Αρ. Φακ.: Α/Π 893/2007
Λευκωσία, 26 Νοεμβρίου 2009
Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως
αναφορικά με παράπονο αλλοδαπής οικιακής βοηθού
κατά του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και της Αστυνομίας
σχετικά με το χειρισμό της καταγγελίας της για εργατική διαφορά
και τη σύλληψη και απέλασή της
1. Η Μη Κυβερνητική Οργάνωση ΚΙΣΑ (Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό) μου υπέβαλε παράπονο εκ μέρους της κ. L. M. L. G. από τη Σρι Λάνκα, με επιστολή ημερομηνίας 19 Απριλίου 2007, σχετικά με το χειρισμό του αιτήματος της για εξέταση εργατικής διαφοράς και τη σύλληψη και κράτησή της βάσει διατάγματος απέλασης.
2. Όπως υποστηρίζει η παραπονούμενη, η οποία βρισκόταν στην Κύπρο με άδεια παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός από το 2000, στις 22 Μαρτίου 2007 εγκατέλειψε την οικία όπου εργαζόταν και στις 27 Μαρτίου 2007 αποτάθηκε στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (στο εξής ΥΑΜ) Λεμεσού για να καταγγείλει εργατική διαφορά με τον εργοδότη της. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, η καταγγελία της δεν έγινε δεκτή από την Υπηρεσία, γι’ αυτό και η ίδια καταχώρησε αγωγή στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, με αρ. 303/2007.
3. Ως προς τους λόγους της μη αποδοχής του αιτήματος της παραπονούμενης από την αστυνομία, η ΥΑΜ ισχυρίστηκε, σε τηλεφωνική επικοινωνία με την Οργάνωση, ότι η καταγγελία για εργατική διαφορά δεν έγινε δεκτή λόγω του ότι ο εργοδότης της παραπονουμένης την είχε ήδη καταγγείλει για εγκατάλειψη του χώρου εργασίας της και τα στοιχεία της βρίσκονταν στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων. Η ΚΙΣΑ αμφισβήτησε τα πιο πάνω, υποστηρίζοντας ότι σε περίπτωση που τα στοιχεία της παραπονούμενης όντως εντοπίζονταν στον κατάλογο, τότε κατά την επίσκεψή της στην Υπηρεσία θα τίθετο υπό κράτηση, ενώ αντίθετα η ίδια αναχώρησε χωρίς πρόβλημα.
4. Η σύλληψη και κράτηση της παραπονούμενης έλαβε χώρα, σύμφωνα με την Οργάνωση, στις 17 Απριλίου 2007, ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση της εργατικής της διαφοράς στο αρμόδιο Δικαστήριο. Παράλληλα, σύμφωνα με την ΚΙΣΑ, εκκρεμούσε αίτημα της παραπονούμενης, ημερομηνίας 19 Φεβρουαρίου 2006, για απόκτηση του καθεστώτος της επί μακρόν διαμένουσας, για το οποίο δεν έλαβε ποτέ απάντηση.
5. Στα πλαίσια διερεύνησης του παραπόνου, ζήτησα από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης τα σχόλια της σε σχέση με τους πιο πάνω ισχυρισμούς και την αποστολή του σχετικού διοικητικού φακέλου του Τμήματος.
6. Από την εξέταση του φακέλου της παραπονούμενης προέκυψε ότι η παραπονούμενη ήρθε στην Κύπρο το Μάρτιο του 2000, με άδεια παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός. Η άδεια της ανανεωνόταν μετά από την υποβολή σχετικών αιτήσεων μέχρι τις 30 Μαρτίου 2007. Στις 27 Φεβρουαρίου 2007 η παραπονούμενη υπέβαλε εκ νέου αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής της. Στις 23 Μαρτίου 2007 ο εργοδότης της παραπονούμενης, με επιστολή του προς τη Διευθύντρια, την κατήγγειλε ότι εγκατέλειψε το χώρο διαμονής και εργασίας της.
7. Ως προς τον ισχυρισμό της παραπονούμενης, ότι στις 27 Μαρτίου 2007 αποτάθηκε για υποβολή δική της καταγγελίας για εργατική διαφορά, στο φάκελο δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε τεκμήριο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, η παραπονούμενη αποτάθηκε στην ΥΑΜ Λεμεσού για να υποβάλει την καταγγελία της -παράλληλα με την οποία υπέβαλε και αίτημα για απόκτηση του καθεστώτος της επί μακρόν διαμένουσας- στις 17 Απριλίου 2007.
8. Σύμφωνα με σημείωμα Λοχία της ΥΑΜ Λεμεσού, της ίδιας μέρας, το αίτημα της παραπονούμενης για εξέταση της εργατικής διαφοράς δεν έγινε αποδεκτό γιατί ήταν εκπρόθεσμο, και η ίδια συνελήφθη. Η ίδια, σύμφωνα με το Λοχία, δικαιολόγησε την καθυστέρηση στην υποβολή του παραπόνου της υποστηρίζοντας ότι αρχικά αποτάθηκε στην ΚΙΣΑ για καθοδήγηση, και λόγω της καθυστέρησης που επέδειξε η Οργάνωση, αναγκάστηκε να αποταθεί με καθυστέρηση στο δικηγόρο της.
9. Η περίπτωση διαβιβάστηκε στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία αποφάσισε, την ίδια μέρα, ότι το αίτημα της παραπονούμενης για απόκτηση του καθεστώτος της επί μακρόν διαμένουσας δεν μπορούσε να εξεταστεί, γιατί εγκατέλειψε τον εργοδότη της και κατέστη απαγορευμένη μετανάστρια.
10. Την ίδια μέρα εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης της παραπονούμενης. Μετά από γραπτές οδηγίες της Διευθύντριας όπως καταβληθούν στην παραπονούμενη οποιεσδήποτε οφειλές από τον εργοδότη της και αφού στις 18 Απριλίου 2007 η παραπονούμενη υπέγραψε ότι έλαβε τα χρήματα και δεν έχει άλλο παράπονο κατά του εργοδότη της, η Διευθύντρια έδωσε οδηγίες εκτέλεσης του διατάγματος.
11. Την επόμενη μέρα, δηλαδή στις 19 Απριλίου, η ΚΙΣΑ, με επιστολή της προς τον Υπουργό Εσωτερικών, επεσήμανε ότι η υπόθεση της παραπονούμενης εκκρεμούσε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπου είχε η ίδια καταγγείλει τον εργοδότη της για μη καταβολή δεδουλευμένων. Ταυτόχρονα, η οργάνωση ισχυρίστηκε ότι εκ μέρους της παραπονούμενης είχε υποβάλει αίτημα για απόκτηση του καθεστώτος της επί μακρόν διαμένουσας από τις 19 Φεβρουαρίου 2006, ισχυρισμός που ωστόσο δεν τεκμηριώθηκε από τα στοιχεία του φακέλου.
12. Κατόπιν οδηγιών του Υπουργού Εσωτερικών για απελευθέρωση της παραπονούμενης και εξέταση των αιτημάτων της, στις 24 Απριλίου 2007, η Διευθύντρια ακύρωσε τα σχετικά διατάγματα στις 25 Απριλίου 2007, σημειώνοντας και πάλι ότι εγκαταλείποντας η παραπονούμενη τον εργοδότη της κατέστη απαγορευμένη μετανάστρια, και άρα δεν πληροί της προϋποθέσεις για υποβολή αίτησης για απόκτηση του καθεστώτος της επί μακρόν διαμένουσας.
13. Παρόλα αυτά, η παραπονούμενη απελάθηκε την ίδια μέρα, ως είχε προγραμματιστεί, επειδή οι νεότερες οδηγίες της Διευθύντριας δεν έφτασαν εγκαίρως στην ΥΑΜ. Ακολούθως, τα προσωπικά της στοιχεία καταχωρήθηκαν στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων.
14. Σε μεταγενέστερη ενημέρωση του δικηγόρου της παραπονούμενης από τη Διευθύντρια, στις 10 Ιουλίου 2007, σχετικά με την εξέταση του αιτήματος της πελάτιδάς του για απόκτηση του καθεστώτος της επί μακρόν διαμένουσας, αναφέρθηκε ότι το αίτημα δεν μπορούσε να εξεταστεί περαιτέρω εν όψει της αναχώρησης της κ. G..
15. Η υπόθεση με αρ. 303/2007 στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απορρίφθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2007.
16. Σύμφωνα με απόφαση που λήφθηκε σε σύσκεψη των αρμοδίων στο Γραφείο της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, στις 25 Φεβρουαρίου 2003, η προθεσμία υποβολής καταγγελίας για εργατική διαφορά μετά από εγκατάλειψη του χώρου εργασίας – μετά την παρέλευση της οποίας η οικιακή βοηθός κηρύσσεται αναζητούμενη – ορίστηκε στις 15 μέρες. Ως εκ τούτου, η υποβολή της καταγγελίας της κ. G. για εργατική διαφορά υπήρξε όντως εκπρόθεσμη.
17. Η απέλαση της παραπονούμενης, ωστόσο, διενεργήθηκε ενώ εκκρεμούσε αίτημα αναστολής ή ακύρωσης του σχετικού διατάγματος ενώπιον του αρμόδιου Υπουργού, παραβιάζοντας ουσιαστικά το δικαίωμα της να τύχει ακρόασης από την αρμόδια αρχή, με σκοπό την επανεξέταση του αιτήματος της για απελευθέρωση. Ενώ κατά το χρόνο απέλασης της παραπονούμενης είχαν ήδη δοθεί οδηγίες για απελευθέρωσή της, τόσο από τον Υπουργό όσο και από τη Διευθύντρια, αυτές δε γνωστοποιήθηκαν έγκαιρα στην ΥΑΜ, με αποτέλεσμα την εκτέλεση του διατάγματος. Αν και δεν τεκμηριώνεται καθυστέρηση στη διαβίβαση της πληροφορίας -αφού η απέλαση είχε ήδη προγραμματιστεί για την ίδια μέρα- αποτελεί εντούτοις γεγονός ότι η μη έγκαιρη διαβίβαση της υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την κατάληξη της υπόθεσης της παραπονούμενης.
18. Οφείλω να σημειώσω ότι η διαβίβαση μίας τόσο κρίσιμης πληροφορίας, όπως είναι η ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ενός κρατούμενου προς απέλαση, πρέπει να γίνεται κατά τον πιο άμεσο δυνατό τρόπο, ώστε να αποφεύγονται παρόμοια με την περίπτωση της κ. G. περιστατικά. Η άμεση τηλεφωνική επικοινωνία με τα αστυνομικά κρατητήρια και η αποστολή των σχετικών εγγράφων μέσω τηλεομοιότυπου το συντομότερο μετά τη λήψη της απόφασης χρόνο, αποτελεί κατά την άποψή μου την πιο αποτελεσματική μέθοδο γνωστοποίησης της απόφασης στα όργανα που καλούνται να την εκτελέσουν.
19. Εντούτοις, θεωρώ ότι το πιο πάνω θέμα δεν εξαντλείται στη διάσταση της χρονικής καθυστέρησης στη γνωστοποίηση της ακυρωτικής απόφασης, αλλά επεκτείνεται και στο ευρύτερο πλαίσιο ενημέρωσης των αρμόδιων οργάνων για τις εξελίξεις που αφορούν στις υποθέσεις των κρατουμένων υπό απέλαση. Στην περίπτωση της κ. G. η ΥΑΜ παρουσιάστηκε ανενημέρωτη όχι μόνο για την τελική απόφαση του Υπουργού, αλλά και για το ίδιο το γεγονός της εκκρεμούσας επανεξέτασης της περίπτωσης. Η ελλιπής ενημέρωση και συνεννόηση, ιδιαίτερα όσον αφορά στις περιπτώσεις αλλοδαπών κρατουμένων, δε δικαιολογείται, δεδομένου ειδικότερα ότι η ΥΑΜ διατηρεί μόνιμο γραφείο στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.
20. Πέραν του θέματος της αναμονής απόφασης επί του αιτήματος αναστολής ή ακύρωσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ενώπιον του αρμόδιου Υπουργού, από την έρευνα προέκυψε ότι η απέλαση διενεργήθηκε ενώ εκκρεμούσε δικαστική διαδικασία στην οποία η παραπονούμενη ήταν διάδικο μέρος, παραβιάζοντας κατά αυτό τον τρόπο το δικαίωμα της στη δίκαιη δίκη. Για το θέμα αυτό έχω κατ’ επανάληψη τοποθετηθεί σε Εκθέσεις του Γραφείου μου που αφορούσαν σε απελάσεις αλλοδαπών ενώ εκκρεμούσε δικαστική διαδικασία είτε έκδοσης διαζυγίου, είτε ποινικής υπόθεσης εναντίον τους, είτε ενώ οι ίδιοι ήταν βασικοί μάρτυρες σε δίκες που δεν είχαν ολοκληρωθεί. Αποτελεί πάγια θέση μου ότι στις περιπτώσεις αυτές η αρμόδια αρχή οφείλει να προσμετρά όλες τις πιθανές συνέπειες της απέλασης, και κατ’ επέκταση της απουσίας του προσώπου από τη δίκη στην οποία εμπλέκεται. Όπου, δε, κρίνεται αναγκαίο και ανάλογα με τη φύση της ποινικής υπόθεσης, θεωρώ ότι πρέπει να ζητείται και η τοποθέτηση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η σχετική υπόθεση.
21. Στην προκειμένη περίπτωση, η Διευθύντρια του Τμήματος αποφάσισε την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης παραβλέποντας την αίτηση της παραπονούμενης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Το παράδοξο σε αυτή την απόφαση έγκειται στο ότι εάν υπήρχε εμπρόθεσμη υποβολή καταγγελίας για εργατική διαφορά στην ΥΑΜ τα διατάγματα δεν θα εκδίδονταν, ενώ στην περίπτωση της επίλυσης του ίδιου θέματος μέσω δικαστικής διαδικασίας τα διατάγματα εκδόθηκαν και εκτελέστηκαν. Το γεγονός, επιπλέον, ότι η Διευθύντρια έδωσε οδηγίες για εκτέλεση του διατάγματος απέλασης μόνο αφού διευθετήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες η οικονομική διαφορά ανάμεσα στην παραπονούμενη και τον εργοδότη της, δίδει την εντύπωση της προσπάθειας εξωδικαστικής επίλυσης των θεμάτων για τα οποία η κ. G. προσέφυγε στο δικαστήριο, με σκοπό την «απρόσκοπτη» εκτέλεση των διοικητικής φύσης διαταγμάτων που εκκρεμούσαν εναντίον της παραπονούμενης. Ο χειρισμός αυτός αποτελεί κατά την άποψή μου δείγμα μιας εξαιρετικά επικίνδυνης πρακτικής, στα πλαίσια της οποίας η διοίκηση δύναται να προβαίνει σε κρίσεις και αξιολογήσεις υποθέσεων για τις οποίες εκκρεμεί σχετικό αίτημα ενώπιον δικαστηρίου, για σκοπούς εκτέλεσης διοικητικών πράξεων, ενδεχομένως και άσχετων με το αντικείμενο της δικαστικής υπόθεσης. Η πρακτική αυτή ενέχει το κίνδυνο υποκατάστασης της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου σε θέματα που επηρεάζουν άμεσα, ενίοτε και μόνιμα, τα εμπλεκόμενη μέρη και μάλιστα με τη λήψη πρόχειρων και ατεκμηρίωτων αποφάσεων.
22. Σε κάθε περίπτωση, η σύλληψη και κράτηση της παραπονούμενης, η έκδοση διαταγμάτων εναντίον της εντός της ίδιας μέρας και η απέλαση της εντός μερικών ημερών, παρά τις ιδιαίτερες περιστάσεις της που καθιστούσαν την απέλαση προβληματική, χαρακτηρίστηκε από βεβιασμένες ενέργειες και ελλιπή συντονισμό ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές.
23. Αν και το τετελεσμένο γεγονός της απέλασης εκμηδενίζει τα περιθώρια δικής μου παρέμβασης, παραμένει το γεγονός ότι ο Υπουργός έδωσε οδηγίες για απελευθέρωση της παραπονούμενης και για εξέταση των αιτημάτων της. Κατά την άποψη μου το γεγονός αυτό ισοδυναμεί με ακύρωση και των λόγων για τους οποίους κρίθηκε η παραπονούμενη παράνομη μετανάστρια, και ως εκ τούτου θεωρώ ότι τα στοιχεία της θα πρέπει να αφαιρεθούν από τον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων.
24. Υπό το φως των πιο πάνω, υποβάλλω την Έκθεση στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και στον Αρχηγό Αστυνομίας, για σκοπούς υλοποίησης των εισηγήσεων μου. Κοινοποιώ, παράλληλα, την Έκθεση στον Υπουργό Εσωτερικών προς ενημέρωσή του.
Ηλιάνα Νικολάου
Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων