ga('send', 'pageview');

15955_624732904218488_322460978_n

 

Αρ. Φακ.: Α/Π 799/2006

 

Λευκωσία, 9 Ιουλίου 2009

Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως

αναφορικά με την κάλυψη των υλικών συνθηκών υποδοχής των αιτητών ασύλου

από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας

 

Περιγραφή παραπόνου

 

1. Ο κ. K. A., αιτητής ασύλου από τη Συρία, μου υπέβαλε παράπονο, με επιστολή του ημερομηνίας 27 Μαρτίου 2006, σε σχέση με το χειρισμό των αιτημάτων του για χορήγηση δημοσίου βοηθήματος για την κάλυψη των εκτάκτων αναγκών του από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Συγκεκριμένα, ο παραπονούμενος, ο οποίος λάμβανε δημόσιο βοήθημα από τον Αύγουστο του 2005, κατήγγειλε ότι το Νοέμβριο του 2005 υπέβαλε αίτημα για έκτακτο βοήθημα για σκοπούς θέρμανσης και αγοράς χειμερινών ενδυμάτων, χωρίς να λάβει απάντηση, ενώ ισχυρίστηκε ότι δεν έλαβε ούτε το επίδομα των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Όπως ανάφερε, ακόμα, ο κ. A., όταν ζήτησε από τις Υπηρεσίες να του αντικαταστήσουν το φθαρμένο του στρώμα, αυτό αντικαταστάθηκε από ένα εξίσου παλαιό και ακατάλληλο. Πέραν των ειδικών θεμάτων, ο παραπονούμενος αναφέρθηκε σε καθυστερήσεις κατά τη χορήγηση του δημοσίου βοηθήματος και σε έλλειψη ενδιαφέροντος από μέρους των αρμόδιων λειτουργών για την κατάστασή του.

2. Κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής διερεύνησης του παραπόνου, ο κ. A. κατήγγειλε, επιπλέον, ότι το Νοέμβριο του 2006 το δημόσιο βοήθημα το οποίο λάμβανε διακόπηκε, λόγω της εργοδότησής του στα πλαίσια της συμμετοχής του στο πρόγραμμα EQUAL[1], το οποίο αναμενόταν να διαρκέσει μέχρι τον Οκτώβριο του 2007. Σύμφωνα με τον παραπονούμενο, ο τερματισμός του δημοσίου βοηθήματος ενόψει της εργοδότησής του μετά από μακρά περίοδο ανεργίας θα έπρεπε να γίνει σταδιακά, όπως προνοείται στη νομοθεσία, και ειδικά στο άρθρο 9(2) του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο[2].

 

Έρευνα και διαπιστώσεις

 

3. Στα πλαίσια διερεύνησης των όσων διατυπώθηκαν από τον παραπονούμενο, ζήτησα, με επιστολή ημερομηνίας 20 Σεπτεμβρίου 2006, τα σχόλια και τις απόψεις της Διευθύντριας των Υπηρεσιών, καθώς και την αποστολή του σχετικού φακέλου για σκοπούς έρευνας. Με δεύτερη επιστολή μου, ημερομηνίας 7 Ιανουαρίου 2008, ζήτησα διευκρινήσεις ως προς τη χορήγηση δημοσίου βοηθήματος στους αιτητές ασύλου που συμμετέχουν στο EQUAL και ειδικότερα κατά πόσο επιχορηγούνται και οι δύο φάσεις του προγράμματος, δηλαδή η εκπαίδευση/ κατάρτιση και η τοποθέτηση σε θέση εργασίας.

4. Από τη συνολική έρευνα προέκυψε ότι το Χριστουγεννιάτικο δώρο παραχωρήθηκε στον παραπονούμενο τον Απρίλιο του 2006 και ότι αναμενόταν με αυτό να καλύψει τις ανάγκες του για ρουχισμό. Ως προς το Πασχαλινό δώρο, η Διευθύντρια σημείωσε ότι το δώρο εκ παραδρομής δεν καταβλήθηκε στον παραπονούμενο και έδωσε οδηγίες στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λευκωσίας για παραχώρηση στον κ. A. όλων των δικαιωμάτων του από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του, περιλαμβανομένου του επιδόματος για αγορά ειδών ένδυσης, εφόσον επιβεβαιωθεί η σχετική ανάγκη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που μου προσκομίστηκαν ακολούθως, το Πασχαλινό δώρο για το 2006 χορηγήθηκε στον παραπονούμενο τον Οκτώβριο του 2007, μαζί με το επίδομα θέρμανσης για το 2005 και το 2006.

5. Αναφορικά με το στρώμα, η Διευθύντρια ανέφερε ότι δεν προνοείται βάσει της νομοθεσίας η αγορά εξοπλισμού για τους αιτητές ασύλου, αλλά μόνο η κάλυψη των «υλικών συνθηκών υποδοχής», δηλαδή στέγης, τροφής και ρουχισμού. Η εμπλοκή, σύμφωνα με τη Διευθύντρια, μη κυβερνητικών οργανώσεων για την κάλυψη των υπολοίπων αναγκών των αιτητών είναι μία συνηθισμένη τακτική των Επαρχιακών Λειτουργών και στοχεύει στην περαιτέρω και εναλλακτική βοήθεια προς τους αιτητές.

6. Οι ισχυρισμοί του παραπονούμενου για καθυστερήσεις στη χορήγηση του δημοσίου βοηθήματος και για αδιαφορία κατά το χειρισμό της περίπτωσής του, δεν τεκμηριώθηκαν.

7. Αναφορικά με το θέμα της διακοπής του δημοσίου βοηθήματος, από την έρευνα διεφάνη ότι η χορήγηση του βοηθήματος τερματίστηκε το Νοέμβριο του 2006, δύο μήνες μετά την ολοκλήρωση του εκπαιδευτικού μέρους του προγράμματος EQUAL και αφού ο κ. A. τοποθετήθηκε σε θέση εργασίας στα πλαίσια ολοκλήρωσης του προγράμματος. Σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο των Υπηρεσιών, ημερομηνίας 5 Ιουνίου 2007, δημόσιο βοήθημα χορηγείται στους συμμετέχοντες μόνο κατά την παρακολούθηση του θεωρητικού μέρους του προγράμματος, ενώ όταν αυτοί εργοδοτηθούν στα πλαίσια του προγράμματος λαμβάνεται υπόψη το εισόδημά τους για σκοπούς υπολογισμού ή τερματισμού του δημοσίου βοηθήματος. Αν και η εγκύκλιος εκδόθηκε μετά το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται ο κ. A., ο υπολογισμός του βοηθήματος και η απόφαση τερματισμού του βάσει των εισοδημάτων του δικαιούχου στηρίζεται απευθείας στο Νόμο[3].

 

Νομοθετικό πλαίσιο – «Υλικές συνθήκες υποδοχής»

 

8. Tόσο από τη διερεύνηση του παραπόνου του κ. A., όσο και από τη διερεύνηση άλλων παραπόνων παρόμοιου περιεχομένου τα οποία μου έχουν υποβληθεί μέχρι σήμερα, διαπιστώνεται ότι κατά τον υπολογισμό του δημοσίου βοηθήματος που λαμβάνουν οι αιτητές ασύλου από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας παρουσιάζονται διαφοροποιήσεις, οι οποίες αποδίδονται στην απουσία ενός σαφούς ερμηνευτικού προσανατολισμού σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτει το εν λόγω βοήθημα.

9. Τούτο οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο δεν εξειδικεύει με επάρκεια τις ανάγκες που καλύπτει η παροχή του δημοσίου βοηθήματος στου αιτητές ασύλου. Στην παράγραφο (1) του  Κανονισμού 14 των περί Προσφύγων (Συνθήκες Υποδοχής Αιτητών) Κανονισμών του 2005,  ορίζεται ότι οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διασφαλίζουν την κάλυψη των υλικών συνθηκών υποδοχής των αιτητών μέσω της χορήγησης δημοσίου βοηθήματος δυνάμει του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου, ώστε να εξασφαλίζεται σε αυτούς βιοτικό επίπεδο κατάλληλο από απόψεως υγείας και ικανό να διασφαλίζει τη συντήρησή τους. Στην παράγραφο (6) του ίδιου Κανονισμού, σημειώνεται ότι οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας δύνανται να απορρίπτουν εν όλω ή εν μέρει αίτηση παροχής δημοσίου βοηθήματος ή να διακόπτουν εν όλω ή εν μέρει την παροχή δημοσίου βοηθήματος δυνάμει του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου, μόνο εφόσον τεκμηριώνουν ότι αιτητής απασχολείται ή/ και διαθέτει επαρκείς πόρους που να εξασφαλίζουν σε αυτόν και στην οικογένειά του, ανάλογα με την περίπτωση, τις βασικές και ειδικές τους ανάγκες και κατάλληλο βιοτικό επίπεδο από απόψεως υγείας.

10. Ο  προσδιορισμός και η κατά περίπτωση εξειδίκευση του δημοσίου βοηθήματος γίνεται στη βάση μιας  συνδυαστικής ερμηνείας των πιο πάνω Κανονισμών με τη νομοθεσία περί δημοσίων βοηθημάτων. Σύμφωνα με το εδάφιο (7) του άρθρου 3 του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου, δημόσιο βοήθημα παρέχεται σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος κατέχει το νομικό καθεστώς του αιτητή ασύλου ή καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου… του οποίου τα εισοδήματα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των υλικών συνθηκών υποδοχής κατά την έννοια των περί Προσφύγων (Συνθήκες Υποδοχής Αιτητών) Κανονισμών του 2005.  Σε όλες τις λοιπές κατηγορίες ληπτών δημοσίου βοηθήματος (Κύπριους και Ευρωπαίους πολίτες, επί μακρόν διαμένοντες από τρίτες χώρες, αναγνωρισμένους πρόσφυγες, θύματα εμπορίας προσώπων κτλ.), ο Νόμος ορίζει ότι παρέχεται δημόσιο βοήθημα για την κάλυψη των βασικών και ειδικών αναγκών τους.

11. Στις ερμηνευτικές διατάξεις του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 2006,  καθορίζεται ότι οι βασικές ανάγκες περιλαμβάνουν τροφή, απαραίτητη ένδυση και υπόδηση, υδατοπρομήθεια, καύσιμα, φωτισμό, είδη υγιεινής διαβίωσης, καθώς επίσης ανάγκες σχετικές με την προσωπική άνεση του αιτητή και κάθε προσώπου που εξαρτάται από αυτό, ενώ οι ειδικές ανάγκες περιλαμβάνουν στέγαση, φροντίδα, καθώς και άλλες ανάγκες οι οποίες προκύπτουν από την ψυχική ή σωματική υγεία ή οποιαδήποτε ανικανότητα του αιτητή ή του λήπτη ή των εξαρτωμένων του και των οποίων η ικανοποίηση θα μειώσει το βαθμό εξάρτησής τους από το δημόσιο βοήθημα ή θα συμβάλει ουσιαστικά στην περιφρούρηση της αξιοπρέπειάς τους. Στο άρθρο 8 του Νόμου παρατίθενται αναλυτικότερα οι ειδικές ανάγκες οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ποσού του δημόσιου βοηθήματος. Ενδεικτικά, αναφέρω (α) την ένδυση ή οικιακό εξοπλισμό… ή άλλες ειδικές προσωπικές και κοινωνικές ανάγκες… (β) το ποσό ενοικίου που δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό του ποσού που έχει ορισθεί για τις βασικές του ανάγκες (σε εξαιρετικές περιπτώσεις: ολόκληρο το ενοίκιο) (στ) …την πληρωμή ποσού που δε θα υπερβαίνει τις εκατό λίρες κάθε χρόνο, για την κάλυψη δαπανών για θέρμανση.

12. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικές Ευημερίας, για τη χορήγηση δημοσίου βοηθήματος στους αιτητές ασύλου, οριοθετούν την κάλυψη των υλικών συνθηκών υποδοχής, στην ικανοποίηση των αναγκών  στέγης, τροφής και ρουχισμού των αιτητών. Κατά τη διερεύνηση των διαφόρων περιπτώσεων που απασχόλησαν το Γραφείο μου μέχρι σήμερα παρατήρησα ότι οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας αναλαμβάνουν στην πράξη την κάλυψη των βασικών αναγκών των αιτητών ασύλου, και ορισμένων ειδικών αναγκών τους. Λόγω, προφανώς, της ευρείας διακριτικής ευχέρειας των Υπηρεσιών, η πρακτική αυτή στην εφαρμογή της περιλαμβάνει τη χορήγηση του επιδόματος θέρμανσης, των επιδομάτων των Χριστουγέννων και του Πάσχα και -σε ορισμένες περιπτώσεις, πέραν του κ. A. – την επιδότηση της αγοράς οικιακών συσκευών και επίπλων. Αντιθέτως, δεν περιλαμβάνει κατά κανόνα το επίδομα για κάλυψη των ιδιαίτερων αναγκών αναπήρου προσώπου, ούτε και ενεργοποίηση, στις περιπτώσεις των αιτητών ασύλου, των εξειδικευμένων άρθρων του Νόμου, π.χ. για τους μόνους γονείς και για τη σταδιακή αποκοπή του βοηθήματος λόγω εργοδότησης μετά από περίοδο ανεργίας, τα οποία ισχύουν για όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες δικαιούχων δημοσίου βοηθήματος.

 

Συμπεράσματα / Συστάσεις / Εισηγήσεις

 

13. Είναι γεγονός ότι η διερεύνηση των επί μέρους θεμάτων που έθιξε ο κ. A. στο παράπονό του έφερε στο φως αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην παραχώρηση ορισμένων ειδικών επιδομάτων (δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, επίδομα θέρμανσης κτλ.), ενώ κάποια από αυτά καταβλήθηκαν μόνο μετά την παρέμβαση του Γραφείου μου. Αν και τα θέματα αυτά αποτελούν ενδείξεις προβληματικότητας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για τη χορήγηση του βοηθήματος προς τον παραπονούμενο, και άπτονται ζητημάτων που απασχολούν τον ευρύτερο πληθυσμό των αιτητών ασύλου ληπτών δημοσίου βοηθήματος, θεωρώ εντούτοις ότι η παρέμβαση μου στο παρόν στάδιο, επί του προκειμένου, δεν είναι πρόσφορη.

14. Προβληματισμό προκαλεί, ωστόσο, η απουσία ειδικής πρόβλεψης στους σχετικούς περί Προσφύγων Κανονισμούς, καθώς και ενός ενιαίου ερμηνευτικού προσανατολισμού αναφορικά με το περιεχόμενο που αποδίδεται στις «υλικές συνθήκες υποδοχής» των αιτητών ασύλου. Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο ως προς τη χορήγηση δημοσίου βοηθήματος στους αιτητές ασύλου, αφού συνεπάγεται ευρεία διακριτική εξουσία υπέρ των Υπηρεσιών που μπορεί να επισύρει μεγάλες αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις ως προς  το χειρισμό των αιτήσεων που υποβάλλονται. Η επισήμανση αυτή εξηγεί και το λόγο για τον οποίο οι υλικές συνθήκες υποδοχής, ως μια έννοια ιδιαίτερα ρευστή και σχετική, προσλαμβάνει το ειδικότερο εννοιολογικό της περιεχόμενο ανάλογα με την εξατομίκευση των αναγκών που καλείται κατά περίπτωση να υπηρετήσει.

15. Η απόπειρα δε εγκαθίδρυσης ενός ερμηνευτικού περιγράμματος με την έκδοση εγκυκλίου για το τι συνιστούν οι υλικές συνθήκες υποδοχής δεν αποτελεί, κατά την άποψη μου, επαρκές ερμηνευτικό βοήθημα που να αμβλύνει ουσιωδώς τόσο τους κινδύνους που επισημαίνω πιο πάνω όσο και την ερμηνευτική ασάφεια του όρου «υλικές συνθήκες υποδοχής». Υπό τις δεδομένες συνθήκες, η ακολουθούμενη πρακτική δε θα πρέπει να παραγνωρίζει την όλη ερμηνευτική ενότητα και το πνεύμα του σχετικού Κανονισμού, με βάση τα οποία το δημόσιο βοήθημα χορηγείται στους αιτητές «ώστε να εξασφαλίζεται σε αυτούς βιοτικό επίπεδο κατάλληλο από απόψεως υγείας και ικανό να διασφαλίζει τη συντήρηση του». Το σημαντικό όμως είναι ότι δε θα πρέπει να παραγνωρίζεται ότι ο Κανονισμός έχει έντονο προστατευτικό και εγγυητικό περιεχόμενο το οποίο θα πρέπει να αξιοποιηθεί προς όφελος της ικανοποίησης των αναγκών των αιτητών ασύλου, διευρύνοντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό το περιεχόμενο των δικαιωμάτων τους.

16. Πάντως, αυτό που έχω παρατηρήσει από τα παράπονα που διερεύνησα μέχρι σήμερα, είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι αιτήσεις των αιτητών ασύλου και των προσώπων με καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους αντιμετωπίζονται με επιείκεια και καλύπτονται έκτακτες ανάγκες πέραν των αυστηρά προκαθορισμένων πλαισίων της στέγης-τροφής-ρουχισμού.

17. Δεδομένου, όμως, ότι οι σχετικοί περί προσφύγων Κανονισμοί δεν παρέχουν επαρκή πληρότητα πρόβλεψης για το θέμα αυτό και λαμβάνοντας υπόψη ότι για την εξέταση των αιτήσεων για άσυλο απαιτείται  ένα σημαντικό χρονικό διάστημα -κατά το οποίο η χώρα υποδοχής οφείλει να προνοεί για την ευημερία των αιτητών σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς- είναι σημαντικό να υπάρχει ενιαίος τρόπος χειρισμού των υποθέσεων χορήγησης δημοσίου βοηθήματος, για άρση οποιασδήποτε  ανομοιόμορφης μεταχείρισης διαφορετικών αιτήσεων και για παροχή του μέγιστου δυνατού βαθμού προστασίας των αιτητών. Για να καταστεί αυτό εφικτό κρίνεται αναγκαίος ο καθορισμός με θετικό και ομοιόμορφο τρόπο του εννοιολογικού περιεχόμενου του όρου «υλικές συνθήκες υποδοχής».

18. Υπό την έννοια αυτή θεωρώ ότι η γενική αναφορά στις υλικές συνθήκες υποδοχής από τη μια καθώς και η καθορισμένη με εγκύκλιο κάλυψη των αναγκών στέγης, τροφής και ρουχισμού, από την άλλη, ενέχει τον κίνδυνο κακοδιοίκησης αν δεν συνοδευτεί από επαρκώς εξειδικευμένες και σαφείς ρυθμίσεις που να προσφέρουν πρακτικές κατευθύνσεις εφαρμογής. Παρά το ότι στην εγκύκλιο επιχειρείται η εξειδίκευση ορισμένων γενικών αρχών, αυτές θα μπορούσαν να γίνουν πιο συγκεκριμένες ώστε οι λειτουργοί των Υπηρεσιών να διαθέτουν ένα πρακτικό οδηγό χειρισμού υποθέσεων με μια λεπτομερέστερη αναφορά των αναγκών που καλύπτει η χορήγηση δημοσίου βοηθήματος σε αιτητές ασύλου. Με τον τρόπο αυτό δε θα παρουσιάζονται διαφοροποιήσεις στον τρόπο ερμηνείας των θεσμικών ρυθμίσεων ανάλογα με το περιεχόμενο που αποδίδεται από τους λειτουργούς που εξετάζουν και αξιολογούν τις αιτήσεις που υποβάλλονται.

19. Εισήγηση μου είναι όπως η αρμόδια αρχή εξετάσει άμεσα το όλο θέμα στη βάση των πιο πάνω επισημάνσεων. Θεωρώ δε ότι θα πρέπει να μεριμνήσει για να δοθούν όλες οι αναγκαίες ερμηνευτικές διευκρινήσεις στην εκπλήρωση της κρίσιμης από άποψη ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποχρέωσης κάλυψης των υλικών συνθηκών υποδοχής των αιτητών ασύλου.

20. Επισημαίνω, δε, ότι η διασαφήνιση με θεσμικό ή κανονιστικό τρόπο των όρων που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία χορήγησης δημοσίου βοηθήματος στους αιτητές ασύλου δε θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελέσει αιτία οποιουδήποτε περιορισμού των δικαιωμάτων των αιτητών ασύλου, αλλά θα πρέπει να στοχεύει στη επιβαλλόμενη εκτίμηση των ιδιαίτερων περιστάσεων κάθε περίπτωσης και στον αποτελεσματικότερο και ορθολογικότερο χειρισμό τους.

21. Στο πνεύμα των πιο πάνω παρατηρήσεών μου, υποβάλλω την παρούσα Έκθεση στη Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, για τις δικές της ενέργειες. Κοινοποιώ, παράλληλα, την Έκθεση για σκοπούς ενημέρωσης και προβληματισμού στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, στον οποίο έχει ανατεθεί η αρμοδιότητα παρακολούθησης και συντονισμού της ορθής εφαρμογής των περί Προσφύγων Κανονισμών[4].

 

Ηλιάνα Νικολάου

Επίτροπος Διοικήσεως

και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 

Υποσημειώσεις και Παραπομπές:

[1] Το πρόγραμμα EQUAL είναι μία πρωτοβουλία με στόχο την προώθηση ενός εργασιακού χώρου χωρίς αποκλεισμούς και χωρίς διακρίσεις με βάση το φύλο, τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις, την αναπηρία, την ηλικία ή το σεξουαλικό προσανατολισμό. Ειδικά ως προς τους αιτητές ασύλου, το πρόγραμμα προωθεί ενέργειες και πρωτοβουλίες που στοχεύουν στη μείωση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στην κοινωνική και εργασιακή τους ενσωμάτωση. Το EQUAL εφαρμόζεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιχορηγείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, ενώ την ευθύνη για την εφαρμογή του προγράμματος φέρουν οι κρατικές αρχές.

Στην Κύπρο οι εταίροι του προγράμματος είναι: το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας (Intercollege) ως συντονιστής του προγράμματος, η Μη Κυβερνητική Οργάνωση ΚΙΣΑ, η ΟΕΒ, η ΠΕΟ, το G&D Social Lab και το Υπουργείο Εσωτερικών.

Το πρόγραμμα αποτελείται στο πρώτο μέρος από εκπαίδευση και εκμάθηση γλώσσας και στο δεύτερο από τοποθέτηση σε θέση εργασίας, για σκοπούς πρακτικής, για περίοδο 2-4 μηνών.

(http://www.equal.unic.ac.cy/)

[2] Σύμφωνα με το άρθρο 9(2), Εάν ο λήπτης δημόσιου βοηθήματος… εργοδοτηθεί μετά από ανεργία τουλάχιστον έξι μηνών, θα συνεχίσει να λαμβάνει δημόσιο βοήθημα… για τους επόμενους δώδεκα μήνες, ως ακολούθως: (α) πλήρη δικαιώματα για τους τέσσερις πρώτους μήνες μετά την εργοδότησή του, (β) δύο τρίτα των πιο πάνω δικαιωμάτων για τους επόμενους τέσσερις μήνες, και (γ) ένα τρίτο των πιο πάνω δικαιωμάτων για τους επόμενους τέσσερις μήνες.

[3] Στον περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο του 20056, άρθρο 6 διευκρινίζεται ότι: το ποσό του δημόσιου βοηθήματος το οποίο παρέχεται σε κάποιο άτομο για ικανοποίηση των βασικών ή ειδικών αναγκών του, είναι το ποσό κατά το οποίο το εισόδημα και οι οικονομικοί του πόροι υπολείπονται του ποσού που είναι αναγκαίο για ικανοποίηση των εν λόγω αναγκών του.

Επίσης, στο άρθρο 3 (10) του Νόμου ορίζεται ότι δημόσιο βοήθημα δεν παρέχεται (α) για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ο αιτητής απασχολείται πλήρως σε προσοδοφόρα εργασία… εκτός εάν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις για τις οποίες ο Διευθυντής δύναται να εγκρίνει την παροχή δημοσίου βοηθήματος (αναφέρονται στο νόμο, αλλά δεν αφορούν στην παρούσα περίπτωση).

[4] Άρθρο 31 των περί Προσφύγων Κανονισμών του 2005.

 

Seeking_Asylum

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!