Η ΚΙΣΑ καταγγέλλει άλλη μια ενδεικτική περίπτωση συνεχιζόμενης παραβίασης των δικαιωμάτων των προσφύγων από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών.
Ο κ. A.L.Y.H. ήρθε στη Κύπρο το 2001 με άδεια παραμονής και εργασίας. Από το 2003 μέχρι το 2015 εργαζόταν ως δάσκαλος της κοπτικής γλώσσας στην Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία Λεμεσού. Το 2008 τέλεσε γάμο μαζί με την κα Ν.Μ.W.Κ.
Η κα Ν.Μ.W.Κ. ήρθε στη Κύπρο το 2004 λόγω βάσιμου φόβου δίωξης που αντιμετώπιζε στην Αίγυπτο και με την άφιξη της υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία. Η αίτηση της εξετάστηκε και της παραχωρήθηκε το καθεστώς του αναγνωρισμένου πρόσφυγα το 2015, δηλαδή μετά από 11 ολόκληρα χρόνια.
Ο κ. A.L.Y.H το 2010 υπέβαλε αίτηση για κυπριακή υπηκοότητα η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει εξεταστεί. Παρά το γεγονός ότι η αίτηση του για υπηκοότητα συνεχίζει να εξετάζεται οι αρμόδιες αρχές από το 2015 δεν προέβησαν ούτε και σε ανανέωση της προσωρινής άδειας διαμονής και εργασίας του.
Η κ. Ν.Μ.W.Κ λόγω χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας χρειάζεται να υποβάλλεται σε αιμοκάθαρση συχνά, με αποτέλεσμα να μην μπορεί σε καμία περίπτωση να εργαστεί και να εξαρτάται πλήρως από τον σύζυγό της. Την ίδια στιγμή ο κ. Α.Λ.Υ.Η. στερείται οποιουδήποτε καθεστώτος και θεωρείται από τις αρχές ως παράτυπος μετανάστης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ούτε εκείνος να εργαστεί και να στηρίξει τη σύζυγό του αφού οι αρχές ούτε την αίτηση του για υπηκοότητα ούτε και την αίτηση του για συμπερίληψη στο φάκελο της συζύγου του ως μέλος οικογένειας αναγνωρισμένου πρόσφυγα έχουν μέχρι σήμερα εξετάσει.
Η ολιγωρία των αρχών και των αρμόδιων υπουργείων σε σχέση με αυτά τα πρόσωπα είναι απαράδεκτη και καθίσταται εγκληματική κάθε μέρα που περνά χωρίς ανάληψη ευθυνών και αποφάσεων.
Ζητούμε να εξεταστεί άμεσα το αίτημα του κ. A.L.Y.H.για κυπριακή ιθαγένεια και να συμπεριληφθεί χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση στο καθεστώς προστασίας της συζύγου του, ως μέλος οικογένειας αναγνωρισμένης πρόσφυγα, όπως ο Νόμος ορίζει.
Ζητούμε επιπλέον την αναθεώρηση και εναρμόνιση των πολιτικών που ακολουθεί η Δημοκρατία για την ένταξη μεταναστών και προσφύγων στην κοινωνία, καθώς είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες στην πράξη, ενώ στο βαθμό που θεωρητικά υφίστανται δεν χαρακτηρίζονται από την απαιτούμενη συνοχή και ολιστική θεώρηση των θεμάτων που οι κοινότητες αυτές αντιμετωπίζουν. Η πρακτική των αρχών βασίζεται στην υιοθέτηση αντιφατικών πολιτικών, από τη μία με την πρόνοια για διασφάλιση δικαιωμάτων που στοχεύουν στην ένταξη και, από την άλλη, με αποκλεισμό των κοινοτήτων από την ουσιαστική πρόσβαση σε αυτά τα δικαιώματα.
06.12.2017,
Διοικητικό Συμβούλιο ΚΙΣΑ