ga('send', 'pageview');

LGBT_Human_Rights

 

Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με το σεβασμό της αρχής της ίσης μεταχείρισης των ομόφυλων ζευγαριών σε σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης, στα πλαίσια εφαρμογής της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών

Αρ. Φακ.: ΑΚΡ 40/2009

ΑΚΡ 76/2009

 

Λευκωσία, 31 Ιουλίου 2009

 

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΕΥΝΑΣ

 

1. To θέμα των διακρίσεων λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού και ο σεβασμός του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή των ομόφυλων ζευγαριών έχει αποτελέσει αντικείμενο προηγούμενων παρεμβάσεων μου, ως Αρχή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων (εφεξής «Αρχή»). Οι δύο πρόσφατες καταγγελίες που υποβλήθηκαν στην Αρχή και η συνεχιζόμενη διεύρυνση της προστασίας κατά των διακρίσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καταστούν αναγκαία και πρόσφορη την εκ νέου τοποθέτησή μου για το ζήτημα.

2. Η πρώτη καταγγελία αποτελεί ουσιαστικά ερώτημα που υπέβαλε στο Γραφείο μου Ελλαδίτης υπήκοος αναφορικά με το δικαίωμα του Αιγύπτιου συντρόφου του, με τον οποίο διατηρεί σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης, να εγκατασταθεί και να εργαστεί μαζί του στην Κύπρο (ΑΚΡ 40/2009). Η δεύτερη καταγγελία (ΑΚΡ 76/2009) υποβλήθηκε από τον Δρα Νίκο Τριμικλινιώτη, Επιστημονικό Διευθυντή του Παρατηρητηρίου για τον Ρατσισμό στην Κύπρο (RAXEN), ο οποίος μετά από έρευνες για λογαριασμό του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [Fundamental Rights Agency (FRA)] και του Δικτύου Εμπειρογνωμόνων του Πανεπιστημίου του Nijmegen[1], εντόπισε πολλαπλές μορφές διακρίσεων κατά των ομοφυλοφίλων κυρίως σε σχέση με τα δικαιώματα ελεύθερης διακίνησης. Τα βασικά πορίσματα των ερευνών αυτών αναφέρονται παρακάτω.

3. Κατά συνέπεια, σκοπός αυτής της Έκθεσης είναι η παρότρυνση της Πολιτείας να λάβει ουσιαστικά μέτρα για την ίση μεταχείριση των ομόφυλων ζευγαριών και τον πλήρη σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής αποσυνδέοντας εντούτοις αυτή την υποχρέωση από την αναγνώριση του γάμου (ή άλλης έννομης σχέσης) μεταξύ ομοφυλοφίλων. Οι καταγγελίες που μου υποβλήθηκαν αποτελούν ένδειξη ότι παρόμοιας φύσης ζητήματα θα ανακύπτουν όλο και συχνότερα τόσο λόγω της ελεύθερης κυκλοφορίας των Ευρωπαίων πολιτών όσο και λόγω της νομικής αναγνώρισης των σχέσεων των ομόφυλων ζευγαριών σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4. Παρά τον αυτοτελή χαρακτήρα της παρούσας έκθεσης, θεωρώ χρήσιμο, λόγω της συνάφειας του αντικειμένου των καταγγελιών, να συμπεριλάβω τις εξελίξεις που επακολούθησαν της υποβολής των προηγούμενων εκθέσεών μου. Οι προηγούμενες μου παρεμβάσεις αποτέλεσαν την κατάληξη της έρευνας της Αρχής σε τρεις καταγγελίες:

– Η πρώτη (ΑΚΡ 68/2008) αφορούσε τα δικαιώματα εισόδου και διαμονής στην Κύπρο Ινδού υπηκόου, συντρόφου Ευρωπαίου (Άγγλου) πολίτη, μόνιμου κάτοικου Κύπρου, με τον οποίο είχε προχωρήσει σε Καταχώρηση Σχέσης Συμβίωσης (Civil Partnership Registration) στην Αγγλία.

– Η δεύτερη (ΑΚΡ 213/2008), είχε ως αντικείμενο την παραχώρηση άδειας παραμονής με καθεστώς «επισκέπτη» (visitor), χωρίς δικαίωμα εργασίας σε Καναδό υπήκοο, σύζυγο Κυπρίου πολίτη με τον οποίο είχε τελέσει γάμο στον Καναδά.

– Τέλος, η τρίτη καταγγελία (ΑΚΡ 103/2008) αφορούσε στην απόρριψη της αίτησης για παραχώρηση πολιτικού ασύλου για λόγους που αφορούν στο σεξουαλικό προσανατολισμό αιτητή ασύλου από το Ιράν, που είχε σχέση με Κύπριο υπήκοο.

5. Για αποφυγή περιττών επαναλήψεων, δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω εκ νέου τις λεπτομέρειες και τη διερεύνηση της κάθε προηγούμενης καταγγελίας αλλά επισυνάπτω για άμεση αναφορά τις προηγούμενες εκθέσεις μου[2]. Παρόλα αυτά, για σκοπούς συνοχής της παρούσας έκθεσης και καλύτερης τεκμηρίωσης, το νομικό πλαίσιο αποτελεί εν μέρη σύνοψη των σχετικών νομοθετικών και άλλων ρυθμίσεων που παρουσιάστηκαν στις προηγούμενες εκθέσεις μου, με σαφή εντούτοις αναφορά στις εξελίξεις που επακολούθησαν.

 

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΤΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

 

I. Καταγγελίες με αρ. φακ. ΑΚΡ 68/2008 και 213/2008

 

Η ανταπόκριση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (ΤΑΠΜ) και του Υπουργείου Εσωτερικών

 

6. Μετά την υποβολή της έκθεσης της Αρχής, με αρ. Φακ. ΑΚΡ 68/2008 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με ενημέρωσε, με επιστολή του ημερομηνίας 3 Ιουλίου 2008, ότι το περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης έχει ήδη μελετηθεί από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο υπέβαλε ενημερωτικό σημείωμα στο Υπουργικό Συμβούλιο. Ο Γενικός Διευθυντής μου ανακοίνωσε επίσης και την πρόθεση του Υπουργείου Εσωτερικών να προχωρήσει σε διαβουλεύσεις με τη Νομική Υπηρεσία με σκοπό «τη λήψη των ενδεδειγμένων αποφάσεων, έχοντας υπόψη τόσο τη διεθνή νομολογία και τις διεθνείς Συμβάσεις, όσο και το Κοινοτικό Κεκτημένο και τις αντίστοιχες πρακτικές των Κρατών Μελών στην παρούσα φάση, αλλά παράλληλα λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες τάσεις και προβληματισμούς, σε συνάρτηση και με τις αναμενόμενες πολυδιάστατες επιπτώσεις και προεκτάσεις στην Κυπριακή κοινωνία, από την υιοθέτηση οποιασδήποτε νέας πολιτικής επί του θέματος». Το περιεχόμενο των γνωματεύσεων της Νομικής Υπηρεσίας αναφέρεται αναλυτικά παρακάτω.

7. Στη συνέχεια, ο καταγγέλλων κύριος B.G., μου κοινοποίησε επιστολή, ημερομηνίας 6 Οκτωβρίου, εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών προς τη Διευθύντρια του ΤΑΠΜ στην οποία πρόβαλε τη θέση ότι η διάταξη του άρθρου 4 (2) (β), στον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα Νόμο του 2007 καλύπτει και τα ομόφυλα ζευγάρια και κατά συνέπεια μπορεί να τύχει εφαρμογής και στην περίπτωση των κ.κ. B.G. και N. V..

8. Ο κύριος Β.G. με ενημέρωσε ότι το ΤΑΠΜ με επιστολές του ημερομηνίας 17 και 19 Μαρτίου 2009 ενημέρωσε τον ίδιο και τον σύζυγό του κύριο N. V. ότι ο τελευταίος μπορεί να υποβάλει αίτηση για άδεια προσωρινής διαμονής βάση του Νόμου Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενο της τελευταίας επιστολής του ΤΑΠΜ προς το δικηγόρο των καταγγελλόντων:

[…] Any person who is a third-country national might obtain either a Temporary Residence Permit or a Residence Card. The Residence Card can be issued only to persons who are family members of the EU citizen, according to the definition given in the Directive 38/2004/EC of family members. Although a husband constitutes a family according to the Directive’s definition, since national legislation does not recognise same sex marriages, then for all purposes Mr G. and Mr N. can not be considered as legally married in Cyprus. Therefore, as per the official suggestion of the District Attorney’s Office, Mr N. is considered to be Mr G. partner. In conclusion, as I have already mentioned in my letter dated 17.3.2009, since Mr N. is considered a partner with whom the Union citizen has a durable relationship duly attested, the residence of Mr N. is facilitated in accordance with the Aliens and Immigration Law and thus he must apply for a Temporary Residence Permit. Let it also be noted that the letter of the District Attorney’s Office you are referring to, states clearly, that although the Directive covers homosexual couples as well, the homosexual partner is not considered a family member for the purposes of the Directive 38/2004/EC. What the Directive states, is that the host member state shall facilitate entry and residence to these persons according to Article 3.2 (b)”.

9. O κύριος V. και ο κύριος G. θεωρούν την διευθέτηση αυτή ως διακριτική στάση του ΤΑΠΜ εις βάρος τους. Συγκεκριμένα, σε επιστολή του τελευταίου προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερομηνίας 6 Απριλίου 2009, η οποία μου κοινοποιήθηκε, ο κύριος G. αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:

I cannot accept this decision of your Department, as it is discriminatory and     violates basic provisions of the EU law, and even though the Republic of Cyprus does not recognise the same sex marriages, my spouse, Mr V., should at the very least be recognised as a family member and be entitled to reside in the Republic of Cyprus under the same conditions as myself[…]

Mr N. is quite regularly required to travel on business abroad, but currently has no way of returning to Cyprus without obtaining a visa on every occasion to come back here […]”.

10. Στις 19 Μαρτίου 2009, παρέλαβα επιστολή εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών με την οποία με καλούσε να παραστώ σε σύσκεψη, στις 9 Απριλίου 2009, με σκοπό τις διαβουλεύσεις με το Υπουργείο Εσωτερικών. Η σύσκεψη αυτή αποφασίστηκε κατόπιν επιστολής της Διευθύντριας του ΤΑΠΜ, ημερομηνίας 3 Μαρτίου 2009, με την οποία εξέφρασε την επιθυμία να τεθεί στη συνάντηση το θέμα των συστάσεων του Επιτρόπου Διοικήσεως για επανεξέταση αποφάσεων της διοίκησης όταν αυτές λαμβάνονται κατ΄εφαρμογήν νόμου ή κανονισμών, όπως στην περίπτωση του δικαιώματος εισόδου και διαμονής στην Κύπρο ομόφυλου συντρόφου υπηκόου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

11. Στις 9 Απριλίου 2009 μου κοινοποιήθηκε, από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, απαντητική επιστολή της Διευθύντριας του ΤΑΠΜ (ημερ. 6 Μαρτίου 2009), στη βάση της οποίας ενημερώθηκε το Υπουργικό Συμβούλιο. Στην επιστολή αυτή, η οποία αφορούσε στην καταγγελία με αρ. Φακ. ΑΚΡ 213/2008, η Διευθύντρια του ΤΑΠΜ αναφέρει ότι η θέση μου ότι η αρνητική αντιμετώπιση του αιτήματος για διευθέτηση του καθεστώτος παραμονής και ταυτόχρονης εργασίας του παραπονούμενου, βρίσκεται εκτός των λογικών ορίων άσκησης της διακριτικής εξουσίας της αρμόδιας αρχής, «αντικρούεται από τη Νομική Υπηρεσία η οποία σε δύο σχετικές της γνωματεύσεις αναφέρει ρητά ότι:

α) ο γάμος μεταξύ ομοφύλων δεν αναγνωρίζεται στην Κυπριακή Δημοκρατία (Γνωμάτευση ημερ. 1-7-08) και

β) ο Κύπριος υπήκοος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου για την ελεύθερη διακίνηση Ευρωπαίων υπηκόων Αρ. 7 (Ι)/07, και κατ΄επέκταση στην προκειμένη περίπτωση εφαρμόζεται ο περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμος, Κεφ. 105 (Γνωμάτευση με αρ. ΓΕ 50(Β)/2003/Ν.50/7, 50(Α)/2003/Ν50/2, ημερ. 20-2-09)».

12. Στη συνέχεια, η Διευθύντρια, πέραν των συγκεκριμένων γνωματεύσεων, προσθέτει τα ακόλουθα:

«Ι. Το Τμήμα ουδέποτε αρνήθηκε να παραχωρήσει άδεια εργασίας στον παραπονούμενο. Μόνο κατά την πρώτη επαφή του Κυπρίου “συζύγου” του παραπονούμενου με το Τμήμα αυτός συμβουλεύθηκε να υποβάλει ο παραπονούμενος αίτηση για άδεια παραμονής ως επισκέπτης μέχρι να εξεταστεί η περίπτωση και να δοθούν οδηγίες ως προς τον περαιτέρω χειρισμό της λόγω της ιδιαιτερότητάς της […]

 ΙΙ. Όντως ο παραπονούμενος υπέβαλε σχετική αίτηση για παραχώρηση άδειας παραμονής ως επισκέπτης στις 10-10-07 […] και του εκδόθηκε άδεια παραμονής με ισχύ μέχρι 31-08-08 ως επισκέπτης […]

 ΙΙΙ. Λίγο πριν τη λήξη της ισχύος της εν λόγω άδειας ο Κύπριος “σύζυγος” υπέβαλε εκ νέου επιστολή ζητώντας την παραχώρηση άδειας παραμονής και εργασίας στον παραπονούμενο […] στην οποίαν το Τμήμα απάντησε ότι για να εξασφαλίσει άδεια παραμονής ο παραπονούμενος θα έπρεπε να πληροί τις προϋποθέσεις του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και […] ότι θα πρέπει να διευθετήσει την παραμονή του.

 ΙV. Ο παραπονούμενος επέλεξε να υποβάλει εκ νέου αίτηση για παράταση της παραμονής του ως επισκέπτης […] προφανώς γιατί δεν θέλησε να εμπλακεί στη διαδικασία εξεύρεσης εγκεκριμένου εργοδότη από το Τμήμα Εργασίας για απασχόληση αλλοδαπών, και ως εκ τούτου του εκδόθηκε νέα άδεια ως επισκέπτης με ισχύ μέχρι 31-8-09 […]

V. Διευκρινίζεται εν προκειμένω ότι ο παραπονούμενος δεν έχει ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά εργασίας αφού δεν θεωρείται μέλος οικογένειας Κύπριο πολίτη δεδομένου ότι ο γάμος του δεν αναγνωρίζεται στη Δημοκρατία. Το ίδιο ισχύει για ετερόφυλους συντρόφους Κυπρίων πολιτών, κατά συνέπεια καμία διάκριση δεν μπορεί να τεκμηριωθεί.

Με βάση τα ανωτέρω, δεν τίθεται θέμα επανεξέτασης της περίπτωσης όπως εισηγείται η Επίτροπος, εξάλλου, σύμφωνα με άλλη σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα με αρ. 50 (Β)/2003/Ν.50/6, 50 (Α)/2003/Ν.50/2 ημερ. 29-5-08, “σε περιπτώσεις που η διοίκηση ενεργεί κατ΄εφαρμογή νόμου, ή εφαρμόζει νόμο ή κανονισμούς δεν παρέχεται η δυνατότητα συστάσεων από την Επίτροπο” […]».

13. Κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της καταγγελίας ΑΚΡ 213/2008, ο καταγγέλλων κύριος Σ. Σ., υπέβαλε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της απόφασης του ΤΑΠΜ για απόρριψη της αίτησής του για άδεια παραμονής του συζύγου του ως μέλος οικογένειας Κυπρίου πολίτη, επικαλούμενος τα δικαιώματά του βάση της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ. Ενόψει της εξέλιξης αυτής, η διερεύνηση της καταγγελίας από το Γραφείο μου τερματίστηκε. Ο σύζυγος του κυρίου Σ., κύριος T. C. διαμένει από τον Οκτώβριο του 2008 στην Κύπρο με καθεστώς “visitor”, χωρίς δικαίωμα εργασίας, διάρκειας ενός έτους.

 

Οι γνωματεύσεις της Νομικής Υπηρεσίας [3]

 

14. Η Έκθεση με αρ. καταγγελίας ΑΚΡ 68/2008 διαβιβάστηκε στο Γενικό Εισαγγελέα για ενημέρωση στις 23 Απριλίου 2008. Στις 29 Μαΐου 2008, η Νομική Υπηρεσία απέστειλε επιστολή αναφέροντας ότι αφού μελετηθεί η Έκθεση θα εξεταστεί το ζήτημα του κατά πόσο εγείρεται θέμα νομικής συμβουλής του Γενικού Εισαγγελέα. Επισημάνθηκε εντούτοις, πριν δηλαδή τη μελέτη της έκθεσης και των ζητημάτων που αυτή πραγματεύεται, ότι η «νομολογία του ΕΔΑΔ για το δικαίωμα γάμου και δημιουργίας οικογένειας δεν υποχρεώνει τα κράτη να θεσπίσουν νομοθεσία που να παρέχει δυνατότητα σύναψης γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατοχυρώνει το δικαίωμα γάμου καθόσον αφορά τη σύναψή του, ρητώς μεταξύ ανδρών και γυναικών (Άρθρο 12)». Επιπρόσθετα, αναφέρεται[4] ότι «σε περιπτώσεις που η διοίκηση ενεργεί κατ΄ εφαρμογή νόμου, ή εφαρμόζει νόμο ή κανονισμούς δεν παρέχεται δυνατότητα συστάσεων από την Επίτροπο αλλά η Έκθεση και τα ευρήματα διαβιβάζονται στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τους σκοπούς του άρθρου 39 [5]».

15. Η Νομική Υπηρεσία επανήλθε επί του θέματος, την 1η Ιουλίου 2008, προχωρώντας σε νομική συμβουλή[6]. Εξαρχής  αναφέρεται ότι «το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο παραβιάζει τη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή την Οδηγία 2004/38/ΕΚ, η μη αναγνώριση και παροχή δικαιώματος/δυνατότητας σε ομόφυλα ζευγάρια να τελέσουν γάμο ή να συνάψουν πολιτική σχέση (civil partnership) στην Κύπρο, ή η μη αναγνώριση εδώ της μεταξύ τους πολιτικής σχέσης την οποία σύναψαν στο εξωτερικό». Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στο άρθρο 12 της ΕΣΔΑ το οποίο, σύμφωνα με τη Νομική Υπηρεσία «κατοχυρώνει τα δικαιώματα σύναψης γάμου και δημιουργίας οικογένειας μόνο μεταξύ αντρών και γυναικών, και σύμφωνα με τους εθνικούς νόμους των κρατών μελών». Η γνωμάτευση της Νομικής Yπηρεσίας, ελλείψει νομολογίας του ΕΔΔΑ για τη σύναψη γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, κάνει μια εκτενή αναφορά στη νομολογία του Δικαστηρίου «σε σχέση με ισχυρισμούς για παραβίαση του δικαιώματος σύναψης γάμου του Άρθρου 12 της Σύμβασης, ατόμων που είχαν αλλάξει το βιολογικό τους φύλο με χειρουργική επέμβαση» και καταλήγει στα εξής:

«(α) Το γεγονός ότι δεν παρέχεται στην Κύπρο δικαίωμα και δυνατότητα τέλεσης γάμου ή σύναψης πολιτικής σχέσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου (civil partnership), ούτε αναγνωρίζεται αν τυχόν έλαβε χώρα στο εξωτερικό, δεν παραβιάζει τη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή την Οδηγία,

(β) η σχέση ομόφυλων ζευγαριών δεν εμπίπτει σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ στο δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 8, αλλά στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής του εν λόγω Άρθρου,

(γ) αναφορικά με το θέμα κατά πόσο κράτος μέλος έχει υποχρέωση να αποδέχεται στην επικράτειά του τους ομόφυλους συντρόφους ατόμων που διαμένουν νόμιμα σε αυτό, δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια υποχρέωση, ούτε και σχετική νομολογία που να υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Λαμβάνοντας όμως υπόψη τις εξελίξεις στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε θέματα ομοφυλοφιλίας δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να αναγνωρίσει στο μέλλον τις σχέσεις ομόφυλων ζευγαριών σαν εμπίπτουσες στο πεδίο “οικογενειακής ζωής“ του Άρθρου 8 που πρέπει να διασφαλίζεται από τα κράτη, ή ακόμα και να εμπερικλείσει στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής την υποχρέωση, (όχι απλά διακριτική ευχέρεια) κράτους μέλους να αποδέχεται στην επικράτειά του τους ομόφυλους συντρόφους ατόμων που διαμένουν νόμιμα σε αυτό,

(δ) δεν προκύπτει από τη νομολογία της Σύμβασης νομική υποχρέωση της Δημοκρατίας να υιοθετήσει νομοθετικά ή άλλα μέτρα με τα οποία να παρέχεται δυνατότητα τέλεσης ή αναγνώρισης γάμου ή πολιτικής σχέσης, μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Αν το κράτος επιθυμεί σαν θέμα πολιτικής να παράσχει αυτή τη δυνατότητα, αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα και η απόφαση είναι καθαρά μια πολιτική επιλογή και όχι νομική υποχρέωση».

 

ΙΙ. Καταγγελία με αρ. Φακ. ΑΚΡ 103/2008 αναφορικά με τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος σε ομοφυλόφιλο αιτητή ασύλου

 

16. Μετά την υποβολή της έκθεσης της Αρχής κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων (στις 18 Ιουλίου 2008) και παρά την εισήγησή μου να εξεταστεί προσεκτικά και να προσδοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στη θέση του καταγγέλλοντα ότι ενδεχόμενη επιστροφή στη χώρα του μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη σωματική του ακεραιότητα ή τη ζωή του λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων απέρριψε την προσφυγή του αιτητή στις 24 Οκτωβρίου 2008. Ανάμεσα στα άλλα η απορριπτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής αναφέρει ότι με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης ο καταγγέλλων «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων» και ειδικότερα δεν απέδειξε «αξιόπιστα τον ομοφυλοφιλικό του προσανατολισμό».

17. Στις 25 Νοεμβρίου 2008 κοινοποίησα στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, το ανακοινωθέν του «Intergroup on Gay and Lesbian Rights of the European Parliament”, ημερομηνίας 21 Νοεμβρίου 2008, με το οποίο 13 Ευρωβουλευτές ζητούσαν την άμεση παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην υπόθεση του ομοφυλόφιλου αιτητή ασύλου από το Ιράν.

18. Στις 2 Ιουνίου 2009 παρέλαβα επιστολή (ημερομηνίας 18 Μαΐου 2009) από τον Πρόεδρο της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων με την οποία μου κοινοποίησε τη νέα απόφαση της Αρχής να παραχωρήσει στον Ιρανό αιτητή ασύλου το καθεστώς του πρόσφυγα. Στην τροποποίηση της απόφασης αυτής συντέλεσε η συνδρομή νέων στοιχείων και κυρίως η δημοσιότητα που δόθηκε στο θέμα λόγω και της παρέμβασης των διεθνών οργανώσεων και των 13 ευρωβουλευτών προς την κατεύθυνση της επανεξέτασης της απόφασης και της χορήγησης του προσφυγικού καθεστώτος. Η Αναθεωρητική Αρχή κατέληξε ότι:

«Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω στοιχεία και την εκτενή δημοσιότητα που έλαβε το θέμα του Ιρανού ομοφυλόφιλου αιτητή ασύλου στην Κυπριακή Δημοκρατία, κρίνεται ότι είναι πιθανόν αυτό να περιήλθε στην αντίληψη των Ιρανικών Αρχών, εκθέτοντας τον αλλοδαπό και δημιουργώντας σοβαρή πιθανότητα δίωξης του σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

Για το λόγο ότι πρόκειται για Ιρανό υπήκοο και υπό την ιδιότητά του ως ομοφυλόφιλου που του προσδιορίζουν οι ως άνω, ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα η οποία διώκεται στη χώρα του και η χώρα καταγωγής του δεν του παρέχει προστασία, κρίνεται ότι πρέπει να παραχωρηθεί στον προσφεύγοντα το καθεστώς του πρόσφυγα».

 

ΠΡΟΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

19. Σε επίπεδο πρωτογενούς και παράγωγου κοινοτικού δικαίου έχουν υιοθετηθεί διατάξεις που σαφώς ή και συνδυαστικά απαγορεύουν τις διακρίσεις εις βάρος ομοφυλόφιλων προσώπων. Το Άρθρο 13 της Συνθήκης του Άμστερνταμ προβλέπει ότι, το Συμβούλιο μπορεί να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα  για την καταπολέμηση των διακρίσεων, μεταξύ άλλων και λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Επιπλέον, το Άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος δεν έχει αποκτήσει μέχρι σήμερα δεσμευτική ισχύ, καταδικάζει ρητά κάθε διάκριση με βάση το σεξουαλικό προσανατολισμό ενός προσώπου. Όσον μάλιστα αφορά την κοινοτική προστασία που παρέχεται από το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, σταθμό αποτελεί η Οδηγία 2000/78/ΕΚ για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία που απαγορεύει  την οποιαδήποτε διάκριση στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού ενός προσώπου.

20. Το θέμα των διακρίσεων λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού ενός προσώπου, απασχόλησε έντονα τα τελευταία χρόνια τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, τα οποία τείνουν να διευρύνουν την προστασία κατά των διακρίσεων και σε άλλους τομείς. Αποτέλεσμα των συζητήσεων με διάφορους εμπλεκόμενους φορείς και οργανισμούς ήταν να εγκριθεί από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Πρόταση Οδηγίας του Συμβουλίου με αριθμό COM(2008) 426[7]. Στόχος της πρότασης, είναι να εφαρμοστεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των προσώπων ανεξαρτήτως θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού, εκτός της αγοράς εργασίας. Η πρόταση διαμορφώνει το πλαίσιο για την απαγόρευση των διακρίσεων με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά και καθιερώνει ένα ενιαίο ελάχιστο επίπεδο προστασίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα άτομα που καθίστανται θύματα τέτοιων διακρίσεων. Το κυριότερο όμως, συμπληρώνει το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο της ΕΕ, με βάση το οποίο η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού εφαρμόζεται μόνο στους τομείς της απασχόλησης, της εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης.

21. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στην Αιτιολογική έκθεση της Πρότασης Οδηγίας, παρατίθενται τα στοιχεία βάσει των οποίων τεκμηριώνονταν διακρίσεις εκτός της αγοράς εργασίας. Η έκθεση διαπίστωσε ότι, αν και η απαγόρευση των διακρίσεων αναγνωρίζεται ως μία από τις θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ, στην πράξη το επίπεδο της έννομης προστασίας για την προάσπιση αυτών των αξιών διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών και όσον αφορά τους λόγους των διακρίσεων. Ως εκ τούτου, τα άτομα που κινδυνεύουν να υποστούν διακρίσεις θεωρούν συχνά ότι έχουν λιγότερες δυνατότητες πλήρους συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή, κάτι που έχει αρνητικές συνέπειες τόσο στα πρόσωπα όσο και στην ευρύτερη κοινωνία. Γι’ αυτό το λόγο η έκθεση όρισε τους εξής τρεις στόχους, τους οποίους κάθε πρωτοβουλία πρέπει να επιτυγχάνει:

  • αύξηση της προστασίας έναντι των διακρίσεων·
  • εγγύηση ασφάλειας δικαίου για τους οικονομικούς παράγοντες και τα δυνητικά θύματα διακρίσεων στα κράτη μέλη·
  • βελτίωση της κοινωνικής ενσωμάτωσης και προώθηση της πλήρους συμμετοχής όλων των ομάδων στην κοινωνία και την οικονομία.

22. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόταση της Επιτροπής εγκρίθηκε πρόσφατα (με κάποιες τροποποιήσεις) από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με νομοθετικό του ψήφισμα ημερομηνίας 2 Απριλίου 2009[8].  Η νέα Οδηγία, εφόσον υιοθετηθεί, θα απαγορεύει τις διακρίσεις στους τομείς της κοινωνικής προστασίας, της εκπαίδευσης, καθώς και τις πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες διαθεσίμων στο κοινό, συμπεριλαμβανομένης και της στέγασης, ενώ οι ευρωβουλευτές επιδιώκουν και την επέκταση στον τομέα των μεταφορών, των ενώσεων και της υγείας. Περαιτέρω, ανάμεσα στις λοιπές τροπολογίες, το Κοινοβούλιο προσέθεσε την εξής (Τροπολογία 9) :

(7α) «Οι διακρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης ΕΚ, ειδικότερα δε την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη. Μπορούν επίσης να υπονομεύσουν το στόχο ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης».

 

H Οδηγία 2004/38/ΕΚ και ο  Νόμος 7(Ι)/2007 περί του δικαιώματος των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών.

 

23. Η Οδηγία 2004/38/ΕΚ αφορά στο δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών. Με την Οδηγία αυτή, ρυθμίζεται το θέμα της κινητικότητας των Ευρωπαίων πολιτών και των οικογενειών τους, με τον όρο «κινητικότητα»να σημαίνει, πρακτικά, ότι ο ευρωπαίος πολίτης έχει την δυνατότητα να κινείται από μια χώρα κράτος μέλος της Ένωσης σε μια άλλη είτε, με σκοπό την αναζήτηση εργασίας, είτε για άλλους λόγους έχοντας εργασία ή τους αναγκαίους πόρους συντήρησης. Δικαιούχος των διατάξεων της Οδηγίας θεωρείται όχι μόνο ο κάθε πολίτης της Ένωσης, αλλά και τα μέλη της οικογένειας του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, τα οποία το συνοδεύουν.

24. Στο προοίμιο της Οδηγίας αναφέρονται, inter alia, τα εξής:

«(5). Το δικαίωμα όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, προκειμένου να ασκείται από αντικειμενικές συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, θα πρέπει να παρέχεται και στα μέλη της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο ορισμός του “μέλους της οικογένειας” θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τον καταχωρισμένο σύντροφο εάν η νομοθεσία του κράτους υποδοχής, αναγνωρίζει τη σχέση συμβίωσης ως ισοδύναμης προς το γάμο.

(6) Προκειμένου να διατηρηθεί η ενότητα της οικογένειας με ευρύτερη έννοια και με την επιφύλαξη της απαγόρευσης διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, η κατάσταση των προσώπων τα οποία δεν περιλαμβάνονται στον ορισμό του μέλους της οικογένειας δυνάμει της παρούσας οδηγίας και τα οποία ως εκ τούτου, δεν απολαύουν αυτόματου δικαιώματος εισόδου και διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, θα πρέπει να εξετάζεται από το κράτος μέλος υποδοχής βάσει της εθνικής του νομοθεσίας, ώστε να αποφασίζεται κατά πόσον μπορεί να επιτραπεί η είσοδος και διαμονή στα εν λόγω πρόσωπα, λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση τους με τον πολίτη της Ένωσης ή οιεσδήποτε άλλες συνθήκες, όπως η οικονομική ή συγγενική εξάρτησή τους από τον πολίτη της Ένωσης.

(31) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την απαγόρευση διακρίσεων που περιέχει ο Χάρτης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία χωρίς να προβαίνουν σε διακρίσεις κατά των δικαιούχων της παρούσας οδηγίας λόγω φύλου, φυλής, χρώματος εθνοτικής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών ή άλλου είδους φρονημάτων, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ύπαρξης αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.  

25. Η Οδηγία 2004/38/ΕΚ ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη με το Νόμο 7(I)/2007. Το Άρθρο 4 του Νόμου προβλέπει ότι:

«4.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε κάθε πολίτη της Ένωσης, ο οποίος αφίκνειται ή διαμένει στη Δημοκρατία καθώς και στα μέλη της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που τον συνοδεύουν κατά τη μετάβασή του στη Δημοκρατία ή αφίκνεινται στη Δημοκρατία για να τον συναντήσουν.

(2) Χωρίς επηρεασμό τυχόν ιδίου δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των ενδιαφερομένων διευκολύνεται η είσοδος και διαμονή στη Δημοκρατία σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, των ακόλουθων προσώπων:

(α) Κάθε άλλου μέλους της οικογένειας, ανεξαρτήτως της ιθαγένειας του, που δεν εμπίπτει στον ορισμό που αποδίδεται στον όρο «μέλος της οικογένειας» από το άρθρο 2, εφόσον συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης που έχει πρωτογενές δικαίωμα διαμονής, ή συμβιώνει κάτω από την ίδια στέγη με τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης στην χώρα προέλευσης, ή εφόσον σοβαροί λόγοι υγείας καθιστούν απολύτως αναγκαία την προσωπική φροντίδα του εν λόγω μέλους της οικογένειας από τον πολίτη της Ένωσης, και

(β) του/της συντρόφου με τον/την οποίο/α ο πολίτης της Ένωσης έχει διαρκή σχέση, δεόντως αποδεδειγμένη.».

26. Tο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε πρόσφατο ψήφισμά του, ημερομηνίας 2 Απριλίου 2009, για την εφαρμογή της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, κάνει λόγο για «περιοριστική ερμηνεία από τα κράτη-μέλη του ορισμού “μέλος οικογένειας” (Αρ.2), “οποιοδήποτε άλλο μέλος οικογένειας” και “σύντροφος” (Αρ.3), κυρίως αναφορικά με τα ομόφυλα ζευγάρια και το δικαίωμα τους για ελεύθερη διακίνηση, βάση της οδηγίας 2004/38/ΕΚ»[9]. Προς την κατεύθυνση του «σεβασμού του πνεύματος και του γράμματος του άρθρου 18 της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του άρθρου 45 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που παρέχει στους πολίτες της Ένωσης το θεμελιώδες δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης», το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλεί τα Κράτη Μέλη να εφαρμόσουν πλήρως την Οδηγία 2004/38/ΕΚ και να «αναθεωρήσουν ή τροποποιήσουν χωρίς καθυστέρηση τη νομοθεσία και τις διοικητικές πρακτικές που είναι αντίθετες με το κοινοτικό δίκαιο…». Το Κοινοβούλιο σημειώνει ταυτόχρονα ότι σε πολλά Κράτη Μέλη, υπάρχουν νομοθετικές πρόνοιες που «αντιτάσσονται στο γράμμα και στο πνεύμα της Οδηγίας, υπονομεύοντας τα δικαιώματα της ελεύθερης διακίνησης και της ιθαγένειας της Ένωσης» και «εθνικές διοικητικές πρακτικές που πολύ συχνά συνιστούν σημαντικά εμπόδια στην άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών».

27. Παράλληλα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλεί τα Κράτη Μέλη να εφαρμόσουν τις πρόνοιες του Άρθρου 2 και 2 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, παρέχοντας τα προβλεπόμενα δικαιώματα «όχι μόνο στους ετερόφυλους συζύγους αλλά και στον εγγεγραμμένο σύντροφο, μέλος της οικογένειας και το σύντροφο, συμπεριλαμβανομένων και των ομόφυλων ζευγαριών που αναγνωρίζονται από ένα Κράτος Μέλος, ανεξάρτητα από την υπηκοότητά τους με επιφύλαξη της μη αναγνώρισης τους από το αστικό δίκαιο άλλου Κράτους Μέλους, ». Καλεί επίσης τα Κράτη Μέλη «να έχουν υπόψη ότι στη βάση των αρχών της αμοιβαίας αναγνώρισης, ισότητας, μη – διάκρισης, αξιοπρέπειας, ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής η Οδηγία επιβάλλει την υποχρέωση αναγνώρισης της ελευθερίας της διακίνησης σε όλους τους πολίτες της Ένωσης (συμπεριλαμβανομένων των ομόφυλων ζευγαριών) χωρίς να επιβάλει την υποχρέωση αναγνώρισης και των γάμων μεταξύ ομοφύλων».  Για το σκοπό αυτό ζητά από την Επιτροπή να «εκδόσει αυστηρές κατευθυντήριες γραμμές» στη βάση της ανάλυσης και των συμπερασμάτων του Οργανισμού Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να «επιβλέπει τα θέματα αυτά».

28. Επιπρόσθετα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε πρόσφατη πρόταση ψηφίσματός του σχετικά με την κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση την περίοδο 2004-2008, έθεσε επί τάπητος τα βασικότερα ζητήματα αναγνώρισης και εφαρμογής ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση[10].  Αναφορικά με το θέμα του γενετήσιου προσανατολισμού, το Κοινοβούλιο καλεί τόσο την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και τα Κράτη Μέλη να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την κατάργηση των διακρίσεων στη βάση του προσανατολισμού αυτού (παρ. 72-78). Συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο:

  1.  «καλεί τα κράτη μέλη που έχουν θεσπίσει νομοθεσία σχετικά με το σύμφωνο συμβίωσης ομοφύλων να αναγνωρίζουν τις διατάξεις με παρόμοιες συνέπειες που έχουν θεσπίσει άλλα κράτη μέλη· καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει κατευθυντήριες γραμμές για την αμοιβαία αναγνώριση της ισχύουσας νομοθεσίας μεταξύ των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ομόφυλα ζευγάρια ισχύει υπό προϋποθέσεις ίδιες με εκείνες που ισχύουν για τα ετερόφυλα ζευγάρια ·
  2. καλεί την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις που να διασφαλίζουν ότι τα κράτη μέλη θα εφαρμόζουν την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, είτε αυτά είναι παντρεμένα είτε διαβιούν υπό καθεστώς καταχωρημένης αστικής εταιρικής σχέσης, ιδίως όταν ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας τους βάσει του δικαίου της ΕΕ ·
  3. καλεί τα κράτη μέλη που δεν το έχουν πράξει ακόμη να λάβουν, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, νομοθετικά μέτρα για την κατάργηση των διακρίσεων που υφίστανται ορισμένα ζευγάρια λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού τους ·
  4. ζητεί από την Επιτροπή να εξασφαλίσει τη χορήγηση ασύλου από τα κράτη μέλη στα άτομα που διώκονται λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού τους στη χώρα καταγωγής τους, να αναλάβει πρωτοβουλίες σε διμερές και πολυμερές επίπεδο για την παύση της δίωξης ατόμων λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού τους, και να ξεκινήσει μια μελέτη για την κατάσταση των τρανσεξουαλικών ατόμων στα κράτη μέλη και στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες, ιδίως σε ό,τι αφορά τους κινδύνους παρενόχλησης και βιαιοπραγίας».

 

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

 

29. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε μια συνεχή εξέλιξη όσον αφορά στην προστασία των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων προσώπων. Παρόλα αυτά το Δικαστήριο, τηρεί μια διστακτική στάση αναφορικά με το θέμα της αναγνώρισης γάμου μεταξύ ομοφυλόφιλων προσώπων. Σε σχέση μάλιστα με το Άρθρο 12 της ΕΣΔΑ που αφορά στο δικαίωμα σύναψης γάμου  το ΕΔΑΔ έχει καθορίσει ότι «το δικαίωμα στο γάμο αναφέρεται σε γάμο μεταξύ δύο ατόμων του αντίθετου βιολογικού φύλου. Αυτό συνάγεται επίσης, από τη διατύπωση του άρθρου που καθιστά σαφές ότι το άρθρο 12 αποσκοπεί κυρίως στο να προστατεύσει το γάμο, ως βάση της οικογένειας».[11]

30. Το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου και προνοεί ότι: «Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων».

31. Το ζήτημα κατά πόσον η σχέση ομόφυλων ζευγαριών εμπίπτει στο πεδίο της «οικογενειακής ζωής» που προστατεύεται από το Άρθρο 8, απασχόλησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το 1983 στην υπόθεση Χ and Y v. UK.[12] Η υπόθεση αφορούσε την απέλαση από τη Βρετανία, του συντρόφου Βρετανού υπηκόου. Η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό των αιτητών ότι, η άρνηση των Βρετανικών αρχών να επιτρέψουν στο σύντροφο του Βρετανού υπηκόου να παραμείνει μαζί του στη Βρετανία παραβίαζε το δικαίωμα της οικογενειακής τους ζωής. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι παρά τις εξελίξεις σε θέματα ομοφυλοφιλίας, η σχέση των αιτητών δεν ενέπιπτε στο πεδίο της «οικογενειακής ζωής» που προστατεύεται από το Άρθρο 8. Κρίθηκε όμως ότι, παρόλο που η σχέση ομόφυλων ζευγαριών δεν συνιστούσε οικογενειακή ζωή, τυχόν περιορισμοί σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις δυνατόν να εγείρουν ζητήματα επέμβασης στην ιδιωτική ζωή των ομόφυλων ζευγαριών.

32. Την ίδια θέση ακολούθησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Mata Esterez v. Spain [13]. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, παρόλο που οι σχέσεις ομόφυλων ζευγαριών δεν συνιστούν οικογενειακή ζωή, τυχόν περιορισμοί σε ομόφυλες σχέσεις δυνατόν να εγείρουν ζητήματα επέμβασης στην ιδιωτική ζωή, η οποία προστατεύεται επίσης από το Άρθρο 8. Επίσης, to Grand Chamber στην υπόθεση E. B. v. France[14] αναγνώρισε ότι οι σχέσεις ομόφυλων ζευγαριών εμπίπτουν στο ευρύτερο πεδίο της ιδιωτικής ζωής. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«Το Δικαστήριο, έχει παρόλα αυτά, στο παρελθόν αποφασίσει ότι η έννοια της “ιδιωτικής ζωής” στα πλαίσια του Άρθρου 8 της Σύμβασης, συνιστά ένα γενικότερο όρο που περιλαμβάνει, ανάμεσα στα άλλα, το δικαίωμα στην “προσωπική εξέλιξη” ή αυτό καθαυτό το δικαίωμα του αυτό-προσδιορισμού. Περιλαμβάνει στοιχεία όπως το όνομα, ο γενετήσιος καθορισμός, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ερωτική ζωή, τα οποία εμπίπτουν στην ιδιωτική σφαίρα που προστατεύεται από το άρθρο 8[15]».

33. Toύτο πάντως που διαφαίνεται τα τελευταία χρόνια στη νομολογία του ΕΔΑΔ είναι η διακριτή διαφοροποίηση προς την κατεύθυνση της έμμεσης, έστω αναγνώρισης, δικαιωμάτων ομόφυλων ζευγαριών. Έτσι, στην απόφαση Karner v. Austria [16] το ΕΔΑΔ δέχτηκε ότι η προστασία της οικογένειας με την παραδοσιακή έννοια, την οποία επικαλέστηκε η Αυστριακή κυβέρνηση για να αποκλείσει το δικαίωμα του Karner να συνεχίσει να μένει στο διαμέρισμα του αποθανόντος ομόφυλου συντρόφου του, συνιστούσε νόμιμο λόγο διακριτικής μεταχείρισης ομόφυλων ζευγαριών αν και εφόσον υπακούει στην αρχή της αναλογικότητας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση η ικανοποίηση της αρχής αυτής δεν αποδείχθηκε.

34. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι (παρ.41) όταν η διαφορετικότητα της μεταχείρισης βασίζεται στο φύλο ή στον γενετήσιο προσανατολισμό, η αρχή της αναλογικότητας δεν προϋποθέτει απλά το γεγονός ότι το μέτρο που επιλέγηκε για την προστασία της οικογένειας είναι κατ΄αρχήν κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Πρέπει ταυτόχρονα να καταδειχθεί ότι ήταν αναγκαίος ο αποκλεισμός των ατόμων σε ομόφυλη σχέση από το πεδίο εφαρμογής του συγκεκριμένου μέτρου για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Αυστριακή Κυβέρνηση δεν πρόβαλε επαρκείς και πειστικούς λόγους που να δικαιολογούν την στενή ερμηνεία της υπό κρίση διάταξης και τον αποκλεισμό του επιζώντος συντρόφου από το πεδίο εφαρμογής της, αναγνωρίζοντας παραβίαση του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8. Παρά το γεγονός δε, ότι το δικαστήριο επέμεινε στη θέση ότι μια διαρκής σχέση ομοφύλων δεν συνιστά οικογενειακή ζωή, αποστασιοποιήθηκε από τη θέση ότι η οικογένεια τίθεται σε κίνδυνο από την αναγνώριση κάποιων δικαιωμάτων σε ομόφυλα ζευγάρια. Έτσι, η προνομιακή θέση που επιφυλάσσεται στην ετερόφυλη οικογένεια, δεν σημαίνει απαγόρευση του νομοθέτη να αναγνωρίσει κάποιας μορφής νομική αναγνώριση των ομόφυλων ζευγαριών.

35. Σχετικές με την Karner, ιδίως ως προς την προστασία των ομοφυλόφιλων ατόμων από διακρίσεις, είναι και οι υποθέσεις L. and V. v. Austria και S.L. v. Austria[17]. Στις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 209 του Αυστριακού Ποινικού Κώδικα που απαγόρευε τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ ενηλίκων και συναινούντων άρρενων ανηλίκων ηλικίας 14-18 ετών, εμπεριείχε μια αδικαιολόγητη προκατάληψη και διαφορετική μεταχείριση των ομοφυλοφίλων σε σχέση με τους ετεροφυλόφιλους, ισοδύναμη με παρόμοιες αρνητικές στάσεις λόγω φύλου, καταγωγής ή χρώματος. Παρόλο που σε προηγούμενες υποθέσεις που αφορούσαν στο συγκεκριμένο άρθρο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν έκρινε παραβίαση των άρθρων 8 ή 14, το ΕΔΑΔ σημείωσε ότι η ΕΣΔΑ είναι ένα «ζωντανό εργαλείο, το οποίο πρέπει να τυχαίνει ερμηνείας υπό το φως των τρεχουσών συνθηκών»[18]. Αποφασιστικής σημασίας ήταν το κατά πόσο υπήρχε αντικειμενική και εύλογη αιτιολογία για το λόγο που οι νεαροί άντρες ηλικίας 14-18 ετών χρειαζόντουσαν προστασία από κάθε σεξουαλική σχέση με ενήλικους άντρες, τη στιγμή που νεαρές γυναίκες του ιδίου ηλικιακού εύρους δεν θεωρείτο ότι χρειάζονταν αντίστοιχη προστασία από σχέσεις με ενήλικους άντρες ή ενήλικες γυναίκες. Σε σχέση με αυτή την προσέγγιση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι υπάρχει μια εξελισσόμενη ομοφωνία από τις χώρες που επικύρωσαν την ΕΣΔΑ ότι τα ίδια όρια ηλικίας και συναίνεσης πρέπει να ισχύουν τόσο αναφορικά με τις ετεροφυλικές όσο και με τις λεσβιακές και ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Θεωρώντας λοιπόν, ότι η Αυστριακή Κυβέρνηση δεν πρόβαλε επαρκή και πειστικά επιχειρήματα για τη διατήρηση σε ισχύ του εν λόγω άρθρου ή την καταδίκη των L. and V.[19] , το ΕΔΑΔ έκρινε ότι και στις δύο υποθέσεις υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8.

36. Από τη μελέτη των σχετικών αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(ΔΕΚ)[20] διαφαίνεται, πάντως, μια  επιφύλαξη για αναγνώριση των ομόφυλων συμβιώσεων. Είναι όμως σημαντικό να σημειωθεί ότι, σε μια πρόσφατη απόφαση του (Tadao Maruko, C-267/06 ημερομηνίας 1.4.2008), το ΔΕΚ κλήθηκε να αποφανθεί σε προδικαστικό ερώτημα που έθεσε ενώπιον του δικαστήριο του Μονάχου, για το κατά πόσο η σύνταξη επιζώντος θα μπορούσε να παραχωρηθεί σε συντρόφους καταχωρημένης συμβίωσης. Το Δικαστήριο άγγιξε για πρώτη φορά το λεπτό θέμα της αναγνώρισης δικαιωμάτων σε ευρωπαίους πολίτες που συνάπτουν σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου. Με την απόφαση αυτή το ΔΕΚ αναγνώρισε ότι η άρνηση καταβολής σύνταξης στον επιζώντα σύντροφο αποβιώσαντος ιδίου φύλου συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, η οποία προσκρούει στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ, στην υποθετική περίπτωση που οι επιζώντες σύντροφοι καταχωρημένης συμβίωσης βρίσκονται σε «παρεμφερή κατάσταση», όσον αφορά τη σύνταξη. Εναπόκειται ωστόσο, στο εθνικό Δικαστήριο να εξακριβώσει αν συντρέχει η εν λόγω προϋπόθεση της παρεμφερούς κατάστασης (Παρ. 72-73).

37. Περαιτέρω, το ΔΕΚ, στην ίδια απόφαση, τόνισε ότι τα κράτη-Μέλη οφείλουν, «ακόμη και σε τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, όπως η οικογενειακή κατάσταση και οι παροχές που εξαρτώνται από αυτήν, να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο, και, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις περί της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων» (§ 59). Η διασταλτική αυτή ερμηνεία του ΔΕΚ στην οδηγία 2000/78/ΕΚ ανοίγει ορίζοντες για πολύπλευρες αλλαγές στα κράτη μέλη της Ένωσης ενώ διευκολύνει σε εθνικό επίπεδο τη «θεσμοθέτηση νέων διατάξεων για την υιοθέτηση μέτρων ισότητας και για τις εναλλακτικές σχέσεις συμβίωσης που απομακρύνονται μεν των παραδοσιακών δομών αλλά εκφράζουν μια σύγχρονη πραγματικότητα που κανένας νόμος δεν μπορεί να αγνοήσει»[21].

 

ΕΚΘΕΣΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (FRA) ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΜΟΦΟΒΙΑΣ

 

38. Ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε στις  30 Ιουνίου 2008  το πρώτο μέρος (νομική ανάλυση) της συγκριτικής Έκθεσης για την Ομοφοβία και τις σχετικές διακρίσεις στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης[22]. Στην έκθεση, επισημαίνονται οι διαφοροποιήσεις στη νομική μεταχείριση και προστασία των ομοφυλόφιλων προσώπων στα κράτη μέλη, καθώς και η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών σε τομείς όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποφασιστική αρμοδιότητα. Τούτο, με βάση τα πορίσματα της Έκθεσης, έχει αντίκτυπο στην αναγνώριση και το σεβασμό των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται για τους συζύγους και τους συντρόφους με βάση την Οδηγία 2004/38/ΕΚ. Στην έκθεση τονίζεται ότι, 18 από τα 27 κράτη μέλη έχουν θεσπίσει μέτρα που υπερβαίνουν το minimum που προβλέπει η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά των διακρίσεων και έχουν ψηφίσει σχετική νομοθεσία για προστασία από διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού στο τομέα της απασχόλησης, της πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες, στη στέγαση και τις κοινωνικές παροχές. H έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, τα δικαιώματα και τα προνόμια των παντρεμένων ζευγαριών θα πρέπει να επεκταθούν και στα ομόφυλα ζευγάρια. Αυτό αφορά εξίσου και δικαιώματα και προνόμια των συζύγων που σχετίζονται με την ελεύθερη κυκλοφορία και την οικογενειακή επανένωση.

39. Το δεύτερο μέρος της Έκθεσης[23] εκδόθηκε το Μάρτιο του 2009 και εξετάζει την κοινωνική κατάσταση των ομοφυλόφιλων ατόμων[24] στα κράτη μέλη της Ένωσης. Η έκθεση εστίασε στα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα πρόσωπα αυτά στα κράτη μέλη και ειδικότερα στους εξής τομείς:

– Συμπεριφορά απέναντι στα ομοφυλόφιλα άτομα

Η έρευνα κατέδειξε την ύπαρξη μεγάλων διαφορών ανάμεσα στα κράτη μέλη όσον αφορά τη στάση των πολιτών απέναντι στα ομοφυλόφιλα άτομα. Σε χώρες με πιο προστατευτική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης της σχέσης συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών, παρατηρήθηκε ότι η στάση της κοινωνίας είναι πιο θετική.

– Ελευθερία συνάθροισης

Διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα κράτη μέλη διαπιστώθηκαν αναφορικά με τη διασφάλιση του πιο πάνω δικαιώματος. Σε αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, μερίδα εκπροσώπων του πολιτικού βίου και των θρησκευτικών οργανισμών αντέδρασε αρνητικά στο αίτημα για βελτίωση της προστασίας των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων ατόμων.

– Εγκλήματα και ομιλίες μίσους (Hate Crime and Hate speech)

Η φραστική επίθεση είναι η πιο συνηθισμένη έκφραση παρενόχλησης των ομοφυλοφίλων, η οποία συχνά λαμβάνει χώρα σε δημόσιους χώρους.

– Αγορά εργασίας

Η έρευνα κατέδειξε ότι τα ομοφυλόφιλα άτομα υφίστανται διακρίσεις στο εργασιακό τους περιβάλλον οι οποίες εκδηλώνονται είτε άμεσα είτε με τη μορφή της παρενόχλησης, της γελοιοποίησης ή της κοινωνικής απομόνωσης.

– Εκπαίδευση

Σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αναφερθεί επεισόδια παρενόχλησης και γελοιοποίησης εις βάρος ομοφυλόφιλων ατόμων σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, με δυσμενείς συνέπειες στην κοινωνική ζωή αλλά και στην υγεία των μαθητών.

– Υπηρεσίες Υγείας

Η έρευνα κατέδειξε ότι και στις υπηρεσίες υγείας, αρκετά άτομα βίωσαν αρνητικές εμπειρίες που περιλαμβάνουν το στιγματισμό της σεξουαλικής τους ταυτότητας ως «διαταραχή» ή «ασθένεια».

– Άσυλο

Η έκθεση υπογραμμίζει ότι τα ομοφυλόφιλα άτομα αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες στη διαδικασία ασύλου λόγω των ευαίσθητων και προσωπικών πληροφοριών που χρειάζεται να παρουσιάσουν στις αρμόδιες αρχές για στήριξη του αιτήματός τους. Επιπρόσθετα, το προσωπικό των εμπλεκόμενων υπηρεσιών είτε δεν κατέχει τις κατάλληλες μεθόδους για συνέντευξη της ευάλωτης αυτής ομάδας αιτητών ασύλου είτε οι πληροφορίες για τις συνθήκες διαβίωσης των ομοφυλοφίλων στις χώρες καταγωγής τους είναι περιορισμένες.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΟΦΟΒΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ-ΚΥΠΡΟΣ

 

40. Η έρευνα αυτή διενεργήθηκε από τον Δρα Νίκο Τριμικλινιώτη και την κα Κορίνα Δημητρίου για τους σκοπούς της εκπόνησης της συγκριτικής μελέτης του Οργανισμού Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το ζήτημα της ομοφοβίας και χρησιμοποιήθηκε ως υποστηρικτικό υλικό[25]. Η έκθεση εστίασε στα παρακάτω θέματα:

– Ελευθερία διακίνησης: διαπιστώθηκαν διακρίσεις διαφόρων μορφών εις βάρος των ομόφυλων ζευγαριών ιδίως στις περιπτώσεις των ομοφυλόφιλων υπηκόων τρίτων χωρών που είναι μέλη οικογένειας Ευρωπαίων πολιτών

– Άσυλο: έγινε κυρίως μνεία στην παράλειψη του περί Προσφύγων Νόμου να συμπεριλάβει, στον ορισμό του μέλους οικογένειας, τους εκτός γάμου συντρόφους που βρίσκονται σε σταθερή σχέση,

– Οικογενειακή επανένωση: σημειώθηκε ότι παραμένει ανοιχτό το ζήτημα της άσκησης του δικαιώματος της οικογενειακής επανένωσης από τον ομόφυλο σύζυγο του συντηρούντα, όταν ο γάμος μεταξύ τους είχε συναφθεί σε κράτος που αναγνωρίζει το γάμο μεταξύ ομοφύλων.

– Ελευθερία Συνάθροισης: παρατηρήθηκε ότι δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα κάποια εκδήλωση από ομοφυλοφίλους.

– Ομιλία μίσους (Hate speech): διαπιστώθηκε ότι παρά τη σωρεία ομοφοβικών δηλώσεων στα ΜΜΕ, καμία ενέργεια δεν έχει ληφθεί εναντίον των ατόμων αυτών[26].

 

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ (2007)[27]

 

41. Η έκθεση αυτή εκπονήθηκε για το Δίκτυο Εμπειρογνωμόνων του Κέντρου Μεταναστευτικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Nijmegen και καλύπτει το σύνολο σχεδόν των θεμάτων που ανακύπτουν από την εφαρμογή της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ και του νόμου 7 (Ι) 2007. Όσον αφορά τα ομοφυλόφιλα άτομα, η έκθεση αναφέρει ότι η παράλειψη ρύθμισης στην Κύπρο του θέματος του γάμου ή της καταχωρημένης σχέση συμβίωσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, οδηγεί σε διάφορες μορφές διακρίσεων εις βάρος ομοφυλόφιλων ατόμων που είναι πολίτες της Ένωσης. Οι διακρίσεις αυτές συνίστανται ουσιαστικά στην επιβολή προσκομμάτων στην άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης διακίνησης των ομόφυλων ζευγαριών σε σχέση με τα ετερόφυλα ζευγάρια, και είναι αντίθετες με τις αρχές της ισότητας και της μη διάκρισης στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού όπως αυτές κατοχυρώνονται τόσο στην Οδηγία 2000/78/ΕΚ όσο και στην Οδηγία 2004/38/ΕΚ.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

42. Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, στόχος της παρούσας Έκθεσης είναι η παρότρυνση της αρμόδιας αρχής να λάβει αποτελεσματικά και ουσιαστικά μέτρα για την ίση μεταχείριση των ομόφυλων ζευγαριών και τον πλήρη σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής στα πλαίσια εφαρμογής του ευρωπαϊκού κεκτημένου που διέπει τη διακίνηση των ευρωπαίων πολιτών και των μελών των οικογενειών τους. Η ανάλυση του νομικού πλαισίου που διέπει την απαγόρευση των διακρίσεων αλλά και το σεβασμό των δικαιωμάτων των ατόμων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό  καταδεικνύει μια κινητικότητα και μια δυναμική σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι εξελίξεις αυτές αντανακλούν το βαθμό επίδρασης του κοινοτικού κεκτημένου στην κυπριακή έννομη τάξη και κοινωνία. Ιδίως δε τα θέματα που αφορούν στην ελεύθερη διακίνηση των ευρωπαίων πολιτών παίρνουν τη μορφή μιας μη αναστρέψιμης δικαιικής νομοτέλειας, που δεν μπορεί να αγνοηθεί από την κυπριακή δημόσια διοίκηση, στη βάση των όποιων παγιωμένων πρακτικών ή προκαταλήψεων. Άλλωστε, μια τέτοια κατεύθυνση δεν αποκλείει ούτε η Νομική Υπηρεσία με τη σχετική της γνωμοδότηση[28].

43. Ενδεικτικό της σημασίας των ζητημάτων αυτών αποτελεί το γεγονός ότι η νομική μεταχείριση νέων μορφών κοινωνικής συμβίωσης, ενόψει και των διατάξεων του ευρωπαϊκού και του εθνικού δικαίου, θέτει σήμερα  την κυπριακή  έννομη τάξη ενώπιον της αναγκαιότητας ρύθμισης τους. Τυχόν επιμονή σε πρακτικές που δεν συνάδουν με τις εξελίξεις αυτές  δεν ανταποκρίνεται σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα που αφορά και την κυπριακή κοινωνία. Αναπαράγει, ταυτόχρονα, τη στεγανότητα της κυπριακής έννομης τάξης με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή και συνεπάγεται σημαντικό περιορισμό της δεσμευτικότητας και της ενιαίας εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου.

44. Στην ευρύτερη τους διάσταση οι εξελίξεις αυτές θέτουν επιτακτικά τα  ζητήματα των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών και της ανάλογης αντιμετώπισης και ίσης μεταχείρισης τους εκ μέρους του νομοθέτη, της διοίκησης και της κοινωνίας. Eίναι δε σημαντικό να σημειωθεί ότι είναι άλλο θέμα η νομιμοποίηση των συμφώνων συμβίωσης και των γάμων ομοφυλοφίλων από την πολιτεία και άλλο, εντελώς διαφορετικό, η  αναγκαιότητα ρύθμισης εκ μέρους της διοίκησης υπαρκτών κοινωνικών και άλλων συνεπειών που επιφέρει η αναγνώριση τέτοιων συμφώνων ή γάμων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες  από την οποία επηρεάζεται η Κύπρος λόγω της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των ευρωπαίων πολιτών.

45. Αξίζει, πάντως, στο σημείο αυτό να σημειωθεί η θετική αντιμετώπιση και ευνοϊκή  εξέλιξη της υπόθεσης του ομοφυλόφιλου Ιρανού αιτητή ασύλου με την παραχώρηση του προσφυγικού καθεστώτος σε αυτόν στη βάση της ιδιότητάς του ως μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας που έχρηζε προσφυγικής προστασίας (Βλ. παρ. 15-18) . Η εξέλιξη αυτή, σε ένα ζήτημα με τόσο σημαντικές διαστάσεις, συνιστά ένα πρώτο και σημαντικό δείγμα ευαισθητοποίησης στο θέμα των διακρίσεων κατά ομοφυλόφιλων προσώπων και των διώξεων που υφίστανται άτομα λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού.

46. Όπως διασαφηνίστηκε,  η προσέγγιση της Διοίκησης και η ρύθμιση του θέματος της διαμονής ομόφυλων συντρόφων ευρωπαίων πολιτών,  με παραπομπή στον Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, παρουσιάζει πρόβλημα συμβατότητας με την κοινοτική οδηγία για τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των Ευρωπαίων και των μελών των οικογενειών τους. Για τους σκοπούς εφαρμογής της η Οδηγία αυτή προβλέπει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν στα μέλη της οικογένειας του ευρωπαίου πολίτη τον καταχωρισμένο σύντροφο εάν η νομοθεσία του κράτους υποδοχής, αναγνωρίζει τη σχέση συμβίωσης ως ισοδύναμης με το γάμο. Ορίζει επίσης, ότι τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της οδηγίας δεν θα πρέπει να προβαίνουν σε διακρίσεις έναντι οποιουδήποτε προσώπου λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Η σχετική εγχώρια νομοθεσία [άρθρο 4 του Ν. 7(Ι) 2007] που μετέφερε την οδηγία στο κυπριακό δίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα διευκόλυνσης εισόδου και παραμονής στην Κύπρο, με βάση τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, του/της συντρόφου με τον/την οποίο/α ο πολίτης της Ένωσης έχει διαρκή σχέση δεόντως αποδεδειγμένη.

47. Είναι γεγονός ότι οι πρόνοιες της οδηγίας δεν επιφυλάσσουν την ίδια μεταχείριση σε ομόφυλα ή ετερόφυλα ζευγάρια με καταχωρισμένη σχέση συμβίωσης για σκοπούς ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής εντός της  Ένωσης. Η ρύθμιση του θέματος επαφίεται στα κράτη μέλη με άξονα αναφοράς το κατά πόσο το εθνικό δίκαιο αναγνωρίζει τις σχέσεις συμβίωσης ως ισοδύναμες με το γάμο.  Εντούτοις, το γράμμα και το πνεύμα  της οδηγίας  καθώς και της κυπριακής νομοθεσίας κινούνται στη λογική της παροχής διευκολύνσεων στα ζευγάρια αυτά κατά τρόπο που να προσιδιάζει στη μεταχείριση των ευρωπαίων πολιτών και των μελών των οικογενειών τους.

48. Έχοντας αυτά υπόψη θεωρώ ότι ο τρόπος  χειρισμού του κρίσιμου αυτού ζητήματος από την αρμόδια αρχή και ιδιαίτερα η συλλήβδην χρήση μιας ανυπέρβλητα περιοριστικής ερμηνείας των οικείων νομοθετικών διατάξεων και των προνοιών του κοινοτικού δικαίου αποβαίνει εντέλει σε βάρος των ευρωπαίων πολιτών που διατηρούν καταχωρισμένη σχέση συμβίωσης στο κράτος προέλευσης και ιδιαίτερα των ομόφυλων ζευγαριών. Η πρακτική της διοίκησης απέναντι σε αυτή την κατηγορία των ευρωπαίων πολιτών περιορίζει αδικαιολόγητα τα δικαιώματα και τη γενικότερη ευνοϊκή μεταχείριση που τους παρέχει η ευρωπαϊκή τους ιθαγένεια και το κανονιστικό πλαίσιο της κοινοτικής οδηγίας.

49. Αν μάλιστα ληφθούν υπόψη οι συνέπειες αυτής της συσταλτικής ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου και της συνακόλουθης πρακτικής, που παρακωλύει  την απόλαυση του πρωτογενούς δικαιώματος της ελευθερίας διακίνησης και εγκατάστασης των ευρωπαίων πολιτών, η άσκηση του δικαιώματος αυτού περιορίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε καθίσταται ουσιαστικά αδύνατη για μια κατηγορία ευρωπαίων πολιτών που διακινούνται εντός της επικράτειας της Ένωσης και διατηρούν σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης αναγνωρισμένη στο κράτος της ιθαγένειας τους.

50. Η προσέγγιση της αρμόδιας αρχής δεν λαμβάνει επίσης δεόντως υπόψη το συνολικότερο δικαιικό πλέγμα στο οποίο εντάσσεται η σχετική πρόνοια της οδηγίας η οποία κατατείνει στην προαγωγή της ελεύθερης διακίνησης και της προστασίας της οικογενειακής ζωής των ευρωπαίων πολιτών. Η προστασία αυτή μπορεί ενδεχομένως να μην υπάγεται στους ίδιους όρους με άλλες κατηγορίες ευρωπαίων πολιτών αλλά συνεπάγεται σαφώς μια ευνοϊκή προστασία κατά τρόπο ανάλογο με τη μεταχείριση  των ευρωπαίων πολιτών και των μελών των οικογενειών τους.

51. Η αιτιολογία της αρμόδιας αρχής εξαντλείται στο επιχείρημα ότι ο γάμος μεταξύ ομοφύλων δεν αναγνωρίζεται στην Κύπρο. Όμως, η γενικευμένη και απαγορευτική αυτή στάση και ο a priori αποκλεισμός του ομόφυλου συντρόφου Ευρωπαίου πολίτη από τα δικαιώματα που του παρέχει το κοινοτικό κεκτημένο, με το αιτιολογικό ότι  ο γάμος ομόφυλων προσώπων δεν αναγνωρίζεται στην Κύπρο, συνιστά αδικαιολόγητη διάκριση, ασυμβίβαστη με το πνεύμα της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ και με βασικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Όπως είναι κατανοητό, η πρακτική αυτή δεν συνεπάγεται καμία εξατομικευμένη συνεκτίμηση των ιδιαίτερων παραμέτρων κάθε περίπτωσης, που θα επέτρεπε τη διαπίστωση της δυνητικής ένταξης των φορέων του δικαιώματος στο προστατευτικό πεδίο της Οδηγίας. Τέτοιες παράμετροι, με βάση και τις πρόνοιες της Οδηγίες, θα μπορούσαν π.χ. να θεωρηθούν η διαπίστωση πραγματικού δεσμού των αιτητών, μόνιμης συμβίωσης ή σταθερότητας μιας σχέσης. Μια τέτοια συνεκτίμηση θα  μπορούσε, ενδεχομένως, να θεμελιώσει λόγους εξαίρεσης από την παρεχόμενη προστασία. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι εξαιρέσεις  αυτές δεν θα πρέπει να προσβάλλουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων της ελεύθερης διακίνησης των ευρωπαίων πολιτών, της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, ενώ θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα αντικειμενικής αξιολόγησης με τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.

52. Επιπλέον, ο τρόπος χειρισμού του ζητήματος εκ μέρους της αρμόδιας αρχής είναι επίσης προβληματικός αφού δεν λαμβάνει υπόψη ότι η αναγνώριση  δικαιωμάτων σε ομόφυλα ζευγάρια, τα οποία τυγχάνουν πλέον μιας διευρυμένης προστασίας στο κοινοτικό δίκαιο, δεν θέτει αυτόματα σε κίνδυνο την ετερόφυλη οικογένεια. Με βάση δε και τη σχετική  νομολογία του ΕΔΑΔ (υπόθεση Κarner[29]) η άρνηση αναγνώρισης  δικαιωμάτων σε ομόφυλα ζευγάρια, όπως εν προκειμένω το δικαίωμα διαμονής ομόφυλου ζευγαριού, θα έπρεπε να αιτιολογηθεί με σαφήνεια, πειστικότητα  και επάρκεια  και όχι με το απλουστευτικό επιχείρημα ότι η διευκόλυνση δεν μπορεί να παρασχεθεί επειδή ο γάμος ομοφυλοφίλων δεν αναγνωρίζεται στην Κύπρο.

 

ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ-ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ

 

53. Έναυσμα για την υποβολή  της παρούσας έκθεσης μου, ως Αρχή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων, αποτέλεσαν δύο καταγγελίες που μου υποβλήθηκαν καθώς και οι εξελίξεις που σημειώθηκαν μετά από την υποβολή τριών εκθέσεων σε σχέση με τις διακρίσεις σε βάρος ατόμων λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού. Στις προηγούμενες μου παρεμβάσεις είχα υπογραμμίσει ότι η αρχή της μη διάκρισης, όπως έχει ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε συνδυασμό με το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής, καθιστούν επιβεβλημένη μια διαφορετική προσέγγιση. Οι έννοιες της οικογένειας και του γάμου, εξελίσσονται και διαφοροποιούνται με την πάροδο του χρόνου και δημιουργούν νέες πραγματικότητες οι οποίες είναι δύσκολο αλλά και απρόσφορο να παραγνωρίζονται στις σημερινές συνθήκες. Ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει επίσης να παραγνωρίζεται η  διευρυμένη πλέον προστασία που κατοχυρώνεται για τα ομοφυλόφιλα πρόσωπα στο επίπεδο του πρωτογενούς και παράγωγου κοινοτικού δικαίου.

54. Η θεμιτή,  κατά τα λοιπά,  προστασία του γάμου  δεν μπορεί να νοείται ή να συνεπάγεται περιορισμούς  στην ελευθερία επιλογών συμβίωσης στις ιδιωτικές σχέσεις ή οποιεσδήποτε αδικαιολόγητες διακρίσεις έναντι των ομόφυλων ζευγαριών που διακινούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

55. Σύμφωνα και με τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που αναφέρθηκε πιο πάνω, η συγκεκριμένη κοινοτική οδηγία «επιβάλλει την υποχρέωση αναγνώρισης της ελευθερίας της διακίνησης σε όλους τους πολίτες της Ένωσης (συμπεριλαμβανομένων των ομόφυλων ζευγαριών) χωρίς να επιβάλει την υποχρέωση αναγνώρισης και των γάμων μεταξύ ομοφύλων». Η αρμόδια αρχή, συνεπώς, οφείλει να αναθεωρήσει τη στάση της προς την κατεύθυνση της παροχής ουσιαστικών διευκολύνσεων στους/ις συντρόφους ευρωπαίων πολιτών που ασκούν τα δικαιώματα ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης στην Κύπρο. Η ακολουθούμενη σήμερα πρακτική παραχώρησης διευκολύνσεων στη βάση του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου δεν συνάδει με τις πρόνοιες της σχετικής κοινοτικής Οδηγίας και συνιστά αδικαιολόγητη διάκριση έναντι ευρωπαίων πολιτών οι οποίοι επιλέγουν συγκεκριμένη μορφή συμβίωσης, καθώς συνεπάγεται πρακτικές και άλλες δυσκολίες κατά τη διαμονή τους στη χώρα (αβέβαιο καθεστώς «επισκέπτη», παροχή δικαιώματος εργασίας κατά περίπτωση στην απουσία σαφών θεσμοθετημένων ρυθμίσεων).

56. Υπό τις συνθήκες αυτές, η έννοια της «διευκόλυνσης» της εισόδου και παραμονής των συντρόφων των Ευρωπαίων πολιτών στην Κύπρο όπως αναφέρεται στο σχετικό νόμο, δεν μπορεί παρά να ερμηνεύεται ως καταρχήν δέσμευση (υποχρέωση), και όχι ως απλή διακριτική ευχέρεια, της αρμόδιας αρχής, η οποία αρνείται ουσιαστικά την είσοδο επειδή ο γάμος ομόφυλων προσώπων δεν είναι αναγνωρισμένος στην Κύπρο.

57. Συνεπώς, η Διοίκηση οφείλει να αναθεωρήσει την υφιστάμενη πρακτική της και να προχωρήσει στην άρση των υφισταμένων ανυπέρβλητων ερμηνευτικών περιορισμών που αποβαίνουν σε βάρος μιας κατηγορίας ευρωπαίων πολιτών και να την αναπροσαρμόσει προς την κατεύθυνση της ισότιμης μεταχείρισης των ομόφυλων ζευγαριών για σκοπούς εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στα θέματα της ελεύθερης  διακίνησης των ευρωπαίων πολιτών και των μελών των οικογενειών τους. Oι πρόνοιες των θεμελιωδών αρχών και των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και το κανονιστικό τους περιεχόμενο παρέχουν επαρκές έρεισμα για μια νέα προσέγγιση στο ζήτημα αυτό.

58. Σύμφωνα με τον περί Καταπολεμήσεως των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο (Ν. 42 (Ι) /2004) ανατίθεται στον Επίτροπο Διοικήσεως η γενική αρμοδιότητα της καταπολέμησης και εξάλειψης της ισότητας. Το άρθρο 6 του νόμου αυτού καθορίζει ως απαγορευμένη με νόμο διάκριση κάθε μεταχείριση ή συμπεριφορά που συνιστά άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού. Υποβάλω συνεπώς την παρούσα έκθεση στον Υπουργό Εσωτερικών ώστε να μελετηθεί το περιεχόμενο και τα συμπεράσματά της αναμένοντας τη λήψη ουσιαστικών μέτρων προς υλοποίηση των εισηγήσεών μου.

 

Ηλιάνα Νικολάου

Επίτροπος Διοικήσεως (Αρχή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων)

3 Αυγούστου 2009

 

Υποσημειώσεις και Παραπομπές:

[1] Η έρευνα διενεργήθηκε για το Δίκτυο Εμπειρογνωμόνων (Network of experts) του Κέντρου Μεταναστευτικού Δικαίου του Πανεπιστήμιο του Nijmegen (Centre for Migration Law of the University of Nijmegen – Network on the Free Movement of Workers within the European Union)

[2] ΑΚΡ 68/2008, «Έκθεση Αρχής κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων αναφορικά με τα δικαιώματα εισόδου και διαμονής την Κύπρο ομόφυλου συντρόφου Ευρωπαίου πολίτη», ημερ. 23 Απριλίου 2008

ΑΚΡ 213/2008, «Έκθεση Αρχής κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων αναφορικά την παραχώρηση άδειας παραμονής στην Κύπρο ως επισκέπτη (visitor) χωρίς δικαίωμα εργασίας ομόφυλου συζύγου Κύπριου πολίτη», ημερ. 10 Δεκεμβρίου 2008

[3] Γ.Ε. 50(Β)/2003/Ν.50/6, 50 (Α)/2003/Ν.50/2

[4] Υποσημείωση 2

[5] Άρθρο 39 του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004

[6] Σχετικές είναι και προηγούμενες γνωμοδοτήσεις ημερ. 12 Ιανουαρίου 2006 και 17 Μαΐου 2007

[7] Πρόταση Οδηγίας του Συμβουλίου ημερομηνίας 2.7.2008 για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης των προσώπων ανεξαρτήτως θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

[8] Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου που αφορά την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης των προσώπων ανεξαρτήτως θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού (COM(2008)0426 – C6-0291/2008 – 2008/140(CNS))

[9] Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Απριλίου 2009 σχετικά με την εφαρμογή της Οδηγίας 2004/38/EK για το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών Μελών ((2008/2184 (INI) )

Σχετική επίσης, και πιο λεπτομερής, είναι και η έκθεση (report) του Κοινοβουλίου που προηγήθηκε του ανωτέρω ψηφίσματος: Έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της Οδηγίας 2004/38/EK για το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των Κρατών Μελών ((2008/2184 (INI) )<TitreType></TitreType><Titre>, Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, Εισηγήτρια: </DocRef>

<Commission>{LI Adina-Ioanna Vălean, 23 Μαρτίου 2009</Depute></Commissi

[10] Έκθεση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση 2004-2008, (2007/2145 (ΙΝΙ)), Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, Εισηγητής: Giusto Catania, 5 Δεκεμβρίου 2008

[11] Υπόθεση Rees, απόφαση της  17.10.1986, Markcx v. Belgium της 13.06.1979

[12] Application No.9369/81 dated 3.5.1983

[13] Application Νo 56501/00 dated 10.5.2001

[14] Application No.43546/03, 22.1.2008.

[15] Δική μου μετάφραση

[16] Αίτηση υπ. Αρ. 40016, 24.7.2003.

[17] L. and V. v. Austria (Application Nos. 39392/98, 39829/98), 9.1.2003

S.L. v. Austria, (App. No. 45330/99), 9.1.2003

[18] «a living instrument, which had to be interpreted in the light of present-day conditions»

[19] Το συγκεκριμένο άρθρο καταργήθηκε τον Ιούλιο του 2002 αλλά οι καταδίκες των αιτητών παρέμειναν     εν ισχύ παρά την αλλαγή του νόμου

[20] Υποθέσεις Lisa Grand και D, D v. Council of the European Union.

[21] Χειρδάρης Β.Κ., Νομολογία Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων-Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Υπόθεση Maruco, Νομικό Βήμα (2008), τόμος 56, σ. 782 (          δικός μου ο τονισμός)

[22] “Homophobia and Discrimination on Grounds of Sexual Orientation and Gender Identity in the EU Member States, Part I: Legal Analysis”, European Union Agency for Fundamental Rights (FRA), June 2008

[23] “Homophobia and Discrimination on Grounds of Sexual Orientation and Gender Identity in the EU Member States-Part II Social Analysis”, March 2009, EU Agency for Fundamental Rights

[24] Στην έκθεση του FRA γίνεται λόγος για “lesbian, gay, transsexual and transgender (LGBT) persons”. Για λόγους συντομίας στην παρούσα έκθεση χρησιμοποιείται ο όρος «ομοφυλόφιλα πρόσωπα» ο οποίος εμπερικλείει και τις πιο πάνω κατηγορίες.

[25] “Legal Study on Homophobia and Discrimination on Grounds of Sexual Orientation-Cyprus”, Νίκος Τριμικλινιώτης, Κορίνα Δημητρίου, Φεβρουάριος 2008

Η έρευνα αυτή διενεργήθηκε για τους σκοπούς της εκπόνησης της συγκριτικής μελέτης του Οργανισμού Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το ζήτημα της ομοφοβίας και χρησιμοποιήθηκε ως υποστηρικτικό υλικό. Οι απόψεις που εκφέρονται δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα την επίσημη θέση του οργανισμού.

[26] Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι ποινικές διατάξεις που απαγόρευαν τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις ανάμεσα σε συναινούντες ενήλικους άντρες καταργήθηκαν μετά την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση  Modinos v. Cyprus (Judgment of 22 April 1993, Series A no. 259)

[27] “Report on the Free Movement of Workers in Cyprus in 2007”, Νίκος Τριμικλινιώτης, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Σεπτέμβριος 2008

Network of Experts, Centre for Migration Law of the University of Nijmegen, Network on the Free Movement of Workers within the European Union

[28] Βλ. παρ. 15

[29] Βλ. παρ. 33

 

Stop-Discrimination-Now

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!