Αρ. Φακ.: Α/Π 2536/2008
Λευκωσία, 4 Δεκεμβρίου 2009
Έκθεση Επιτρόπου Διοικήσεως αναφορικά με κακομεταχείριση Ευρωπαίας φοιτήτριας από την Αστυνομία κατά τη διάρκεια σύλληψης και κράτησης για ποινικό αδίκημα
Α. Αντικείμενο Παραπόνου
1. Το Δικηγορικό Γραφείο Κιτρομηλίδη – Πέτσα Δ.Ε.Π.Ε. με επιστολή ημερομηνίας 15 Δεκεμβρίου 2008, υπέβαλε παράπονο εκ μέρους των πελάτιδων του κ.κ. G. G. και της αδελφής της D. G., φοιτήτριες από τη Βουλγαρία, σε σχέση με κακομεταχείριση που έτυχαν από μέλη της Αστυνομίας.
2. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης G. G. τον Ιούνιο του 2008 γνώρισε τον Α.Κ. Ανώτερο Διευθυντικό στέλεχο, γνωστού Τραπεζικού Οργανισμού στην Κύπρο, ο οποίος την ερωτεύθηκε, χωρίς η ίδια να ενδώσει στις προτροπές του για σύναψη ερωτικής σχέσης. Λόγω της υψηλής θέσης που κατέχει στον Οργανισμό και ένεκα, του ονόματος, του κύρους και της οικονομικής ευμάρειας του πρώην πεθερού του κατάφερε, όπως της έλεγε συνεχώς, να κάνει σημαντικές γνωριμίες και να αποκτήσει διασυνδέσεις με μέλη της Αστυνομίας. Στην πορεία, η παραπονούμενη απομακρύνθηκε από τον Α.Κ. και όπως ισχυρίζεται, αυτός φανερά ενοχλημένος και απογοητευμένος, έστειλε τα ξημερώματα της 31ης Αυγούστου 2008 και ώρα 04:00 – 04:30 δύο άντρες από ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας της. Όταν έφτασαν οι παραπονούμενες, τα δύο πρόσωπα επιτέθηκαν στην G. G. με μαχαίρι και την απείλησαν ότι, έχουν εντολές από τον Α.Κ. να την οδηγήσουν αμέσως στο διαμέρισμά του για να μιλήσουν σοβαρά, διαφορετικά, θα την σκοτώσουν. Οι παραπονούμενες, κατατρομαγμένες, κατάφεραν, με δυσκολία, να διαφύγουν με το αυτοκίνητό τους στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου. Η G. G. ισχυρίζεται ότι, ο επί καθήκοντι αστυνομικός στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου (Αστ. 3028) αγνόησε τις καταγγελίες της για επίθεση με μαχαίρι από τους δύο άντρες, αλλά και τις απειλές κατά της ζωής της από τον Α.Κ., όταν μάλιστα η ίδια, τη δεδομένη στιγμή, τηλεφώνησε στον Α.Κ. ζητώντας του εξηγήσεις για τις παράνομες ενέργειές του. Με απειλητικό ύφος, της ανάφερε «είναι για να καταλάβεις πόσο πολύ θέλω να μιλήσουμε για το μέλλον μας», απάντηση που άκουσε ο εν λόγω αστυνομικός, αφού φρόντισε να ρυθμίσει το κινητό της σε ανοικτή ακρόαση. Η απάντηση του Αστυνομικού ήταν ότι, από τη στιγμή που δεν υπάρχει φόνος, δεν τους ενδιαφέρει και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό.
3. Το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, 1η Σεπτεμβρίου 2008, ο Α.Κ. προέβη σε καταγγελία στο ΤΑΕ Λευκωσίας εναντίον της G. G. για κλοπή χρημάτων αξίας 50.000 ευρώ από το διαμέρισμά του, καταγγελία η οποία έγινε, όπως ισχυρίζεται η παραπονούμενη, καθαρά για εκδικητικούς λόγους αφού την είχε ερωτευτεί και την ζήλευε.
4. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης, όπως περιγράφονται στην επιστολή παραπόνου, το ίδιο βράδυ (1η Σεπτεμβρίου 2008) και περί ώρα 20:00, άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός της, όταν οι Αστυφύλακες 1376 και 481, με πολιτική περιβολή και χωρίς να της υποδείξουν αστυνομικές ταυτότητες ή ένταλμα σύλληψης και έρευνας, εισήλθαν παράνομα στο διαμέρισμά της. Της φώναζαν δυνατά ότι είναι κλέφτρα («screaming and shouting that I am a thief») προσβάλλοντας με χαρακτηρισμούς την ίδια και την πατρίδα της. Ο Αστ. 481 έσπρωξε με δύναμη την αδελφή της, D., καταφέρνοντας έτσι να εισέλθει στον υπόλοιπο χώρο του διαμερίσματος, όπου άρχισε να ανακατεύει τα ντουλάπια και τα ράφια του διαμερίσματός τους, φωνάζοντας ότι θα κάνει «ό,τι είναι δυνατόν για να επιστρέψει τα χρήματα στον καλύτερό του φίλο Α.Κ.». Σύμφωνα με την παραπονούμενη, αμέσως, ο Αστ. 1376 την άρπαξε σφιχτά από το δεξί καρπό, σέρνοντάς την με βιαιότητα από τις σκάλες προς την έξοδο της πολυκατοικίας όπου εκεί διαπίστωσε την παρουσία και άλλων προσώπων όλοι με πολιτική περιβολή. Η παραπονούμενη πανικοβλημένη και τρομοκρατημένη άρχισε να φωνάζει «βοήθεια» όταν, ο Αστ. 1202 την άρπαξε και με δύναμη πίεσε την πλάτη της πάνω στο παράθυρο που βρισκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Η αδελφή της ειδοποίησε αμέσως την Αστυνομία για να καταγγείλει το περιστατικό ενώ, ένοικοι της πολυκατοικίας αναστατωμένοι από τα ουρλιαχτά έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Η παραπονούμενη οδηγήθηκε από τους Αστυφύλακες με περιπολικό στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου, χωρίς να της δώσουν οποιαδήποτε εξήγηση ή ενημέρωση. Μάλιστα, σύμφωνα με την παραπονούμενη διαπιστώθηκε, εκ των υστέρων, ότι ο Αστ. 1376 δεν έφερε καν στην κατοχή του την αστυνομική ταυτότητα του.
5. Εξαιτίας της επίθεσης που δέχτηκε και της άσχημης σωματικής και ψυχολογικής κατάστασής της, ζήτησε όπως μεταβεί στο Νοσοκομείο. Προϋπόθεση, όμως, για να την οδηγήσουν στο Νοσοκομείο, όπως της δήλωσαν ήταν, να υπογράψει γραπτή συγκατάθεση για έρευνα στην οικία της, όπως και έγινε. Επιπλέον, εξαναγκάστηκε από τους Αστ. 769 και Αστ. 1202 να υπογράψει άλλο έγγραφο το οποίο θα επιβεβαίωνε ότι δεν έχει κανένα παράπονο για τις ενέργειες των αστυνομικών κατά την περίοδο σύλληψης και κράτησής της. Της ανακοίνωσαν ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα της προσάψουν κατηγορίες για επίθεση εναντίον αστυνομικού. Η παραπονούμενη αρνήθηκε να το υπογράψει. Σύμφωνα με την παραπονούμενη, φεύγοντας από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου είχε εξεταστεί από τον επί καθήκοντι ιατρό και καθ’ οδόν προς το διαμέρισμά της για έρευνα, ο Αστ. 769 την προσέβαλε φωνάζοντάς της δυνατά ότι δεν αξίζει τίποτα, είναι μια ξένη εδώ στην Κύπρο και κανείς δεν θα πιστέψει το αληθές των ισχυρισμών της, σε αντίθεση με τη δύναμη που φέρει ο Α.Κ. «Εδώ δεν είναι Βουλγαρία και εγώ είμαι αστυνομικός και μπορώ να κάνω ό,τι θέλω», εκπνέοντας όλο τον καπνό του τσιγάρου του προς το πρόσωπό της. Ακολούθως, την έφτυσε, την έβρισε και την απείλησε ότι «εγώ θα σε βάλω φυλακή μέχρι να πεθάνεις».
6. Περαιτέρω, η παραπονούμενη υποστηρίζει ότι, κατά την παραμονή της στα κρατητήρια Λακατάμειας, δεν της εξασφάλισαν στρώμα για να κοιμηθεί και συστηματικά της απαγόρευαν να συνομιλεί με τους συγγενείς και τον δικηγόρο της. Επίσης, αναφέρει ότι, την κατάθεσή της έλαβε ο πιο πάνω Αστ. 769 παρόλο που αναγράφεται ως λήπτης της κατάθεσης ο Αστ. 2989. Της δήλωσε, μάλιστα, να απαντά μόνο ότι ερωτάται και της απαγόρευσε να αναφέρει ή να δηλώσει ο,τιδήποτε άλλο σε σχέση με τα γεγονότα.
7. Καταληκτικά, η παραπονούμενη διατυπώνει την πεποίθηση ότι, όλα όσα της συνέβησαν προέρχονταν από οδηγίες του Α.Κ. σε μέλη της αστυνομίας, τα οποία τους συνδέει άριστη φιλική σχέση αφού ο ίδιος, όσο έκαναν παρέα, της εμπιστεύθηκε τις δυνατές διασυνδέσεις του μαζί τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της στενής σχέσης που έχει με στελέχη της Αστυνομίας, όπως της εμπιστεύθηκε ήταν όταν, σε περσινό σοβαρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Λευκωσία, όπου ο ίδιος απέκοψε την πορεία ενός ιδιωτικού Ι.Χ. με επιβαίνοντες δύο εικοσάχρονες και που είχε ως αποτέλεσμα η μία εκ των δύο να βρει τραγικό θάνατο, κατάφερε με τις διασυνδέσεις του ίδιου και του πρώην πεθερού του να κρύψουν την πραγματική ταχύτητα με την οποία οδηγούσε (περισσότερο από 150km/h) το αυτοκίνητο κούρσας, μάρκας Ferrari, με μόνο την ένδειξη 100km/h.
8. Τέλος, η παραπονούμενη αναφέρει τις προσπάθειες του Α.Κ. να αποτρέψει τον δικηγόρο της από την υπεράσπισή της καθώς επίσης, τις παρακολουθήσεις από καιρό εις καιρό που δέχεται από αγνώστους έξω από την πολυκατοικία της. Η ζωή της όπως υποστηρίζει έχει ανατραπεί αφού, δε μπορεί να επισκεφθεί τους οικείους της επειδή τα στοιχεία της τοποθετήθηκαν στο stop-list, αδυνατεί να εργασθεί και παρακολουθείται από ειδικό ιατρό με σκοπό την πλήρη αποθεραπεία τους τραύματος στον καρπό της, προκληθέν το βράδυ της σύλληψής της από τον αστυφύλακα 1376.
Β. Διερεύνηση Παραπόνου – Θέσεις Αστυνομίας
9. Στα πλαίσια διερεύνησης του παραπόνου, με επιστολή μου ημερομηνίας 12 Φεβρουαρίου 2009, έθεσα τους πιο πάνω ισχυρισμούς υπόψη του Αρχηγού Αστυνομίας. Σχετική απάντηση έλαβα με επιστολή του εκπροσώπου του Αρχηγού Αστυνομίας, Ανώτερου Αστυνόμου Χ. Ιωάννου ημερομηνίας 19 Μαρτίου 2009. Με την απάντηση της Αστυνομίας επισυνάφτηκαν αντίγραφα όλων των καταθέσεων και άλλων εγγράφων που λήφθηκαν στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης, υλικό το οποίο ανέρχεται περίπου στις 170 σελίδες και το οποίο εξέτασα πολύ προσεκτικά.
10. Η εκδοχή της Αστυνομίας συγκρούεται με την εκδοχή και τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης και μάλιστα, αρκετοί ισχυρισμοί της για απρεπή και βίαιη συμπεριφορά που έτυχε από συγκεκριμένους Αστυφύλακες αφήνονται αναπάντητοι.
11. Η Αστυνομία ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι, «την 1η Σεπτεμβρίου 2008, ο Α.Κ. κατήγγειλε την G. G. με την οποία ισχυρίζεται ότι είχε δεσμό, για το αδίκημα της κλοπής χρημάτων αξίας 50.000 ευρώ από το διαμέρισμά του το μεσημέρι της 14ης Αυγούστου, στον Αστ.769. Ισχυρίζεται δε, ότι η καθυστέρηση στην καταγγελία έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ η ίδια παραδέχτηκε ότι προέβη στην κλοπή, του υποσχέθηκε ότι θα του επέστρεφε τα χρήματα μέχρι την 31η Αυγούστου 2008».
12. «Την ίδια ημέρα, 1η Σεπτεμβρίου 2008 και μετά από εξετάσεις που έγιναν από το ΤΑΕ Λευκωσίας, εξασφαλίστηκε πληροφορία στις 19:50 ότι, η G. G. μαζί με την αδελφή της ευρίσκονταν στο διαμέρισμά τους στην οδό Αγίας Λαύρας 1 στη Λευκωσία και δεν είχαν αναχωρήσει από την Κύπρο όπως πίστευε ο παραπονούμενος, αλλά ετοιμαζόντουσαν να αναχωρήσουν και έψαχναν πτήση για το εξωτερικό. Την ίδια ώρα οι Αν. Λοχ. 1376, Α/Αστ. 481, Αστ. 51 και Αστ. 1202 μετέβηκαν στην πιο πάνω οδό προς εντοπισμό της κατηγορούμενης προτού να αναχωρήσει στο εξωτερικό, ενώ την ίδια ώρα άρχισε η διαδικασία έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας της οικίας της».
13. «Την ίδια ημέρα και ώρα 20:15 εντόπισαν την κατηγορούμενη στο διαμέρισμά της όπου και της κτύπησαν την πόρτα. Μετά από παρότρυνση φιλικού της προσώπου … άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο διάδρομο της πολυκατοικίας, οπόταν ο Αστ. 481 αμέσως της υπέδειξε την αστυνομική του ταυτότητα, αφού όλοι οι Αστυφύλακες ήταν με πολιτική περιβολή και της ανέφεραν ότι ζητούσαν να μιλήσουν με την G. G. αφού μέχρι εκείνη την ώρα δεν γνώριζαν ότι ήταν αυτή».
14. «Στη συνέχεια, η κατηγορούμενη δεν συνεργαζόταν καθόλου με τους Αστυφύλακες 1376 και 481 και όταν της ανέφεραν τον ακριβή λόγο και την υπόθεση που διερευνούσαν με παραπονούμενο τον Α.Κ., αυτή χωρίς λόγο άρχισε να φωνάζει δυνατά και να τσιρίζει «Don’t bit, please don’t bit me». Οι Αστυνομικοί προσπάθησαν να ηρεμήσουν την G. G. η οποία ήταν σε έξαλλη κατάσταση και συνέχισε να φωνάζει, προκαλώντας ανησυχία στους ένοικους της πολυκατοικίας οι οποίοι βγήκαν έξω από τα διαμερίσματά τους για να δούν τι συνέβαινε. Την ίδια ώρα η G. άρχισε να τρέχει στο διάδρομο και να κατεβαίνει τις σκάλες της πολυκατοικίας στο ισόγειο όπου εκεί ο Αστ. 1202 προσπάθησε και ο ίδιος να την καθησυχάσει, μάταια όμως αφού αυτή βγήκε σε ένα παράθυρο του ισογείου και συνέχισε να φωνάζει και να τσιρίζει. Στην προσπάθειά του ο Αστ. 1202 να την συγκρατήσει και να μην κτυπήσει την ώρα που έβγαινε στο παράθυρο, η G. G. άρχισε να τον κτυπά με τα χέρια της, οπόταν αυτός την συνέλαβε για το αυτόφωρο αδίκημα της επίθεσης εναντίον Αστυνομικού».
15. «Την ίδια ώρα στην σκηνή έσπευσαν οι Α/4862, 1191 του Αστ. Σταθμού Αγ. Δομετίου όπου την μετέφεραν στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου. Το ίδιο βράδυ και ώρα 22:55 συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης για το αδίκημα της κλοπής … Γύρω στις 00:35 οι Αστ.769, 1202 και 65 και μία διερμηνέας μετέφεραν την κατηγορούμενη στις Α΄ Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας καθότι η ίδια ανέφερε ότι κτυπήθηκε από Αστυνομικούς κατά την ώρα της σύλληψής της και αφού εξετάστηκε από τον επί καθήκοντι ιατρό διαπιστώθηκε ότι αυτή έφερε εκδορές στα χέρια. Επίσης της έγιναν ακτινογραφίες με αρνητικό αποτέλεσμα. Αμέσως, ο ίδιος ιατρός εξέτασε και τον Αστ. 1202 και διαπίστωσε ότι αυτός έφερε τραύμα μέσου δακτύλου και εκδορές στα χέρια».
16. «Ακολούθως, μεταξύ των ωρών 01:20-02:35 οι Αστ. 769, 1202, 51 και 65 διεξήγαγαν έρευνα στην οικία της με γραπτή συγκατάθεση της ίδιας που λήφθηκε στην παρουσία και συμβουλή του δικηγόρου της».
17. «Την ίδια ημέρα, 02/09/2008, η G. G. οδηγήθηκε στο Δικαστήριο όπου η Δικαστής ανάβαλε τη διαδικασία για προσωποκράτηση καθότι η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε ότι κτυπήθηκε από Αστυνομικούς κατά την ώρα της σύλληψής της και το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως εξεταστεί από αρμόδιο ιατροδικαστή … Στις 16:00 η Ιατροδικαστής Ελένη Αντωνίου μετέβη στο ΤΑΕ Λευκωσίας όπου διαπίστωσε ότι δεν έφερε οποιεσδήποτε κακώσεις, εκτός από εκχύμωση δεξιού χεριού 2 εκατοστών που προκλήθηκε από αμβλύ όργανο. Στις 3 Σεπτεμβρίου 2008 οδηγήθηκε εκ νέου ενώπιον του Δικαστηρίου για ανανέωση του διατάγματος προσωποκράτησής της και στις 6 Σεπτεμβρίου 2008 ανανεώθηκε το διάταγμα προσωποκράτησης για άλλες 6 ημέρες … Η κατηγορούμενη ανακρινόμενη για τα αδικήματα που διερευνήθηκαν εναντίον της, αρνήθηκε στα όσα της καταλογίστηκαν και αρκέστηκε να αναφέρει ότι όλα είναι ψέματα εκ μέρους του Α.Κ. και ο λόγος που το έκανε είναι επειδή την αγαπούσε και την ζήλευε … Σχηματίστηκε ο ποινικός φάκελος ΛΕΥ/ΤΑΕ Σ/923/08 από την Αστυνομία και η ποινική υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου Λευκωσίας για Ακρόαση (14690/08). Η παραπονούμενη κατηγορείται για 1) Κλοπή από κατοικία … 2) Επίθεση και πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης … 3) Επίθεση εναντίον οργάνου τήρησης της τάξης … και 4) Αδικήματα κατά παράβαση του Νόμου περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης των Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες…».
18. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Αστυνομίας, «τα όσα αναφέρουν οι δύο αδελφές σε σχέση με παράνομη σύλληψη και έρευνα στο διαμέρισμα χωρίς οποιοδήποτε ένταλμα, καθώς και επίθεσή τους από Αστυφύλακες, είναι αναληθείς ισχυρισμοί και τα πραγματικά γεγονότα αναφέρονται στις καταθέσεις των εν λόγω Αστυνομικών, καθώς και σε καταθέσεις δύο ενοίκων της πολυκατοικίας που ήταν αυτόπτες μάρτυρες στο όλο περιστατικό…».
19. «Ακόμη υπάρχει και η μαρτυρία της Ιατροδικαστή Ελένης Αντωνίου, η οποία διαπίστωσε ότι η G. G. δεν έφερε οποιεσδήποτε κακώσεις, εκτός από εκχύμωση δεξιού χεριού 2 εκατοστών, τραύμα το οποίο προκλήθηκε από «αμβλύ» όργανο, που δημιουργεί ερωτηματικά, σχετικά με την πρόκληση του και την ώρα που προκλήθηκε».
20. «Όσον αφορά την σύλληψη της η ώρα 20:45 την 01/09/2008, σημειώνεται ότι αυτή έγινε κατόπιν αυτόφωρου αδικήματος της επίθεσης εναντίον του Αστ. 1202 που διέπραξε η ίδια και όχι για το αδίκημα της κλοπής που συνελήφθηκε αργότερα δυνάμει δικαστικού εντάλματος».
21. «Επίσης σε ότι αφορά τον ισχυρισμό της ότι η Αστυνομία αρνήθηκε την άμεση ιατροφαρμακευτική περίθαλψή της, μετά που μεταφέρθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου, σας πληροφορώ ότι στον εν λόγω Αστυνομικό Σταθμό έσπευσε επί τόπου από την πρώτη στιγμή ο δικηγόρος της Μ. Κιτρομιλίδης. Ο ίδιος σε τηλεφωνική επικοινωνίας που είχε με τον υπεύθυνο του ΤΑΕ, διευθετήθηκε άμεσα όπως η G. G. μεταφερθεί στις Α΄ Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και μάλιστα ο ίδιος μαζί με την πελάτισσα του προθυμοποιήθηκε και υπέγραψε η τελευταία γραπτή συγκατάθεση για έρευνα στην οικία της αφού το δικαστικό ένταλμα έρευνας ίσχυε μέχρι την ώρα 23:00, όπως και έγινε».
22. Τέλος, αναφέρει η επιστολή, «όσον αφορά τους ισχυρισμούς της G. εναντίον των Αν/Λοχ. 1376, Α/Αστ. 481, Α/1202 και Α/769 για απρεπή συμπεριφορά και ψυχολογική βία στο πρόσωπο τόσο κατά την διάρκεια της σύλληψης της όσο και κατά τη διάρκεια της κράτησής της από την Αστυνομία, αυτοί είναι αναληθείς και ανυπόστατοι και φαίνεται ότι έγιναν για λόγους εκδικητικούς εναντίον των Αστυνομικών του ΤΑΕ Λ/σίας που ενεπλάκηκαν με οποιοδήποτε τρόπο κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και κυρίως εναντίον των εξεταστών της υπόθεσης Αστ. 1376, 769 αλλά και του 1202 του οποίου επιτέθηκε και είχε σαν επακόλουθο να κατηγορηθεί ενώπιον του δικαστηρίου για την πράξη της. Σημειώνεται ότι, κανένας από τους πιο πάνω Αστυνομικούς δεν είχε καμία σχέση και δεν γνώριζαν εκ των προτέρων τον παραπονούμενο της υπόθεσης Α.Κ. όπως, μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται η παραπονούμενη».
23. «Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της που αφορούν κυρίως την όλη διαδικασία διερεύνησης της υπόθεσης και τον τρόπο λήψεως των μαρτυρικών καταθέσεων, ενταλμάτων και οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων ή τεκμηρίων στα οποία αναφέρεται, σας πληροφορώ ότι η όλη διαδικασία έγινε νομότυπα σύμφωνα με τους κανονισμούς, εξουσίες και νόμους που ισχύουν στη Δημοκρατία και σύμφωνα με όλα τα δικαιώματα που κατέχουν πρόσωπα τα οποία τελούν υπό κράτηση στην Αστυνομία. Τέλος η υπόθεση βρίσκεται ενώπιον της Δικαιοσύνης και σύντομα αναμένεται η εκδίκασή της από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας».
24. Σε σχέση, τώρα, με τον ισχυρισμό της παραπονούμενης για παράλειψη εκ μέρους της Αστυνομίας να διερευνήσει την καταγγελία της για επίθεση με μαχαίρι από τους δύο άντρες τις πρώτες πρωινές ώρες της 31ης Αυγούστου 2008, ο υπεύθυνος του Αστυνομικού Σταθμού Αγίου Δομετίου με επιστολή του ημερομηνίας 9 Μαρτίου 2009 προς τον Αστυνομικό Διευθυντή, η οποία μου κοινοποιήθηκε, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «η G. G. προσήλθε στον Σταθμό, ενώ ο Αστ. 3028 βρισκόταν στο Γραφείο Παραπόνων… η οποία του ανάφερε ότι όταν έφθασε στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας όπου διαμένει… την πλησίασαν δύο άντρες οι οποίοι της είπαν ότι θέλουν να της μιλήσουν… Εκείνη την στιγμή η ίδια πρόσεξε ότι κρατούσαν κάτι στο χέρι χωρίς να διακρίνει ακριβώς τι ήταν και επειδή φοβήθηκε αποχώρησε από το μέρος. Ο Αστ. 3028 την ρώτησε κατά πόσο της επιτέθηκαν ή όχι ή κατά πόσο προσπάθησαν να την κατεβάσουν από το αυτοκίνητο αυτή ανάφερε ότι τίποτα από τα πιο πάνω δεν έχει γίνει αφού μόλις της ανάφεραν ότι θέλουν να της μιλήσουν αυτή έφυγε… Περαιτέρω, ανάφερε ότι πίστευε πως τα δύο άγνωστα αυτά πρόσωπα τα έστειλε ο Α.Κ. ο οποίος προσπαθούσε απεγνωσμένα να της μιλήσει… Όταν της ζητήθηκε να προβεί σε γραπτό παράπονο αυτή αρνήθηκε αναφέροντας ότι θα έφευγε μόνιμα από την Κύπρο εντός λίγων ημερών και ότι ο λόγος που ανάφερε το περιστατικό ήταν σε περίπτωση που της συνέβαινε οτιδήποτε πριν την αναχώρησή της να ήταν εις γνώση της Αστυνομίας…».
25. Στο σημείο αυτό, διευκρινίζω ότι, η εκδίκαση των γεγονότων που συνθέτουν τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται η παραπονούμενη, εκπίπτουν των πλαισίων των αρμοδιοτήτων μου, βάσει των οποίων τα Δικαστήρια δεν περιλαμβάνονται στις υπηρεσίες οι πράξεις των οποίων υπόκεινται στον έλεγχο που διενεργώ. Ως εκ τούτου, δεν έχω εξουσία ούτε και πρόθεση να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες και γεγονότα που θα κριθούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Παρ’ όλα αυτά, αρκετές αναφορές της παραπονούμενης για ενέργειες και παραλείψεις μελών της Αστυνομίας κατά την ενάσκηση του έργου τους θεωρώ ότι, σε κάθε περίπτωση, εμπίπτουν στον εξωδικαστικό έλεγχο που διενεργεί ο Επίτροπος Διοικήσεως και τις οποίες προτίθεμαι να εξετάσω.
Γ. Νομοθετικό Πλαίσιο
26. Το άρθρο 7 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, το οποίο αντιστοιχεί με το άρθρο 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), κατοχυρώνει το δικαίωμα της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας[1].
27. Στο άρθρο 8 του Συντάγματος το οποίο αντιστοιχεί με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ ορίζεται ότι «ουδείς υποβάλλεται εις βασανιστήρια ή εις απάνθρωπον ή ταπεινωτικήν τιμωρία ή μεταχείρισιν», ενώ στο άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα ορίζεται ότι, «ουδείς θέλει υποβληθεί εις βασάνους ή εις ποινάς ή μεταχείρισης απανθρώπους ή εξευτελιστικάς…».
27. Το δικαίωμα της ελευθερίας και της προσωπικής ασφάλειας[2] θεμελιώνεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του Συντάγματος, ενώ το δικαίωμα σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή κατοχυρώνεται στο άρθρο 15 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι, η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου πρέπει να τυγχάνει σεβασμού και ότι, δεν είναι επιτρεπτή οποιαδήποτε επέμβαση στο δικαίωμα αυτό παρά μόνο όταν, κάτι τέτοιο γίνεται σύμφωνα με το νόμο και καθίσταται αναγκαίο για λόγους εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας, ή για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας, των δημοσίων ηθών και των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου.
28. Το απαραβίαστο της κατοικίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι, η κατοικία οποιουδήποτε είναι απαραβίαστη και η είσοδος σε αυτήν δημόσιας αρχής επιτρέπεται μόνο, κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως αιτιολογημένου ή με τη ρητή συναίνεση του ενοίκου ή όποτε αυτό καθίσταται αναγκαίο για τη διάσωση θυμάτων οποιουδήποτε αδικήματος βίας ή οποιασδήποτε καταστροφής.
29. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 12 καθορίζεται το Τεκμήριο της Αθωότητας που προβλέπει ότι, ο κατηγορούμενος για ένα αδίκημα θεωρείται αθώος μέχρι να αποδειχθεί η από το νόμο ενοχή του και το οποίο αντιστοιχεί με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
30. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, όλοι είναι ίσοι απέναντι στο νόμο, τη διοίκηση και δικαιοσύνη και όλοι δικαιούνται να τύχουν ίσης προστασίας και μεταχείρισης. Ο καθένας απολαμβάνει όλων των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προβλέπονται στο Σύνταγμα, χωρίς καμία δυσμενή διάκριση εις βάρος του, άμεση ή έμμεση, εξαιτίας της κοινότητας, της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, της γλώσσας, του φύλου, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, της γεννήσεως, του πλούτου, της κοινωνικής του τάξης ή λόγω οποιουδήποτε άλλου λόγου, εκτός κι’ αν με ρητή διάταξη του Συντάγματος επιτρέπεται κάτι τέτοιο.[3]
31. Στην Οικουμενική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), άρθρο 12, ορίζεται ότι κανένας δεν υπόκειται σε αυθαίρετες παρεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, την οικογένεια, την κατοικία ή την αλληλογραφία του και ότι κανένας δεν υπόκειται σε προσβολές της τιμής και της υπόληψης του. Επιπρόσθετα, το ως άνω άρθρο ορίζει ότι αυθαίρετες ή αδικαιολόγητα παρεμβατικές ερευνητικές δραστηριότητες στην ιδιωτική ζωή του ατόμου, εκ μέρους των διωκτικών αρχών, δεν επιτρέπονται. Στο άρθρο 4 του Κώδικα Συμπεριφοράς του ΟΗΕ ορίζεται ότι, οι έρευνες των διωκτικών αρχών οι οποίες επηρεάζουν την ιδιωτική ζωή του ατόμου διεξάγονται αποκλειστικά και μόνο με νόμιμο τρόπο και για νόμιμο λόγο και κατά τη διενέργεια τους, ο χειρισμός των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του διοικουμένου πρέπει να γίνεται εμπιστευτικά και με προσοχή.
32. Οι βασικές νομοθετικές διατάξεις που διέπουν την έρευνα προσώπων και τόπων είναι τα άρθρα 25 και 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου τα οποία ορίζουν ότι, τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης δύνανται να ερευνήσουν οποιοδήποτε πρόσωπο ή τόπο, σε περίπτωση που έχουν εύλογη υποψία ότι συνδέονται με διάπραξη ποινικού αδικήματος που τιμωρείται με φυλάκιση η οποία υπερβαίνει τα δύο έτη ή έχουν εύλογη υποψία ότι μπορεί να ανευρεθεί οποιοδήποτε αντικείμενο ή έγγραφο σε σχέση με το οποίο πρόκειται να διαπραχτεί ή διαπράττεται ή έχει πρόσφατα διαπραχτεί ποινικό αδίκημα.
33. Περαιτέρω, το άρθρο 9 με τίτλο «Σύλληψη» του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου προβλέπει ότι,
«(2) αν το πρόσωπο που θα συλληφθεί, βίαια αντιστέκεται στην προσπάθεια σύλληψής του ή αποπειράται να διαφύγει αυτήν, ο αστυνομικός ή άλλο πρόσωπο που προβαίνει στη σύλληψη δύναται να χρησιμοποιήσει όλα τα αναγκαία μέσα προς επίτευξη αυτής. Νοείται ότι καμία διάταξη που περιέχεται στο άρθρο αυτό δεν θεωρείται ότι δικαιολογεί τη χρήση βίας μεγαλύτερης από αυτή που απαιτείται εύλογα υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες χρησιμοποιήθηκε ή από αυτή που ήταν αναγκαία για τη σύλληψη του υπαίτιου
(3) Εκτός αν το πρόσωπο που συλλαμβάνεται, συλλαμβάνεται επί αυτοφώρω ή καταδιώκεται αμέσως μετά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή αποδρά από νόμιμη κράτηση, ο αστυνομικός ή άλλο πρόσωπο που προβαίνει στη σύλληψη πληροφορεί αυτό για το λόγο της σύλληψης»,
ενώ το άρθρο 14 του ίδιου Νόμου ορίζει ότι, «Αστυνομικός δύναται, χωρίς ένταλμα σύλληψης, να συλλάβει οποιοδήποτε –
(α) τον οποίο βάσει εύλογης αιτίας υποπτεύεται ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση για περίοδο που υπερβαίνει τα δύο έτη,
(β) ο οποίος διαπράττει στην παρουσία του ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση.
(γ) ο οποίος παρεμποδίζει αστυνομικό, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή ο οποίος απέδρασε ή αποπειράται να αποδράσει από νόμιμη κράτηση
(δ) … ».
34. Η εξουσία που έχει η Αστυνομία για έρευνα προσώπων και μεταφορικών μέσων και ο τρόπος άσκησης της εξουσίας αυτής θεμελιώνονται στο άρθρο 28 του περί Αστυνομίας Νόμου 73(1)/2004 σύμφωνα με το οποίο οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας μπορεί να ανακόπτει, κατακρατά και ερευνά οποιοδήποτε πρόσωπο ή μεταφορικό μέσο για το οποίο έχει εύλογη υποψία ότι προβαίνει ή προτίθεται να προβεί σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή ενέχεται ή εμπλέκεται στη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Η κατά τα ως άνω εξουσία της Αστυνομίας πρέπει να ασκείται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, εάν δε για την άσκηση της πιο πάνω εξουσίας απαιτείται επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής του ατόμου, η επέμβαση αυτή πρέπει να λαμβάνει χώρα μόνο όταν αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο και μόνο για την επίτευξη νομίμου σκοπού.
35. Την αστυνομική δράση (και την διοικητική δράση γενικότερα) διέπουν οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.[4] Σύμφωνα με το εδάφιο 2 του άρθρου 52 του Νόμου 158(Ι)/1999, «τα μέσα που χρησιμοποιεί η διοίκηση στις ενέργειές της πρέπει να είναι ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Επέμβαση στα δικαιώματα των πολιτών επιτρέπεται μόνο στην έκταση που αυτό είναι απαραίτητο για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος». Το εδάφιο 3 του ίδιου άρθρου επιτάσσει ότι, «αν η διοίκηση έχει να επιλέξει μεταξύ δύο ή περισσότερων νόμιμων λύσεων, οφείλει να προτιμήσει εκείνη που είναι λιγότερο επαχθής για τον διοικούμενο [5]». Ως εκ τούτου, ο τρόπος διεξαγωγής μιας έρευνας ή επιχείρησης πρέπει να γίνεται με την χρήση των απολύτως αναγκαίων και αναλογούντων μέσων και μεθόδων για την επίτευξη του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού. Τα αστυνομικά όργανα πρέπει κατά τη διεξαγωγή της, να επιδεικνύουν συμπεριφορά απολύτως αρμόζουσα στην προσωπικότητα και τις τυχόν ιδιάζουσες συνθήκες του ελεγχόμενου, θα πρέπει δηλαδή να συμπεριφέρονται κατά τρόπο που να διασφαλίζει το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δε θα ενέχει το στοιχείο της κατάχρησης εξουσίας. Οποιαδήποτε συνεπώς, μειωτική της προσωπικότητας συμπεριφορά του ελεγχόμενου, θα πρέπει να αποφεύγεται. Εν κατακλείδι, η όποια δράση και συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων θα πρέπει να διέπεται από τις αρχές της νομιμότητας και του σεβασμού της ιδιωτικής σφαίρας του ατόμου, η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο της προσωπικότητάς του. Ο κανόνας αυτός, πρέπει να τηρείται αυστηρά δεδομένου ότι, οι πιο πάνω αρχές συνιστούν θεμελιακά δικαιικά αξιώματα του σύγχρονου κράτους δικαίου και η Αστυνομία έχει επιφορτισθεί από την έννομη τάξη με το καθήκον διαφύλαξής τους.
36. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε σχέση με τα προεκτεθέντα, έχει κρίνει ότι η έννοια της ιδιωτικής ζωής είναι δυνατόν, κατά τις περιστάσεις, να περιλάβει το σύνολο της ηθικής και σωματικής ακεραιότητας του προσώπου (βλ. Raninen v Finland ημερ. 16/12/1997) και ότι οι επεμβάσεις από μέρους της δημόσιας Αρχής στην ιδιωτική ζωή πρέπει να διέπονται από τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας (βλ. Dudgeon v United Kingdom ημερ. 22/10/1981). Πιο πρόσφατα, έχει νομολογηθεί ότι, όταν γίνεται μία αξιόπιστη καταγγελία για κακομεταχείριση από τις Αρχές απαιτείται η διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας η οποία θα μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση και τιμωρία των υπευθύνων (βλ. Labita v Italy ημερ.6/4/2000).
Δ. Σχόλια / Παρατηρήσεις
37. Από τη διερεύνηση της υπόθεσης προέκυψαν ορισμένα στοιχεία τα οποία συνιστούν ισχυρή ένδειξη ότι οι ισχυρισμοί της παραπονούμενης περί επίθεσης και άσκησης σωματικής βίας εναντίον της ευσταθούν και τα οποία, ενδεικτικά, αναφέρω. Η παραπονούμενη μετά την σύλληψή της και μόλις οδηγήθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό, ζήτησε να μεταβεί στο Νοσοκομείο. Σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό του επί καθήκοντι ιατρού του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, το οποίο μου επισυνάφθηκε διαπιστώνεται ότι, η παραπονούμενη έφερε «εκδορά αριστερού βραχίονα, εκδορά αριστερής ωμοπλάτης, άλγος δεξιάς άκρας χείρας και άλγος αριστερού ώμου – έγινε ακτινογραφία χωρίς εικόνα κατάγματος. Χορηγήθηκε αναλγητική αγωγή από το στόμα», γεγονός που καθιστά απίθανη την επινόηση της επίθεσης που δέχτηκε, καθώς και άλλων ισχυρισμών της, αφού αποδυναμώνει κατά πολύ και τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της Αστυνομίας. Μάλιστα, η παραδοχή ότι «έφερε εκδορές σε κάποια μέρη του σώματός της» και όχι μόνο «εκδορές στα χέρια» ως η απαντητική επιστολή της Αστυνομίας, προκύπτει και από την γραπτή μαρτυρία του Αστ.1202 ο οποίος ήταν παρών κατά την εξέτασή της στο Νοσοκομείο.
38. Επίσης, είναι η θέση της Αστυνομίας ότι, ενισχυτικό για το νόμιμο των ενεργειών των μελών της είναι και οι μαρτυρίες δύο ενοίκων της πολυκατοικίας, του Ξ.Κ. και της Μ.Τ., οι οποίοι παρακολούθησαν το όλο περιστατικό. Προκαλεί όμως αμφιβολία η αξιοπιστία της κατάθεσης της Μ.Τ., η οποία ανάφερε ότι «μου είπε ότι την χτύπησαν και μου έδειχνε τα χέρια της ότι δήθεν είναι χτυπημένη ενώ εγώ δεν είδα τίποτε πάνω της, ούτε την παραμικρή γρατσουνιά» γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με το πιστοποιητικό του κυβερνητικού γιατρού ο οποίος διαπίστωσε εκδορές, με την πιο πάνω γραπτή μαρτυρία του Αστ.1202 ότι έφερε εκδορές σε κάποια μέρη του σώματός της, ακόμη και με τη μαρτυρία της Ιατροδικαστή Ελένης Αντωνίου που, αν και δεν μου κοινοποιήθηκε, εντούτοις αναφέρει ότι η παραπονούμενη έφερε «εκχύμωση δεξιού άκρου χειρούς 2 εκατοστών άνωθεν του αντίχειρα 1,5 διάμετρου» (από το Ημερολόγιο του Σταθμού με ημερομηνία 2/9/08).
39. Στο σημείο αυτό, να αναφέρω την εντύπωση που μου προξενεί το γεγονός ότι, όλοι οι εμπλεκόμενοι Αστυνομικοί δίνουν σχεδόν πανομοιότυπες καταθέσεις για τα πεπραγμένα τους εκείνο το βράδυ, με ακριβή χρήση ίδιας γλώσσας και ίδιου σκεπτικού για τα ίδια γεγονότα, όπου διακρίνεται μία σαφής τάση απαλλαγής τους από οποιαδήποτε καταλογιζόμενη σε αυτούς ευθύνη. Ως εκ τούτου, δεν αποκλείω το γεγονός οι καταθέσεις των αστυνομικών με αυτό το περιεχόμενο να έγιναν για λόγους συναδελφικής αλληλεγγύης προς τους παρεκτραπέντες συναδέλφους τους. Η επίδειξη αυτής της κακώς νοούμενης συναδελφικής αλληλεγγύης μεταξύ αστυνομικών δεν είναι κάτι ασύνηθες και αυτό το έχω διαπιστώσει σε διάφορες έρευνες μου, το έχω επισημάνει σε διάφορες Εκθέσεις μου και παρ’ όλ’ αυτά, διαπιστώνω την επανάληψη αυτού του φαινομένου.
40. Τα όσα αναφέρω πιο πάνω με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η παραπονούμενη πράγματι έτυχε κακομεταχείρισης από ορισμένους Αστυνομικούς. Προβληματισμό προκαλεί επίσης και η έλλειψη αντικειμενικότητας στην αντιμετώπιση της παραπονούμενης, αφού αυτή φαίνεται να αντιμετωπίστηκε ως εκ προοιμίου ένοχη για το αδίκημα της κλοπής, προτού καν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο[6]. Το γεγονός αυτό δημιουργεί εύλογες υπόνοιες για εμπλοκή ή και παρεμβατικές ενέργειες του ενδιαφερόμενου προσώπου στη συγκεκριμένη υπόθεση.
41. Όπως έχω ήδη σημειώσει, οι έρευνες της Αστυνομίας πρέπει να διέπονται από τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Κατά τη διεξαγωγή τους τα μέλη της Αστυνομίας πρέπει να συμπεριφέρονται κατά τρόπο που να διασφαλίζει το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δεν θα ενέχει το στοιχείο της κατάχρησης εξουσίας. Συνεπώς, οποιαδήποτε μειωτική συμπεριφορά προς όλα τα πρόσωπα των διοικουμένων πρέπει να αποφεύγεται και αν παραστεί ανάγκη χρήση βίας αυτή πρέπει να είναι μόνο η απολύτως αναγκαία. Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχω πειστεί ότι οι έρευνες έγιναν σε συμμόρφωση με τις πιο πάνω αρχές. Αντιθέτως, θεωρώ υπερβολική και δυσανάλογη, υπό τις συνθήκες, τη χρήση βίας προς την παραπονούμενη που είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση εκδορών και εκχυμώσεων στα χέρια και στις ωμοπλάτες της και οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, είναι φανερό ότι προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της σύλληψής της. Θεωρώ επεισοδιακό τον τρόπο με τον οποίο συνελήφθη η παραπονούμενη αφού, τέθηκε σε κίνδυνο η ζωή και η σωματική της ακεραιότητα, χωρίς μάλιστα να διεξαχθεί οποιαδήποτε έρευνα από ερευνώντα αξιωματικό προς το σκοπό διερεύνησης των ισχυρισμών της για επίθεση και να αποδοθούν ευθύνες εκεί που υπάρχουν. Επίσης, προκαλεί εντύπωση η αντίφαση του περιεχομένου, αμφοτέρων, των Ημερολογίων των Αστυνομικών Σταθμών και των Ημερολογίων Παραπόνων και Συμβάντων αφού, διαπίστωσα ότι για την καταγγελία της επίθεσης υπάρχει, αντίστοιχα, καταχωρισμένη η αναφορά ότι, «εξετάσθηκε από τον επί καθήκοντι ιατρό και σύμφωνα με το ιατρικό έντυπο δεν έχει οτιδήποτε», και, «μεταφέρθηκε στις Α’ Βοήθειες όπου έτυχε εξέτασης χωρίς όμως να διαπιστωθεί οτιδήποτε».
Μάλιστα, η λεκτική φρασεολογία που αντιμετώπισε τόσο από τους Αστ.1376 και 481 κατά την άφιξή τους στο διαμέρισμά της όσο και από τον Αστ. 769 κατά την έξοδό τους από το Νοσοκομείο, μπορεί να χαρακτηρισθεί εξευτελιστική, προσβλητική έως και ρατσιστική.
42. Περαιτέρω, η Αστυνομία διατύπωσε τη θέση ότι, την 1η Σεπτεμβρίου 2008 και μετά από εξετάσεις που έγιναν από το ΤΑΕ Λευκωσίας, εξασφαλίστηκε πληροφορία στις 19:50 ότι, η G. G. μαζί με την αδελφή της ευρίσκονταν στο διαμέρισμά τους και δεν είχαν αναχωρήσει από την Κύπρο όπως πίστευε ο παραπονούμενος, αλλά ετοιμαζόντουσαν να αναχωρήσουν και έψαχναν πτήση για το εξωτερικό. Κατ’ αρχάς, η Αστυνομία δεν εξακριβώνει την προέλευση της πληροφορίας ενώ, φαίνεται να στηρίχτηκε σε πληροφορίες του Α.Κ., οι οποίες, ούτως ή άλλως ήταν παραπλανητικές ή και λανθασμένες αφενός μεν, διότι γνώριζε ότι κωλύονται να ταξιδέψουν εκτός Κύπρου από τη μαρτυρική κατάθεση του ιδιοκτήτη του ταξιδιωτικού γραφείου ο οποίος ανάφερε ότι, την 30η Αυγούστου 2008 επικοινώνησε μαζί του ο Α.Κ. και του έδωσε οδηγίες όπως ακυρώσει όλα τα εισιτήρια που είχαν σχέση με τις κοπέλες, όπως και έπραξε, ακυρώνοντας εισιτήρια για τις 16 Σεπτέμβρη 2008.
43. Επίσης, διαπίστωσα ότι, το Ένταλμα Σύλληψης εναντίον της παραπονούμενης εκδόθηκε από το Δικαστήριο την 1η Σεπτεμβρίου 2008 και ώρα 21:50, ενώ οι αστυφύλακες κατέφθασαν στο διαμέρισμά της από τις 20.15 για να προβούν στη σύλληψή της. Δεδομένης της απουσίας εντάλματος σύλληψης, θεωρώ ότι, δεν επιδείχτηκε εκ μέρους των ερευνόντων αστυνομικών διακριτικότητα και σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα [7] της παραπονούμενης και της αδελφής της. Οι ερευνόντες αστυνομικοί θα μπορούσαν να διαφυλάξουν περιμετρικά το χώρο της πολυκατοικίας, έως την στιγμή που θα είχαν στην κατοχή τους το ένταλμα σύλληψης και έρευνας, με σκοπό να το παρουσιάσουν στην ύποπτη, σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία. Εξάλλου η παραπονούμενη, δεν δημιούργησε ή προκάλεσε υποψίες για τυχόν διαφυγή της από το κτίριο, κατά την άφιξη των αστυνομικών, που να δικαιολογεί την επέμβαση της Αστυνομίας τη δεδομένη στιγμή.
44. Ενισχυτικό για το αληθές του ισχυρισμού της παραπονούμενης ότι, ο Αστ.1376 δεν έφερε καν στην κατοχή του αστυνομική ταυτότητα, αποτελεί η απάντηση της Αστυνομίας που αναφέρει συγκεκριμένα «…για να ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος της, όπου στην παρουσία του ο Αν/Αστ.481 της συστήθηκε και ακολούθως της υπέδειξε την αστυνομική του ταυτότητα» χωρίς καμία αναφορά ή επιβεβαίωση για επίδειξη αστυνομικής ταυτότητας και από τον συνάδελφό του Αστ. 1376.
45. Η αμφιβολία που ανακύπτει στο κατά πόσον η μαρτυρική κατάθεση της παραπονούμενης ήταν εκούσια και θεληματική ή έγινε κατόπιν σχετικών υποδείξεων από την Αστυνομία όπως και ο τρόπος λήψης άλλων εγγράφων ή τεκμηρίων, δεν προτίθεμαι να εξετάσω, δεδομένου ότι οποιαδήποτε παρέκκλιση ή παραβίαση των Δικαστικών Κανόνων, θεωρώ ότι θα εξεταστεί στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης που εκκρεμεί στο Δικαστήριο και ως εκ τούτου εκπίπτει των αρμοδιοτήτων μου.
Ε. Εισηγήσεις
46. Το ζητούμενο της διερεύνησης της παρούσας έκθεσης είναι το βάσιμο ή μη της καταγγελίας της παραπονούμενης περί κακομεταχείρισης και ταπεινωτικής συμπεριφοράς της από αστυνομικά όργανα κατά τη σύλληψη και κράτηση της από την Αστυνομία. Αποτελεί θεμελιωμένη αρχή ότι, κάθε κακομεταχείριση πολίτη από όργανα της δημόσιας αρχής και κάθε ταπεινωτική ή εξευτελιστική συμπεριφορά εις βάρος του είναι απολύτως καταδικαστέα και απαράδεκτη στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, όπου αναπόσπαστα στοιχεία της είναι, οι αρχές του κράτους δικαίου και ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα.
47. Τονίζω ότι, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών είναι αρχή η οποία πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα από όλες τις κρατικές αρχές και ιδίως τις αστυνομικές, τα μέλη των οποίων φέρουν, πρωτίστως, το καθήκον να διαφυλάττουν. Κάτι τέτοιο επιτάσσεται όχι μόνο από το Σύνταγμά μας και τις Διεθνείς Συμβάσεις που η χώρα μας κύρωσε, αλλά και από τις πρόνοιες του περί Αστυνομίας Νόμου και του Κώδικα Αστυνομικής Δεοντολογίας, η τήρηση των οποίων εναποτίθεται στα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης. Ενόψει τούτου, είναι απολύτως απαράδεκτη η χρήση πράξεων σκληρής ή εξευτελιστικής μεταχείρισης σε βάρος πολιτών και δη, υπόπτων, στα πλαίσια σωματικών και κατ΄ οίκων ερευνών.
48. Οι παρεμβάσεις της Αστυνομίας στα πλαίσια των καθηκόντων της, δεν πρέπει να οδηγούν στον υπέρμετρο περιορισμό ενός δικαιώματος, σε βαθμό που να το καταργεί και στη προκείμενη περίπτωση, κρίνω ότι η Αστυνομία επενέβη κατά τρόπο μη επιτρεπτό σε βασικά ατομικά δικαιώματα της παραπονούμενης. Επιπλέον, προκύπτει σαφώς ότι, η παραπονούμενη αντιμετωπίστηκε από τους Αστυνομικούς ως εκ προοιμίου ένοχη για το αδίκημα. Οι ενέργειες αυτές συνιστούν κατάχρηση εξουσίας και δεν συνάδουν με την αρχή της νομιμότητας.
49. Έχω επισημάνει και σε προηγούμενες εκθέσεις μου ότι οι αστυνομικές αρχές, έχουν την υποχρέωση να διερευνούν αμερόληπτα και αποτελεσματικά όλους τους ισχυρισμούς για παραβατική ή επιλήψιμη συμπεριφορά των μελών της Αστυνομικής Δύναμης με αξιοποίηση και αξιολόγηση όλων των στοιχείων που υπάρχουν, σχετικά με την υπόθεση. Στην εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής δεν πρέπει να εισχωρούν ξένοι παράγοντες όπως η κακώς νοούμενη επαγγελματική αλληλεγγύη ή διαπροσωπικά συμφέροντα τρίτων προσώπων, για επίτευξη αλλότριων σκοπών. Σε αντίθετη περίπτωση, διασαλεύεται η εμπιστοσύνη των πολιτών προς την Αστυνομία και κλονίζονται τα θεμέλια του κράτους δικαίου.
50. Ενόψει των πιο πάνω, εισηγούμαι όπως η ηγεσία της Αστυνομίας δώσει τις κατάλληλες οδηγίες για διενέργεια εμπεριστατωμένης και ενδελεχούς έρευνας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο, προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες για τις παραβατικές και επιλήψιμες συμπεριφορές των μελών του.
51. Περαιτέρω, εισήγησή μου προς τον Αρχηγό Αστυνομίας είναι, να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για αποφυγή παρόμοιων περιστατικών στο μέλλον. Συνιστώ να δοθούν κατάλληλες οδηγίες στα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης για τη συμπεριφορά που πρέπει να επιδεικνύουν κατά τη διενέργεια συλλήψεων και ερευνών, ούτως ώστε να μη θίγονται τα δικαιώματα, η προσωπικότητα και η αξιοπρέπεια των πολιτών που υφίστανται τη σύλληψη και έρευνα. Ευελπιστώ ότι τα αναφερόμενα στην παρούσα Έκθεση να αποτελέσουν το έναυσμα για απαλλαγή αυτών των φαινομένων από τους κόλπους της Αστυνομίας.
Ηλιάνα Νικολάου
Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Υποσημειώσεις και Παραπομπές:
[1] Άρθρο 7 Συντάγματος: «1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ζωής και σωματικής ακεραιότητος».
[2] Άρθρο 11 Συντάγματος: «1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφαλείας».
[3] Άρθρο 28 (1) και (2) του Συντάγματος της Δημοκρατίας.
[4] Βλ. Α. Τάχου, Το Δίκαιο της Δημόσιας Τάξης, 1990, σελ. 54 επ.
[5] Άρθρο 52 (2) και (3) του Νόμου 158(Ι)/1999.
[6] Άρθρο 14 του Κώδικα Αστυνομικής Δεοντολογίας, Αστυνομίας Κύπρου: «Η Αστυνομία ακολουθεί την αρχή ότι, ο κάθε ένας είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του από Δικαστήριο, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά».
[7] Άρθρο 9 του Κώδικα Αστυνομικής Δεοντολογίας, Αστυνομίας Κύπρου: «Τα θεμελιώδη δικαιώματα του καθενός λαμβάνονται υπόψη κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των καθηκόντων των μελών της Αστυνομίας».