόταν σε νοσοκομείο και φρουρείτο από δύο ένοπλους δεσμοφύλακες, με σκοπό την αποτροπή απόδρασης του συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 3 ως απάνθρωπη μεταχείριση, καθώς δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην Έκθεση της μετά από επίσκεψη στη Γαλλία, η Επιτροπή Κατά των Βασανιστηρίων [3] (CPT) πρότεινε την πλήρη απαγόρευση της πρόσδεσης των κρατουμένων-ασθενών στα κρεβάτια νοσηλείας τους για λόγους ασφαλείας.
34. Σε μία άλλη υπόθεση, Mouisel v. France [4] , το Δικαστήριο διατύπωσε το σκεπτικό ότι, δεδομένης της κατάστασης της υγείας του κρατούμενου και της σωματικής του αδυναμίας, το μέτρο της χρήσης χειροπέδων για λόγους ασφάλειας, και κυρίως για αποτροπή απόδρασης, δεν δικαιολογείται και δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η χρήση των χειροπέδων, υπό τις περιστάσεις, συνιστούσε απάνθρωπη μεταχείριση.
35. Επίσης, σε μία πιο πρόσφατη υπόθεση, Case of Antipenkov v. Russia [5], το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η χρήση μέσων σωματικού περιορισμού κατέστη απολύτως αναγκαία, λόγω της συμπεριφοράς του κρατούμενου, ο οποίος αρνήθηκε να υπακούσει στις εντολές των δεσμοφυλάκων. Και τούτο επειδή, το Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις, η χρήση μέσων σωματικού περιορισμού έγινε χωρίς πρώτα να εξεταστεί η πιθανότητα χρήσης άλλων, λιγότερο περιοριστικών μέτρων, που θα επέφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το γεγονός αυτό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, καθιστά το μέτρο του σωματικού περιορισμού «απάνθρωπη μεταχείριση», που παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.
36. Το Δικαστήριο επαναδιατύπωσε την πιο πάνω θέση του και στην υπόθεση Tarariyeva v. Russia [6], κρίνοντας ότι η χρήση χειροπέδων σε κρατούμενο ασθενή, με αποτέλεσμα την ακινητοποίηση του στο κρεβάτι, μετά από πολύπλοκη εγχείριση, δεδομένης της φυσικής του αδυναμίας και της συνεχούς φρούρησης του, αποτελούσε δυσανάλογο μέτρο, το οποίο δεν δικαιολογείται από λόγους ασφάλειας, και συνιστά «απάνθρωπη μεταχείριση».
37. Όσον αφορά τη σοβαρότητα της κακομεταχείρισης, ώστε αυτή να εμπίπτει στην έννοια του «βασανιστηρίου» το Δικαστήριο παραπέμπει στη διάκριση που κάνει το ίδιο το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, μεταξύ της έννοιας αυτής και της έννοιας της «απάνθρωπής ή εξευτελιστικής μεταχείρισης». Ως κριτήριο διάκρισης μεταξύ της απάνθρωπης μεταχείρισης και του βασανιστηρίου χρησιμοποιείται η ένταση του πόνου που προκαλείται. Στην υπόθεση Ireland v. the United Kingdom [7] το Δικαστήριο διατύπωσε τα εξής: «(…) it was the intention that the Convention, with its distinction between “torture” and “inhuman or degrading treatment”, should by the first of these terms attach a special stigma to deliberate inhuman treatment causing very serious and cruel suffering.” Το Δικαστήριο, έτσι, έκανε δεκτό ότι η διάκριση αυτή σκοπεύει να στιγματίσει ιδιαίτερα την ηθελημένη απάνθρωπη μεταχείριση που προκαλεί πολύ σοβαρό και σκληρό πόνο, διαπίστωση που επανέλαβε και σε πιο πρόσφατη απόφαση του [8].
38. Επομένως, η νομολογία του Δικαστηρίου υιοθετεί μια διαβάθμιση ανάμεσα στα επίπεδα απαγορευμένης συμπεριφοράς, που εμπίπτει στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, όπως ακολουθεί:
Βασανισμός: σκόπιμες απάνθρωπες μεταχειρίσεις που προκαλούν εξαιρετικά σοβαρούς και σκληρούς σωματικούς ή ψυχικούς πόνους.
Απάνθρωπες μεταχειρίσεις: Η επιβολή έντονων σωματικών και ηθικών πόνων.
Εξευτελιστικές μεταχειρίσεις: Άσχημες μεταχειρίσεις που προκαλούν σε αυτούς που τις υφίστανται αισθήματα φόβου, αγωνίας και κατωτερότητας ικανών να τους εξευτελίσουν, να τους υποβαθμίσουν και να κάμψουν ενδεχομένως την σωματική και ηθική τους αντίσταση.
Μεταξύ των τριών αυτών απαγορεύσεων, υφίσταται, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Cambell and Cosans v. UK, μία ιεραρχία μειούμενης σοβαρότητας, ξεκινώντας από την πιο σοβαρή προσβολή, τα βασανιστήρια, μέχρι τις εξευτελιστικές ποινές ή μεταχειρίσεις.
39. Περαιτέρω, η Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης, ορίζει επίσης στο άρθρο 1 ως «βασανιστήριο» την ηθελημένη πρόκληση έντονου φυσικού ή ψυχικού πόνου με σκοπό, μεταξύ άλλων, την άντληση πληροφοριών, την τιμωρία ή τον εκφοβισμό.
40. Η γενική αναφορά στην έννοια του «ψυχικού πόνου» στο ως άνω άρθρο γίνεται χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση. Έτσι, η έννοια του «ψυχικού πόνου» που εμπίπτει στην απαγόρευση της ως άνω Συνθήκης αλλά και της ΕΣΔΑ, δεν είναι ασφαλώς εύκολο να οριστεί. Θα πρέπει, κατά περίπτωση, να εκτιμώνται οι ιδιαίτερες περιστάσεις, όπως η διάρκεια και η ένταση της μεταχείρισης, ώστε να εξειδικευθεί η έννοια του «ψυχικού πόνου». Βασανιστήρια, σαφώς, δεν είναι κάθε πρόκληση ψυχικού πόνου, αλλά εκείνη που, βάσει των συνθηκών, είναι δυνατό να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη. Το σκεπτικό αυτό, άλλωστε, έχει υιοθετήσει και ο Έλληνας νομοθέτης τυποποιώντας το έγκλημα των βασανιστηρίων στο άρθρο 137Α του Ποινικού Κώδικα [9].
41. Επιπλέον, στο άρθρο 1 της Συνθήκης τίθεται ο όρος «ηθελημένη» [10] . Σε κάθε περίπτωση, η πρόθεση προϋποθέτει μια επιλογή συμπεριφοράς και επομένως, εσκεμμένη τέλεση της πράξης.
42. Δύο, λοιπόν, θεωρούνται από το ΕΔΔΑ, βάσει των διεθνών συνθηκών, ότι είναι οι απολύτως απαραίτητες προϋποθέσεις για την κατάφαση της έννοιας των «βασανιστηρίων» στα πλαίσια της ΕΣΔΑ: α) η εσκεμμένη τέλεση και β) η πρόκληση πολύ σοβαρού πόνου, σωματικού ή ψυχικού.
Συμπεράσματα
43. Στο σύγχρονο οικουμενικό νομικό πολιτισμό, και ιδίως στο πλαίσιο της «Ευρωπαϊκής Δημόσιας Τάξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», όπως διαμορφώνεται μέσα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από πληθώρα αποφάσεων, ψηφισμάτων και συστάσεων των θεσμικών οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απαγόρευση της χρήσης βασανιστηρίων και οποιασδήποτε άλλης απάνθρωπης ή εξευτελιστικής τιμωρίας ή μεταχείρισης είναι ανεπιφύλακτη και απόλυτη. Αυτό σημαίνει, κατά πρώτο, ότι η ελευθερία του ατόμου από μια τέτοια μεταχείριση δεν μπορεί να περιοριστεί βάσει νόμου για κανένα λόγο, και, κατά δεύτερο, ότι η προστασία της ελευθερίας αυτής δεν αναστέλλεται ούτε και σε περίοδο κατάστασης ανάγκης.
44. Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να τονιστεί ότι το έννομο αγαθό που προστατεύεται από το εθνικό και διεθνές νομικό πλαίσιο δεν είναι κυρίως η σωματική ακεραιότητα, αλλά πρωτίστως η ελευθερία του ατόμου. Η ουσία των βασανιστηρίων, στην ιστορική τους διαδρομή, βρίσκεται στην υποταγή, στην κάμψη της βούλησης του ατόμου και στην εκμηδένιση της προσωπικότητας του. Η τυχόν προσβολή της σωματικής ακεραιότητας ή της ψυχικής υπόστασης αποτελεί απλά το μέσο για την πραγμάτωση του βασικού τους στόχου.
45. Τα βασανιστήρια μάλιστα αποτελούν μια από τις σοβαρότερες προσβολές της ελευθερίας. Και τούτο επειδή, όχι μόνο οι φυσικοί αυτουργοί είναι κρατικοί υπάλληλοι, αλλά και γιατί η προσβολή της ελευθερίας γίνεται στα πλαίσια μιας σχέσης εξουσίασης, και μάλιστα μιας θεσμοθετημένης σχέσης εξουσίασης, που προσφέρει στο δράστη προνομιούχα «πρόσβαση» στα έννομα αγαθά του θύματος, το οποίο βρίσκεται «υπό την εξουσία» του. Για το λόγο αυτό, το ΕΔΔΑ, σε όλες τις αποφάσεις που προαναφέρθηκαν, έχει τονίσει επανειλημμένως ότι το άρθρο 3 εξασφαλίζει μια από τις θεμελιώδεις αρχές κάθε δημοκρατικής κοινωνίας.
46. Όσον αφορά sτη συγκεκριμένη περίπτωση, από τη διερεύνηση του παραπόνου προέκυψαν τα ακόλουθα:
Η υπόδικη Ε. Ζ., εισήχθη στις 17 Νοεμβρίου 2009 στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας μετά από απόπειρα αυτοκτονίας με κατάποση καθαριστικού. Υπεβλήθη σε τραχειοτομία και γαστροστομία και η κατάσταση της υγείας της ήταν και παραμένει αρκετά σοβαρή. Όταν η κατάσταση της υγείας της παρουσίασε βελτίωση, μεταφέρθηκε σε τετράκλινο δωμάτιο του Νοσοκομείου, όπου φρουρείται συνεχώς από δύο δεσμοφύλακες. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκε ποδοπέδα και τις πρώτες ημέρες της χορηγείτο μορφίνη. Στη συνέχεια, διεκόπη η χορήγηση μορφίνης, χωρίς αυτή να αντικατασταθεί με άλλου είδους παυσίπονα ή ηρεμιστικά, και η παραπονούμενη υπέφερε από έντονους πόνους, ενώ εξακολουθούσε να είναι δεμένη στο κρεβάτι με ποδοπέδα.
47. Την περίοδο αυτή, τοποθετήθηκαν χειροπέδες και ποδοπέδες για το σωματικό περιορισμό της παραπονούμενης. Όπως αναφέρθηκε κατά τη διερεύνηση του παραπόνου, η παραπονούμενη εκδήλωσε επιθετική συμπεριφορά προς μία νοσοκόμα και ένα δεσμοφύλακα, χωρίς όμως κάποιος από όσους ρωτήθηκαν να είναι παρών σε ένα τέτοιο περιστατικό ή να μπορεί να κατονομάσει τους δέκτες αυτής της συμπεριφοράς. Με την επίκληση των ως άνω περιστατικών, ο υπεύθυνος Αξιωματικός Ασφαλείας διέταξε άμεσα το σωματικό περιορισμό της υπόδικης με χειροπέδες, ενώ συνεχιζόταν ακόμη η χρήση μίας ποδοπέδας. Ταυτόχρονα, οι Ψυχίατροι του Νοσοκομείου εισηγήθηκαν τη χορήγηση ήπιων ηρεμιστικών, κάτι που τελικά δεν έγινε καθώς η παραπονούμενη αρνήθηκε να δεχθεί την αγωγή αυτή, ζητώντας, όμως, να εξεταστεί από Ψυχίατρο της επιλογής της.
48. Η χρήση των χειροπέδων και ποδοπέδων ήταν συνεχής, για αρκετά 24ωρα, ενώ στο διάστημα αυτό η παραπονούμενη βρισκόταν συνεχώς εκτεθειμένη στα βλέμματα ασθενών, επισκεπτών, νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού. Η παραπονούμενη άκουγε συνεχώς τα σχόλια των περαστικών, που την περιέγραφαν ως την «κοπέλα που σκότωσε την αδερφή της». Η εικόνα αυτή της παραπονούμενης δημιούργησε σε αρκετούς αισθήματα φόβου και απέχθειας προς το πρόσωπο της, με αποτέλεσμα μια μικρή, ευτυχώς, μερίδα του νοσηλευτικού προσωπικού να αρνηθεί την παροχή φροντίδας σε αυτή. Στην ίδια δε, προκάλεσε έντονα αισθήματα κατωτερότητας, ταπείνωσης και εξευτελισμού, επιδεινώνοντας έτσι σοβαρά την ήδη άσχημη ψυχολογική της κατάσταση.
49. Η χρήση των χειροπέδων τερματίστηκε, αφού η παραπονούμενη μεταφέρθηκε σε μονόκλινο δωμάτιο και δέχτηκε να λάβει φαρμακευτική αγωγή με μικρή δόση ηρεμιστικών, αλλά η χρήση ποδοπέδων (στην αρχή μίας και στη συνέχεια δύο) συνεχίστηκε, ακινητοποιώντας την, ουσιαστικά, συνεχώς στο νοσοκομειακό κρεβάτι.
50. Κατά την αξιολόγηση μιας μεταχείρισης, όπως η χρήση μέσων σωματικού περιορισμού, στα πλαίσια του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, όπως αναφέρθηκε, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η προσωπικότητα, η σωματική και ψυχική κατάσταση, η επικινδυνότητα, τα εναλλακτικά μέτρα, η διάρκεια της μεταχείρισης, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και η τυχόν δημόσια έκθεση του θύματος.
51. Στη συγκεκριμένη περίπτωση και στη δεδομένη χρονική στιγμή, το θύμα της μεταχείρισης αυτής ήταν μια υπόδικη, για την οποία ισχύει το τεκμήριο αθωότητας και η οποία μόλις είχε αποπειραθεί, για δεύτερη φορά, να αυτοκτονήσει. Τόσο η σωματική όσο και η ψυχολογική κατάσταση της παραπονούμενης καθόλο το χρονικό διάστημα του σωματικού περιορισμού της ήτο εξαιρετικά κρίσιμη.
52. Καθόλο το διάστημα της νοσηλείας της, η παραπονούμενη βρισκόταν σε πλήρη φυσική αδυναμία. Επιπλέον, και η ψυχική υπόσταση της παραπονούμενης ήταν κλονισμένη, αφού μόλις είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει και βρισκόμενη στο Νοσοκομείο αντιλήφθηκε για πρώτη φορά την κρίσιμη κατάσταση της υγείας της και το μέγεθος της βλάβης που είχε προκαλέσει με την πράξη της. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, και η ίδια ζητούσε επανειλημμένα να την επισκεφτεί συγκεκριμένη Ψυχίατρος, αίτημα για το οποίο δεν υπήρξε καμία μέριμνα μέχρι σήμερα.
53. Επομένως, η επίκληση των «λόγων ασφαλείας» (αποτροπή αυτοτραυματισμού ή τραυματισμού άλλων ή απόδρασης) από το Τμήμα Φυλακών ως αιτιολογία της απόφασης τους για τη συνεχή πρόσδεση μίας ασθενή στο κρεβάτι νοσηλείας δεν μπορεί να θεωρηθεί, σε καμία περίπτωση, βάσιμη. Ιδιαίτερα στην περίπτωση μίας ασθενή, η οποία βρίσκεται σε τέτοια φυσική αδυναμία που δεν μπορεί καν να σηκωθεί από το κρεβάτι, πόσο μάλλον να δραπετεύσει ή να τραυματίσει άλλους. Άλλωστε, η παραπονούμενη φρουρείται συνεχώς από δύο δεσμοφύλακες, ο ρόλος των οποίων είναι να επιτηρούν και να επεμβαίνουν σε τέτοιες περιπτώσεις.
54. Περαιτέρω, κατά την έρευνα διαπιστώθηκε ότι η χρήση μέσων σωματικού περιορισμού αποτέλεσε το πρώτο, αντί το έσχατο, μέσο για την αντιμετώπιση οποιασδήποτε τυχόν ανήσυχης συμπεριφοράς της παραπονούμενης. Ακόμη και αν, όντως, η συμπεριφορά της παραπονούμενης αποτελούσε κίνδυνο για την ίδια ή για τους άλλους, τότε θα έπρεπε πρώτα να αναζητηθούν άλλοι, λιγότερο περιοριστικοί, τρόποι για την αντιμετώπιση της, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας.
55. Επιπλέον, ενδεικτικό της «ευκολίας», με την οποία λήφθηκε η σχετική απόφαση, είναι ότι ουδέποτε ζητήθηκε η άποψη των θεραπόντων Ιατρών για τις συνέπειες που ο σωματικός περιορισμός θα μπορούσε να έχει στην σωματική και ψυχική υγεία της παραπονούμενης.
56. Το χειρότερο, όμως, κατά την άποψη μου, στοιχείο στην μεταχείριση που έτυχε η παραπονούμενη είναι η δημόσια έκθεση της με χειροπέδες και ποδοπέδες, για μέρες, στα βλέμματα όλων. Κατά το διάστημα αυτό, η παραπονούμενη γινόταν συνεχώς δέκτης ταπεινωτικών σχόλιων από όσους την έβλεπαν σε αυτή την κατάσταση. Το γεγονός αυτό είναι ικανό, σε κάθε περίπτωση, να κλονίσει την ψυχολογία, ακόμη και του πλέον υγιούς ατόμου, και να προκαλέσει σοβαρή ψυχική βλάβη. Πόσο μάλλον σε ένα άτομο που μόλις έχει αποπειραθεί να αυτοκτονήσει και η ψυχική του υπόσταση είναι ήδη βαθιά κλονισμένη και χρήζει άμεσης στήριξης.
57. Το σύνολο, λοιπόν, των στοιχείων που έχω εξετάσει, όπως έχουν αναλυθεί, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η παραπονούμενη έτυχε απάνθρωπης, εξευτελιστικής και ταπεινωτικής μεταχείρισης, τέτοιου βαθμού και έντασης που μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με βασανιστήριο. Ιδιαίτερα, η πλήρης φυσική αδυναμία και η ψυχική κατάπτωση της παραπονούμενης καθιστούν το σωματικό της περιορισμό και τη δημόσια έκθεση που τον συνόδευε «απάνθρωπη μεταχείριση», τέτοιας έντασης που προκάλεσε συνεχή και έντονο ψυχικό πόνο στο θύμα, ώστε να εμπίπτει τελικά στον ορισμό της έννοιας του «βασανιστηρίου».
58. Οι πράξεις και παραλείψεις, η συνολική μεταχείριση με τη χρήση χειροπέδων και ποδοπέδων και η έκθεση σε τρίτους, με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μεταχείριση που έτυχε η παραπονούμενη έφερε το χαρακτήρα της εξευτελιστικής και απάνθρωπης μεταχείρισης. Κατά τη λήψη των σχετικών αποφάσεων, δεν λήφθηκαν υπόψη οι επιπτώσεις των επίμαχων μεταχειρίσεων στον ψυχικό κόσμο του θύματος, το οποίο εξευτελίστηκε και ταπεινώθηκε κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.
59. Περαιτέρω, δεν έχω πεισθεί ότι η απόφαση για το σωματικό περιορισμό της παραπονούμενης στηρίζεται σε επιτακτική ανάγκη. Η χρήση ποδοπέδων και χειροπέδων δεν ήταν αναγκαία και εξέθεσε σε κίνδυνο την υγεία του θύματος. Παρότι, όπως αναλύθηκε πιο πάνω (παράγραφος 31), η χρήση χειροπέδων θα μπορούσε, υπό συγκεκριμένες συνθήκες να κριθεί ως επιτρεπτή, θεωρώ ότι στην προκειμένη περίπτωση η επίμαχη μεταχείριση με τη χρήση χειροπέδων και ποδοπέδων υπερέβη τα εύλογα όρια και, υπό τις περιστάσεις, δεν ήταν αναγκαία.
Εισηγήσεις
60. Για την απάνθρωπη αυτή μεταχείριση που έτυχε η παραπονούμενη, οι ευθύνες θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως από το Τμήμα Φυλακών. Οι αποφάσεις που ελήφθησαν σε όλα τα στάδια της νοσηλείας της παραπονούμενης οδήγησαν σε σοβαρότατη προσβολή της ψυχικής της υπόστασης, τη στιγμή, μάλιστα, που η υγεία της καλούσε για άμεση ψυχολογική και ψυχιατρική στήριξη. Το Τμήμα Φυλακών κατά τη λήψη των αποφάσεων του δεν συμβουλεύτηκε τους Ιατρούς ή τους Ψυχιάτρους για τις, τυχόν, συνέπειες που θα επέρχονταν στη φυσική και ψυχική κατάσταση της παραπονούμενης από το σωματικό περιορισμό της. Η παντελής έλλειψη αξιολόγησης των συνεπειών του συγκεκριμένου μέτρου και αναζήτησης άλλων, λιγότερο δυσμενών, μέτρων καταδεικνύει ότι οι σχετικές αποφάσεις λήφθηκαν βιαστικά και με ανεπίτρεπτη, κατά τη γνώμη μου, προχειρότητα.
61. Ιδιαίτερη ανησυχία μου προκαλεί το γεγονός ότι, όπως αντιλαμβάνομαι, ο σωματικός περιορισμός, τουλάχιστον με ποδοπέδα, των κρατουμένων όταν αυτοί βρίσκονται στο νοσοκομείο αποτελεί πάγια πρακτική των Φυλακών. Αυτό, κατά την άποψη μου, αποδεικνύει, για άλλη μια φορά, την έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης και εκπαίδευσης του προσωπικού των Φυλακών σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώστε να μπορούν να αξιολογούν και να λαμβάνουν τις σωστές αποφάσεις.
62. Θα ήθελα να τονίσω και πάλι στο Τμ. Φυλακών ότι στην ως άνω Έκθεση της η Επιτροπή Κατά των Βασανιστηρίων (CPT), μετά από επίσκεψη στη Γαλλία, πρότεινε την πλήρη απαγόρευση της πρόσδεσης των κρατουμένων-ασθενών στα κρεβάτια νοσηλείας τους για λόγους ασφαλείας. Για το λόγο αυτό, απευθύνω την ίδια εισήγηση προς το Τμήμα Φυλακών όπως εγκαταλείψει αμέσως, τόσο στην συγκεκριμένη περίπτωση αλλά και γενικότερα, την πρακτική της πρόσδεσης των κρατουμένων στα κρεβάτια νοσηλείας τους, καθώς κάτι τέτοιο ισοδυναμεί, τουλάχιστον, με εξευτελιστική μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Άλλωστε, η αποφυγή περιστατικών επιθετικής συμπεριφοράς ή απόπειρας απόδρασης μπορεί να επιτευχθεί με την συνεχή φρούρηση των κρατουμένων από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό, χωρίς την καταφυγή στο σωματικό περιορισμό. Ακόμη, όμως, και όταν ο σωματικός περιορισμός εφαρμόζεται ως το έσχατο μέτρο, θα πρέπει ο κρατούμενος να μην εκτίθεται δημόσια και ο περιορισμός να έχει συγκεκριμένη διάρκεια, που να μην υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο.
63. Θα ήθελα, όμως, επίσης να εισηγηθώ προς το Τμήμα Φυλακών όπως διενεργήσει και ολοκληρώσει άμεσα και εις βάθος την έρευνα για τις συνθήκες, υπό τις οποίες η συγκεκριμένη υπόδικη προμηθεύτηκε το καθαριστικό με το οποίο αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Οι Φυλακές, ως κηδεμόνες των κρατουμένων, θα πρέπει να μεριμνούν και να εξασφαλίζουν την ασφάλεια τους. Αναμένω ότι το πόρισμα της έρευνας, θα αποδώσει τις ευθύνες σε εκείνους που αναλογούν.
64. Έντονο προβληματισμό μου προκαλεί, επίσης, το γεγονός ότι η μία υπόδικη αποπειράται για δεύτερη φορά να αυτοκτονήσει εντός των Φυλακών. Για το λόγο αυτό, θέλω να τονίσω και πάλι την ανάγκη όλοι οι κρατούμενοι να υποστηρίζονται ψυχολογικά και ψυχιατρικά από ειδικούς σε μόνιμη βάση, και όχι αποσπασματικά. Η απουσία, μέχρι και σήμερα, ειδικών ψυχολόγων και ψυχιάτρων που θα εργάζονται σε μόνιμη βάση στις Φυλακές οδηγεί σε μερική και ελλιπή αντιμετώπιση των προβλημάτων των κρατουμένων. Η απασχόληση ειδικευμένου προσωπικού σε μόνιμη βάση θα βοηθούσε να αναπτυχθούν σχέσεις εμπιστοσύνης με τους κρατούμενους και βαθιά γνώση της προσωπικότητας του κάθε κρατούμενου ξεχωριστά.
65. Περαιτέρω, όπως έχω πληροφορηθεί, η παραπονούμενη πιθανόν να είναι επί μακρόν ασθενής και θα χρήζει διαρκούς ιατρικής και νοσηλευτικής υποστήριξης. Ήδη, το θέμα της κράτησης της μετά την έξοδο από το Νοσοκομείο έχει προβληματίσει τους αρμοδίους. Το Νοσοκομείο δεν παρέχει φροντίδα σε χρόνια ασθενείς, ενώ οι Φυλακές δεν διαθέτουν την απαραίτητη ιατρική δομή για να μπορούν να περιθάλψουν την παραπονούμενη.
66. Και πάλι, η έλλειψη του Πολυδύναμου Ιατρικού Κέντρου εντός των Φυλακών, έργο που έχω εισηγηθεί εδώ και χρόνια, είναι πιο φανερή και πιο έντονη από ποτέ. Για το λόγο αυτό, θα ήθελα, και με την ευκαιρία της διερεύνησης του συγκεκριμένου παραπόνου, να απευθύνω έκκληση προς όλους τους αρμόδιους φορείς να επιδείξουν τη δέουσα πολιτική βούληση και να προχωρήσουν στην άμεση υλοποίηση του έργου αυτού, που θα πρέπει πλέον να αποτελέσει προτεραιότητα για όλους.
67. Εύλογα ερωτήματα δημιουργεί, επίσης, η απραξία της Διεύθυνσης του Νοσοκομείου και της Παθολογικής Κλινικής, όπου νοσηλευόταν η παραπονούμενη, για τα περιστατικά κακομεταχείρισης από ορισμένο αριθμό νοσηλευτών, τα οποία, οφείλω να πω, ότι επιβεβαιώθηκαν και από άλλους ασθενείς και από μέλη του προσωπικού. Η κακομεταχείριση που δέχτηκε η παραπονούμενη αφορούσε, όπως αναλύθηκε, τόσο σε φραστικές επιθέσεις (συχνά η παραπονούμενη αποκαλείτο «φόνισσα») όσο και στην αδιαφορία για την περίθαλψη της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την άποψη μου, τα περιστατικά αυτά δεν μπορεί παρά να περιήλθαν στη γνώση, τουλάχιστον, των υπευθύνων της Παθολογικής Κλινικής, οι οποίοι, όμως, δεν έπραξαν τα δέοντα ώστε να τερματιστούν άμεσα οι απάνθρωπες αυτές συμπεριφορές.
68. Προς αποφυγή παρόμοιων συμπεριφορών στο μέλλον, εισηγούμαι όπως οι αρμόδιοι του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας διερευνούν ενδελεχώς τους εκάστοτε ισχυρισμούς των ασθενών για κακομεταχείριση τους από μέλη του προσωπικού, ώστε τα περιστατικά αυτά να εντοπίζονται άμεσα και να γίνονται οι απαραίτητες συστάσεις και παρατηρήσεις προς το προσωπικό.
69. Θα ήθελα, επίσης, μετά λύπης μου, να επισημάνω και την παράδοξη απραξία των υπεύθυνων Ιατρών, οι οποίοι παρέμειναν αμέτοχοι στη λήψη και εφαρμογή των αποφάσεων για το σωματικό περιορισμό της παραπονούμενης. Το γεγονός ότι το Τμ. Φυλακών δεν αποτάθηκε σε αυτούς κατά τη λήψη των αποφάσεων θεωρώ ότι δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκή δικαιολογία. Κατ’ αρχήν, ηθικό καθήκον κάθε ανθρώπου είναι να αντιδρά και να ενίσταται σε κάθε μορφή απάνθρωπης μεταχείρισης που συντελείται εν γνώσει του. Ειδικότερα δε, καθήκον κάθε Ιατρού είναι να διασφαλίζει την καλή σωματική και ψυχική κατάσταση του ασθενή και την, κατά το δυνατόν, γρηγορότερη ανάρρωση του.
70. Είναι πασιφανές ότι ο σωματικός περιορισμός μίας ασθενούς, με επιβαρυμένη υγεία, για τόσες ημέρες έχει αρνητικές συνέπειες για την ανάρρωση της και μπορεί να οδηγήσει σε άλλα δυσμενή επακόλουθα λόγω συνεχούς ακινησίας των άκρων της. Η Διεύθυνση της Παθολογικής Κλινικής Α’, παραδόξως, παρέλειψε, ως όφειλε, να εκφράσει, τουλάχιστον, την άποψη της για τις συνέπειες των αποφάσεων που λάμβανε το Τμ. Φυλακών που αφορούσαν όχι απλά σε μία κρατούμενη, αλλά πρωτίστως σε μία σοβαρά ασθενή.
71. Εν κατακλείδι, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή και να εισηγηθώ προς το Τμήμα Φυλακών όπως, προς αποφυγή παρόμοιων περιπτώσεων στο μέλλον, κατά την λήψη των σχετικών αποφάσεων τους για σωματικό περιορισμό, συνεκτιμούν, στο βαθμό που επιβάλλεται, τα ακόλουθα:
α) την προσωπικότητα του κρατουμένου,
β) την γενικότερη συμπεριφορά του και την σωματική και ψυχική του κατάσταση,
γ) τη διάρκεια του περιορισμού,
δ) την απόλυτη απαγόρευση δημόσιας έκθεσης,
ε) την αξιολόγηση και εφαρμογή άλλων, ηπιότερων, μέτρων βάσει της αρχής της αναλογικότητας, και
στ) την εμπλοκή στις αποφάσεις αυτές ιατρών και ψυχολόγων, τους οποίους θα πρέπει να συμβουλεύονται για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση των συνεπειών του σωματικού περιορισμού.
Ηλιάνα Νικολάου
Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Υποσημειώσεις και Παραπομπές:
[1] Case of Henaf v. France, Application No. 65436/01, Judgment 27/11/2003
[2]Case of Antipenkov v. Russia Appl.no 33470/03 Judgment 15/10/09, Case of Tarariyeva v. Russia, Appl. No 4353/03 Judgment 14/12/06, Case of Krastanav v. Bulgaria Appl. No 50222/99 Judgment 30/9/04
[3] Report to the Government of the French Republic on the visit to France by the European Committee for the Prevention of Torture and Inhuman or Degrading Treatment or Punishment (CPT) from 14 to 26 May 2000
[4] Case of Mouisel v. France, Appl.No. 67263/01, Judgment 14/11/02.
[5] Case of Antipenkov v. Russia Appl. No 33470/03 Judgment 14/11/02
[6] Case of Tarariyeva v. Russia Appl. No 4353/03 Judgment 14/12/06
[7] Case of Ireland v. United Kingdom Appl. no 5310/71, Judgment 18/1/1978
[8] Case of Aksoy v. Turkey, Judgment 18/12/1996
[9] Το κείμενο του Άρθρου 137Α ΠΚ έχει ως εξής: «Βασανιστήρια συνιστούν, σύμφωνα με την προηγούμενη παρ. κάθε μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του θύματος.»