Ο Υπουργός Εσωτερικών αν άκουγε και τους πολίτες και την κοινωνία των πολιτών ίσως να μην κατέληγε σε τόσο τραγικά λανθασμένες αποφάσεις
Τις τελευταίες μέρες τόσον ο Υπουργός των Εσωτερικών όσο και ο Διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας επανέλαβαν με κάθε ευκαιρία ότι παρά την ετοιμότητα τους να αντιμετωπίσουν με ευαισθησία, χωρίς διάκριση και καλόπιστα τα αιτήματα των απάτριδων Κούρδων που βρίσκονται σε διαμαρτυρία εδώ και 4 μήνες μπροστά από το προεδρικό, δεν μπορούν να βοηθήσουν γιατί τα άτομα αυτά δεν πληρούν τη βασική προϋπόθεση της 5ντάχρονης νόμιμης παραμονής στη χώρα πριν την υποβολή της αίτησης.
Θα παραθέσουμε ενδεικτικά τα στοιχεία του ενός από τα πέντε μέλη της οικογένειας για να καταδείξουμε πόσο τραγικά λανθασμένη είναι η θέση του Υπουργού, η οποία είμαστε βέβαιοι ότι θα ήταν διαφορετική αν είχε ανταποκριθεί θετικά στο κάλεσμα για συνάντηση με τις ΜΚΟ και άλλους μη υπηρεσιακούς φορείς που ζήτησαν επανειλημμένα μια τέτοια συνάντηση.
Ο Ακίτ είναι απάτριδας Κούρδος όπως και η υπόλοιπη του οικογένεια με αποτέλεσμα να ήταν συστηματικά εκτεθειμένος σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων του δικαιωμάτων στη Συρία. Τον Ιανουάριο του 2006 ήρθε στην Κύπρο σε ηλικία 19 ετών για να ζητήσει άσυλο. Σημειώνεται ότι, ως απάτριδας Κούρδος της Συρίας, δεν έχει υπηκοότητα ούτε και οποιαδήποτε έγκυρα ταξιδιωτικά έγγραφα.
Ένα χρόνο αργότερα και ενώ ήταν αιτητής ασύλου αποτάθηκε στις αρχές μαζί με νεαρή Κύπρια που διατηρούσαν δεσμό και ζήτησε άδεια για να παντρευτούν. Οι αρχές τον συμβούλευσαν να αποσύρει την αίτηση του για άσυλο και στη συνέχεια, μετά το γάμο του, να υποβάλει αίτηση για άδεια παραμονής ως σύζυγος Κυπρίας πολίτιδας. Μετά το γάμο του υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής για να πάρει από τις ίδιες αρχές που τον είχαν συμβουλεύσει να αποσύρει την αίτηση του για άσυλο απάντηση ότι δεν μπορούν να του εκδώσουν άδεια παραμονής γιατί ως απάτριδας δεν έχει έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο, το οποία είναι προϋπόθεση «στο νόμο».
Ο Ακίτ το 2009 απέκτησε ένα γιό από το γάμο του. Ούτε αυτό όμως κατέστη ικανό να αντιμετωπίσει τη μοίρα του ως απάτριδας σε αυτή τη χώρα. Οι κυπριακές αρχές έκτοτε δεν του εξέδωσαν άδεια παραμονής με αποτέλεσμα να συνεχίζει να ζει στη χώρα ως νόμιμα – παράνομος σύζυγος και πατέρας Κύπριου πολίτη.
Ο Ακίτ συνέχισε να αγωνίζεται κατά της κρατικής αναλγησίας για να ζήσει με αξιοπρέπεια σε αυτό τον τόπο. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να αναλάβει νόμιμη εργασία, δεν μπορούσε να ταξιδεύσει με την οικογένεια του εκτός Κύπρου, να έχει πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας ούτε και σε άλλα δικαιώματα, κατάφερε με τεράστιο προσωπικό και οικογενειακό κόστος να επιβιώσει χωρίς την οποιαδήποτέ στήριξη, οικονομική και μη, από το κράτος.
Τον Ιανουάριο μάλιστα του 2013 ο Ακίτ συνελήφθηκε «γιατί δεν είχε άδεια παραμονής» και παρέμεινε υπό κράτηση για διάστημα 6 μηνών με σκοπό να απελαθεί στη Συρία, χωρίς να ληθφεί υπόψη ότι ήταν παντρεμένος με Κύπρια πολίτιδα, και είχε να φροντίσει ένα ανήλικο παιδί. Ούτε ασφαλώς και έδειξαν την ελάχιστη ευαισθησία ότι το 2013 η Συρία ήταν ήδη μια κόλαση πολέμου και επομένως κανένας άνθρωπος, πόσο μάλλον ένας απάτριδας, δεν μπορούσε να απελαθεί στη χώρα αυτή.
Η σύλληψη και κράτηση του Ακίτ επέφερε, μεταξύ άλλων, το τελικό κτύπημα και στο γάμο του. Μέχρι σήμερα, ο Ακίτ εκφράζει κατανόηση προς την πρώην σύζυγο του η οποία μετά από όλα αυτά αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει σε αυτές τις συνθήκες και προχώρησε το 2016 σε λύση του γάμου τους.
Ο Υπουργός Εσωτερικών από την ανάληψη των καθηκόντων του απέφυγε μέχρι σήμερα να συναντηθεί και να συζητήσει το θέμα με την Πρόεδρο της Επιτροπής Εσωτερικών του Κοινοβουλίου, το Διευθυντή της UNHCR, εκπροσώπους ΜΚΟ και τους ίδιους τους απεργούς, επικαλούμενος ότι, με βάση τα δεδομένα που έχουν τεθεί ενώπιον του από τους Λειτουργούς του υπουργείου του, οι διαμαρτυρόμενοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζει η νομοθεσία και ειδικότερα την απαιτούμενη χρονική περίοδο των πέντε χρόνων νόμιμης παραμονής πριν την υποβολή της αίτησης για υπηκοότητα.
Στη θέση σας κύριε Υπουργέ και κύριε Διευθυντή του Γραφείου του Προέδρου όχι μόνο θα επαναξιολογούσαμε την υπόθεση, όχι μόνο θα αναθεωρούσαμε την απόφαση για απόρριψη του αιτήματος για υπηκοότητα αλλά θα προχωρούσαμε και σε μια δημόσια απολογία από μέρους του κράτους για τα όσα δεινά κάποιοι έχουν επιφέρει με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους στις ζωές αυτών των ανθρώπων.