Η ΚΙΣΑ, με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας, καλεί την κυπριακή κοινωνία να αναλογιστεί και να αναγνωρίσει τις γυναίκες μετανάστριες και τη συνεισφορά τους προς την οικονομία και την κοινωνία, αλλά και τα σοβαρότατα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και τις διακρίσεις που υφίστανται και να καταπολεμήσει την κατάφωρη παραβίαση των εργασιακών και βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων τους.
Ιδιαίτερα, η ΚΙΣΑ θέλει να εστιάσει την προσοχή της κοινωνίας στη θέση και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει συγκεκριμένη κατηγορία μεταναστριών γυναικών, οι οποίες ζουν στην Κύπρο μετά από σύναψη γάμου με Κύπριους πολίτες ή την απόκτηση παιδιών των οποίων ο πατέρας είναι Κύπριος υπήκοος.
Οι γυναίκες αυτές, ακόμη και στην περίπτωση αρμονικής συμβίωσης με το σύζυγό τους, αντιμετωπίζουν σοβαρές διακρίσεις και περιορισμούς στην απόλαυση των δικαιωμάτων τους λόγω του απαρχαιωμένου και αποικιοκρατικού Περί Αλλοδαπών Νόμου, ο οποίος προβλέπει την παραχώρηση σε αυτές του καθεστώτος διαμονής «επισκέπτη», ένα καθεστώς που, όχι μόνο δεν κατοχυρώνει τα δικαιώματα των γυναικών αυτών αλλά είναι και εξευτελιστικό ως προς τη θέση και συνεισφορά τους στην κυπριακή κοινωνία. Αξίζει μόνο να σημειωθεί ότι υπήκοοι τρίτων χωρών, σύζυγοι ευρωπαίων υπηκόων στην Κύπρο απολαμβάνουν πολύ περισσότερα δικαιώματα απ’ ότι υπήκοοι τρίτων χωρών σύζυγοι Κυπρίων πολιτών. Δυστυχώς, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, παρά τη δέσμευσή του έναντι της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εσωτερικών για υποβολή τροποποιητικού νομοσχεδίου εδώ και ενάμισυ περίπου χρόνο, δεν έπραξε τίποτα προς αυτήν την κατεύθυνση και συνεχίζει να αναλώνει τις δυνάμεις και την εξουσία του στην ταλαιπωρία και υπόσκαψη των μικτών γάμων στην Κύπρο.
Η κατάσταση είναι ακόμη πιο τραγική όσον αφορά μετανάστριες υπηκόους τρίτων χωρών που, λόγω δυσκολιών στο γάμο τους, είτε ευρίσκονται σε διάσταση με το σύζυγό τους είτε έχουν ήδη προχωρήσει σε διαζύγιο. Στις περιπτώσεις όπου το Τμήμα αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης μπορεί να εκμαιεύσει έστω και την ελάχιστη ευχέρεια από τις αποικιοκρατικές πρόνοιες της νομοθεσίας, προχωρεί αδιάκριτα στην εκδίωξη και απέλαση των γυναικών αυτών παραγνωρίζοντας τα δικαιώματα τους που προκύπτουν από την εδώ παραμονή τους και τις επιπτώσεις που θα επιφέρει σ’ αυτές και τα παιδιά τους ο υποχρεωτικός επαναπατρισμός τους.
Όσες δε από αυτές τις μετανάστριες δεν μπορούν να «εκδιωχθούν», λόγω δικαστικών διαδικασιών ή ανήλικων παιδιών με κυπριακή υπηκοότητα, υποβιβάζονται τόσον οι ίδιες όσο και τα ανήλικα παιδιά τους σε πολίτες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας με απρόβλεπτές άμεσες αλλά και μακρόχρονες κοινωνικές επιπτώσεις. Η κυβέρνηση Παπαδόπουλου και οι ίδιες οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίες προώθησαν τροποποίηση του Περί Δημοσίων Βοηθημάτων Νόμου ώστε οι γυναίκες αυτές να μην δικαιούνται κοινωνικές παροχές και για να μπορούν σήμερα ποντιοπιλατικά να «εκφράζουν τη λύπη τους» προς αυτές τις γυναίκες που η νομοθεσία δεν τους επιτρέπει να τις «βοηθήσουν».
Στην ίδια ακριβώς βάση, η κυβέρνηση Παπαδόπουλου προχώρησε με ανάλογο νομοθέτημα στη στέρηση από αυτές τις γυναίκες του δικαιώματος για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Μάλιστα, το Υπουργικό Συμβούλιο πρόσφατα απέρριψε εισήγηση του Υπουργείου Υγείας, το οποίο είχε αντιληφθεί το πολύ σοβαρό πρόβλημα που προέκυψε με τον αποκλεισμό αυτών των ατόμων από το δημόσιο σύστημα υγείας, για συμπερίληψη των ατόμων αυτών στις ειδικές κατηγορίες που προβλέπει η νομοθεσία για παραχώρηση δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Το αποκορύφωμα αυτής της ανομίας ήταν η «νομική» κάλυψη που πρόσφερε η Γενική Εισαγγελία μέσα από «γνωματεύσεις» προς την αχαρακτήριστη αυτή πρακτική της προηγούμενης κυβέρνησης στα υπό αναφορά θέματα.
Η ΚΙΣΑ, με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας, καλεί την πολιτεία να υιοθετήσει μια θετική στάση έναντι των ειδικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι μετανάστριες στην Κύπρο. Καλεί επίσης την παρούσα κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα σε ενέργειες για τροποποίηση των υπό αναφορά νομοθεσιών ώστε να διασφαλιστούν τα δικαιώματα και η αξιοπρεπής μεταχείριση της συγκεκριμένης ομάδας των μεταναστριών και των παιδιών τους.