ga('send', 'pageview');

UDHR_Article_1_Eguality

 

Λευκωσία, 31 Αυγούστου 2011

 

Έκθεση Αρχής κατά των Διακρίσεων αναφορικά με το χειρισμό αιτήσεων για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας από πρόσωπα των οποίων ο ένας γονέας είναι τουρκοκύπριος και ο άλλος αλλοδαπός, ο οποίος εισήλθε ή διαμένει παράνομα στην Κύπρο

 

Προϊστάμενος: Άριστος Τσιάρτας

Ερευνών Λειτουργός: Γιώργος Κακότας

 

Αρ. Φακέλου Καταγγελιών: ΑΠ 146/2007, ΑΠ 1906/2007, ΑΠ 2845/2007, AΠ 2871/2007, ΑΠ2877/2007, ΑΚΡ 33/2008, AK 132/2008, AK 151/2008, ΑΚ 205/2008, ΑΚ 13/2009, ΑΚ 34/2009, AK 48/09, ΑΚ 99/2009, AK 102/2009, ΑΚ 124/2009, ΑΚ 25/2010, ΑΚ 28/2010, AK 40/2010, AK 54/2010, AK 82/2010, AK 151/2008, ΑΚ 143/2010, AK 147/2010,AK 148/2010, AK 155/2010, AK 8/2011

 

●      Αντικείμενο Καταγγελιών

 

[1] Μεγάλος αριθμός καταγγελιών υποβλήθηκαν στο Γραφείο μου τα τελευταία χρόνια, κατά του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αναφορικά με τις σημαντικές καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην εξέταση/διεκπεραίωση αιτήσεων που υποβάλλουν παιδιά που προέρχονται από γάμους τουρκοκύπριων με αλλοδαπούς, για να τους παραχωρηθεί η κυπριακή υπηκοότητα.  Στην πλειοψηφία οι καταγγελίες αφορούσαν σε αιτήσεις που, κατά το χρόνο  υποβολής τους, βρίσκονταν σε εκκρεμότητα για χρονικό διάστημα που κυμαινόταν γύρω στα 3 χρόνια.  Σε κάποιες δε περιπτώσεις καταγγέλθηκαν καθυστερήσεις στην εξέταση αιτήσεων που υπερέβαιναν τα 4 έως και 5 χρόνια [1].

Συνολικά, οι καταγγελίες που εκκρεμούν σήμερα  ενώπιον μου ανέρχονται στις 26 και αφορούν στις αιτήσεις 36 προσώπων, τα οποία καταγράφονται στο Παράρτημα που επισυνάπτω στην Έκθεση. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, οι καταγγέλλοντες είναι παιδιά τουρκοκυπρίων με Τούρκους υπηκόους [2].

[2] Οι καθυστερήσεις στην παραχώρηση της υπηκοότητας, όπως ανέφεραν αρκετοί καταγγέλλοντες, έχουν συχνά δυσμενείς επιπτώσεις στην καθημερινή τους ζωή.

Ενδεικτικά προβλήματα που μου αναφέρθηκαν αφορούσαν σε δυσκολίες ή/και σε αποκλεισμό των επηρεαζόμενων πρόσωπων, λόγω του ότι δεν κατείχαν την κυπριακή υπηκοότητα, στο να:

α) έχουν πρόσβαση σε συγκεκριμένες υπηρεσίες δημόσιας ωφέλειας της Δημοκρατίας, όπως τις υπηρεσίες υγείας και ευημερίας [3],

β) εγκατασταθούν για σκοπούς εργασίας σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης [4],

γ) φοιτήσουν, με μειωμένα δίδακτρα, ως κοινοτικοί φοιτητές, σε πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου [5],

δ) ταξιδέψουν μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας [6].

[3] Αξίζει να σημειωθεί ότι, κάποιοι από τους καταγγέλλοντες, είχαν, κατά το χρόνο που απευθύνθηκαν στο Γραφείο μου, αδέρφια στα οποία είχε ήδη παραχωρηθεί, με λιγότερη καθυστέρηση, η κυπριακή υπηκοότητα και έθεσαν θέμα διάκρισης εναντίον τους [7].

Επίσης, σε μερικές καταγγελίες, τέθηκε ευρύτερα θέμα διάκρισης εις βάρος των καταγγελλόντων στη βάση της εθνικής τους καταγωγής.  

 

●       Διαπιστώσεις/Θεσμικό και Νομικό Πλαίσιο

 

Περί Αρχείου Πληθυσμού Νομοθεσία

 

[4] Τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται για την απόκτηση της ιδιότητας του κύπριου πολίτη καθορίζονται στα άρθρα 108 μέχρι 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν.141(Ι)/2002), ως τροποποιήθηκε [8].

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας αποκτάται ή παραχωρείται δυνάμει γέννησης ή καταγωγής. Παράλληλα, με βάση συγκεκριμένες πρόνοιες/διατάξεις της νομοθεσίας, παρέχεται η δυνατότητα σε υπηκόους ξένων χωρών να υποβάλουν αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής ιθαγένειας, δυνάμει είτε εγγραφής είτε πολιτογράφησης.  Για τα πρόσωπα αυτά ισχύουν μια σειρά από άλλες προϋποθέσεις που, ανάλογα με την περίπτωση, έχουν σχέση με τη διάρκεια και την πρόθεση διαμονής τους στην Κύπρο, τoν καλό χαρακτήρα τους, το βαθμό ενσωμάτωσης τους στην κυπριακή κοινωνία, τη γνησιότητα του γάμου τους με Κύπριους πολίτες κ.ά.

[5] Γενικά, στον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο καθορίζεται ότι Κύπριοι πολίτες είναι τα πρόσωπα τα οποία, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Νόμου στις 26 Ιουλίου του 2002,  απέκτησαν ή δικαιούνται να αποκτήσουν την ιδιότητα του πολίτη, ή τα οποία, μετά την ημερομηνία αυτή, αποκτούν την ιδιότητα του πολίτη σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου ή με βάση το τέταρτο Παράρτημα  της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Δημοκρατίας της Κύπρου [9].

[6] Ειδικά για την απόκτηση της ιδιότητας του κύπριου πολίτη δυνάμει γέννησης ή καταγωγής, στο άρθρο 109 του Νόμου, διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:

109.—(1) Πρόσωπο που γεννήθηκε στην Κύπρο κατά ή μετά τη 16η Αυγούστου 1960[10], είναι πολίτης της Δημοκρατίας αν κατά το χρόνο της γέννησης του οποιοσδήποτε από τους γονείς του ήταν πολίτης της Δημοκρατίας ή σε περίπτωση που κατά το χρόνο της γέννησης του δε ζούσαν οι γονείς του, οποιοσδήποτε από αυτούς, θα εδικαιούτο, αν δεν είχε αποβιώσει, να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι οι διατάξεις του εδαφίου αυτού δεν εφαρμόζονται, εκτός αν το Υπουργικό Συμβούλιο διαφορετικά ήθελε διατάξει, σε περιπτώσεις όπου η είσοδος ή η παραμονή στην Κύπρο οποιουδήποτε των γονέων του εν λόγω προσώπου ήταν παράνομη. 

(2) Πρόσωπο που γεννήθηκε κατά ή μετά τη 16η Αυγούστου 1960 σε οποιαδήποτε ξένη χώρα είναι πολίτης της Δημοκρατίας, αν κατά το χρόνο της γέννησης του οποιοσδήποτε από τους γονείς του ήταν πολίτης της Δημοκρατίας ή σε περίπτωση που οι γονείς του δε ζούσαν, κατά το χρόνο της γέννησης του, οποιοσδήποτε από αυτούς θα εδικαιούτο, αν δεν είχε αποβιώσει, να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας είτε δυνάμει του Παραρτήματος Δ’ είτε δυνάμει του Νόμου αυτού:

……..……

(3) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις προσώπου, που γεννήθηκε είτε στην Κύπρο είτε σε οποιαδήποτε ξένη χώρα, κατά την περίοδο μεταξύ της 16ης Αυγούστου 1960 και της 11ης Ιουνίου 1999 [11], αν το πρόσωπο αυτό θα αποκτούσε την ιδιότητα του πολίτη λόγω του ότι, κατά το χρόνο της γέννησης του, η μητέρα του ήταν ή δικαιούτο να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι, αν το εν λόγω πρόσωπο είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας και υποβάλει αίτηση στον Υπουργό, κατά τον καθορισμένο τρόπο,για να εγγραφεί ως πολίτης της Δημοκρατίας, εγγράφεται και καθίσταται πολίτης της Δημοκρατίας:

Νοείται περαιτέρω ότι, αν το εν λόγω πρόσωπο είναι ανήλικο, την αίτηση για να εγγραφεί ως πολίτης της Δημοκρατίας δύναται να υποβάλει ο πατέρας ή η μητέρα αυτού:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται, εκτός αν το Υπουργικό Συμβούλιο διαφορετικά ήθελε διατάξει, στις περιπτώσεις όπου η είσοδος ή παραμονή στην Κύπρο οποιουδήποτε των γονέων του εν λόγω προσώπου ήταν παράνομη.

 (4)  ……………….

 

Κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβουλίου

 

[7] Οι διατάξεις της νομοθεσίας που αναφέρονται πιο πάνω, παρέχουν την ευχέρεια στο Υπουργικό Συμβούλιο να διατάξει όπως γίνουν κύπριοι πολίτες πρόσωπα που γεννήθηκαν μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Αύγουστο του 1960, αν κατά το χρόνο γέννησής τους οποιοσδήποτε από τους γονείς τους ήταν κύπριος πολίτης  ή είχε κυπριακή καταγωγή, έστω και αν η είσοδος ή η παραμονή στην Κύπρο του άλλου τους γονέα ήταν παράνομη.

Για σκοπούς άσκησης της εξουσίας αυτής, με απόφαση του τον Οκτώβριο του 2006 [12], το Υπουργικό Συμβούλιο εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εσωτερικών να διαβουλευθεί με τους Αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων και το Γενικό Εισαγγελέα και, αφού λάβει τις απόψεις τους, να υποβάλει Πρόταση στο Συμβούλιο στην οποία να αναφέρονται αντικειμενικά κριτήρια για την παραχώρηση της κυπριακής υπηκοότητας σε πρόσωπα των οποίων ο ένας γονέας είναι Κύπριος πολίτης ή πρόσωπο κυπριακής καταγωγής και ο άλλος αλλοδαπός, ο οποίος εισήλθε παράνομα στην Κύπρο, σύμφωνα με το άρθρο 109  της περί αρχείου πληθυσμού νομοθεσίας.

[8] Στα πλαίσια αυτά, το Υπουργείο Εσωτερικών ετοίμασε και υπέβαλε σχετική Πρόταση [13] στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο, τον Φεβρουάριο του 2007, στη βάση της Πρότασης, αποφάσισε [14] να εγκρίνει συγκεκριμένα κριτήρια, ένα τουλάχιστον εκ των οποίων πρέπει να πληρείται για να ενεργοποιεί υπέρ του αιτητή την ευχέρεια που του παρέχουν οι επιφυλάξεις των εδαφίων (1) και (3) του άρθρου 109.

Τα εν λόγω κριτήρια είναι τα ακόλουθα:

1)   Παιδιά που γεννήθηκαν κατά ή πριν τις 20.7.1974

2)   Παιδιά των οποίων ο αλλοδαπός γονέας δεν είναι Τούρκος υπήκοος αλλά υπήκοος άλλης χώρας (ευρωπαίος υπήκοος ή υπήκοος άλλων χωρών με τις οποίες ισχύει το καθεστώς της αμοιβαιότητας).

3)   Παιδιά των οποίων ο γάμος των γονέων τους τελέστηκε στο εξωτερικό  οποτεδήποτε ή στην Κύπρο πριν από τις 20.7.1974.

4)   Παιδιά των οποίων ο/η Τουρκοκύπριος πατέρας/μητέρα είχε σχέσεις με Τούρκο υπήκοο ανεξάρτητα από τα γεγονότα του 1974 (λόγω σπουδών ή απασχόλησης εκτός Κύπρου)

5)   Παιδιά των οποίων οι γονείς κατοικούν στο μικτό χωρίο Πύλα

[9] Στα πλαίσια ετοιμασίας της Πρότασης, το Υπουργείο Εσωτερικών εξασφάλισε σχετική με το θέμα γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα [15], ο οποίος, ανέφερε ότι «η διακριτική ευχέρεια του Υπουργικού Συμβουλίου θα πρέπει να ασκείται κατά περίπτωση και με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της».  Επικαλούμενος δε το άρθρο 26 του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμο, ο Γενικός Εισαγγελέας επεσήμανε ότι «οι διοικητικές πράξεις που εκδίδονται ύστερα από άσκηση διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις που: α) είναι δυσμενείς για το διοικούμενο, β) είναι αντίθετες ..με προηγηθείσα γνωμοδότηση, εισήγηση ή έκθεση αρμοδίου οργάνου… , γ) είναι αντίθετες με χαραχθείσα πολιτική, δ) συνιστούν εξαιρετικό μέτρο ενέργειας ή ε) είναι αιτιολογητέες από το Νόμο».

Καταληκτικά, ο  Γενικός Εισαγγελέας ανέφερε ότι «περιπτώσεις που έχουν ίδια/κοινά χαρακτηριστικά πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνει το άρθρο 28 του Συντάγματος, εκτός εάν υπάρχουν περιστατικά που καθιστούν τη διαφοροποίηση εύλογη, αντικειμενική και δικαιολογημένη».

 

Χειρισμός από το Υπουργείο Εσωτερικών και το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

 

[10] Στις 22 Ιουλίου 2011 Λειτουργοί του Γραφείου μου συναντήθηκαν με αρμόδιους Λειτουργούς  του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και ενημερώθηκαν για το χειρισμό που τυγχάνουν γενικά οι αιτήσεις Τουρκοκυπρίων για απόκτηση υπηκοότητας και ειδικότερα των προσώπων των οποίων ο ένας μόνο γονέας είναι τουρκοκύπριος και ο άλλος αλλοδαπός.

[11]    Από την ενημέρωση προέκυψαν τα ακόλουθα:

11.1 Κάθε χρόνο, υποβάλλονται περίπου 600 αιτήσεις για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας από πρόσωπα των οποίων ο ένας γονέας είναι τουρκοκύπριος και ο άλλος αλλοδαπός. Συνολικά, από το 2004 μέχρι σήμερα, υποβλήθηκαν περίπου 4300 τέτοιες αιτήσεις.

11.2 Μετά τη λήψη των αιτήσεων, γίνεται μια αρχική αξιολόγηση της κάθε περίπτωσης και διαχωρίζονται οι αιτήσεις που πληρούν τα κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο το Φεβρουάριο του 2007, από αυτές που δεν τα πληρούν. Η αξιολόγηση αυτή, κατά κανόνα, και δεδομένου ότι ο αιτητής έχει προσκομίσει όλα σχετικά έγγραφα/πιστοποιητικά [16], γίνεται αμέσως από το Τμήμα.

11.3 Οι αιτήσεις που πληρούν τα κριτήρια καταγράφονται σε λίστες και, κατά διαστήματα, προωθούνται στο Υπουργείο Εσωτερικών, για να τα θέσει με τη σειρά του ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου για έγκριση.  Η προώθηση των αιτήσεων που εκκρεμούν από το Τμήμα στο Υπουργείο γίνεται συνήθως μία με δύο φορές το χρόνο, μετά από αίτημα του Υπουργείου.  Περίπου, προωθούνται για έγκριση 100 με 150 αιτήσεις το χρόνο.

Κατά το χρόνο της συνάντησης, εκκρεμούσε η έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο, 316 αιτήσεων που κρίθηκε κατ’ αρχήν ότι πληρούσαν τα κριτήρια. [17]

Ο χρόνος αναμονής για παραχώρηση της υπηκοότητας στους δικαιούχους, εξαρτάται από τη συχνότητα και τον αριθμό των αιτήσεων που προωθούνται κάθε χρόνο για έγκριση, και κυμαίνεται από 6, περίπου, μήνες μέχρι 3, περίπου, χρόνια.

Από το 2004 μέχρι σήμερα, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την παραχώρηση 2.227 υπηκοοτήτων σε παιδιά που έχουν ένα γονέα τουρκοκύπριο.

11.4 Οι αιτήσεις που δεν πληρούν τα κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο, αν και παραλαμβάνονται και εντάσσονται σε συγκεκριμένες «λίστες» που διατηρούνται στο Τμήμα, δεν παραπέμπονται στο Υπουργικό, ούτε εξετάζονται περαιτέρω.

Κατά το χρόνο της συνάντησης, υπήρχαν καταγραμμένες στο Τμήμα περίπου 1800 αιτήσεις οι οποίες δε πληρούσαν τα σχετικά κριτήρια.

Οι αιτητές ενημερώνονται προφορικώς για το ότι δεν πληρούν τα σχετικά κριτήρια, αλλά όχι γραπτώς [18].

 

Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) για την Κύπρο

 

[12] Η  Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI [19]) είναι ένα ανεξάρτητο όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης το οποίο παρακολουθεί την εφαρμογή των   ανθρώπινων δικαιωμάτων, ειδικότερα σε ζητήματα που αφορούν το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία.

Η ECRI αποτελείται από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες οι οποίοι, στα πλαίσια των θεσμοθετημένων δραστηριοτήτων τους, διενεργούν επισκέψεις σε καθένα από τα κράτη μέλη, αναλύουν την κατάσταση όσον αφορά τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία,  και εκπονούν εκθέσεις με τις οποίες απευθύνουν συστάσεις στα Κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης για αντιμετώπιση των προβλημάτων που διαπιστώνουν.

[13] Στις 31 Μαΐου 2011  η ECRI δημοσίευσε την τέταρτη έκθεση της για την Κύπρο. Η Έκθεση εκπονήθηκε κατόπιν επίσκεψης εκπροσώπων της ECRI στην Κύπρο το Σεπτέμβριο 2010 και λαμβάνει υπ’ όψιν τις εξελίξεις μέχρι το Δεκέμβριο 2010.

Στην παράγραφο 10 της Έκθεσης, σχετικά με το ζήτημα της παραχώρησης υπηκοοτήτων σε παιδιά τουρκοκυπρίων, σημειώνονται τα ακόλουθα:

«Όπως περιγράφηκε στην τρίτη έκθεση, .. (η οποία είχε δημοσιευθεί στις 16 Μαΐου του 2006) ..η απόκτηση της Κυπριακής ιθαγένεια είναι δια της αρχής του αίματος [20], εκτός των περιπτώσεων όπου ο ένας γονέας θεωρείται ότι εισήλθε ή κατοικεί παράνομα στην Κύπρο. Η ECRI σημειώνει ότι συνεχίζουν να υπάρχουν νομικά εμπόδια για παιδιά Κυπρίων πολιτών να παντρευτούν Τούρκους υπηκόους. Αυτό εξηγείται από τις αρχές ως μια νόμιμη προσπάθεια πρόληψης δραστικών αλλαγών στη δημογραφική σύνθεση της Κύπρου. Το θέμα εξακολουθεί να αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο πολιτικό ζήτημα στην καρδιά του «Κυπριακού προβλήματος» και αναπόφευκτα ξυπνά ξενοφοβικά συναισθήματα. Το Υπουργικό Συμβούλιο συνεχίζει ν’ αποφαίνεται επί των αιτήσεων χορήγησης ιθαγένειας σε αυτές τις περιπτώσεις. Παρόλο που οι αρχές ισχυρίζονται ότι οι αιτήσεις εξετάζονται κατά περίπτωση με βάση ένα σύνολο κριτηρίων που υιοθετήθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο και ότι η μεγάλη πλειοψηφία των αποφάσεων είναι θετικές, η διαδικασία είναι χρονοβόρα και στο μεταξύ τα παιδιά τα οποία αφορούν οι αιτήσεις αυτές παραμένουν χωρίς έγγραφα ταυτότητας. Η ECRI λυπάται που αυτή η κατάσταση από πενταετίας δεν έχει εξελιχθεί σε έναν πιο ευνοϊκό τρόπο και ανησυχεί ιδιαίτερα ότι τα παιδιά πληρώνουν το τίμημα μιας ανεπίλυτης πολιτικής διαμάχης και διάκρισης που βασίζεται στην ιθαγένεια ενός από τους γονείς.»       

Στα πλαίσια αυτά, η ECRI συνέστησε  όπως η Κύπρος επικυρώσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια η οποία, όπως υποστηρίζει,  «θα μπορούσε να επιφέρει μια άμεση λύση παρέχοντας ξεκάθαρους κανόνες για την απόκτηση ιθαγένειας».

[14] Προτού καταλήξει στην τελική Έκθεση και κατά την σύνταξη του πρώτου προσχεδίου,  η ECRI, σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία, έλαβε υπόψη και τις γραπτές θέσεις των αρμοδίων – ανάλογα και με το θέμα – αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας, τις οποίες δημοσιεύει στο παράρτημα της Έκθεσης.

Για το υπό εξέταση θέμα, σχόλια και απόψεις αποσταλήκαν από το Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο, αφού παρουσίασε και ανέλυσε το πρόβλημα του εποικισμού που αντιμετωπίζει η Κύπρος μετά την εισβολή του 1974 και τους κινδύνους αλλοίωσης του δημογραφικού της χαρακτήρα, καθώς επίσης και του καταδικαστικού για την Τουρκία σχετικού θεσμικού πλαισίου, κατέληξε ως εξής:

In the light of the above, it should be stressed that each application for granting the status of citizenship to children whose one parent is a Turkish national, is examined by the Government of the Republic of Cyprus on a case-to-case basis and according to the fulfillment of certain criteria, set out by the Council of Ministers of the Republic of Cyprus.

All applications fulfilling the criteria have led to the granting of the status of citizenship. The applications that were rejected did not conform to the requirements for granting the status of citizenship.

The Ministry of Foreign Affairs disagrees with the view that this practice arouses xenophobic feelings, as the great majority of applications have led to the granting of the status of citizenship to children whose one parent is a Turkish national. The Ministry of Foreign Affairs strongly reiterates that the Government’s policy is not to deny on racial grounds citizenship to a child whose one parent is a Turkish national, but rather to protect the demographic composition of Cyprus, which Turkey has been illegally altering since 1974.

 

Θεσμικό πλαίσιο αναφορικά με την υποχρέωση της διοίκησης: να εξετάζει αιτήσεις που υποβάλλουν οι πολίτες εντός εύλογου χρόνου, να τους ενημερώνει γραπτώς και να εφαρμόζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης

 

[15] Ο περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1991 έχει κωδικοποιήσει τις γενικές αρχές που πρέπει να διέπουν τη δράση της δημόσιας διοίκησης.

Το άρθρο 10 του Νόμου προνοεί ότι το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητα του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφαση του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται.  Ο καθορισμός δε του εύλογου χρόνου, σύμφωνα με το Νόμο, «εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες» .

Επίσης, στο άρθρο 11(1) του Νόμου προνοείται αφενός ότι οι προθεσμίες που τάσσονται για έκδοση μιας διοικητικής πράξης είναι ενδεικτικές [21], αφετέρου όμως ότι η πράξη δεν μπορεί νόμιμα να εκδοθεί, αν από τη λήξη της προθεσμίας πέρασε υπέρμετρο χρονικό διάστημα που επιδρά ουσιαστικά στις νομικές ή πραγμα­τικές προϋποθέσεις έκδοσης της πράξης.

[16] Το άρθρο 28 του Συντάγματος, στο οποίο έκανε αναφορά ο Γενικός Εισαγγελέας στη σχετική με το υπό εξέταση θέμα γνωμάτευσή του διαλαμβάνει ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοίκησης και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης και προστασίας.  Προνοεί επίσης ότι ο κάθε ένας απολαύει των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που προβλέπονται από το Σύνταγμα χωρίς καμία δυσμενή διάκριση, άμεση ή έμμεση, εις βάρος οιουδήποτε ατόμου ένεκα της κοινότητας, της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, της γλώσσας, του φύλου, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, της γεννήσεως, του πλούτου, της κοινωνικής τάξης ή ένεκα οιουδήποτε άλλου λόγου, εκτός και υπάρχει ρητή διάταξη στο Σύνταγμα για το αντίθετο.

[17] Επίσης, το άρθρο 29 του Συντάγματος, προνοεί ότι ο κάθε ένας δικαιούται, είτε ατομικά, είτε μαζί με άλλους, να υποβάλλει γραπτά αιτήματα ή παράπονα σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή, και, δικαιούται να απαιτεί όπως η αρχή αυτή, επιληφθεί των αιτημάτων ή παραπόνων του και αποφασίσει για αυτά ταχέως. Το άρθρο 29 προνοεί επίσης ότι η απόφαση της δημόσιας αρχής, δεόντως αιτιολογημένη, γνωστοποιείται εγγράφως αμέσως σε αυτόν που υποβάλλει τα αιτήματα ή τα παράπονα, και σε κάθε περίπτωση εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τις τριάντα μέρες.

[18] Σύμφωνα με σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η προθεσμία των 30 ημερών που ορίζει το άρθρο 29 του Συντάγματος είναι ενδεικτική [22] και ισχύει στις περιπτώσεις που η έκδοση της πράξης είναι εφικτή μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, λαμβανομένων όλων των περιστατικών της υπόθεσης [23].  Δηλαδή, στις περιπτώσεις που η έκδοση της πράξης δεν είναι εφικτή μέσα στην προθεσμία αυτή, η υποχρέωση της διοίκησης συνίσταται στη λήψη της απόφασης εντός εύλογου – υπό τις περιστάσεις –  χρονικού πλαισίου.

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι διοικητικές αρχές οφείλουν σε κάθε περίπτωση να δίνουν γραπτώς πληροφορίες για την πορεία μιας υπόθεσης εντός της προθεσμίας των 30 ημερών [24].


● Συμπεράσματα- Παρατηρήσεις

 

[19] Η περί Αρχείου Πληθυσμού Νομοθεσία κατοχυρώνει γενικά σε κάθε πρόσωπο που έχει έστω ένα γονέα κύπριο και γεννήθηκε μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, το δικαίωμα να καταστεί κύπριος πολίτης. Παράλληλα, όμως, εξαιρεί από τον πιο πάνω γενικό κανόνα, πρόσωπα των οποίων οποιοσδήποτε από τους γονείς τους εισήλθε ή παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα, εκτός κι αν το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίσει και διατάξει διαφορετικά.

[20] Επιθυμώ εξαρχής να σημειώσω ότι κατανοώ τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν στο χειρισμό αιτημάτων για παραχώρηση υπηκοότητας σε πρόσωπα που έχουν ένα γονέα τουρκοκύπριο και άλλο αλλοδαπό.  Ιδιαιτερότητες οι οποίες είναι άμεσα συνυφασμένες με το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου και ειδικότερα τον εποικισμό και τη δημογραφική αλλοίωση που επιχειρεί μέσω του η Τουρκία.  Για αυτό δε το λόγο θεωρώ ότι κινείται προς την ορθή κατεύθυνση η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να καθορίσει τα συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια για την παραχώρηση της υπηκοότητας, τα οποία, ουσιαστικά, επιχειρούν  να διασφαλίσουν, στο βαθμό που είναι δυνατό, την απόκτηση κυπριακής υπηκοότητα δυνάμει καταγωγής σε παιδιά οικογενειών που συστάθηκαν πριν ή ανεξάρτητα από τα γεγονότα του 1974.

[21] Στα πλαίσια της διαδικασίας που εφαρμόζεται σήμερα, οι αιτήσεις παιδιών τουρκοκύπριων πολιτών που πληρούν τα κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο το Φεβρουάριο του 2007, προωθούνται για εξέταση και έγκριση από το Συμβούλιο.  Η προώθηση αυτή όμως γίνεται κατά αραιά διαστήματα, και σε μικρούς αριθμούς, με αποτέλεσμα σήμερα να έχει συσσωρευτεί ένα όγκος αιτήσεων πέραν των 300 και να σημειώνονται καθυστερήσεις που φθάνουν μέχρι και τα 3 χρόνια.

[22] Με προβληματίζει το φαινόμενο των καθυστερήσεων που παρατηρούνται στη διεκπεραίωση της εξέτασης των αιτήσεων καθώς, όπως έχει επισημάνει  και η Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για θέματα ρατσισμού και μισαλλοδοξίας (ECRI), αυτό μπορεί να έχει επιπτώσεις στην προσωπική ζωή των επηρεαζόμενων προσώπων, δεδομένου ότι  η μη απόκτηση της υπηκοότητας δυσχεραίνει την πρόσβαση τους σε ένα ευρύ φάσμα σημαντικών υπηρεσιών και ωφελημάτων. Ιδιαίτερα, με προβληματίζουν οι επιπτώσεις που η χρονοβόρα διαδικασία έχει στις επαγγελματικές και εκπαιδευτικές  προοπτικές των νέων σε ηλικία ανθρώπων και ειδικότερα των φοιτητών.

[23] Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο επιβάλλει στη διοίκηση να εξετάζει αιτήσεις που υποβάλλουν οι πολίτες μέσα σε «εύλογο» χρονικό διάστημα, ανάλογα πάντα με τις ειδικές συνθήκες της κάθε περίπτωσης. Σαφώς, όπως αναφέρω και πιο πάνω,  υπάρχουν ιδιαιτερότητες στο χειρισμό αιτημάτων για παραχώρηση υπηκοότητας σε πρόσωπα που έχουν ένα γονέα τουρκοκύπριο και άλλο αλλοδαπό.  Ιδιαιτερότητες οι οποίες καθιστούν θεωρώ την υιοθέτηση μίας διαφορετικής  διαδικασίας – από αυτή που εφαρμόζεται για πρόσωπα που έχουν ένα γονέα ελληνοκύπριο και τον άλλο αλλοδαπό – εύλογη και δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις.  Ωστόσο, δεν έχω πεισθεί ότι αυτή η διαφορετική διαδικασία και η ανάγκη για «κατά περίπτωση» έλεγχο του κατά πόσο πληρούνται τα κριτήρια του Υπουργικού Συμβουλίου, αν και δίνει κάποια εξήγηση, μπορεί να αποτελεί επαρκή δικαιολογία για τέτοιας φύσεως και έκτασης καθυστερήσεις. Ιδιαίτερα υπό το φως του ότι, το πρώτο, και θεωρώ πιο σημαντικό στάδιο της διαδικασίας, που είναι η αξιολόγηση του κατά πόσο πληρούνται τα κριτήρια, φαίνεται ότι γίνεται χωρίς καθυστέρηση από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.

[24] Αξίζει, θεωρώ, για το συγκεκριμένο  ζήτημα,  να σημειωθούν και να ληφθούν σοβαρά υπόψη – έστω και αν υπάρχει διαφωνία με την προσέγγιση τους στο θέμα  – οι παρατηρήσεις των εμπειρογνωμόνων της αρμόδιας Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για θέματα ρατσισμού και μισαλλοδοξίας (ECRI), οι οποίοι, στην Έκθεση τους για την Κύπρο: εκφράζουν λύπη για τις μεγάλες καθυστερήσεις που υπάρχουν και διατυπώνουν ιδιαίτερη ανησυχία για το ότι, όπως αναφέρουν, «τα παιδιά πληρώνουν το τίμημα μιας ανεπίλυτης πολιτικής διαμάχης και διάκρισης που βασίζεται στην ιθαγένεια ενός από τους γονείς.»

[25] Αναφορικά με το χειρισμό των αιτήσεων που δεν πληρούν τα κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο  θεωρώ ότι η πρακτική της αρχειοθέτησής τους σε «λίστες» χωρίς να ακολουθεί καμία γραπτή ενημέρωση των αιτητών για το ότι η αίτησή τους δεν μπορεί να προωθηθεί για έγκριση, είναι προβληματική και θα πρέπει να τύχει επανεξέτασης. Κάθε πολίτης, εξάλλου, έχει συνταγματικά και νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, αφενός να υποβάλλει γραπτές αιτήσεις προς τις δημόσιες αρχές, αφετέρου, όμως, και να λαμβάνει εντός εύλογου χρόνου γραπτή ενημέρωση, αν όχι για την τελική κατάληξη, για την πορεία της υπόθεσής του.

[26]    Κατά την άποψή μου, είναι σημαντικό να ληφθούν μέτρα που να διασφαλίζουν ότι οι αιτήσεις για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας από πρόσωπα των οποίων ο ένας γονέας είναι τουρκοκύπριος και ο άλλος αλλοδαπός, τυγχάνουν, σε κάθε περίπτωση, χειρισμού που συνάδει με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο διοικητικού δικαίου. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να εγκαθιδρυθούν διοικητικές ρυθμίσεις και διευθετήσεις οι οποίες να διασφαλίζουν: α) για στις περιπτώσεις που πληρούνται τα κριτήρια, την ολοκλήρωση της διαδικασίας και την παραχώρησης της κυπριακής υπηκοότητας εντός  εύλογου χρονικού πλαισίου, και, β) για τις περιπτώσεις που δεν πληρούνται τα κριτήρια, τη γραπτή ενημέρωση των αιτητών για τους λόγους που το αίτημά τους δεν μπορεί να προωθηθεί.

Θεωρώ ότι μια τέτοια ρύθμιση θα ήταν ορθότερη και δικαιότερη έναντι των επηρεαζόμενων πολιτών, και, παράλληλα θα παρείχε ισχυρότερα αιτιολογικά ερείσματα στην Κυπριακή Δημοκρατία έναντι κατηγοριών για κακοδιοίκηση ή/και για επιφύλαξη διάκρισης σε πολίτες στη βάση της εθνικότητας τους. 

[27]    Η αρμοδιότητα μου να παρέμβω στο συγκεκριμένο θέμα απορρέει από τις διατάξεις του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004 [Ν.42(Ι)/2004], ο οποίος ανέθεσε στον Επίτροπο Διοικήσεως τη γενική αρμοδιότητα καταπολέμησης και εξάλειψης των διακρίσεων και, ειδικότερα, τη διερεύνηση συγκεκριμένων καταγγελιών για θέματα διακρίσεων.

 

●       Συστάσεις – Εισηγήσεις

 

[28] Υπό το φως των πιο πάνω, και με βάση τις εξουσίες που μου παρέχει ο Νόμος, εισηγούμαι όπως, αναφορικά με τις αιτήσεις για παραχώρηση της κυπριακής υπηκοότητας από πρόσωπα που έχουν ένα γονέα τουρκοκύπριο και άλλο αλλοδαπό, το Υπουργείο Εσωτερικών και το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης:

  1. Προωθήσουν τη διαδικασία διεκπεραίωσης των αιτήσεων το συντομότερο δυνατό και εφόσον κριθεί ότι αυτές πληρούν τα σχετικά κριτήρια προωθηθούν για λήψη τελικής απόφασης (έγκρισης).   Σε σχέση ειδικότερα με τις καταγγελίες που τέθηκαν ενώπιον μου, οι οποίες παρατίθενται στο Παράρτημα της Έκθεσης και οι οποίες εκκρεμούν για μεγάλο χρονικό διάστημα , εισηγούμαι όπως ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του χρόνου η διαδικασία εξέτασης και όπως ενημερωθούν για το αποτέλεσμα οι αιτητές και το Γραφείο μου.
  2. Προβούν σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες οι οποίες να διασφαλίζουν, στο μέλλον, στις περιπτώσεις που πληρούνται τα κριτήρια, την ολοκλήρωση της διαδικασίας και την παραχώρηση της κυπριακής υπηκοότητας εντός λογικού χρονικού πλαισίου.
  3. Μεριμνήσουν ώστε στις περιπτώσεις που δεν πληρούνται τα κριτήρια, οι αιτητές να ενημερώνονται γραπτώς για τους λόγους που το αίτημά τους δεν μπορεί να προωθηθεί.

Η Έκθεση υποβάλλεται στον Υπουργό Εσωτερικών και στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, για να επιληφθούν από κοινού του θέματος.

 

Ελίζα Σαββίδου

Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Αρχή Κατά των Διακρίσεων

 

Υποσημειώσεις και Παραπομπές:


[1] ΑΚ 33/2008, ΑΚ 25/2010 και ΑΚ 82/2010

[2] Πέντε από τις 26 καταγγελίες υποβλήθηκαν από πρόσωπα των οποίων ο αλλοδαπός γονέας  δεν ήταν Τούρκος υπήκοος. Συγκεκριμένα, οι γονείς κατάγονταν από το Ηνωμένο βασίλειο, την Ταϊλάνδη, την Παλαιστίνη την Ιορδανία κα τη Βουλγαρία

[3] ΑΚ 143/2010

[4] ΑΚ 205/2008

[5] ΑΚ 48/2009, ΑΚ 8/2011

[6] ΑΚ 8/2011

[7] ΑΚΡ 99/2009, ΑΚΡ124/2009, ΑΚΡ 40/2010, ΑΚΡ 82/2010 και ΑΚΡ 8/2011

[8] Ο πιο πάνω Νόμος, με την εφαρμογή του τον Ιούλιο του 2002, κατήργησε/αντικατέστησε μια σειρά από άλλους Νόμους, μεταξύ αυτών και τους περί Πολίτου της Δημοκρατίας Νόμους του 1967 μέχρι 2002.

[9] Άρθρο 108 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002

[10] Ημερομηνία εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας

[11] Στις 11 Ιουνίου 1999, τέθηκε σε εφαρμογή ο περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας (Τροποιητικός) Νόμος του 1999 (Ν.65(Ι)/99), ο οποίος αναγνώρισε το δικαίωμα στην απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη και σε πρόσωπα με εκ-μητρογονίας κυπριακή καταγωγή

[12] Απόφαση ημερ. 64.519,  Ημερομηνίας 26/10/2006

[13] Πρόταση με αρ. Υ.Ε. 6.11.4/11,  Ημερομηνίας 25 Ιανουαρίου, 2007

[14] Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 65.067, Ημερομηνίας 14 Φεβρουαρίου 2007

[15] Γνωμάτευση με Αριθμ. Φακ: 50(Α)/1999/ν.13/2. Ημερομηνίας 6 Δεκεμβρίου 2006

[16]  Για παράδειγμα, αναφορικά με τον έλεγχο του κατά πόσο ο/η Τουρκοκύπριος γονέας είχε σχέσεις με Τούρκο υπήκοο λόγω σπουδών εκτός Κύπρου, ζητούνται σχετικά πανεπιστημιακά έγγραφα και διπλώματα

[17] 196 από τις αιτήσεις αυτές είχαν ήδη προωθηθεί στο Υπουργείο

[18] Σε  2 από τις καταγγελίες, μετά την υποβολή τους, το Τμήμα Μετανάστευσης ενημέρωσε και γραπτώς τους καταγγέλλοντες για το ότι δεν πληρούσαν τα κριτήρια . Στη μία περίπτωση (ΑΚΡ 205/2008), με επιστολή του τον Οκτώβριο του 2009, αναφορικά με αίτηση που είχε υποβληθεί το Δεκέμβριο του 2005, το Τμήμα ενημέρωσε τον καταγγέλλοντα ότι, επειδή ο γάμος των γονέων του τελέστηκε στα κατεχόμενα μετά το 1974 και επειδή ο πατέρας του είναι Τούρκος υπήκοος που ζει στην Κύπρο χωρίς άδεια παραμονής, η περίπτωσή του δεν μπορεί να εξεταστεί στο παρόν στάδιο, δεδομένου ότι δεν πληροί τα κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο[18]. Στην άλλη περίπτωση, με επιστολή του το Μάρτη του 2009, και αφού έκανε αναφορά στις διατάξεις του Νόμου, το Τμήμα ενημέρωσε τον καταγγέλλοντα, κατά πρώτον, ότι, επειδή ο πατέρας του δεν εισήλθε στην Κύπρο μέσω νόμιμου λιμανιού, δεν πληροί τα κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο και, κατά δεύτερον, ότι, η αίτηση του θα εξεταστεί περαιτέρω εάν και όταν το Υπουργικό Συμβούλιο αλλάξει την πολιτική του στο θέμα (AK 34/2009)

[19] European Commission against Racism and Intolerance

[20] Στο Αγγλικό κείμενο της Έκθεσης χρησιμοποιείται ο Λατινικός όρος Jus Sanguinis, που σημαίνει right of blood

[21] εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές

[22]  Υπόθεση: Χαρίλαος Ξενοφώντος v. Δημοκρατίας. RSCC 89

[23] Άρθρο 34του  περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1991

[24] Άρθρο 35του  περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1991

 

Human_Rights_Are_Not_Optional

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!