Αρ. Φακ.: Α/Π 146/2008
14 Οκτωβρίου 2009
Έκθεση Επιτρόπου Διοικήσεως αναφορικά με μεταχείριση αιτητή ασύλου από την Αστυνομία
Αντικείμενο παραπόνου και διενεργηθείσα έρευνα
[1] Η μη κυβερνητική οργάνωση “Future Worlds Center”, με επιστολές ημερ. 21 Ιανουαρίου και 6 Φεβρουαρίου 2008, υπέβαλε παράπονο εκ μέρους του κ. R. A. N., από το Καμερούν, κατά του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, καθώς και της Αστυνομίας, σχετικά με τους λόγους και τις συνθήκες κράτησής του στα Αστυνομικά Κρατητήρια Λευκωσίας.
[2] Σύμφωνα με το παράπονο, ο παραπονούμενος, κατά τη δεδομένη χρονική περίοδο, ήταν αιτητής ασύλου, το αίτημα του οποίου εκκρεμούσε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, στην οποία προσέφυγε αφού η αίτησή του απορρίφθηκε σε πρώτο στάδιο από την Υπηρεσία Ασύλου. Από τον Ιούνιο, ωστόσο, του 2007, τελούσε υπό κράτηση. Εξαιτίας, μάλιστα, του ότι έπασχε από Ηπατίτιδα, μέχρι τον Ιανουάριο του 2008, βρισκόταν σε καθεστώς απομόνωσης, γεγονός που επιδρούσε αρνητικά στην ψυχολογική του κατάσταση.
Επιπλέον, ο παραπονούμενος κατήγγειλε ότι στις 31 Ιανουαρίου 2008, τον επισκέφτηκαν Αστυνομικοί, οι οποίου ζήτησαν να τους δώσει τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Επειδή, όμως, ο ίδιος αρνήθηκε, ζητώντας να πληροφορηθεί το λόγο που τα χρειάζονταν, δεδομένου ότι αυτά λήφθηκαν και κατά την υποβολή της αίτησής του για άσυλο, οι Αστυνομικοί επιχείρησαν να τα εξασφαλίσουν με τη βία.
Επιπρόσθετα, υποστήριξε ότι στις 6 Φεβρουαρίου 2008, Αστυνομικοί τον μετέφεραν σε Αστυνομικό Σταθμό, όπου συνάντησε το Βοηθό Αρχηγό της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ), τον Πρόξενο της Κύπρου στο Καμερούν και ένα μεταφραστή. Εκεί, σύμφωνα με τον ίδιο, κλήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με την ταυτότητά του, την καταγωγή του, την οικογένειά του και τον τρόπο με τον οποίο έφτασε στην Κύπρο.
[3] Για σκοπούς διερεύνησης του παραπόνου, ζητήθηκαν τα σχόλια και οι απόψεις τόσο της Υπηρεσίας Ασύλου, για να διαπιστωθεί το καθεστώς του παραπονούμενου στη Δημοκρατία, όσο και της Αστυνομίας, σχετικά με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του, αναφορικά με τους λόγους κράτησης και τον τρόπο μεταχείρισής του. Απαντήσεις λήφθηκαν και από τις δύο υπηρεσίες, αντίστοιχα. Επίσης, επιθεωρήθηκε ο διοικητικός φάκελος του παραπονούμενου και εξασφαλίστηκαν αντίγραφα σχετικών εγγράφων.
Απόψεις Εμπλεκόμενων Υπηρεσιών και Διαπιστώσεις
[4] Η Υπηρεσία Ασύλου, στην απαντητική επιστολή της, περιορίστηκε στην αναφορά ότι ο παραπονούμενος έπαψε να είναι αιτητής ασύλου από τις 6 Φεβρουαρίου 2008, όταν και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων απέρριψε το αίτημά του. Δεν προέβη, ωστόσο, σε οποιοδήποτε σχόλιο αναφορικά με τους ισχυρισμούς του παραπονούμενου για τη μεταχείριση που έτυχε ενόσω εκκρεμούσε η αίτησή του. Δικαιολόγησε, μάλιστα, τη συμπεριφορά της Αστυνομίας, υποστηρίζοντας ότι σε περιπτώσεις που κρίνεται αναγκαία η εξακρίβωση των στοιχείων της ταυτότητας ενός αιτητή, η νενομισμένη διαδικασία είναι αυτή που ακολουθήθηκε, δηλαδή αυτή της παραπομπής του αιτητή στο διαπιστευμένο πρέσβη ή πρόξενο της χώρας καταγωγής του.
[5] Από τη δική της πλευρά η Αστυνομία παρέθεσε τα σχόλιά της και όσον αφορά την κράτηση του παραπονούμενου, αλλά και αναφορικά με τη μεταχείριση που έτυχε.
Συγκεκριμένα, η κράτηση του παραπονούμενου, ακόμη και εκκρεμούσης της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του, οφειλόταν σε προηγούμενη καταδίκη του, για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, πλαστοπροσωπία και εξασφάλιση εγγράφων αλλοδαπού με ψευδείς παραστάσεις, για την οποία, εκτός από τους δέκα μήνες φυλάκισης που του επεβλήθηκαν, θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης και συνέχισε να τελεί υπό κράτηση, βάσει σχετικού διατάγματος που εκδόθηκε στις 31 Μαΐου 2007. Για το θέμα της απομόνωσης, ωστόσο, η Αστυνομία ισχυρίστηκε ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό να συμβεί, καθώς τα Αστυνομικά κρατητήρια, όπου βρισκόταν ο παραπονούμενος, δε διέθεταν τέτοια κελιά.
Όσον αφορά τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του κ. N., για βίαιη μεταχείρισή του από μέλη της ΥΑΜ, η Αστυνομία υποστηρίζει ότι μέλη της πράγματι επισκέφτηκαν τον παραπονούμενο στο κελί του και ξεκίνησαν τις διαδικασίες έκδοσης ταξιδιωτικού εγγράφου, αφ’ ότου όμως απορρίφθηκε και η προσφυγή του από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, στις 6 Φεβρουαρίου 2008. Καμία αναφορά δεν έγινε για οποιαδήποτε προηγούμενη επίσκεψη των Αστυνομικών στο κελί του παραπονούμενου. Επιπλέον, δεν αρνήθηκαν το γεγονός της μεταφοράς του παραπονούμενου στο Αρχηγείο της ΥΑΜ και την συνάντηση του με τον Πρόξενο της Κύπρου στο Καμερούν, για εξακρίβωση των στοιχείων της ταυτότητας του παραπονούμενου. Η Αστυνομία, δε, αναφέρει ότι, εν τέλει, προέκυψε ότι τα στοιχεία που δόθηκαν αρχικά, κατά την υποβολή της αίτησης ασύλου, ήταν αληθή, και ως εκ τούτου, δεν ήταν απαραίτητη η λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων. Υποστηρίζει, επίσης, ότι κατά τη συνάντηση του παραπονούμενου με τον Πρόξενο, ο οποίος μιλά τη μητρική γλώσσα του κ. N., συνειδητοποίησε ο ίδιος ότι δεν ετίθετο θέμα μη απέλασής του. Τότε, κατά την Αστυνομία, ο παραπονούμενος παραδέχτηκε και απεκάλυψε την ύπαρξη διαβατηρίου και ζήτησε να διευθετηθεί η αναχώρησή του από την Κύπρο το συντομότερο. Έτσι, στις 14 Φεβρουαρίου 2008, ο κ. N. απελάθηκε στη χώρα καταγωγής του.
[6] Αξίζει να σημειωθεί πως βάσει των εγγράφων του διοικητικού φακέλου του παραπονούμενου, η απορριπτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 6 Φεβρουαρίου 2008, επιδόθηκε στον παραπονούμενο την επομένη, δηλαδή στις 7 Φεβρουαρίου 2008, ο οποίος, ωστόσο, αρνήθηκε να την υπογράψει για δικούς του λόγους. Επίσης, οδηγίες για προώθηση και εκτέλεση του διατάγματος απέλασης του παραπονούμενου δόθηκαν από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στις 8 Φεβρουαρίου 2008. Πιο αναλυτικά, διαφαίνεται ότι η διαδικασία απέλασης του παραπονούμενου προωθήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και προτού ο ίδιος αντιληφθεί το τι συνέβαινε. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πιο πάνω σημειώματα και ημερομηνίες, προκύπτει ότι, παρόλο που η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων κατέληξε αναφορικά με την προσφυγή του παραπονούμενου, ο ίδιος δεν είχε ενημερωθεί πριν να ξεκινήσει η διαδικασία απέλασής του. Τούτο προέκυψε από το σημείωμα του Αστυνομικού, ημερ. 7 Φεβρουαρίου 2008, που αναφέρει ότι μόλις την ημέρα εκείνη ο παραπονούμενος έλαβε γνώση της απόφασης. Επίσης, η διαδικασία προωθήθηκε, πριν τις οδηγίες της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, οι οποίες δόθηκαν στις 8 Φεβρουαρίου 2008. Δηλαδή, όταν στις 6 Φεβρουαρίου 2008, οι Αστυνομικοί, πιθανό για δεύτερη φορά, επιχείρησαν να εξασφαλίσουν τα δακτυλικά του αποτυπώματα και, παράλληλα, τον μετέφεραν στο Αρχηγείο της ΥΑΜ, ο παραπονούμενος δεν γνώριζε για την απορριπτική απόφαση.
Νομικό πλαίσιο
[7] Σύμφωνα με τους περί Προσφύγων Νόμους [άρθρο 7(4)], απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου, αλλά θα πρέπει να συντρέχουν άλλοι λόγοι, που σχετίζονται συνήθως με την εξακρίβωση των στοιχείων της ταυτότητάς του.
Παρόλα αυτά, η κράτηση αιτητή δεν απαγορεύεται, όταν αυτό είναι αποτέλεσμα επιβολής ποινής φυλάκισης από αρμόδιο Δικαστήριο ή έκδοσης σχετικού διατάγματος από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, όταν και εφόσον ο αιτητής θεωρηθεί απαγορευμένος μετανάστης, βάσει του άρθρου 6 του ιδίου Νόμου, για λόγους άλλους από την ιδιότητά του ως αιτητής ασύλου. Σχετική με το εν λόγω ζήτημα είναι η υπόθεση Jamil Ahmed[1], στην οποία ο αιτητής ζήτησε την έκδοση προνομιακού διατάγματος Habeas Corpus με στόχο την απελευθέρωσή του, υποστηρίζοντας ότι το διάταγμα κράτησής του εκδόθηκε παράνομα, εφόσον από τη στιγμή της υποβολής αίτησης για άσυλο δεν ήταν νόμιμη η διατήρηση σε ισχύ του διατάγματος κράτησης και απέλασης που εκδόθηκε εναντίον του, λόγω παράνομης παραμονής. Η αίτηση απορρίφθηκε, αφού τα διατάγματα που εκδόθηκαν δεν είχαν ως βάση την ιδιότητα του αιτητή ως αιτητή ασύλου. Η θέση αυτή υποστηρίχτηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και στην υπόθεση Rahal[2], κατά την οποία ο αιτητής ζήτησε την έκδοση του ίδιου προνομιακού διατάγματος (Habeas Corpus), με στόχο την απελευθέρωσή του, εφόσον τέθηκε υπό κράτηση για παρουσίαση ψευδών στοιχείων, ενώ εκκρεμούσε η αίτησή του για άσυλο. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτησή του, γιατί, ακριβώς, και πάλι, τα διατάγματα δεν εκδόθηκαν λόγω της ιδιότητας του αιτητή ως αιτητή ασύλου.
Συνεπώς, ο αιτητής τελεί υπό κράτηση, βάσει διατάγματος κράτησης που εκδίδεται εναντίον του, ενώ το διάταγμα απέλασής του αναστέλλεται, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του για άσυλο και μέχρι περαιτέρω οδηγιών από τη Διευθύντρια του εμπλεκόμενου Τμήματος.
[8] Όσον αφορά τα δικαιώματα των αιτητών που τελούν υπό κράτηση, σε σχέση με τις αιτήσεις τους για άσυλο, αυτές εξετάζονται κατά τον ίδιο τρόπο, με τη μόνη διαφορά, όπου είναι εφικτό, την επίσπευση της εξέτασης, για να μην υπάρξει αχρείαστη παράταση της κράτησης του προσώπου.
Ειδικότερα, και σε αναφορά της συγκεκριμένης υπόθεσης, οι βασικές αρχές που διέπουν τη λειτουργία και τις διαδικασίες ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, βάσει του άρθρου 28Θ των περί Προσφύγων Νόμων, συνεχίζουν να ισχύουν, ακόμη και αν ο αιτητής βρίσκεται υπό κράτηση. Πιο συγκεκριμένα, όλες οι αποφάσεις της Αρχής είναι γραπτές και δεόντως αιτιολογημένες, αποστέλλονται στον αιτητή και κοινοποιούνται στην Υπηρεσία Ασύλου και στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, για τη λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων για εκτέλεση της απόφασης, ανάλογα με την περίπτωση.
[9] Εξάλλου, για την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης, είναι απαραίτητη η ύπαρξη ταξιδιωτικού εγγράφου. Στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός, και εν προκειμένω, ο αιτητής, δεν έχει στην κατοχή του έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο, η Δημοκρατία εφοδιάζεται με ενιαίου τύπου ταξιδιωτικό έγγραφο, προς διευκόλυνση της απέλασής του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14ΑΑ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου. Η, δε, Διευθύντρια του εμπλεκόμενου Τμήματος δύναται να λαμβάνει δακτυλικά αποτυπώματα προσώπων που απελαύνονται.
Να σημειωθεί ότι λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων λαμβάνει χώρα και κατά την υποβολή αίτησης ασύλου.
[10] Επιπρόσθετα, συναφές με το παρόν παράπονο είναι και το δικαίωμα στη μη υποβολή σε βασανιστήρια ή σε σκληρή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, το οποίο διαφυλάσσεται από το Άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, όπως επίσης και από το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιώματα του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Σημαντική, ωστόσο, για τη διαφύλαξη του υπό αναφορά δικαιώματος είναι η Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και Άλλης Σκληρής Απάνθρωπης και Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας, στα πλαίσια της οποίας τίθεται η υποχρέωση του Κράτους για παροχή εγγύησης πρόληψης οποιωνδήποτε πράξεων βασανιστηρίων εντός της εδαφικής περιοχής που υπάγεται στη δικαιοδοσία του.
[11] Τέλος, το άρθρο 18(9) των περί Προσφύγων Νόμων αναφέρει ότι τόσο το γεγονός της υποβολής της αίτησης, όσο και οποιαδήποτε πληροφορία, η οποία σχετίζεται με την αίτηση, παραμένουν εμπιστευτικά και σε καμιά περίπτωση δεν αποκαλύπτονται στις αρχές της χώρας ιθαγένειας του αιτητή, ούτε και ζητείται από αυτές οποιαδήποτε πληροφορία αναφορικά με τον αιτητή.
Συμπεράσματα – Κριτική
[12] Το υπό εξέταση παράπονο αρχικά υποβλήθηκε με σκοπό την επίσπευση της διαδικασίας εξέτασης της προσφυγής του παραπονούμενου που εκκρεμούσε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η οποία υποβλήθηκε κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο λόγος του αιτήματος αυτού ήταν το γεγονός ότι ο παραπονούμενος βρισκόταν υπό κράτηση και, επειδή έπασχε από Ηπατίτιδα, κρατείτο σε απομόνωση, κάτι που επιδρούσε αρνητικά στην ψυχολογική του κατάσταση. Συνεπώς, ζητήθηκε η επίσπευση, ούτως ώστε να τερματιστεί το καθεστώς αυτό του παραπονούμενου, το οποίο ακριβώς ήταν επαχθές για τον ίδιο.
[13] Επειδή, όμως, κατά την περίοδο εξέτασης του παραπόνου, ο παραπονούμενος είχε ήδη μετακινηθεί από την απομόνωση και μεταφερθεί σε κελί με άλλους κρατουμένους, μετά από γνωμάτευση κρατικού ιατρού ότι η ασθένειά του είναι χαμηλής μεταδοτικότητας, δεν προχώρησα σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια. Εξάλλου, η κράτησή του ήταν δικαιολογημένη, βάσει διατάγματος κράτησης, το οποίο εκδόθηκε, αφ’ ότου κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης, λόγω προηγούμενης σοβαρής καταδίκης. Δεν μπορώ, ωστόσο, να μη σχολιάσω έστω το γεγονός ότι χρειάστηκαν σχεδόν οκτώ μήνες για να διαπιστωθεί η κατάσταση της υγείας του και να μεταφερθεί σε κελί με άλλους κρατουμένους, περίοδος κατά την οποία αδιαμφισβήτητα επηρεάστηκε αρνητικά η ψυχολογική κατάσταση του παραπονούμενου.
[14] Εντούτοις, αυτό δε δικαιολογούσε την όλη στάση της Αστυνομίας και τη μεταχείριση που φαίνεται, εν τέλει, να έτυχε ο παραπονούμενος.
Κατ’ αρχήν, ούτε η Υπηρεσία Ασύλου, αλλά ούτε και η Αστυνομία, που εν προκειμένω, είναι η εμπλεκόμενη υπηρεσία, δεν τοποθετήθηκαν για τους ισχυρισμούς του παραπονούμενου, σε σχέση με την άσκηση βίας, με σκοπό την εξασφάλιση των δακτυλικών του αποτυπωμάτων. Και οι δύο υπηρεσίες αναφέρθηκαν στις 6 Φεβρουαρίου 2008, μετά δηλαδή την απορριπτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, αλλά δε έθεσαν ενώπιόν μου κανένα σχόλιο για οποιαδήποτε προηγούμενη επαφή της Αστυνομίας με τον παραπονούμενο, τις αμέσως προηγούμενες μέρες. Συνεπώς, παρόλο που η όποια μεταχείριση του παραπονούμενου δεν μπορεί να αποδειχθεί, καθώς ο ίδιος είχε ήδη απελαθεί από την Κύπρο, προτού πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε επικοινωνία με τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, δεν μπορώ να αποκλείσω το ενδεχόμενο ότι τα γεγονότα συνέβησαν κατά τον τρόπο που κατήγγειλε ο παραπονούμενος, αφού, δυστυχώς, δεν είναι ελάχιστες οι καταγγελίες που έφτασαν στο Γραφείο μου, σχετικά με κακοποίηση κρατουμένων από την Αστυνομία, με οποιαδήποτε πρόφαση. Η μη τοποθέτηση, δε, όπως και η έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς από πλευράς της Αστυνομίας για τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς, κρίνεται μάλλον ύποπτη εις βάρος της.
[15] Ο τρόπος, δε, εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης του παραπονούμενου και η όλη στάση των υπηρεσιών, σε σχέση με τις διαδικασίες ενημέρωσης για τις ληφθείσες αποφάσεις, δεν μπορούσε παρά να του προκαλέσει άγχος και φόβο, καθώς δεν ήταν εις γνώση του οι εξελίξεις της προσφυγής του. Ο ίδιος, δηλαδή, ζούσε ένα μαρτύριο και μια ψυχοφθόρα διαδικασία, χωρίς να γνωρίζει το λόγο και, σίγουρα, χωρίς να είναι σε θέση να υποθέσει την εξέλιξη. Εξάλλου, με τον τρόπο αυτό, υπήρξε παραβίαση και των περί Προσφύγων Νόμων, βάσει των οποίων γνωστοποιείται στον αιτητή η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, όπως επίσης και τα δικαιώματά του, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο. Επίσης, αξιοπερίεργη είναι η απάντηση στο ερώτημα με ποια δικαιοδοσία ενήργησε η Αστυνομία, αφού οι οδηγίες της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης δόθηκαν δύο μέρες αργότερα.
[16] Όσο, δε, αφορά τη μεταφορά του παραπονούμενου στο Αρχηγείο της ΥΑΜ και τη συνάντησή του με το Βοηθό Αρχηγό της ΥΑΜ και τον Πρόξενο της Κύπρου στο Καμερούν, καμία δικαιολογία ή αιτιολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η συνάντηση αυτή ήταν παντελώς αχρείαστη και οπωσδήποτε δεν αποτελεί μέρος της νενομισμένης διαδικασίας για απέλαση ενός απορριφθέντος αιτητή ασύλου. Εξάλλου, βάσει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, η Πολιτεία δύναται να εκδώσει ταξιδιωτικά έγγραφα σε πρόσωπο, το οποίο προτίθεται να απελαθεί, χωρίς την οποιαδήποτε συγκατάθεση της χώρας καταγωγής του. Σε περίπτωση που απαιτούνται πληροφορίες για διαπίστωση της ταυτότητάς του, αυτό μπορεί να γίνει διακριτικά και χωρίς να αποκαλυφθεί το γεγονός της αίτησης ασύλου του προσώπου. Διότι, όταν οι περί Προσφύγων Νόμοι αναφέρουν ότι οποιαδήποτε πληροφορία που σχετίζεται με την αίτηση ασύλου ενός προσώπου παραμένει εμπιστευτικά και δεν αποκαλύπτονται σε υπηρεσίες της χώρας καταγωγής του προσώπου, αυτό δεν αφορά μόνο την περίοδο κατά την οποία εκκρεμεί η αίτηση, αλλά ακόμη και μετά την απόρριψη. Γιατί ο κίνδυνος που πιθανό να αντιμετωπίσει ένα πρόσωπο δεν περιορίζεται στο χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο εκκρεμεί η αίτηση, αλλά σίγουρα και αφού απορριφθεί. Συνεπώς, οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες της Δημοκρατίας δε θα πρέπει κατ’ ουδένα λόγο ή οποιαδήποτε προϋπόθεση να αποκαλύπτουν το αίτημα ενός προσώπου για άσυλο.
[17] Παράλληλα, η θέση ότι δεν ήταν απαραίτητη, τελικά, η λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παραπονούμενου, εφόσον τα στοιχεία που έδωσε κατά την υποβολή της αίτησης ασύλου ήταν αληθή, και συνεπώς ο ισχυρισμός του για άσκηση βία απορρίπτεται, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Κατά την άποψή μου, η λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του παραπονούμενου για δεύτερη φορά, και δη με τη βία, και μάλιστα χωρίς να του δοθούν οποιεσδήποτε εξηγήσεις ή πληροφορίες για τους λόγους για τους οποίους απαιτούνται, δεν ήταν απαραίτητη, εν πάση περιπτώσει, αφού, είτε τα στοιχεία της αίτησής του ήταν αληθή είτε όχι, τα δακτυλικά αποτυπώματα δε διαφοροποιούνται. Συνεπώς, η Αστυνομία δε θα έπρεπε να προβεί σε οποιαδήποτε δεύτερη προσπάθεια ευθύς εξαρχής.
Συστάσεις
[18] Η διαδικασία παραχώρησης ασύλου ορίστηκε από διεθνείς συμβάσεις, τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία έχει προσυπογράψει και έχει δεσμευτεί θα ακολουθεί και, ως τέτοια, δεν υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του οποιουδήποτε οργάνου, εκτός όπου η ίδια η νομοθεσία το επιτρέπει. Τα σημεία τα οποία απασχολούν την παρούσα Έκθεση παρουσιάζουν μάλλον μια νοοτροπία, η οποία εν τέλει οδηγεί σε παραβίαση των σχετικών νόμων. Η αδιαφορία για τη ψυχολογική κατάσταση ενός κρατουμένου και η ανεπίτρεπτη μεταχείρισή του, με πιθανή άσκηση βίας, δεν έχει συνέπειες μόνο στα εμπλεκόμενα πρόσωπα ή στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, αλλά αποτελούν πράξεις προσβολής της ίδιας της Πολιτείας, αφού δεν είναι σε θέση να διαφυλάξει τις βασικές αξίες και δικαιώματα ενός προσώπου, αλλοδαπού για το χώρο, το οποίο υπόκειται στον έλεγχό της.
[19] Οι υπηρεσίες, οι οποίες εμπλέκονται σε θέματα ασύλου και αλλοδαπών, γενικότερα, θα πρέπει να κατανοήσουν τις ευθύνες και τις αρμοδιότητές τους. Η διαδικασία είναι σαφής και δεν υπάρχει λόγος να ερμηνεύεται διαφορετικά. Για το λόγο αυτό, υποβάλλω την Έκθεση αυτή στον Αρχηγό Αστυνομίας, με τη σύσταση όπως προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για ενημέρωση των μελών του σώματος αναφορικά με τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με τα θέματα αιτητών ασύλου. Επίσης, αντίγραφο αποστέλλεται στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου και στον Πρόεδρο της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων για ενημέρωση και προβληματισμό.
Ηλιάνα Νικολάου
Επίτροπος Διοικήσεως
και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Υποσημειώσεις και Παραπομπές:
[1] Jamil Ahmed v. Κυπριακή Δημοκρατία, Μέσω 1. Γενικού Εισαγγελέα, 2. Υπηρεσίας Ασύλου, 3. Αρχηγού Αστυνομίας, 4. Λειτουργού Μεταναστεύσεως, Υπουργείο Εσωτερικών (Αίτηση Αρ. 151/2004), Απόφαση ημερ. 22 Οκτωβρίου 2004.
[2] Asad Mohammed Rahal v. Κυπριακή Δημοκρατία, Μέσω 1. Γενικού Εισαγγελέα, 2. Υπηρεσίας Ασύλου, 3. Αρχηγού Αστυνομίας, 4. Λειτουργού Μεταναστεύσεως, Υπουργείο Εσωτερικών (Αίτηση Αρ. 169/2004), Απόφαση ημερ. 26 Οκτωβρίου 2004.