Έκθεση Επιτρόπου Διοικήσεως αναφορικά με παράπονο κρατούμενης στις Κεντρικές Φυλακές για παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και παραβίαση του απορρήτου της αλληλογραφίας
Αρ. Φακ.: Α/Π 1300/2009 & A/Π 1690/2009
Αντικείμενο παραπόνου
1. Η κυρία Γ. Σ., κρατούμενη στις Κεντρικές Φυλακές (αρ. κρατ. 6976), μου υπέβαλε παράπονο, με επιστολή της ημερομηνίας 19 Ιουνίου 2009, ισχυριζόμενη την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των κρατουμένων στις Κεντρικές Φυλακές[1].
2. Κατά τη διάρκεια επίσκεψης Λειτουργού του Γραφείου μου στις Κεντρικές Φυλακές, η παραπονούμενη πρόβαλε συγκεκριμένα επιχειρήματα προς στήριξη των ισχυρισμών της, όπως η απότομη διακοπή της συνδιάλεξης όταν εξέφραζε κάποιο παράπονο ή δυσαρέσκεια για κάποια μέλη του προσωπικού των Φυλακών.
Διερεύνηση παραπόνου
3. Στα πλαίσια της διερεύνησης του παραπόνου, απέστειλα, στις 27 Ιουλίου 2009, επιστολή προς το Διευθυντή του Τμήματος Φυλακών, ζητώντας τα σχόλια και τις απόψεις του για το θέμα, επισημαίνοντας τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου).
4. Στις 17 Αυγούστου 2009 έλαβα απαντητική επιστολή από τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος Φυλακών (ημερ. 10 Αυγούστου 2009), με την οποία με παρέπεμψε σχετικά στο άρθρο 115 των Περί Φυλακών Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 121/97 το οποίο ρυθμίζει τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις των κρατουμένων. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο:
«(1). Η τηλεφωνική επικοινωνία των κρατουμένων γίνεται από συγκεκριμένο τηλεφωνικό θάλαμο, ή θαλάμους που βρίσκονται σε ελεγχόμενο χώρο της φυλακής, με δαπάνη των ιδίων των κρατουμένων ή με άλλο τρόπο κατόπιν εγκρίσεως του Διευθυντή.
(2). Το περιεχόμενο τηλεφωνημάτων ή επιστολών ελέγχεται στις περιπτώσεις που κατά την κρίση του Διευθυντή ο έλεγχος επιβάλλεται για λόγους ασφάλειας ή για λόγους αποτροπής διάπραξης νέου εγκλήματος ή για οποιαδήποτε άλλη εύλογη αιτία.
(3). Στις περιπτώσεις αυτές ο έλεγχος των επιστολών ή τηλεφωνημάτων γίνεται από λειτουργό ή λειτουργούς των φυλακών που ορίζονται για το σκοπό αυτό από το Διευθυντή και ανάλογα με το περιεχόμενό τους, οι επιστολές μπορούν να κατακρατηθούν και τα τηλεφωνήματα να διακοπούν. Γεγονότα σημασίας τα οποία περιέχονται σε επιστολές που αποστέλλονται προς κρατούμενο και κατακρατούνται και οι οποίες αφορούν οικογενειακές ή άλλες καταστάσεις του κρατούμενου και δε σχετίζονται με τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η κατακράτηση των επιστολών, περιέρχονται σε γνώση των κρατουμένων από τον αρμόδιο για τον έλεγχο των επιστολών, λειτουργό.
(4). Το περιεχόμενο των επιστολών ή τηλεφωνημάτων που περιέρχονται σε αντίληψη του αρμοδίου για τον έλεγχό τους λειτουργού, απαγορεύεται να περιέλθει σε γνώση τρίτων μη εξουσιοδοτημένων προσώπων.
(5). Το προνόμιο της αλληλογραφίας ή τηλεφωνικής επικοινωνίας μπορεί να ανασταλεί κατόπιν διαταγής του Διευθυντή σε περίπτωση πειθαρχικού παραπτώματος του κρατούμενου».
5. Στη συνέχεια, ο Αν. Διευθυντής σημείωσε τα εξής:
«Ως εκ τούτου η Διεύθυνση του Τμήματος Φυλακών, εφαρμόζοντας τον πιο πάνω κανονισμό, σε περιπτώσεις που συντρέχουν λόγοι ασφάλειας, ή για λόγους αποτροπής διάπραξης νέου εγκλήματος ή για οποιαδήποτε άλλη εύλογη αιτία, έχει δώσει οδηγίες σε αρμόδιο λειτουργό, υπεύθυνο για το σκοπό αυτό, όπως διακόπτει τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις[…] Ο ισχυρισμός της κυρίας Σ., ότι διακόπτονται απότομα οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις της όταν εκφράζεται εκ μέρους της παράπονο για μέλη του προσωπικού των Φυλακών, δεν ευσταθεί, αφού όπως γνωρίζετε ο κάθε κρατούμενος έχει το δικαίωμα να υποβάλλει παράπονα τόσο προς εσάς, όσο και προς το Συμβούλιο Φυλακών κατά τρόπο που η Διοίκηση των Φυλακών δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγχει. Επιπλέον οι κρατούμενοι δέχονται επισκέψεις από μέλη της οικογένειάς τους και άλλα άτομα, όπως τους δικηγόρους τους, και έχουν την ευκαιρία να υποβάλουν οποιοδήποτε παράπονο έχουν».
6. Στις 24 Αυγούστου 2009 έλαβα και δεύτερη επιστολή από την κυρία Σ. (ημερομηνίας 5 Ιουνίου 2009) με την οποία μου ζητούσε να της αποστείλω το Νόμο περί Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, καταγγέλλοντας έλεγχο της αλληλογραφίας των κρατουμένων[2]. Σε τηλεφωνική της επικοινωνία με τη Λειτουργό του Γραφείου μου, επισήμανε ότι πολλές φορές οι επιστολές που αποστέλλει ή λαμβάνει έχουν ανοιχθεί, με εξαίρεση την αλληλογραφία προς το Γραφείο μου[3].
Νομοθετικές διατάξεις
7. Σύμφωνα με το Άρθρο 17 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας:
«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα σεβασμού και διασφαλίσεως του απορρήτου της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας αυτού, εφόσον η τοιαύτη επικοινωνία διεξάγεται δια μέσων μη απαγορευομένων υπό του νόμου.
2. Δεν επιτρέπεται επέμβασις κατά την ενάσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή συμφώνως προς τον νόμον και μόνον εις περιπτώσεις προσώπων εν φυλακίσει ή προφυλακίσει τελούντων ή ως και επαγγελματικής αλληλογραφίας και επικοινωνίας του πτωχεύσαντος κατά την διάρκειαν της διοικήσεως της περιουσίας αυτού.»
8. Η πιο πάνω συνταγματική διάταξη αντιστοιχεί το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) στην οποία κατοχυρώνεται το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής:
«1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.
2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αυτή προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων».
9. Στη Σύσταση αρ. 2006(2) της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τους ευρωπαϊκούς σωφρονιστικούς κανόνες, που υιοθετήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2006, ορίζονται, inter alia, τα εξής:
«1. Τα άτομα που στερούνται της ελευθερίας τους πρέπει να μεταχειρίζονται με σεβασμό αναφορικά με τα ανθρώπινα τους δικαιώματα.
2. Τα άτομα που στερούνται της ελευθερίας τους διατηρούν όλα τα δικαιώματα που δεν τους αφαιρέθηκαν νόμιμα και σύμφωνα με την απόφαση που τους καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης ή με την απόφαση προφυλάκισης.
3. Οι περιορισμοί που επιβάλλονται σε άτομα που στερούνται της ελευθερίας τους πρέπει να περιορίζονται στους απολύτους αναγκαίους και να είναι ανάλογοι προς τους νόμιμους σκοπούς για τους οποίους επιβλήθηκαν.
(…)
24.1 Στους κρατουμένους πρέπει να δίνεται άδεια να επικοινωνούν όσο συχνότερα γίνεται – μέσω επιστολών, τηλεφώνου ή άλλων μέσων επικοινωνίας – με την οικογένειά τους, με τρίτους και αντιπροσώπους άλλων οργανισμών, καθώς και να δέχονται επισκέψεις των εν λόγω ατόμων.
24.2 Κάθε περιορισμός ή επίβλεψη που κρίνονται αναγκαίοι για τη συνέχιση της ποινικής έρευνας, τη διατήρηση της καλής τάξης, της ασφάλειας καθώς και για την πρόληψη ποινικών παραβάσεων και την προστασία των θυμάτων, συμπεριλαμβανομένων ειδικών διαταγμάτων που εκδίδει η δικαστική αρχή, πρέπει να επιτρέπουν ένα ελάχιστο αποδεκτό επίπεδο επικοινωνίας».
Νομολογία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)
10. Στην υπόθεση Silver et al. v. United Kingdom [4], το Δικαστήριο επαναδιατύπωσε και διεύρυνε προηγούμενες θέσεις του για να καταλήξει ότι o έλεγχος της αλληλογραφίας, δεν είναι ανεξέλεγκτος ούτε χωρίς περιορισμούς. Προσδιόρισε δε τις περιπτώσεις όπου δεν επιτρέπεται ο έλεγχος της αλληλογραφίας, ως μη προβλεπόμενος στο νόμο και μη αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Συγκεκριμένα, στην εν λόγω υπόθεση το ΕΔΔΑ εξέτασε το θέμα του ελέγχου της αλληλογραφίας των κρατουμένων στις Φυλακές. Εφτά κρατούμενοι των φυλακών της Μ. Βρετανίας προσέφυγαν κατά του ελέγχου της αλληλογραφίας τους από τις σωφρονιστικές αρχές, ισχυριζόμενοι παραβίαση του δικαιώματος τους στην αλληλογραφία και στην ελευθερία της έκφρασης (Αρ. 8 της ΕΣΔΑ).
11. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το άρθρο 8 παρ. 2 της ΕΣΔΑ προβλέπει ότι οι αρχές του κράτους μπορούν να παρέμβουν στην άσκηση του δικαιώματος στην αλληλογραφία εφόσον υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη ή εφόσον τέτοια παρέμβαση είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η νομοθετική διάταξη που προβλέπει τις εξαιρέσεις αυτές πρέπει να είναι προσιτή στον πολίτη και επαρκώς συγκεκριμένη ώστε τα άτομα να είναι σε θέση να ρυθμίσουν ανάλογα τη συμπεριφορά τους. Στη συγκεκριμένη υπόθεση το Δικαστήριο θεώρησε ως μη προβλέψιμες από τα άτομα και άρα «μη προβλεπόμενες από το νόμο» τις ακόλουθες παρεμβάσεις:
α) Περιορισμός της αλληλογραφίας με δικηγόρο με το αιτιολογικό ότι στο παρελθόν είχαν δοθεί αρκετές ευκαιρίας για παροχή συμβουλών
β) Απαγόρευση υποβολής παραπόνων που σχετίζονται με τη δίκη και καταδίκη του κρατούμενου
γ) Απαγόρευση χρήσης χυδαίας γλώσσας
δ) Απαγόρευση αποστολής γραπτών που προορίζονται για δημοσίευση
ε) Απαγόρευση αναφοράς παραπόνων σχετικά με τις συνθήκες κράτησης σε δικηγόρους και βουλευτές εφόσον δεν έχουν προηγουμένως αναφερθεί στις αρχές
στ) Απαγόρευση περιγραφής των συνθηκών κράτησης στην κοινή αλληλογραφία
ζ) Απαγόρευση προβολής ισχυρισμών εναντίων του σωφρονιστικού προσωπικού
η) Απαγόρευση αποστολής κειμένων με τη μορφή «αιτήσεων» για να προκληθεί δημόσια αντίδραση
θ) Γενικός έλεγχος των «επιλήψιμων» επιστολών
12. Το Δικαστήριο επανέλαβε την αρχή που διατύπωσε στην υπόθεση Klass et al v. Germany,[5]την πρώτη υπόθεση όπου εξετάστηκε το θέμα της παρακολούθησης των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και της αλληλογραφίας, ότι το κράτος δικαίου (rule of law), ως θεμελιώδης αρχή που διέπει τη Σύμβαση, συνεπάγεται ότι κάθε παρέμβαση των αρχών στην άσκηση των δικαιωμάτων των ατόμων πρέπει να υπόκειται σε αποτελεσματικό έλεγχο. O έλεγχος των παρεμβάσεων αυτών θα λειτουργεί σαν εγγύηση και θα αποτρέπει πιθανή κατάχρηση του συστήματος.
13. Σχετική είναι και η θέση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Malone v. UK[6], όπου κατέληξε ότι η πρακτική του Υπουργού Εσωτερικών του Η.Β. να εκδίδει διατάγματα που να εξουσιοδοτούν την αστυνομία να παρακολουθεί τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις του υπόπτου κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας δεν θεωρείται ως «προβλεπόμενη από το νόμο» καθώς ο συγκεκριμένος νόμος δεν προβλέπει με εύλογη σαφήνεια (reasonable clarity) το εύρος και τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας των αρχών. Κατά συνέπεια, ελλείπει το ελάχιστο επίπεδο νομικής προστασίας που δικαιούνται οι πολίτες σε μια δημοκρατική κοινωνία και ένα κράτος δικαίου. Παρεμφερής είναι και η προσέγγιση που τηρήθηκε στην Kruslin v. France[7], όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η παρακολούθηση και η κάθε είδους παρεμπόδιση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, συνιστούν σοβαρές παρεμβάσεις στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και αλληλογραφία και πρέπει να βασίζονται σε νόμο που να είναι ιδιαίτερα ακριβής (precise). Το ΕΔΔΑ προσέθεσε ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπάρχουν σαφείς και λεπτομερείς κανόνες για τέτοιου είδους θέματα ιδιαίτερα ενόψει της συνεχούς εξέλιξης της τεχνολογίας.
14. Στη συνέχεια (υπόθεση Silver) το ΕΔΔΑ εξέτασε αν οι παρεμβάσεις είναι αναγκαίες σε μια δημοκρατική κοινωνία και χρησιμοποιώντας κριτήρια που είχε θέσει σε προηγούμενες του αποφάσεις κατέληξε ότι:
α) Ο όρος «αναγκαίος» δεν είναι συνώνυμος του «απαραίτητος», ούτε όμως έχει την ευελιξία των όρων «αποδεκτός», «κανονικός», «χρήσιμος», «εύλογος» ή «σκόπιμος»
β) Παρά το ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν κάποια ελευθερία στην εκτίμηση μιας κατάστασης όταν χρησιμοποιούν μηχανισμούς ελέγχου, το Δικαστήριο είναι αυτό που θα κρίνει αν τα μέτρα αυτά συνάδουν με την ΕΣΔΑ
γ) «Αναγκαία» σε μια δημοκρατική κοινωνία σημαίνει ότι η παρέμβαση πρέπει να αντιστοιχεί σε μια «επιτακτική κοινωνική ανάγκη» ανάλογη με την επιδιωκόμενο σκοπό
δ) Οι διατάξεις που προβλέπουν εξαιρέσεις στην άσκηση των δικαιωμάτων της Σύμβασης πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά
15. Στη συγκεκριμένη περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη τις εύλογες απαιτήσεις που επιβάλλει μια ποινή φυλάκισης, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι κάποιος έλεγχος της αλληλογραφίας είναι ενδεδειγμένος και δεν αντίκειται, αυτός καθαυτός, στη Σύμβαση. Εντούτοις, στην εκτίμηση του ενδεδειγμένου ελέγχου πρέπει να λαμβάνεται επαρκώς υπόψη και να συνεκτιμάται το γεγονός ότι συχνά η ανταλλαγή επιστολών είναι για τους κρατούμενους η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο[8].
16. Με βάση την πιο πάνω ανάλυση, το ΕΔΔΑ έκρινε ως μη αναγκαία την παρέμβαση στις παρακάτω περιπτώσεις:
α) Περιορισμός στην αλληλογραφία όταν δεν πρόκειται για επικοινωνία με συγγενείς ή φίλους
β) Περιορισμός της επικοινωνίας αναφορικά με νομικές ή άλλου είδους υποθέσεις
γ) Απαγόρευση παραπόνων που ενδέχεται να προκαλέσουν περιφρόνηση για τις αρχές
δ) Απαγόρευση παραπόνων για τις συνθήκες κράτησης, σε επιστολές που απευθύνονται σε δικηγόρους, βουλευτές και εφόσον έχουν ήδη υποβληθεί στις αρχές
ε) Όταν πρόκειται για αίτηση (petition) που τείνει να προκαλέσει αναταραχή
στ) Απαγόρευση επιστολών που επιχειρούν να παρακάμψουν τους ισχύοντες κανονισμούς
17. Σε μια πιο πρόσφατη απόφασή του, την Puzinas v. Lithuania[9], το ΕΔΔΑ ασχολήθηκε με το θέμα της κατακράτησης από τις αρχές των φυλακών, επιστολών ενός κρατουμένων που απευθύνονταν προς τη σύζυγό του και διεθνείς οργανισμούς. Στον κρατούμενο επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή για συκοφαντία καθώς σε μία επιστολή του αποκαλούσε «κλέφτες» μέλη του προσωπικού των φυλακών. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο έλεγχος που ασκήθηκε στη αλληλογραφία παραβίαζε το σχετικό του δικαίωμα, καθώς, παρά το γεγονός ότι είχε νομική βάση και αποσκοπούσε στην αποτροπή αναταραχών ή εγκλημάτων δεν ήταν αναγκαίος σε μία δημοκρατική κοινωνία καθώς δε στηρίχθηκε σε ειδικούς λόγους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη συγκεκριμένη εξαίρεση στην άσκηση του δικαιώματος.
Συμπεράσματα – Εισηγήσεις
18. Aποτελεί πάγια θέση μου την οποία έχω εκφράσει σε προηγούμενες παρεμβάσεις στα ζητήματα κράτησης προσώπων[10], ότι το δικαίωμα στην αλληλογραφία και επικοινωνία αποκτά ιδιαίτερη σημασία στα πλαίσια της έκτισης ποινής στέρησης της ελευθερίας ενός προσώπου καθώς συνιστά ένα από τους ελάχιστους τρόπους επαφής με την ευρύτερη κοινωνία. Η δε διασφάλιση απρόσκοπτης επικοινωνίας μέσω τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και αλληλογραφίας δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως προνόμιο του κρατουμένου, αλλά ως άσκηση ατομικού δικαιώματος και ως χαρακτηριστικό ομαλής λειτουργίας του σωφρονιστικού συστήματος. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή οι κρατούμενοι δεν έχουν το δικαίωμα επικοινωνίας με την ευρύτερη κοινωνία ή αν γνωρίζουν ότι οι τηλεφωνικές τους συνδιαλέξεις παρακολουθούνται και οι επιστολές τους διαβάζονται, τότε θα οδηγούνται αναπόφευκτα στην αυτολογοκρισία και τη συναισθηματική απομόνωση, ενώ η επικοινωνία τους δεν θα ήταν ελεύθερη όπως επιτάσσει το Σύνταγμα.
19. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι κρατούμενοι κατά την έκτιση της ποινής τους εξακολουθούν να απολαμβάνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα με μόνη εξαίρεση το δικαίωμα στην προσωπική τους ελευθερία. Συνεπώς εξακολουθούν να απολαμβάνουν και το δικαίωμα της ελευθερίας της επικοινωνίας. Βασική αρχή του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι η καταρχήν ακώλυτη άσκηση ενός ατομικού δικαιώματος, χωρίς παρεμβάσεις και περιορισμούς. Οι όποιοι περιορισμοί πρέπει να είναι απολύτως αναγκαίοι και ανάλογοι προς τους σκοπούς για τους οποίους επιβάλλονται, τηρουμένων όλων τον προβλεπόμενων δικαιοκρατικών προϋποθέσεων και εγγυήσεων που συνιστούν δικλίδες ασφαλείας. Σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος και η παρακολούθηση των τηλεφωνημάτων και των επιστολών των κρατούμενων συνιστά εξαιρετικού χαρακτήρα ρύθμιση και ως τέτοια είναι πάντοτε στενά ερμηνευτέα.
20. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι στην περίπτωση των κρατούμενων το δικαίωμα του τηλεφωνικού απορρήτου και του απορρήτου της αλληλογραφίας παρουσιάζει ιδιαιτερότητες που το καθιστούν ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο δικαίωμα και ως τέτοιο τυγχάνει αυξημένης προστασίας. Και τούτο επειδή o περιορισμός του γίνεται συνήθως εν αγνοία του θιγόμενου. Λόγω μάλιστα της μυστικότητας που περιβάλλει συνήθως την προσβολή, είναι πιθανό ο φορέας της προσβολής, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κρατούμενος, να μη λάβει γνώση του γεγονότος. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας που περιβάλλει την τηλεφωνική επικοινωνία ή την ανταλλαγή αλληλογραφίας ενός κρατούμενου διευκολύνει την άσκηση άλλων θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως π.χ. της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
21. Λαμβάνοντας υπόψη τους υφιστάμενους περί Φυλακών Κανονισμούς που καθιστούν δυνατή την κατ’ εξαίρεση παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των κρατουμένων και τον έλεγχο της αλληλογραφίας τους, θεωρώ σκόπιμο να σημειώσω τους προφανείς κινδύνους που εμπερικλείει μια τέτοια πρακτική, ιδίως όταν αυτή ενεργοποιείται στα πλαίσια μιας προληπτικής διαδικασίας αποτροπής διάπραξης ενός εγκλήματος. Σε αυτή την περίπτωση, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος καταχρήσεων θα πρέπει να διεξάγεται μια διαδικασία στοιχειώδους επαλήθευσης και απόδοσης βαρύτητας των όποιων πληροφοριών εξασφαλίζονται, ενώ θα πρέπει με βάση τις ειδικές συνθήκες της κάθε περίπτωσης να εξετάζεται πολύ προσεκτικά κατά πόσο επιβάλλεται ή είναι αναγκαία η παρακολούθηση των τηλεφωνημάτων ή ο έλεγχος της προσωπικής αλληλογραφίας. Η γενικόλογη και αόριστη επίκληση λόγων ασφαλείας ή η επίκληση οποιασδήποτε “άλλης εύλογης αιτίας” με σκοπό την παρακολούθηση των τηλεφωνημάτων ή της αλληλογραφίας των κρατουμένων ή ακόμα η επίκληση της σοβαρότητας της ποινικής καταδίκης ενός κρατούμενου, δεν συνιστούν επαρκή δικαιολογητική βάση για παρέμβαση στο δικαίωμα του κρατούμενου.
22. Με βάση τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο νόμος που περιορίζει ένα θεμελιώδες δικαίωμα πρέπει να περιβάλλεται από δύο τουλάχιστον ιδιότητες: α) να είναι προσιτός, δηλαδή να μπορεί ο πολίτης, στην προκειμένη περίπτωση ο κρατούμενος, να πληροφορηθεί εύκολα το περιεχόμενο του και β) να παρέχει τη δυνατότητα προβλεψιμότητας, δηλαδή να είναι σαφής ώστε να γνωρίζει ο καθένας πότε μια συμπεριφορά επισύρει την παρέμβαση της αρμόδιας αρχής. Η δεύτερη αυτή ιδιότητα φαίνεται να απουσιάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο, καθιστά δυνατό τον προληπτικό έλεγχο της αλληλογραφίας και των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των κρατουμένων με τη χρήση αόριστων και ασαφών εννοιών, όπως αυτές της παρακολούθησης για λόγους ασφάλειας, αποτροπής διάπραξης εγκλήματος ή παρακολούθησης για άλλη εύλογη αιτία.
23. Η περίπτωση της παραπονούμενης και η καχυποψία που εύλογα της προκάλεσε ο έλεγχος των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων επιβεβαιώνει την παθογένεια της υφιστάμενης ρύθμισης αφού δεν φαίνεται να της εξηγήθηκαν επαρκώς οι λόγοι παρέμβασης στο δικαίωμα της στην επικοινωνία.
24. Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι η προσφυγή σε εξαιρετικά ρευστές, αμφίσημες και αβέβαιες έννοιες για παρακολούθηση της αλληλογραφίας και των τηλεφωνημάτων των κρατουμένων εμπεριέχει πρόδηλους κινδύνους αφού αφήνει σημαντικά περιθώρια αυθαιρεσίας. Επειδή μάλιστα ούτε το περιεχόμενο των όρων αυτών προσδιορίζεται ούτε και καθορίζονται επαρκείς εγγυήσεις ασφαλείας υφίστανται πάντοτε οι κίνδυνοι καταχρήσεων και προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κρατουμένων. Είναι δε σημαντικό να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι η επιδίωξη οποιασδήποτε, έστω θεμιτής, σκοπιμότητας δεν θα πρέπει να αποβαίνει σε βάρος της αρχής της νομιμότητας και των αρχών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
25. Για τους πιο πάνω λόγους, εισηγούμαι όπως η Διεύθυνση των Φυλακών θέσει σαφή και συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία θα γνωστοποιηθούν στους κρατουμένους, με βάση τα οποία θα είναι κατ’ εξαίρεση δυνατός ο έλεγχος των τηλεφωνημάτων και της αλληλογραφίας. Επιπλέον για πρόληψη και αποφυγή οποιωνδήποτε αυθαιρεσιών, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα προσφυγής των κρατουμένων κατά της πράξης παρέμβασης στο δικαίωμά τους στην επικοινωνία καθώς και εγκαθίδρυση μηχανισμών ελέγχου των λειτουργών στους οποίους ανατίθενται τα συγκεκριμένα καθήκοντα.
Ηλιάνα Νικολάου
Επίτροπος Διοικήσεως
25 Σεπτεμβρίου 2009
[1] Α/Π 1300/2009
[2] A/Π 1690/2009
[3] Όπως είναι γνωστό, υπάρχει ειδικό κουτί υποβολής παραπόνων προς τον Επίτροπο Διοικήσεως στις Κεντρικές Φυλακές
[4] Silver et al v. United Kingdom, App. No. 5947/72, Judgment of 25/3/1983
[5] Klass et al v. Germany, A. 28 (1978), pp. 25-26, § 55
[6] Malone v. UK, A. 82 (1984) 7 EHRR 14
[7] Kruslin v. France, Α. 176-Α (1990), 12 ΕΗRR 547
[8] Campbell v. the United Kingdom, Judgment 25/3/1992 (Series A. 227, pp. 16-17)
[9] Puzinas v. Lithuania, App. No. 44800/98, Judgment 14/3/2002
[10] Έκθεση Επιτρόπου Διοικήσεως, αναφορικά με το παράπονο με αρ. φακ. Α/Π 1620/2004, κατά του Τμήματος Φυλακών, 17 Μαρτίου 2005