H Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) στην έκθεση της για την υλοποίηση των συστάσεων της προς την Κύπρο, η οποία δημοσιεύθηκε στις 6 Ιουνίου 2019, εκφράζει τις «σοβαρές ανησυχίες» της για την αδράνεια του Γραφείου της Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τη μη λήψη δράσεων για στήριξη των ευάλωτων ομάδων της κοινωνίας.
Η Επίτροπος Διοίκησης, ακολουθώντας την πεπατημένη απέρριψε τα συμπεράσματα της Επιτροπής ως λανθασμένα και αβάσιμα, παραπέμποντας σε εκθέσεις της αναφορικά γενικά με παραβιάσεις ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αντίθετα, η ΚΙΣΑ θεωρεί ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής αντικατοπτρίζουν την τραγική πορεία που έχει ακολουθήσει το Γραφείο της Επιτρόπου Διοίκησης τα τελευταία χρόνια, η οποία προφανώς συνειδητά αρνείται να ασκήσει τις αρμοδιότητες και εξουσίες της ειδικότερα ως αρχή κατά του ρατσισμού και των διακρίσεων και οι οποίες αποτελούν υποχρέωση που απορρέει από το ενωσιακό δίκαιο και ειδικότερα τις Οδηγίες 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ, αλλά και άλλες αρμοδιότητες που της έχουν αποδοθεί είτε βάσει νόμων είτε με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου.
Η ΚΙΣΑ μαζί με άλλες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών είχαν εκφράσει από την αρχή έντονες ανησυχίες για την επιλογή της κας Στυλιανού-Λοττίδου, τόσο ως προς την γνωσιολογική και τεχνοκρατική της επάρκεια στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των διακρίσεων, όσο και τις πολιτικές σκοπιμότητες του διορισμού της από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενδεχομένως λόγω στενής οικογενειακής σχέσης με σημαντικό παράγοντα των ΜΜΕ.
Παρόλα αυτά, μετά το διορισμό της η ΚΙΣΑ συνέχισε να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για συνεργασία και συνέχιση του σημαντικού έργου που επέδειξε μέχρι τότε ο θεσμός αυτός για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών.
Συνεχίσαμε να υποβάλλουμε καταγγελίες στο γραφείο της για σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διακρίσεις εναντίον ευάλωτων ομάδων. Δυστυχώς, η ανταπόκριση της Επιτρόπου ήταν άκρως απογοητευτική αφού επικαλούμενη διάφορα προσχήματα όπως «την εξάντληση των περιθωρίων παρέμβασης» παρέλειψε συστηματικά να διερευνήσει και να παρέμβει.
Επίσης, επιδιώξαμε την συνέχιση της συνεργασίας που είχαμε αναπτύξει μέχρι τότε με τις προκάτοχους της στο τομέα της υλοποίησης Ευρωπαϊκών προγραμμάτων, την οποία μας αρνήθηκε παρά το γεγονός ότι με βάση τις Αρχές του Παρισιού, που αποτελούν το πλαίσιο αρχών που διέπουν τη λειτουργία του θεσμού αυτού αλλά και του νόμου που τον διέπει, το γραφείο της έχει υποχρέωση για στήριξη και συνεργασία με τις ΜΚΟ.
Περαιτέρω, η ΚΙΣΑ προσκάλεσε την Επίτροπο σε τρεις δημόσιες εκδηλώσεις και συνέδρια, για την ένταξη, το ρατσισμό και τις διακρίσεις και μια πρόσφατη για την αντιμετώπιση της ρητορικής μίσους. Και στις τρείς περιπτώσεις αρνήθηκε όχι μόνο να λάβει μέρος αλλά και να υποδείξει εκπρόσωπο της από το προσωπικό του Γραφείου της. Από την άλλη, η ίδια στις λίγες εκδηλώσεις και συναντήσεις που διοργάνωσε το Γραφείο της όχι μόνο δεν έδωσε την ευκαιρία στην ΚΙΣΑ για ενεργό συμμετοχή αλλά δεν την κάλεσε καν να παρευρεθεί.
Ταυτόχρονα, το Γραφείο της Επιτρόπου αντιμετωπίζει σήμερα σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του, λόγω των αντιλήψεων και των προσεγγίσεων της Επιτρόπου για τις εξουσίες και αρμοδιότητες που της αναθέτει η νομοθεσία, καθώς και για το ρόλο και τη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών που της έχουν ανατεθεί.
Συγκεντρώνοντας όλες τις εξουσίες και διαδικασίες στο πρόσωπο της, κατέστησε το θεσμό ακόμα πιο προσωποπαγή και κατάργησε την αυτονομία και αυτενέργεια των ανεξάρτητων αρχών που υπάγονται στο Γραφείο της, όπως την αρχή του ρατσισμού και των διακρίσεων, οδηγώντας τις σε αδράνεια και αναποτελεσματικότητα. Το ίδιο φαίνεται να έχει συμβεί και σε σχέση με το προσωπικό του Γραφείου, με αξιόλογα και έμπειρα στελέχη να έχουν παραγκωνιστεί και απομονωθεί.
Τραγικότερη ίσως πτυχή αποτελεί επίσης η παρεμβατική και λογοκριτική στάση της προς τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις δημοσίευσης επικριτικών απόψεων για την ανεπάρκεια και την περιορισμένη βούληση για επιτέλεση του σημαντικού ρόλου που της έχει ανατεθεί από την πολιτεία, πιέζοντας ακόμη και για την απόσυρση άρθρων επικριτικών για την ίδια και το Γραφείο της.
Καταληκτικά, η ΚΙΣΑ θέλει να τονίσει ότι τα συμπεράσματα της ECRI, είναι σημαντικό να μελετηθούν σοβαρά, πρώτα απ’ όλα από την ίδια την Επίτροπο και να αξιολογηθούν ορθά, έτσι ώστε να γίνει δυνατή η ανάπτυξη των κατάλληλων μέτρων και δράσεων για την ορθολογιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων που έχουν εντοπιστεί. Παράλληλα, θα πρέπει να τύχουν σοβαρής αξιολόγησης από την πολιτεία αλλά και δημόσιου διαλόγου, με τη συμμετοχή και της κοινωνίας των πολιτών με σκοπό τη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση της επάρκειας και αποτελεσματικότητας του θεσμού.
Τέλος, η ΚΙΣΑ, με αφορμή τις εισηγήσεις της ECRI, καλεί τις αρμόδιες αρχές όπως προχωρήσουν άμεσα στη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για την ετοιμασία του σχεδίου ένταξης μεταναστριών/ών και προσφύγων που έχουν εξαγγείλει σε στενή συνεργασία με τους αρμόδιους οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, τις σχετικές μη κυβερνητικές οργανώσεις και οργανώσεις μεταναστών και προσφύγων.
Διοικητικό Συμβούλιο