Αρ. Φακ.: Α/Π 2059/2006, Α/Π 994/2007, Α/Π 241/2008, Α/Π 2473/2006, Α/Π 1346/2007, Α/Π 855/2008, Α/Π 2763/2006, Α/Π 1472/2007, Α/Π 1253/2008, Α/Π 1621/2007, Α/Π 1639/2007, Α/Π 2650/2007, Α/Π 2778/2007
Λευκωσία, 29 Ιουνίου 2011
Έκθεση Επιτρόπου Διοικήσεως
αναφορικά με το χειρισμό αιτημάτων αλλοδαπών ενήλικων τέκνων Κυπρίων ή αλλοδαπών που διαμένουν μόνιμα στην Κύπρο για έκδοση αδειών εισόδου και παραμονής
Τομέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Προϊστάμενος: Άριστος Τσιάρτας
Επιβλέπων Λειτουργός: Γιώργος Κακότας
Ερευνών Λειτουργός: Θέκλα Δημητριάδου
Αντικείμενο παραπόνων
1. Κατά τα έτη 2006 μέχρι 2008 μου υποβλήθηκε σειρά παραπόνων κατά του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης σχετικά με το χειρισμό των αιτημάτων ενήλικων αλλοδαπών από τρίτες χώρες, με έστω ένα γονέα -βιολογικό ή θετό- Κύπριο πολίτη ή αλλοδαπό μόνιμο κάτοικο Κύπρου, για έκδοση αδειών εισόδου και παραμονής στη Δημοκρατία. Όπως υποστήριξαν οι παραπονούμενοι, η αντιμετώπιση των αιτημάτων τους εκ μέρους του Τμήματος υπήρξε ισοπεδωτική και στις πλείστες περιπτώσεις αρνητική, γεγονός που ισοδυναμούσε με παραβίαση ή περιορισμό του δικαιώματος τους στην οικογενειακή ζωή και ενότητα.
2. Από τη μελέτη των ατομικών και ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε περίπτωσης, διαπίστωσα ότι στις πλείστες των περιπτώσεων τα αιτήματα εξετάστηκαν κατά τον ίδιο τρόπο και με τις ίδιες προϋποθέσεις που εξετάζονται αντίστοιχα αιτήματα αλλοδαπών από τρίτες χώρες που αφικνούνται στην Κύπρο για πρώτη φορά ή βρίσκονται στη χώρα σε προσωρινή βάση και χωρίς δεσμούς συγγένειας. Δε φάνηκε, παράλληλα, κατά την εξέταση των αιτήσεων να λήφθηκαν επαρκώς υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία του κάθε αιτούντος, στη βάση των οποίων θα μπορούσε να στηριχτεί μια πιο ελαστική και θετική εξέταση των αιτημάτων του: η ευρύτερη οικογενειακή του κατάσταση, η ύπαρξη βιολογικού γονέα ή συγγενή στη θετή οικογένεια, ο χρόνος παραμονής του και η ηλικία άφιξής του στην Κύπρο, η κατάσταση της υγείας του και άλλες -ανθρωπιστικές κυρίως- παράμετροι.
3. Με το θέμα αυτό έχω ασχοληθεί στο παρελθόν με την υποβολή δύο σχετικών Εκθέσεων [1], ημερομηνίας 26 Φεβρουαρίου και 28 Μαΐου 2008, στις οποίες επεσήμανα ότι η ύπαρξη οικογενειακού δεσμού είναι ένα από τα στοιχεία που πρέπει να συνεκτιμώνται με ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή και ευαισθησία κατά τη λήψη απόφασης για παραχώρηση άδειας εισόδου ή παραμονής στην Κύπρο. Σημειώνοντας τα ιδιαίτερα στοιχεία των περιπτώσεων που τέθηκαν υπόψη μου κατά την υποβολή των συγκεκριμένων παραπόνων, εισηγήθηκα -πέραν της επανεξέτασης των αιτημάτων που υπέβαλαν οι παραπονούμενοι- την άμεση εξέταση και ρύθμιση του θεσμικού πλαισίου που διέπει το ζήτημα της παραμονής των ενήλικων παιδιών αλλοδαπών που διαμένουν μόνιμα στη Δημοκρατία, ώστε αυτό να πάψει να είναι ασαφές και να παρέχει τη δυνατότητα συνεκτίμησης όλων των κρίσιμων περιστατικών της κάθε περίπτωσης.
4. Παρά την υποβολή των πιο πάνω εισηγήσεών μου, δεν έχει μέχρι σήμερα θεσμοθετηθεί η διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων για άδεια εισόδου ή/και παραμονής της ιδιαίτερης αυτής κατηγορίας προσώπων. Εν όψει τούτου, έκρινα σκόπιμη την υποβολή της παρούσας Έκθεσης, στη βάση των συνολικών ευρημάτων από την εξέταση όλων των παραπόνων που υποβλήθηκαν στο Γραφείο μου με παρόμοιο περιεχόμενο.
Έρευνα και διαπιστώσεις
5. Στα πλαίσια διερεύνησης των παραπόνων ζήτησα από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με επιστολές διαφόρων ημερομηνιών, την αποστολή των διοικητικών φακέλων των παραπονουμένων, τους οποίους παρέλαβα και εξέτασα υπό το φως των ισχυρισμών που διατυπώθηκαν από τους ίδιους τους παραπονούμενους.
6. Ακολουθούν συνοπτικά [2] τα παράπονα που μου υποβλήθηκαν και τα αποτελέσματα της διερεύνησης τους:
Α/Π 2059/2006
7. Το παράπονο υποβλήθηκε από Κύπριο παντρεμένο με Μολδαβή υπήκοο, εκ μέρους του ενήλικα γιου της, ο οποίος βρισκόταν στην Κύπρο από το 2004. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του παραπονούμενου, ενώ εκκρεμούσε διαδικασία υιοθεσίας του από τον Κύπριο σύζυγο της μητέρας του στο Δικαστήριο, έλαβε κλήση από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για αναχώρηση του από τη Δημοκρατία.
8. Από την έρευνα προέκυψε ότι ο παραπονούμενος έφθασε στην Κύπρο το 2004, αρχικά ως ανήλικος εξαρτώμενος της μητέρας του, και ότι μετά την ενηλικίωσή του η αίτηση του για ανανέωση της άδειας παραμονής του απορρίφθηκε.
9. Από τα δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης φαίνεται ότι στην εξέταση του αιτήματος του παραπονούμενου για ανανέωση της άδειας παραμονής του δε λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι βρισκόταν στην Κύπρο πριν ακόμα ενηλικιωθεί, ότι εδώ βρίσκεται μόνιμα εγκατεστημένη η μητέρα του, ενώ παραγνωρίστηκε επίσης το γεγονός της πρόθεσης, αλλά και της εκκρεμούσας δικαστικής διαδικασίας, για υιοθέτησή του από τον Κύπριο σύζυγο της μητέρας του.
Α/Π 2473/2006
10. Κύπριος υπήκοος συριακής καταγωγής, παντρεμένος με Κύπρια πολίτιδα, υπέβαλε παράπονο εκ μέρους του Σύρου υιοθετημένου γιου τους, αναφορικά με την απόφαση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης να απορρίψει αίτηση του για έκδοση άδειας παραμονής επισκέπτη. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, η απόφαση αυτή έθεσε τον ίδιο και την οικογένειά του σε εξαιρετικά δυσμενή θέση, αφού ο ίδιος έγινε με την πάροδο του χρόνου αναπόσπαστο μέλος της οικογένειας, ενώ συνεισέφερε παράλληλα με την εργασία του στη διαβίωση της οικογένειας. Όπως ανέφερε, ειδικότερα, ο παραπονούμενος, η θετή του μητέρα είναι -βάσει ιατρικού πιστοποιητικού- μόνιμα ανίκανη για εργασία, στην οικογένεια περιλαμβάνονται άλλα πέντε ανήλικα παιδιά, και τα μόνα εισοδήματα της οικογένειας προέρχονται από την εργασία του ίδιου και του πατέρα του. Για την οικονομική κατάσταση της οικογένειας και τη συμβολή του παραπονούμενου στη βελτίωσή της, μου κοινοποιήθηκε σχετική Έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.
11. Από την έρευνα προέκυψε ότι ο παραπονούμενος, ο οποίος βρίσκεται στην Κύπρο από το 2001, έχει εξ αίματος συγγενική σχέση με το θετό του πατέρα, από τον οποίο υιοθετήθηκε το 2005 σε ηλικία 18 ετών. Η αίτηση του για έκδοση άδειας παραμονής επισκέπτη, η οποία υποβλήθηκε το 2005, απορρίφθηκε στη βάση του ότι κατά τα προηγούμενα έτη παρέλειψε να ανανεώσει την άδειά του. Κλήθηκε, παράλληλα, να αναχωρήσει από την Κύπρο.
12. Στα πλαίσια προκαταρκτικής παρέμβασης μου, ζήτησα από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, όπως επανεξετάσει την περίπτωση στη βάση των συνολικών συνθηκών υπό τις οποίες υποβλήθηκε το αίτημα. Η απάντηση, ωστόσο, υπήρξε εκ νέου αρνητική, ενώ ο παραπονούμενος συνελήφθη και κρατήθηκε για τέσσερεις μέρες, κατά το 2007, βάσει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.
13. Η άδεια παραμονής, εν τέλει, εκδόθηκε, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις.
14. Κατά το 2008 ο παραπονούμενος με ενημέρωσε ότι υπέβαλε αίτηση πολιτογράφησης του ως Κύπριου πολίτη. Αντιμετώπιζε, ωστόσο, μέχρι και το 2010 προβλήματα στην έγκριση της απασχόλησής του σε τομείς πέραν αυτών που προορίζονται για αλλοδαπούς από τρίτες χώρες.
15. Ως συνάγεται από τα πιο πάνω, κατά την εξέταση των αιτημάτων του παραπονούμενου καθοριστικής σημασίας υπήρξε το καθεστώς της πρότερης παραμονής του παραπονούμενου, ενώ φαίνεται να παραγνωρίστηκαν η στενή συγγενική σχέση του παραπονούμενου με τον θετό του πατέρα, η ηλικία άφιξης του στη χώρα, καθώς και η ανθρωπιστική πτυχή της περίπτωσης.
Α/Π 2763/2006
16. Το παράπονο υποβλήθηκε από εγγεγραμμένη Κύπρια από τη Σρι Λάνκα, σε σχέση με την απόρριψη των αιτημάτων των δύο ενήλικων παιδιών της για ανανέωση των αδειών παραμονής τους.
17. Κατά τη διερεύνηση του παραπόνου, το ένα εκ των δύο παιδιών της παραπονούμενης τέθηκε υπό κράτηση, και κατόπιν παρέμβασης της προκατόχου της θέσης μου, αφέθηκε ελεύθερος.
18. Από τη διερεύνηση του παραπόνου διαπιστώθηκε ότι η παραπονούμενη βρίσκεται στην Κύπρο εδώ και 15 χρόνια, έχει βαπτιστεί χριστιανή ορθόδοξη και από το γάμο της με Κύπριο πολίτη απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα. Τα τρία ενήλικα παιδιά της, τα οποία εισήλθαν στην Κύπρο ως επισκέπτες, υιοθετήθηκαν από τον Κύπριο σύζυγό της, σε ηλικίες 22, 21 και 26 ετών. Δύο από τα παιδιά της, μάλιστα, ο ένας γιος και η κόρη της, βαφτίστηκαν χριστιανοί ορθόδοξοι και απέκτησαν ελληνικά ονόματα, ενώ η κόρη της παραπονούμενης απέκτησε, το 2002, την κυπριακή υπηκοότητα. Οι δύο γιοι της, όμως, -εκ των οποίων ο ένας έχει αποκτήσει δική του οικογένεια στην Κύπρο- αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην παραμονή τους στη χώρα.
19. Οι διαπιστώσεις και παρατηρήσεις μου αναφορικά με τα ευρήματα της διερεύνησης του συγκεκριμένου παραπόνου διατυπώθηκαν σε Έκθεση (βλ. παρ. 3) που υπέβαλα στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με εισήγηση για διαμόρφωση θεσμικού πλαισίου και επανεξέταση της περίπτωσης της παραπονούμενης και των παιδιών της, με την προοπτική διευκόλυνσης της παραμονής τους στην Κύπρο.
Α/Π 994/2007
20. Το παράπονο υποβλήθηκε από Κύπριο πολίτη, παντρεμένο με Ουκρανή υπήκοο, εκ μέρους του ενήλικου γιου της συζύγου του, τον οποίο είχε ο ίδιος υιοθετήσει τρία χρόνια πριν, σε ηλικία 19 χρόνων. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, μετά την ενηλικίωσή του, αναγκαζόταν να παραμένει στην Κύπρο με ολιγόμηνες άδειες επισκέπτη και να αναχωρεί για τη χώρα του με σκοπό την υποβολή νέας αίτησης για θεώρηση εισόδου.
21. Ο παραπονούμενος ισχυρίστηκε, επιπλέον, ότι ο λόγος που δεν μπορούσε πριν την ηλικία των 18 χρόνων να έρθει στην Κύπρο υπήρξε η υποχρέωση του προς τον εθνικό στρατό της χώρας του, ο οποίος δεν του επέτρεπε πριν την ενηλικίωσή του να ταξιδέψει εκτός Ουκρανίας. Ανέφερε, ακόμα, ότι η μητέρα του έχει υποβάλει αίτηση για εγγραφή ως Κύπρια πολίτιδα, ενώ στην Κύπρο ζει και η 15χρονη αδερφή του, την οποία επίσης προτίθεται να υιοθετήσει ο σύζυγος της μητέρας του. Σημείωσε, τέλος, ότι το μόνο εν ζωή συγγενικό του πρόσωπο στην Ουκρανία είναι η γιαγιά του.
22. Από την έρευνα προέκυψε ότι ο παραπονούμενος από το 2004 βρισκόταν στην Κύπρο με άδεια παραμονής για σκοπούς φοίτησης σε διετές πρόγραμμα σπουδών σε ιδιωτικό κολλέγιο. Όπως, μάλιστα, με ενημέρωσε, αναγκάστηκε να εγγραφεί σε πλήρες πρόγραμμα σπουδών, παρότι επιθυμούσε να βρίσκεται υπό καθεστώς μερικής φοίτησης, αφού λόγω οικονομικών δυσκολιών χρειαζόταν ταυτόχρονα να εργάζεται σε μερική απασχόληση. Το 2006, αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία της υιοθεσίας, ο παραπονούμενος υπέβαλε αίτηση έκδοσης άδειας παραμονής επισκέπτη, επισυνάπτοντας βεβαίωση του θετού του πατέρα ότι θα αναλάμβανε τα έξοδα συντήρησής του. Το αίτημα απορρίφθηκε, χωρίς διευκρινήσεις, και ο παραπονούμενος κλήθηκε να αναχωρήσει, όπως και έπραξε.
23. Ένα χρόνο αργότερα, ζήτησε από τον Υπουργό Εσωτερικών κατ’ εξαίρεση έκδοση άδειας παραμονής μερικής φοίτησης. Το αίτημα του για άδεια παραμονής εν τέλει εγκρίθηκε, και πάλι όμως με την προϋπόθεση της πλήρους φοίτησης.
24. Κατά το χειρισμό της προκειμένης περίπτωσης διαφάνηκε και πάλι ότι το γεγονός της ενηλικίωσης του παραπονούμενου διαδραμάτισε τον πιο καθοριστικό ρόλο κατά την εξέταση της αίτησης του για άδεια παραμονής, υπερνικώντας τους στενούς οικογενειακούς δεσμούς του στην Κυπρο.
Α/Π 1346/2007
25. Δικηγόρος μου υπέβαλε παράπονο εκ μέρους ενήλικα από τη Σρι Λάνκα, η μητέρα του οποίου είναι σύζυγος Κύπριου πολίτη από το 2001 και μητέρα του παιδιού του. Όπως αναφέρθηκε στο παράπονο, ο παραπονούμενος βρισκόταν στην Κύπρο από το 2005, και απελάθηκε το 2007, ενώ εκκρεμούσε διαδικασία υιοθεσίας του από τον Κύπριο σύζυγο.
26. Όπως φάνηκε κατά την έρευνα, ο παραπονούμενος συνελήφθη λόγω ανάμειξής του σε επεισόδιο διένεξης ανάμεσα σε ομοεθνείς του και κρατήθηκε για τρεις μήνες, εωσότου ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία, στην οποία ήταν μάρτυρας. Κατά την κράτησή του αποπειράθηκε δύο φορές να αυτοκτονήσει, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και να εκδοθεί ιατρική βεβαίωση, σύμφωνα με την οποία αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα που συνιστούσαν την παραμονή του στη χώρα -στο περιβάλλον της μητέρας του- για σκοπούς θεραπείας. Παρά τα πιο πάνω δεδομένα, το διάταγμα απέλασης εκτελέστηκε ως είχε προγραμματιστεί.
27. Στην περίπτωση αυτή δόθηκε και πάλι μεγαλύτερη βαρύτητα στο γεγονός της δίχρονης παραμονής του παραπονούμενου χωρίς άδεια, ενώ δε φαίνεται να προσμέτρησαν στον ίδιο βαθμό η ευάλωτη κατάσταση της υγείας του αλλά και η μόνιμη εγκατάσταση της μητέρας του στην Κύπρο.
Α/Π 1472/2007
28. Το παράπονο υποβλήθηκε από Κύπριο πολίτη, εκ μέρους της συζύγου του -με καταγωγή από τη Σρι Λάνκα και κυπριακή υπηκοότητα- σχετικά με την απαγόρευση εισόδου των δύο παιδιών της στην Κύπρο.
29. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν από την παραπονούμενη, και όπως διαπιστώθηκε κατά την έρευνα, το 2001 αφίχθηκαν στην Κύπρο οι δύο κόρες της παραπονούμενης, ηλικίας 17 και 15 ετών, ως επισκέπτριες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην Κύπρο, και αφού ο βιολογικός τους πατέρας είχε πεθάνει από το 1992, ο Κύπριος σύζυγος της μητέρας τους προσπάθησε μέσω δικηγόρων να υποβάλει αίτηση υιοθεσίας τους. Ωστόσο, οι πρώτες απόπειρες δεν είχαν αίσιο αποτέλεσμα και καθώς επιχειρείτο μία τρίτη προσπάθεια για την υποβολή της αίτησης υιοθεσίας, το 2003, οι δύο κόρες αναχώρησαν για τη χώρα τους, εξαιτίας των πιέσεων που ασκούνταν από την Αστυνομία προς αυτή την κατεύθυνση.
30. Όταν, μάλιστα, η μία εκ των δύο αφίχθηκε στην Κύπρο εκ νέου, το 2007, με σχετική θεώρηση εισόδου, αναγκάστηκε να επιστρέψει αμέσως στη χώρα της λόγω εντοπισμού των στοιχείων της στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων.
31. Από την έρευνα προέκυψε, ακόμα, ότι ο Κύπριος σύζυγος παρουσίασε κατά τη διάρκεια παραμονής των δύο παιδιών στην Κύπρο αντιφατικές αξιώσεις σχετικά με την παραμονή τους και τις δικές του προθέσεις για υιοθεσία, γεγονός που συνηγόρησε στην απόρριψη των αιτημάτων τους για ανανέωση της άδειας παραμονής τους. Δεν μπορεί, ωστόσο, να αμφισβητηθεί το ότι η μητέρα διατηρεί μαζί τους την ίδια στενή συγγενική σχέση και το δικαίωμα άμεσης επικοινωνίας μαζί τους, το οποίο παρεμποδίζεται από την καταχώρησή των στοιχείων τους στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων.
Α/Π 1621/2007
32. Αλλοδαπή από τη Σρι Λάνκα, σύζυγος Κύπριου πολίτη κατά τα τελευταία 15 χρόνια, μου υπέβαλε παράπονο κατά του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης σε σχέση με την απόρριψη των αιτημάτων ανανέωσης των αδειών παραμονής των δύο ενήλικων παιδιών της. Κατά την υποβολή του παραπόνου, το ένα εκ των δύο παιδιών της παραπονούμενης βρισκόταν υπό κράτηση, και παρά την άμεση παρέμβαση μου για αναστολή της απέλασης μέχρι την ολοκλήρωση της έρευνας, δυστυχώς ο γιος της παραπονούμενης απελάθηκε.
33. Κατά την έρευνα διαπιστώθηκε ότι τα δύο παιδιά της παραπονούμενης την επισκέφθηκαν το 2004, χρόνο κατά τον οποίο ο Κύπριος σύζυγός της καταχώρησε αίτηση υιοθεσίας τους στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Ωστόσο, εκκρεμούσης της διαδικασίας, απορρίφθηκε το αίτημά τους για ανανέωση των αδειών παραμονής τους, κηρύχθηκαν αναζητούμενα και, όπως αναφέρεται πιο πάνω, ένα εκ των δύο απελάθηκε. Κατά τον ίδιο χρόνο η παραπονούμενη έπασχε από καρκίνο και ο σύζυγός της αντιμετώπιζε σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα, γεγονός που ενίσχυε το αίτημα της για παρουσία και αρωγή των δύο παιδιών της.
34. Ως διαφάνηκε κατά την έρευνα, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης παρέλειψε εκ νέου να συνεκτιμήσει τον άρρηκτο οικογενειακό δεσμό των παραπονουμένων, το σοβαρό πρόβλημα υγείας της μητέρας και την ανθρωπιστική πτυχή της περίπτωσης που αφορούσε στην αναγκαιότητα στήριξης της οικογένειας από τους δύο νέους.
35. Η έρευνα κατέληξε στην υποβολή Έκθεσης (βλ. παρ. 3) με εισήγηση για θεσμική ρύθμιση της εξέτασης παρόμοιων περιπτώσεων και επανεξέταση των αιτημάτων των παραπονουμένων.
Α/Π 1639/2007
36. Το παράπονο υποβλήθηκε από δικηγόρο, εκ μέρους της συζύγου Κύπριου πολίτη, προερχόμενης από τη Σρι Λάνκα, σχετικά με την απέλαση των δύο παιδιών της από την Κύπρο. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, το 2004 ήρθαν στην Κύπρο οι δύο γιοι της, των οποίων ο πατέρας είχε αποβιώσει, ως επισκέπτες. Κατά το χρόνο άφιξης τους είχαν ηλικία 17 και 18 ετών. Κατά την εδώ παραμονή τους, ο σύζυγος της παραπονούμενης υπέβαλε αίτηση υιοθεσίας τους. Εκκρεμούσης, ωστόσο, της διαδικασίας υιοθεσίας, και παρά το ότι η δικηγόρος της οικογένειας τόνιζε την αναγκαιότητα παρουσίας των παιδιών κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, το Τμήμα απέρριψε αίτημα για ανανέωση των αδειών παραμονής των παραπονουμένων. Ως αποτέλεσμα, οι παραπονούμενοι παρέμειναν για ένα και πλέον έτος χωρίς άδειες και απελάθηκαν για τη χώρα τους περί τα τέλη του 2006. Η αίτηση υιοθεσίας εν τέλει απορρίφθηκε.
37. Η μη ανανέωση των αδειών παραμονής των παραπονουμένων, η απομάκρυνσή τους από τη χώρα και η συνεπακόλουθη καταχώρησή τους στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων, παρεμποδίζει την επαναφορά των δύο παραπονουμένων ακόμα και για επίσκεψη στη μητέρα τους.
Α/Π 2650/2007
38. Σύζυγος Κύπριου πολίτη, με καταγωγή από τη Σρι Λάνκα, με 17 χρόνια μόνιμη παραμονή στην Κύπρο και κυπριακή υπηκοότητα λόγω του γάμου της, μου υπέβαλε παράπονο αναφορικά με την απόρριψη των αιτημάτων των δύο παιδιών της για ανανέωση των αδειών παραμονής τους.
39. Από την προκαταρκτική έρευνα προέκυψε ότι τα δύο παιδιά της την επισκέφθηκαν στην Κύπρο σε ηλικία 17 και 19 ετών και ενώ ο πατέρας τους στη Σρι Λάνκα είχε αποβιώσει. Δύο χρόνια αργότερα, και κατά το χρόνο υποβολής του παραπόνου, το αίτημα του μεγάλου γιου για ανανέωση της άδειας παραμονής του απορρίφθηκε. Ο δεύτερος γιος, αφού απελάθηκε για τη χώρα του, υπέβαλε αίτηση για θεώρηση εισόδου για να επισκεφθεί τη μητέρα του, και έλαβε αρνητική απάντηση. Τα αιτήματα των δύο παραπονουμένων στηρίζονταν στο γεγονός ότι τόσο η μητέρα τους όσο και ο σύζυγός της αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας και χρειάζονται τη δική τους βοήθεια.
40. Κατά τη διάρκεια διερεύνησης των ισχυρισμών των παραπονουμένων, ο γιος που βρισκόταν στην Κύπρο συνελήφθη και κρατήθηκε με σκοπό την απέλαση. Όταν λίγο αργότερα αφέθηκε ελεύθερος, παρέμεινε στην Κύπρο, αλλά αντιμετώπισε προβλήματα στην εργοδότησή του, αφού ο εργοδότης του δεν είχε έγκριση εργοδότησης αλλοδαπών από τρίτες χώρες. Εν τέλει του επιτράπηκε να εγγραφεί αυτοεργοδοτούμενος και του παραχωρήθηκε σχετική ολιγόμηνη άδεια παραμονής.
41. Κατά το 2009 αναγκάστηκε να αναχωρήσει από την Κύπρο, κατόπιν πιέσεων από το αρμόδιο Τμήμα, λόγω προβλημάτων που εξακολούθησε να αντιμετωπίζει με το θέμα της εργοδότησής του.
42. Στην προκειμένη περίπτωση η διερεύνηση του παραπόνου ανέδειξε τα χαρακτηριστικά προβλήματα που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία παραχώρησης άδειας παραμονής σε ενήλικο τέκνο Κύπριου ή αλλοδαπού που διαμένει μόνιμα στην Κύπρο, τα οποία παρεμποδίζουν ουσιαστικά την ομαλή διατήρηση της οικογενειακής ζωής.
Α/Π 2778/2007
43. Το παράπονο υποβλήθηκε από δικηγόρο, εκ μέρους Ρώσου υπηκόου, αναφορικά με την απόρριψη αιτήματος του για έκδοση άδειας παραμονής, στη βάση της υιοθεσίας του από τον Κύπριο σύζυγο της μητέρας του. Η μητέρα του παραπονούμενου είναι μόνιμα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και έχει αποκτήσει την κυπριακή ιθαγένεια.
44. Όπως φάνηκε κατά την έρευνα, ο παραπονούμενος επισκεπτόταν συχνά τη μητέρα του με θεωρήσεις εισόδου ως επισκέπτης, μέχρι το 2005, οπότε υιοθετήθηκε από τον Κύπριο σύζυγό της. Ακολούθως, υπέβαλε αίτηση για έκδοση άδειας παραμονής. Ως ανταπόκριση στο αίτημα του, αρχικά συνάντησε την άγνοια των αρχών ως προς το καθεστώς παραμονής το οποίο θα του εδίδετο, και στη συνέχεια αντιμετώπισε την αυστηρή προσήλωση των αρμοδίων στις νομοτυπικές διαδικασίες, οι οποίες εν τέλει του στέρησαν την άδεια παραμονής. Συγκεκριμένα, ενώ ο ίδιος παρακολουθούσε μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο εξωτερικό, για την έκδοση άδειας παραμονής του απαιτείτο η φοίτησή του σε κολλέγιο της Κύπρου ή η απασχόλησή του σε εργοδότη με άδεια εργοδότησης αλλοδαπών. Λόγω καθυστερήσεων στην έγκριση του συμβολαίου εργασίας του από το Τμήμα Εργασίας, έλαβε απορριπτική απάντηση, και τα στοιχεία του τοποθετήθηκαν στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων.
45. Για τη συγκεκριμένη περίπτωση υποβλήθηκε παλαιότερα Έκθεση [3] με εισήγηση για επανεξέταση του αιτήματος του παραπονούμενου για έκδοση άδειας παραμονής, σταθμίζοντας τις ιδιαίτερες περιστάσεις του και τους δεσμούς που διατηρεί στην Κύπρο, και, έστω, την αφαίρεσή των στοιχείων του από τον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων. Στην απάντηση της, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, περί τα μέσα του 2007, με ενημέρωσε ότι τα στοιχεία του παραπονούμενου αφαιρέθηκαν από τον κατάλογο. Όταν, όμως, εξετάστηκε εκ νέου η αίτηση του για άδεια παραμονής, αυτή απορρίφθηκε για το λόγο του εντοπισμού των στοιχείων του στον κατάλογο.
Α/Π 241/2008
46. Το παράπονο υποβλήθηκε από Κύπριο πολίτη, εκ μέρους της ενήλικης ανιψιάς της συζύγου του, αναφορικά με τη σύλληψη και απέλαση της εκκρεμούσης της διαδικασίας υιοθεσίας της από τον ίδιο και τη σύζυγό του.
47. Όπως αναφέρθηκε, ειδικότερα, μετά το θάνατο και των δύο γονέων της, η παραπονούμενη ζούσε στην Κύπρο από την ηλικία των 16 ετών, υπό την προστασία της αδερφής της μητέρας της, η οποία απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα λόγω του γάμου της, και του Κύπριου συζύγου της, οι οποίοι κίνησαν διαδικασία υιοθεσίας της. Όταν, όμως, ενηλικιώθηκε, και παρόλο που η δικαστική διαδικασία βρισκόταν υπό εξέλιξη, το αίτημα της για ανανέωση της άδειας παραμονής της απορρίφθηκε και κλήθηκε να αναχωρήσει από την Κύπρο. Μερικούς μήνες αργότερα, και παρά την πιο πάνω απόφαση, παραχωρήθηκε ολιγόμηνη άδεια επισκέπτη στην παραπονούμενη, για σκοπούς παρουσίας της στη δικαστική διαδικασία.
Α/Π 855/2008
48. 18χρονος Μολδαβός υπήκοος μου υπέβαλε παράπονο αναφορικά με το χειρισμό του αιτήματος του για έκδοση άδειας παραμονής, για σκοπούς διαβίωσης του μαζί με τη μητέρα του, η οποία είναι παντρεμένη με Κύπριο πολίτη και έχει αποκτήσει μαζί του μία κόρη. Όπως ανέφερε ο παραπονούμενος, πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης, διέμενε στην Κύπρο για έξι χρόνια ως ανήλικος εξαρτώμενος της μητέρας του. Όταν ενηλικιώθηκε, και παρόλο που ο Κύπριος σύζυγος της μητέρας του δήλωσε πρόθυμος να αναλάβει τα έξοδα συντήρησης του, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης του ζήτησε να προσκομίσει συμβόλαιο εργασίας με εργοδότη αδειούχο απασχόλησης αλλοδαπών από τρίτες χώρες ή βεβαίωση πλήρους φοίτησης σε ακαδημαϊκό ίδρυμα, αλλιώς να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία. Σύμφωνα με τον παραπονούμενο, οι αυστηρές αυτές προϋποθέσεις υπήρξαν απαγορευτικές για τον ίδιο, αφού ο ίδιος ήδη ανέλαβε εργασία για σκοπούς συλλογής των διδάκτρων που απαιτούνταν για την εγγραφή του σε πανεπιστήμιο, και σκόπευε να προβεί σε εγγραφή μόλις είχε την οικονομική δυνατότητα. Ωστόσο, το αίτημα του για προσωρινή άδεια παραμονής μέχρι την εγγραφή του στο πανεπιστήμιο δεν έγινε αποδεκτό.
49. Στην προκειμένη περίπτωση διαφάνηκε ότι κατά την εξέταση του αιτήματος του παραπονούμενου για άδεια παραμονής δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη το νεαρό της ηλικίας του, η πολύχρονη παραμονή του στη χώρα από μικρή ηλικία και η διαβεβαίωση για απαλλαγή του κράτους από κάθε μέριμνα για τη συντήρησή του.
Α/Π 1253/2008
50. Το παράπονο υποβλήθηκε από Κύπριο πολίτη και την εγγεγραμμένη Κυπρία σύζυγο του με καταγωγή από τις Φιλιππίνες, εκ μέρους των δύο παιδιών της τελευταίας, τα οποία αφίχθηκαν στην Κύπρο το 2003. Κατά την εδώ παρουσία τους κι ενώ ήταν ακόμα ανήλικα, ο Κύπριος σύζυγος της μητέρας τους καταχώρησε αίτηση υιοθεσίας τους. Όταν, όμως, ενηλικιώθηκαν, κλήθηκαν να αναχωρήσουν από την Κύπρο, όπως και έπραξαν. Επέστρεψαν κατά το 2005, οπόταν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της υιοθεσίας και υποβλήθηκε αίτηση για χορήγηση άδειας παραμονής στη βάση των οικογενειακών δεσμών τους.
51. Όπως αναφέρθηκε στο παράπονο, και όπως διαπιστώθηκε κατά την έρευνα του Γραφείου μου, το αίτημα των παραπονούμενων για χορήγηση άδειας παραμονής απορρίφθηκε λόγω του ότι επρόκειτο για ενήλικες, που δεν είχαν με βάση το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο δικαίωμα παραμονής. Κατόπιν υπόδειξης του Τμήματος για αναχώρηση από την Κύπρο η κόρη του ζεύγους συμμορφώθηκε και αναχώρησε για τις Φιλιππίνες, ενώ ο γιος παρέμεινε χωρίς άδεια παραμονής για μεγάλο χρονικό διάστημα και από το 2008 τα στοιχεία του εντοπίζονται στο κατάλογο απαγορευμένων προσώπων.
52. Κατά το 2010 ο γιος τέθηκε υπό κράτηση με σκοπό την απέλαση. Μετά από μερικές βδομάδες προσπαθειών του ζεύγους, της δικηγόρου τους και του Γραφείου μου, ο παραπονούμενος αφέθηκε ελεύθερος υπό τον όρο να εργαστεί στον πατριό του, ο οποίος εν τω μεταξύ ζήτησε και έλαβε έγκριση απασχόλησης αλλοδαπού από τρίτη χώρα.
Νομοθετικό Πλαίσιο
– Το καθεστώς των ενήλικων τέκνων
53. Σύμφωνα με τον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο του 2002, άρθρο 114(2), Ανήλικο παιδί που υιοθετήθηκε […] τυγχάνει από την ημερομηνία της υιοθεσίας ή από την ημερομηνία εφαρμογής του Νόμου αυτού, μεταχείρισης ως να ήταν νόμιμο παιδί. Ως «ανήλικος» ορίζεται στα πλαίσια του ίδιου Νόμου, το πρόσωπο το οποίο δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των δεκαοκτώ ετών, ενώ ως προς τον περί Υιοθεσίας Νόμο του 1995 «ανήλικος» σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ χρόνων για το οποίο άρχισε διαδικασία υιοθεσίας. Στο άρθρο 109(1) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο του 2002 αναφέρεται, ακόμα, ότι Πρόσωπο που γεννήθηκε στην Κύπρο […] είναι πολίτης της Δημοκρατίας αν κατά το χρόνο της γέννησής του οποιοσδήποτε από τους γονείς του ήταν πολίτης της Δημοκρατίας […]. Κατά συνέπεια, ανήλικο παιδί, υιοθετηθέν από ένα ή δύο Κύπριους πολίτες, με διαδικασία υιοθεσίας που ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε πριν την ενηλικίωσή του, έχει το δικαίωμα απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας, και άρα το απόλυτο δικαίωμα διαμονής σε αυτήν, όπως ορίζεται ρητά στο Σύνταγμα.
54. Όταν, όμως, η αίτηση της υιοθεσίας υποβάλλεται μετά την ενηλικίωση του αλλοδαπού τα δεδομένα διαφοροποιούνται. Σύμφωνα με το άρθρο 114(3) του εν λόγω Νόμου, Ενήλικο τέκνο υιοθετηθέν από πολίτη της Δημοκρατίας δεν αποκτά με την υιοθεσία την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας. Το εν λόγω υιοθετηθέν τέκνο δύναται να αποκτήσει την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας με πολιτογράφηση […].
55. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα παραμονής των ενήλικων υιοθετημένων τέκνων στη Δημοκρατία δεν κατοχυρώνεται, και υπόκειται επακόλουθα στη σχετική με τη μετανάστευση νομοθεσία.
56. Εντούτοις, ούτε σε αυτή τη νομοθεσία προνοείται οτιδήποτε σχετικά με τα ενήλικα υιοθετηθέντα τέκνα. Στον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (Τροποποιητικό) Νόμο του 2007, στα άρθρα που αναφέρονται στην οικογενειακή επανένωση των επί μακρόν διαμενόντων, γίνεται λόγος για τα ανήλικα τέκνα μόνο, είτε είναι υιοθετηθέντα είτε όχι, και καμιά ρύθμιση δεν υπάρχει για τα ενήλικα. Το ίδιο συμβαίνει και στους περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμούς του 1972 μέχρι 2004, στο άρθρο 2, όπου στους «εξαρτώμενους» περιλαμβάνονται μόνο τα υιοθετημένα παιδιά κάτω των 18 ετών του αλλοδαπού ή του/ της συζύγου, που έχουν υιοθετηθεί όταν και οι δύο σύζυγοι κατοικούσαν σε χώρα εκτός της Δημοκρατίας […], και σε αυτά χορηγείται άδεια επισκέπτη περιορισμένης διάρκειας. Επιπλέον, στο άρθρο 41 των Κανονισμών σημειώνεται ότι όταν κάποιος παύει να είναι εξαρτώμενος αλλοδαπού, δέον όπως εντός ενός μηνός από της ημερομηνίας καθ’ ην έπαυσε να είναι εξαρτώμενος υποβάλει αίτηση για έκδοση άδειας παραμονής υπό άλλο καθεστώς.
57. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι αλλοδαπός που ως ενήλικας υιοθετείται από Κύπριο πολίτη ή βρίσκεται στην Κύπρο ως βιολογικό τέκνο μόνιμα εγκατεστημένου αλλοδαπού, υπόκειται στις ίδιες διαδικασίες έκδοσης και ανανέωσης της άδειας παραμονής του όπως κάθε άλλος αλλοδαπός που προέρχεται από χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εν ολίγοις, ο μόνος τρόπος παραμονής στην Κύπρο της κάθε παρόμοιας περίπτωσης, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων συνθηκών της, είναι η εξασφάλιση άδειας παραμονής και απασχόλησης σε τομείς που εργοδοτούνται αλλοδαποί από τρίτες χώρες ή η εξασφάλιση άδειας φοιτητή πλήρους φοίτησης, με τους χρονικούς περιορισμούς που οι άδειες αυτές ενέχουν.
– Το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή
58. Το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής κατοχυρώνεται στο άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Επέμβαση στο δικαίωμα αυτό επιτρέπεται μόνο εφόσον είναι σύμφωνη με το νόμο και αναγκαία για το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων που το Σύνταγμα εγγυάται για κάθε πρόσωπο.
59. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔA) μέσα από την εξέλιξη της νομολογίας του προσέγγισε την έννοια της οικογένειας με αρκετά διευρυμένο και προστατευτικό τρόπο, θεωρώντας ότι οι οικογενειακοί δεσμοί αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο της οικογενειακής ζωής και ως εκ τούτου κρατικά μέτρα που εμποδίζουν τη συμβίωση των μελών της οικογένειας, συνιστούν ανεπίτρεπτη επέμβαση στην οικογενειακή ζωή και δεν συνάδουν με τη διάταξη του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα δε με εκτενή νομολογία του ΕΔΔΑ περιορισμός του δικαιώματος αυτού επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας και της στάθμισης των συμφερόντων [4].
60. Το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακή ζωής προσλαμβάνει σημαντικές διαστάσεις σε σχέση με απελάσεις αλλά και αιτήματα για επανένωση οικογενειών με κρίσιμες προεκτάσεις σε θέματα αδειών παραμονής και γενικά σε θέματα του δικαίου των αλλοδαπών. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Μoustaquim κατά Βελγίου, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η εξουσία ελέγχου εκ μέρους των κρατών της εισόδου και της παραμονής των αλλοδαπών στην επικράτεια τους, πηγάζει από το διεθνές δίκαιο και περιορίζεται από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Τα μέτρα, όμως, που λαμβάνονται κατά των αλλοδαπών και επεμβαίνουν στα κατοχυρωμένα από το άρθρο 8 δικαιώματά τους, πρέπει να είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, να δικαιολογούνται, δηλαδή, από μια ανυπέρβλητη κοινωνική ανάγκη και κυρίως να είναι ανάλογα με το σκοπό που επιδιώκουν. Κατευθυντήριες αρχές για την απομάκρυνση κάθε αλλοδαπού από κράτος στο οποίο έχει θεμελιωμένη οικογενειακή ζωή, στα πλαίσια των οποίων λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις του ενδιαφερομένου, οφείλουν να είναι οι δεσμοί του με τη χώρα φιλοξενίας και τη χώρα καταγωγής του και η γνησιότητα του γάμου.
61. Γενικά, αν και το ΕΔΔΑ απέχει ακόμα από το να χαρακτηρίζει την απέλαση ενσωματωμένων μεταναστών με διαμορφωμένη οικογενειακή ζωή σαν per se παραβίαση του άρθρου 8, προκύπτει από την πρόσφατη νομολογία του ότι η απέλαση ή η άρνηση εισόδου μέλους οικογένειας στην επικράτεια του κράτους όπου είναι εγκατεστημένη η υπόλοιπη οικογένεια, συνιστά «παρέμβαση» στο δικαίωμα της οικογενειακής ζωής. Το βάρος της απόδειξης ότι η οικογένεια μπορεί με ασφάλεια να εγκατασταθεί σε άλλη χώρα μετατοπίζεται στις αρχές του απελαύνοντος κράτους οι οποίες θα πρέπει να εξετάζουν όλες τις παραμέτρους με βάση την αρχή της αναλογικότητας [5].
62. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα σεβασμού της οικογενειακής ζωής των πολιτών της, ρύθμισε θεσμικά τους όρους άσκησης του δικαιώματος οικογενειακής ενότητας κατά την μετακίνηση των υπηκόων των κρατών μελών εντός της επικράτειάς της [6]. Κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού, Ευρωπαίος πολίτης που μετακινείται εντός της Ένωσης μπορεί να διαμείνει σε οποιοδήποτε κράτος μέλος μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του που προέρχονται από τρίτες χώρες, περιλαμβανομένων των απευθείας κατιόντων του, ηλικίας κάτω των 21 ετών ή συντηρούμενων από αυτόν, καθώς και εκείνων του/της συζύγου του [7]. Γίνεται σαφές ότι η εφαρμογή του πλαισίου αυτού κατά την άφιξη και παραμονή στην Κύπρο πολιτών της Ένωσης βρίσκεται σε αναντιστοιχία με την εξέταση ανάλογων αιτημάτων που υποβάλλονται από Κύπριους πολίτες για τα ενήλικα τέκνα τους που επίσης προέρχονται από τρίτες χώρες.
Συμπεράσματα / Εισηγήσεις
63. Από το σύνολο των πιο πάνω προκύπτει ότι τα ενήλικα τέκνα των Κύπριων ή αλλοδαπών που διαμένουν μόνιμα στην Κύπρο δεν αντλούν ειδικότερα δικαιώματα εισόδου ή/ και παραμονής ούτε από την εγχώρια νομοθεσία για τη σχέση τέκνων και γονέων, ούτε από το Νόμο και τους Κανονισμούς που διέπουν την είσοδο και παραμονή των αλλοδαπών τρίτων χωρών στην Κύπρο. Όπως, όμως, ορίζει η ευρωπαϊκή προσέγγιση του θέματος, ο χειρισμός των αιτημάτων εισόδου ή/ και παραμονής της ειδικής αυτής κατηγορίας προσώπων απαιτείται να γίνεται με καταρχήν θετικό τρόπο, με βασικές προϋποθέσεις τη διατήρηση στενών δεσμών ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και την αποφυγή επιβάρυνσης του συστήματος υγείας και κοινωνικής πρόνοιας της χώρας.
64. Στις δύο προηγούμενες Εκθέσεις [8] του Γραφείου μου τονίστηκε η ανάγκη ρύθμισης του θεσμικού πλαισίου που διέπει το ζήτημα της παραμονής των ενήλικων παιδιών αλλοδαπών που διαμένουν στην Κύπρο, ώστε αυτό να παρέχει τη δυνατότητα συνεκτίμησης όλων των κρίσιμων περιστατικών της κάθε περίπτωσης.
65. Παρόλο που δεν έχει μέχρι στιγμής θεσμοθετηθεί με κανονιστικό τρόπο οποιαδήποτε διαδικασία εξέτασης των εν λόγω αιτημάτων, δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός ότι με την πάροδο του χρόνου έχει παρατηρηθεί κάποια διαφοροποίηση στην εξέταση των αιτήσεων για έκδοση/ ανανέωση άδειας παραμονής σε πρόσωπα που τελούν υπό παρόμοιες συνθήκες, κατά την οποία επιδεικνύεται πλέον μεγαλύτερη ελαστικότητα και επιείκεια. Έχω, για παράδειγμα, παρατηρήσει, ότι σε κάποιες από τις περιπτώσεις [9] που εξέτασα, ενήλικα τέκνα ζήτησαν άδεια παραμονής με σκοπό την εργασία ή τις σπουδές, προσκομίζοντας σχετικά συμβόλαια εργασίας ή πιστοποιητικά σπουδών, με αποτέλεσμα το αίτημα τους να γίνει αποδεκτό υπό όρους λιγότερο αυστηρούς σε σχέση με άλλους πολίτες τρίτων χωρών.
66. Παραμένει, ωστόσο, το γεγονός ότι η εξέταση των αιτημάτων αυτών γίνεται χωρίς εξειδικευμένο θεσμικό πλαίσιο, οδηγίες ή σαφή κριτήρια, με συνέπεια σε κάποιες περιπτώσεις να παρατηρείται προχειρότητα και ασυνέπεια, και να δημιουργούνται αποτελέσματα που δεν βρίσκουν λογικό έρεισμα. Αυτό, ωστόσο, που προκαλεί κατά κύριο λόγο τη δυσαρέσκεια και το αίσθημα της αδικίας στους επηρεαζόμενους είναι η παράλειψη διαφοροποίησης τους στη βάση των ιδιαίτερων δεσμών τους με τη χώρα και η αντιμετώπισή τους ως κάθε άλλου προσωρινά διαμένοντος σε αυτήν.
67. Είναι γεγονός ότι η υιοθεσία ενός ενήλικου προσώπου δεν συνεπάγεται κατοχυρωμένο δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο για σκοπούς συνέχισης της νεοδημιουργηθείσας οικογενειακής σχέσης. Αυτό ωστόσο, δεν νομιμοποιεί την άνευ όρων λήψη του εσχάτου μέτρου της απέλασης, η οποία οδηγεί σε χωρισμό της οικογένειας. Δεν θα πρέπει, εξάλλου, να παραγνωρίζεται η συνεχής εξέλιξη της μορφολογίας της σύγχρονης οικογένειας, ενόψει του μεταναστευτικού φαινομένου και των μεγάλων πλέον αριθμών μεικτών γάμων. Το δικαίωμα της οικογενειακής ενότητας, το οποίο αναγνωρίζεται σταδιακά όλο και περισσότερο ως όρος ύπαρξης της οικογενειακής ζωής του μετανάστη στην Κύπρο, επεκτείνεται πέραν του πυρήνα της οικογένειας (σύζυγος και ανήλικα τέκνα) για να συμπεριλάβει συν τω χρόνο ένα ευρύτερο φάσμα δικαιούχων της οικογενειακής επανένωσης.
68. Όπως σε κάθε περίσταση άσκησης διακριτικής εξουσίας, η σχέση μέσου και επιδιωκόμενου σκοπού θα πρέπει να τηρείται με γνώμονα τη νομιμότητα αλλά και την ικανοποίηση του περί δικαίου αισθήματος, ώστε να μην προκύπτουν ανεπιεικείς και άδικες για τους πολίτες λύσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της επιείκειας μεταφράζονται σε εξέταση των αιτημάτων των ενήλικων τέκνων σταθμίζοντας τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περίπτωσης και τις αρνητικές συνέπειες που ενδέχεται να επιφέρει τυχόν απομάκρυνση τους από τη χώρα, αποφεύγοντας τη λήψη δραστικών μέτρων και αναζητώντας εποικοδομητικούς τρόπους συνέχισης της παραμονής των αιτούμενων στην Κύπρο, στα πλαίσια προστασίας και σεβασμού της οικογενειακής ζωής. Σε αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή τα αιτήματα των ενήλικων τέκνων απορρίπτονται για λόγους τυπικούς και με γνώμονα τον έλεγχο της μετανάστευσης, τα πρόσωπα αυτά στερούνται -πέραν της διατήρησης της οικογενειακής τους ενότητας- κάθε δυνατότητας πρόσβασης στις διαδικασίες απόκτησης της κυπριακής ιθαγένειας [10] και διεκδίκησης τυχόν δικαιωμάτων που προκύπτουν από τις εν ισχύ οικογενειακές σχέσεις [11].
69. Αν και το στοιχείο της ηλικίας εύλογα λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση αιτήματος εισόδου ή/ και παραμονής στη χώρα, δεν μπορεί, στη συνέχεια, η ενηλικίωση να οδηγεί άνευ ετέρου στην απομάκρυνση των ενδιαφερόμενων προσώπων από τη χώρα. Τουναντίον, στοιχεία όπως η ένταση και η διάρκεια των πραγματικών οικογενειακών δεσμών που έχουν θεμελιωθεί, οι έννομες σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί, βάσει π.χ. υιοθεσίας, και οι ιδιαίτερες συνθήκες της οικογένειας, όπως η διάρκεια της συνολικής παραμονής στη χώρα, η κατάσταση της υγείας τους ή η οικονομική τους κατάσταση, ο βαθμός ενσωμάτωσης στην κυπριακή κοινωνία, η κατάσταση και οι οικογενειακές συνθήκες στη χώρα προέλευσης, επιβάλλεται να τυγχάνουν επαρκούς αξιολόγησης.
70. Υπό το φως των πιο πάνω, επανέρχομαι στην εισήγηση που διατυπώθηκε στις προηγούμενες Εκθέσεις του Γραφείου μου για δημιουργία θεσμικού πλαισίου που θα διέπει το ζήτημα της παραμονής των ενήλικων παιδιών αλλοδαπών που διαμένουν στην Κύπρο, ώστε αυτό να πάψει να είναι ανελαστικό και να παρέχει τη δυνατότητα συνεκτίμησης όλων των κρίσιμων παραγόντων που προανέφερα. Με αυτό τον τρόπο θα διασφαλίζεται ότι η απόφαση που θα λαμβάνεται δεν θα είναι μόνο τυπικά ορθή, αλλά και ουσιαστικά δίκαιη, και ότι θα ανταποκρίνεται στα πραγματικά δεδομένα, τα οποία θα ρυθμίζει με σεβασμό στα δικαιώματα των ατόμων για διατήρηση της οικογενειακής ενότητας, στις αρχές της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης και στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των Κυπρίων και Ευρωπαίων πολιτών.
71. Η παρούσα Έκθεση υποβάλλεται στον Υπουργό Εσωτερικών και στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, για τις απαραίτητες ενέργειες προς την κατεύθυνση υλοποίησης της εισήγησης μου.
Ελίζα Σαββίδου
Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Υποσημειώσεις και Παραπομπές:
[1] Α/Π 1621/2007 και Α/Π 2763/2006.
[2] Τα ονόματα των παραπονουμένων και οι αντίστοιχοι αριθμοί φακέλων του ΤΑΠΜ βρίσκονται στον Πίνακα 1 στο Παράρτημα.
[3] Α/Π 352/2006.
[4] Moustaquim v Belgium, 18 Φεβρουαρίου 1991, App. no. 12313/86
Beldjoudi v France, 26 Μαρτίου 1992, App. no. 12083/86
Berrehab v The Netherlands, 21 Ιουνίου 1988, App. no. 10730/84
Keles v Germany, 27 Οκτωβρίου 2005, App. no. 32231/02
[5] Nicola Rogers, “ Immigration and the European Convention on Human Rights: Are new principles emerging?”, p. 64, [2003], E.H.R.L.R., Issue1, Sweet & Maxwell Ltd, 2003
[6] Οδηγία 2004/38/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004, η οποία ενσωματώθηκε στην κυπριακή νομοθεσία με τον Νόμο 7 (Ι) 2007 περί του Δικαιώματος των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στη Δημοκρατία.
[7] Άρθρο 2 του Νόμου 7 (Ι) 2007.
[8] Α/Π 2763/2006, ημερομηνίας 28/5/2008 και Α/Π 1621/2007, ημερομηνίας 26/2/2008
[9] Α/Π 2473/2006, Α/Π 2650/2007.
[10] Όπως προαναφέρθηκε στο κεφάλαιο Νομοθετικό πλαίσιο: Σύμφωνα με το άρθρο 114(3) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ενήλικο τέκνο υιοθετηθέν από πολίτη της Δημοκρατίας δεν αποκτά με την υιοθεσία την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας. Το εν λόγω υιοθετηθέν τέκνο δύναται να αποκτήσει την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας με πολιτογράφηση […]. Η απόρριψη των αιτημάτων ανανέωσης της άδειας παραμονής, για οποιοδήποτε λόγο, στερεί από το ενήλικο παιδί αυτό τη δυνατότητα συμπλήρωσης των επτά συναπτών ετών νόμιμης διαμονής στην Κύπρο που απαιτούνται για την εξέταση αιτήματος πολιτογράφησης. Ακόμα και στις περιπτώσεις που το αίτημα ανανέωσης απορρίπτεται, αλλά ακολουθεί επανεξέταση και αλλαγή της αρχικής στάσης της αρμόδιας αρχής, το διάστημα που παρήλθε δεν προσμετρείται στην συνολική νόμιμη διαμονή του παιδιού στη Δημοκρατία.
[11] Δικαιούχα πρόσωπα δύνανται να μην ενημερωθούν ποτέ για τα δικαιώματά τους αυτά, λόγω αναγκαστικής διαμονής εκτός Κύπρου, ή να μην τους επιτραπεί έγκαιρη είσοδος ή επαρκής σε διάρκεια παραμονή για τη διεκδίκηση της κληρονομιάς.