ga('send', 'pageview');

 

fylakes

 

Αρ. Φακ.: Α/Π 894/2011

Λευκωσία, 28 Σεπτεμβρίου 2011

 

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ

Αναφορικά με το παράπονο με αρ. Α/Π 894/2011 σε σχέση με τη μεταφορά και υποχρεωτική νοσηλεία ατόμων που εκτίουν ποινή φυλάκισης στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας

 

Τομέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Προϊστάμενος: Άριστος Τσιάρτας

Ερευνών Λειτουργός: Μελίνα Τριγγίδου

 

Αντικείμενο παραπόνου

 

1. Το πιο πάνω θέμα τέθηκε υπόψη μου από τη μητέρα της κρατούμενης Ε. Ζ., η οποία υποστήριξε ότι η κόρη της μεταφέρθηκε, αυθαίρετα, από το Τμήμα Φυλακών στο Νοσοκομείο (Ψυχιατρείο) Αθαλάσσας για υποχρεωτική νοσηλεία.

2. Στα πλαίσια της διερεύνησης του παραπόνου ζήτησα [1], με βάση τους περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμους του 1991 μέχρι 2004, από τον Αναπλ. Διευθυντή του Τμήματος Φυλακών να με πληροφορήσει για τους χειρισμούς του σε σχέση με το πιο πάνω θέμα και, ειδικότερα, για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε όπως και το νομικό ή/και κανονιστικό της έρεισμα. Επειδή, δε, από την προκαταρκτική έρευνα που διενεργήθηκε αναφορικά με το θέμα της υποχρεωτικής νοσηλείας, σε ψυχιατρική πτέρυγα, κρατουμένων, διαπιστώθηκε ότι αυτή πραγματοποιείται χωρίς να είναι απαραίτητη η λήψη σχετικής απόφασης από αρμόδιο Δικαστήριο, ζήτησα από τον Αναπλ. Διευθυντή του Τμήματος να με πληροφορήσετε κατά πόσο τον προβληματίζει η έλλειψη που φαίνεται να υπάρχει σε σχέση με το θέμα των δικαιοκρατικών εγγυήσεων στις περιπτώσεις ακούσιας νοσηλείας ενός ατόμου που έχει καταδικαστεί και εκτίει ποινή φυλάκισης.

3. Σημειώνω στο στάδιο αυτό ότι η παρούσα παρέμβαση γίνεται και στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων μου ως Εθνικός Μηχανισμός Πρόληψης των Βασανιστηρίων, όπως έχουν ανατεθεί στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως με τον περί της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (Προαιρετικό Πρωτόκολλο) (Κυρωτικός) Νόμος του 2009 [Ν. 2(ΙΙΙ)/2009]. Το πλαίσιο δράσης του Εθνικού Μηχανισμού Πρόληψης των Βασανιστηρίων εκτείνεται, βάσει της νομοθεσίας, σε άτομα που στερούνται της ελευθερίας τους είτε αυτά είναι κρατούμενοι ή και ψυχικά ασθενείς που έχουν εισαχθεί σε κλειστή ψυχιατρική μονάδα.

 

Θέσεις Τμήματος Φυλακών

 

4. Σύμφωνα με τη σχετική τοποθέτηση του Αναπλ. Διευθυντή Τμήματος Φυλακών[2], η Ε. Ζ. μεταφέρθηκε, στις 2 Ιουνίου 2011 στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας για θεραπεία, σύμφωνα με ένταλμα που εκδόθηκε από τον Υπουργό Υγείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 37(1) του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου [77(Ι)/1997] [3].

5. Ειδικότερα, την 1η Ιουνίου 2011, ο Ψυχίατρος των Φυλακών ενημέρωσε, με επιστολή του, τον Αναπλ. Διευθυντή του Τμήματος, «ότι η κρατούμενη παρουσιάζει επικίνδυνη συμπεριφορά η οποία ενέχει πραγματικό κίνδυνο στη ζωή τόσο της ίδιας όσο και των άλλων κρατουμένων και των μελών του Προσωπικού». Στην εν λόγω επιστολή επισυνάπτετο ιατρική γνωμάτευση σχετική με τη συνολική κατάσταση και το ιστορικό της υγείας της κρατούμενης, η οποία περιλάμβανε αίτημα για άμεση μεταφορά της στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας για θεραπεία[4].

6. Ο Αναπλ. Διευθυντής λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, έθεσε την υπό αναφορά ιατρική γνωμάτευση ενώπιον του Υπουργού Υγείας ζητώντας την έκδοση εντάλματος μεταφοράς της κρατούμενης στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας για νοσηλεία και θεραπεία, όπως και έγινε.

7. Στις 9 Ιουνίου 2011, με νέο ένταλμα του Υπουργού Υγείας, η κρατούμενη επέστρεψε στις Φυλακές, για να συνεχίσει, όπως αναφέρεται, τη θεραπευτική της αγωγή και να παρακολουθείται από τη Διεπαγγελματική ομάδα του Τμήματος Φυλακών.

8. Σε σχέση με τους προβληματισμούς που έθεσα υπόψη του Αναπλ. Διευθυντή όσο αφορά στη διαδικασία ακούσιας νοσηλείας ατόμων που έχουν καταδικαστεί και εκτίουν ποινή φυλάκισης, σημειώνεται η θέση ότι, στην περίπτωση ακούσιας νοσηλείας τόσο πολιτών ή και ατόμων που βρίσκονται σε προφυλάκιση, όσο και ατόμων που έχουν καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης, εμπλέκεται πάντοτε μονομελές θεσμοθετημένο όργανο, στη διακριτική ευχέρεια του οποίου εναπόκειται η σχετική απόφαση. Στην πρώτη περίπτωση αρμόδιο όργανο είναι Δικαστής και στη δεύτερη ο Υπουργός Υγείας. Τονίζεται, δε, ότι, για την περίπτωση των ατόμων που εκτίουν ποινή φυλάκισης, «η όλη διαδικασία στηρίζεται πάντοτε στην ιατρική γνωμάτευση του Ψυχιάτρου του Τμήματος Φυλακών ο οποίος γνωρίζει καλά το ιστορικό του ψυχικά ασθενή».

9. Ο Αναπλ. Διευθυντής Τμ. Φυλακών, καταλήγει σημειώνοντας τα ακόλουθα:

«Κάθε κρατούμενος μετά την εισδοχή του στις Φυλακές τίθεται υπό τη νόμιμη ευθύνη του Διευθυντή του Τμήματος ο οποίος φέρει και την ευθύνη της διαφύλαξης τόσο της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των κρατουμένων όσο και των μελών του Προσωπικού που εργάζεται στις Φυλακές.

Ο Νομοθέτης θέλοντας να βοηθήσει τη Διεύθυνση τόσο στο έργο της όσο και στις προσπάθειες που καταβάλλει για την προστασία των κρατουμένων ή των μελών του Προσωπικού από κρατούμενους που δεν ελέγχουν τις ενέργειές του, εισήγαγε εκτός των μηχανικών μέσων για περιορισμό των κρατουμένων, τις πρόνοιες του άρθρου 37(1) του Νόμου 77(Ι)/1997 για νοσηλεία και θεραπεία των ψυχικά ασθενούντων καταδίκων».

 

Νομοθετικό Πλαίσιο

 

10. Το εδάφιο (1) του άρθρου 10 του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου του 1997 (και μετέπειτα τροποποιήσεις) [Ν.77(Ι)/1997 – «Νόμος που προνοεί για την ίδρυση και Λειτουργία Ψυχιατρικών Κέντρων για τη Νοσηλεία Ψυχικά Ασθενών Προσώπων, τη Διασφάλιση των Δικαιωμάτων των Προσώπων αυτών και τον Καθορισμό των Καθηκόντων και Ευθυνών των Συγγενών»], αναφέρεται στη διαδικασία παροχής υποχρεωτικής νοσηλείας και διαλαμβάνει τα ακόλουθα (δικές μου υποσημειώσεις):

«10. (1) Η διαδικασία για την παροχή υποχρεωτικής νοσηλείας είναι η ακόλουθη:

(α) Υποβάλλεται αίτηση στο Δικαστήριο από τον προσωπικό αντιπρόσωπο του ασθενούς για την έκδοση διατάγματος προσωρινής νοσηλείας ασθενούς. Σε περίπτωση που ο προσωπικός αντιπρόσωπος δεν υποβάλλει αίτηση ή δε δύναται να εντοπιστεί, την αίτηση υποβάλλει η αστυνομία ή κοινωνικός λειτουργός ˙

(β) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) η αίτηση υποστηρίζεται από ψυχιατρική γνωμάτευση σχετικά με την αναγκαιότητα της παροχής νοσηλείας βάσει του παρόντος άρθρου[5] ˙

(γ) το διάταγμα προσωρινής νοσηλείας έχει διάρκεια μέχρι δύο εβδομάδες ˙

(δ) το δικαστήριο κατά την έκδοση του διατάγματος ορίζει ημερομηνία κατά την οποία εξετάζει κατά πόσο επιβάλλεται ή όχι η έκδοση διαρκούς νοσηλείας ˙

(ε) αν το δικαστήριο κρίνει, κατά την ημερομηνία που ορίζει στο εδάφιο (δ) πιο πάνω, ότι από την προσαχθείσα μαρτυρία δε συνιστάται ή έκδοση διατάγματος διαρκούς νοσηλείας, τότε ο ασθενής αφήνεται ελεύθερος. Αν όμως το δικαστήριο κρίνει ότι ο ασθενής πρέπει να κρατηθεί σε κέντρο για σκοπούς νοσηλείας, τότε εκδίδει το διάταγμα διαρκούς νοσηλείας:

Νοείται ότι αν ο υπεύθυνος ψυχίατρος κρίνει ότι ο ασθενής δεν χρήζει περαιτέρω νοσηλείας, δύναται να τον απολύσει, προτού εκπνεύσει η διάρκεια του διατάγματος προσωρινής νοσηλείας, αφού δώσει έγκαιρη ειδοποίηση προς το δικαστήριο ˙

(στ) το διάταγμα διαρκούς νοσηλείας είναι για αρχική περίοδο μέχρι δύο μηνών και δύναται να ανανεώνεται βάσει των προνοιών του άρθρου 11 ˙

(ζ) κατά την έκδοση κάθε διατάγματος νοσηλείας το δικαστήριο ακούει και τον ασθενή, εκτός αν από την προσαχθείσα μαρτυρία πειστεί ότι ο ασθενής δεν είναι σε θέσει να καταθέσει. Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο ακούει τις απόψεις του προσωπικού αντιπροσώπου του ασθενούς, ο οποίος μπορεί να συνοδεύεται από δικηγόρο και ψυχίατρο της δικής του επιλογής ˙

(η) το δικαστήριο δύναται, αν κρίνει τούτο σκόπιμο, έχοντας πάντοτε υπόψη την οικονομική κατάσταση του ασθενούς, να διατάξει τα έξοδα τόσο του δικηγόρου όσο και του ψυχιάτρου του να καταβληθούν από δημόσιους πόρους…»

11. Το άρθρο 37 του Νόμου με τίτλο «Μεταφορά φυλακισμένου ασθενούς σε κέντρο» προβλέπει τα πιο κάτω (δικές μου υποσημειώσεις):

«37. (1) Ο Υπουργός δύναται κατόπιν αίτησης του διευθυντή φυλακών να διατάξει με έγγραφη πράξη του πρόσωπο το οποίο εκτίει ποινή φυλάκισης να μεταφερθεί σε κρατικό κέντρο ασφαλούς κράτησης με βάση ψυχιατρική γνωμάτευση, αν συντρέχουν λόγοι για υποχρεωτική νοσηλεία και τέτοια νοσηλεία δε δύναται να παρασχεθεί στις φυλακές[6].

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) η κράτηση σε κέντρο είναι για περίοδο έξι μηνών.

(3) Σε περιπτώσεις όπου –

(α)  η ποινή της φυλάκισης εκπνεύσει προτού ολοκληρωθεί η νοσηλεία ή

(β) η νοσηλεία δεν ολοκληρώθηκε εντός της περιόδου των έξι μηνών και δεν έχει εκπνεύσει η περίοδος φυλάκισης,

η κράτηση και νοσηλεία σε κέντρο συνεχίζεται μόνο με έγκριση του δικαστηρίου κατόπιν αίτησης του διευθυντή.

(4) Στην περίπτωση όπου το δικαστήριο διατάσσει την κράτηση του ασθενούς για οποιαδήποτε περίοδο μετά την εκπνοή της περιόδου φυλάκισης ισχύουν οι ίδιες διατάξεις ως αν η περίπτωση να αφορούσε ασθενή που δεν είναι κατάδικος και ως αν να έγινε αίτηση για την κράτησή του μετά τη συμπλήρωση του πρώτου σταδίου της υποχρεωτικής νοσηλείας.

(5) Κράτηση σε κέντρο δυνάμει του παρόντος άρθρου λογίζεται έκτιση της ποινής της φυλάκισης.

(6) Σε φυλακισμένο, ο οποίος κρατείται σε κέντρο δυνάμει του παρόντος άρθρου, δεν παραχωρείται άδεια εξόδου, εκτός μόνο με τη συγκατάθεση του διευθυντή των φυλακών και στις περιπτώσεις όπου παρέχεται εξουσία στο διευθυντή των φυλακών να επιτρέχει έξοδο και παραμονής εκτός των φυλακών.»      

12. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 48 των περί Φυλακών (Γενικών) Κανονισμών του 1997:

«48. (1) Κρατούμενοι οι οποίοι, σύμφωνα με έκθεση κυβερνητικού ψυχιάτρου, πάσχουν από ψυχική ασθένεια η οποία τους καθιστά επικίνδυνους για τον εαυτό τους ή τους άλλους κρατούμενους, μεταφέρονται, ύστερα από σχετικό διάταγμα του Υπουργού Υγείας, σε κατάλληλο κυβερνητικό ψυχιατρικό ίδρυμα για την καλύτερη ψυχιατρική περίθαλψη και προστασία.

(2) Για την επάνοδο του κρατούμενου στις Φυλακές χρειάζεται:

(α) Η βεβαίωση του Διευθυντή του Ψυχιατρικού Ιδρύματος ότι ο κρατούμενος έπαψε να είναι επικίνδυνος για τον εαυτό του ή τους άλλους και ότι η κράτησή του στις Φυλακές δεν θα επηρεάσει αρνητικά την εξέλιξη της υγείας του.

(β) Η έκδοση νέου διατάγματος από τον Υπουργό Υγείας.

(3)  Ο χρόνος παραμονής του κρατούμενου σε ψυχιατρικό ή άλλο νοσηλευτικό Ίδρυμα θεωρείται μέρος του χρόνου της ποινής του…»

 

Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Νομολογία του ΕΔΑΔ

 

13. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαλαμβάνει, στο άρθρο 5.1 αυτής, ότι «παν πρόσωπο έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν και την ασφάλειαν. Ουδείς επιτρέπεται να στερηθεί της ελευθερίας του ειμή εις τας ακόλουθας περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασίας: …(ε) εάν πρόκειται περί νομίμου κρατήσεως …φρενοβλαβούς…». [7] Σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου: «παν πρόσωπον στερούμενον της ελευθερίας του συνεπεία συλλήψεως ή κρατήσεως έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου ίνα τούτο αποφασίσει εντός βραχείας προθεσμίας επί του νομίμου της κρατήσεως του και διατάξη την απόλυσίν του εν περιπτώσει παρανόμου κρατήσεως.» [8]

14. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Winterwerp[9] κωδικοποιεί, από το 1979, τις βασικές αρχές οι οποίες θα πρέπει να διέπουν την υποχρεωτική νοσηλεία προσώπων, οι οποίες επιβεβαιώνονται και συμπληρώνονται και από τη μετέπειτα σχετική νομολογία του ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο περιορισμός ατόμου σε ψυχιατρική πτέρυγα επιτρέπεται μόνο εφόσον έχει διαπιστωθεί, με τρόπο αξιόπιστο, η ύπαρξη ψυχικής διαταραχής, η φύση της οποίας θα πρέπει να προσδιορίζεται στη βάση ανεξάρτητης ιατρικής γνωμάτευσης. Διατύπωσε επιπρόσθετα τη θέση ότι, για να δικαιολογείται ο εγκλεισμός, θα πρέπει η διαπιστωθείσα ψυχική διαταραχή να είναι τέτοιας φύσης ή βαθμού που να επιβάλλει τον εγκλεισμό, ο οποίος είναι έγκυρος μόνο για το διάστημα που συνεχίζεται η διαταραχή [10]. Το Δικαστήριο έκρινε, επιπλέον, ότι, για να διασφαλίζονται οι δικαστικές εγγυήσεις που διαλαμβάνονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 5 της Σύμβασης,  η απόφαση για υποχρεωτική εγκλεισμό θα πρέπει να λαμβάνεται μέσα από δικαστικής φύσεως διαδικασίες, ώστε να παρέχονται οι αναγκαίες εγγυήσεις ανάλογες με τον καθ’ εφαρμογή εγκλεισμό και να κατοχυρώνεται το δικαίωμα του εμπλεκόμενου ατόμου να παρουσιάσει τις δικές του σχετικές θέσεις ενώπιον Δικαστηρίου. [11]

15. Σε σχέση με τη γενικότερη υποχρέωση για την αποχή από οποιασδήποτε μορφής εξευτελιστική μεταχείριση και τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των ατόμων με ψυχικές ασθένειες που έχουν εισαχθεί σε ψυχιατρεία, άξιοι αναφοράς είναι οι δικανικοί συλλογισμοί του ΕΔΑΔ στην απόφασή για την υπόθεση Herczegfalvy [12]. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στην παράγραφο 82 της απόφασης (ελεύθερη μετάφραση από τα Αγγλικά): 

«82. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η κατάσταση μειονεκτικότητας και αδυναμίας στην οποία συνήθως περιέρχονται τα άτομα που έχουν εισαχθεί σε ψυχιατρεία, απαιτεί αυξημένη επαγρύπνηση κατά τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ενώ εναπόκειται στις ιατρικές Αρχές να αποφασίζουν, στη βάση των αναγνωρισμένων από την επιστήμη τους κανόνων, για τις θεραπευτικές μεθόδους που χρήζουν εφαρμογής –εν ανάγκη και δια της βίας- προκειμένου να διαφυλάξουν τη φυσική και πνευματική υγεία ασθενών που είναι εντελώς ανίκανοι να αποφασίζουν για τον εαυτό τους και για άτομα που ενδεχομένως έχουν την ευθύνη, δεν παύουν αυτοί οι ασθενείς να παραμένουν υπό το προστατευτικό πλαίσιο του άρθρου 3, από το οποίοι δεν νοείται απόκλιση.   

Οι κατοχυρωμένες αρχές της ιατρικής είναι, ομολογουμένως, αποφασιστικής, κατ’ αρχήν-  σημασίας σε τέτοιες περιπτώσεις: ως γενικός κανόνας, ένα μέτρο που υπαγορεύεται από μία θεραπευτική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απάνθρωπο η εξευτελιστικό. Παρόλα αυτά το Δικαστήριο οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές του με τρόπο ώστε να αποδεικνύεται με πειστικότητα η ύπαρξη τέτοιας ‘θεραπευτικής ανάγκης’».   

 

Σύσταση Rec(2004)10 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης  

 

16. Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης υιοθέτησε, στις 22 Σεπτεμβρίου 2004, τη Σύσταση που αφορά στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ατόμων με ψυχικές διαταραχές. [13] Το κείμενο αυτό περιλαμβάνει συστάσεις και κατευθυντήριες, προς τα κράτη μέλη, γραμμές, σε σχέση με το θέμα.

17. Όσο αφορά στο ζήτημα της υποχρεωτικής εισαγωγής ατόμων με ψυχικές ασθένειες, η Σύσταση προβλέπει ότι η εισαγωγή αυτή είναι δυνατή εάν τηρούνται οι εξής προϋποθέσεις: κατά πρώτον, εάν το εμπλεκόμενο άτομο –που πάσχει από ψυχική διαταραχή- παρουσιάζει έναν σημαντικό κίνδυνο για την υγεία του ιδίου ή τρίτων, δεύτερον, εάν η εισαγωγή γίνεται και για θεραπευτικούς λόγους και δεν υπάρχει άλλος λιγότερος περιοριστικός τρόπος για την παροχή κατάλληλης θεραπείας και τρίτον, εάν έχει ληφθεί υπόψη η γνώμη του ενδιαφερόμενου ατόμου. [14]

18. Σύμφωνα με τη Σύσταση, η απόφαση για υποχρεωτική εισαγωγή, λαμβάνεται από Δικαστήριο ή άλλη αρμόδια Αρχή και, σε κάθε περίπτωση, συνεκτιμάται η άποψη του εμπλεκόμενου ατόμου ενώ η ακολουθούμενη διαδικασία θα πρέπει να προβλέπεται από σχετική νομοθεσία, στη βάση, μάλιστα, της αρχής της επαφής και διαβούλευσης με το εμπλεκόμενο άτομο. [15] Η απόφαση θα πρέπει να τεκμηριώνεται γραπτώς και να προσδιορίζει σχετικό χρονικό πλαίσιο στο τέλος του οποίου θα πρέπει η περίπτωση να επανεξετάζεται επίσημα. [16] Προγενέστερα της λήψης της απόφασης για εισαγωγή ή για παράταση της εισαγωγής, η Σύσταση προβλέπει την ύπαρξη ιατρικής εξέτασης αλλά και την ύπαρξη διαβουλεύσεων με τους συγγενείς του ενδιαφερόμενου και συνεννόηση με τον αντιπρόσωπό του. [17]

19. Σημειώνεται ότι η προϋπόθεση της σχετικής συνεννόησης με τους συγγενείς ή αντιπροσώπους του ενδιαφερόμενου είναι, σύμφωνα με τη Σύσταση, αναγκαία, στο μέτρο του δυνατού, ακόμα και σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης για εισαγωγή. [18] Στις περιπτώσεις αυτές η υποχρεωτική εισαγωγή πραγματοποιείται για σύντομο χρονικό διάστημα, στη βάση κατάλληλης ιατρικής αξιολόγησης και μετά από τη λήψη γραπτής απόφασης που προσδιορίζει το χρονικό όριο κατά το οποίο πραγματοποιείται επίσημη επανεξέταση. [19]  Σε περίπτωση που χρειαστεί η συνέχιση του μέτρου πέρα του χρόνου για την αντιμετώπιση της επείγουσας κατάστασης, η εμπλοκή Δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής είναι απαραίτητη για τη λήψη σχετικής απόφασης. [20]

20. Σημαντικές είναι οι ρυθμίσεις της Σύστασης που αφορούν στο δικαίωμα του εμπλεκόμενου ατόμου να πληροφορείται για τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η απόφαση εισαγωγής, για τα δικαιώματά του, όπως και για τα διορθωτικά μέτρα τα οποία έχει στη διάθεσή του. [21] Επιπρόσθετα, τα κράτη μέλη καλούνται να εξασφαλίζουν στο ενδιαφερόμενο άτομο το δικαίωμα να προσφύγει κατά της απόφασης ακούσιας εισαγωγής, να εξασφαλίσει την ένδικη –κατά τακτά χρονικά διαστήματα- επαναξιολόγηση της νομιμότητας του μέτρου ή της συνέχισής του, όπως και το δικαίωμά του να ακουστεί (αυτοπροσώπως ή δια αντιπροσώπου) στις προαναφερόμενες διαδικασίες.[22]  Ακόμα και στις περιπτώσεις που το ενδιαφερόμενο άτομο (ή αντιπρόσωπός του) δεν ζητήσει τέτοια επαναξιολόγηση, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να ενημερώσει το Δικαστήριο για το γεγονός αυτό και να εξασφαλίσει η ίδια την επαναξιολόγηση –σε τακτά διαστήματα- της νομιμότητας του μέτρου. [23]

 

Συμπεράσματα – Εισηγήσεις

 

21. Στην προκειμένη περίπτωση, η απόφαση για την υποχρεωτική εισαγωγή της κρατούμενης Ε. Ζ. στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας, λήφθηκε στη βάση της προβλεπόμενης διαδικασίας [24], η οποία επιτρέπει τη λήψη τέτοιας απόφασης, για τις περιπτώσεις ατόμων που εκτίουν ποινή φυλάκισης, από αρμόδια Αρχή (Υπουργό Υγεία), αντίθετα με τη δικαστική διαδικασία που επιβάλλεται να διενεργείται στις περιπτώσεις ακούσιας εισαγωγής των υπόλοιπων πολιτών. Για το λόγο αυτό, δεν θα επεκταθώ στο σχολιασμό των σχετικών ενεργειών του Τμήματος Φυλακών, αναφορικά με την περίπτωση, δεδομένου ότι αυτές βρίσκονται εντός του σχετικού νομοθετικού πλαισίου. Σημειώνω, επίσης ότι, όπως είναι γνωστό, οι αρμοδιότητες του Επιτρόπου Διοικήσεως, όπως αυτές καθορίζονται στους περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμους του 1991 μέχρι 2004, περιορίζονται στην εξέταση της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και όχι στην αμφισβήτηση οποιουδήποτε νομοθετικού πλαισίου.

22. Έχοντας, παρόλα αυτά, υπόψη ότι η προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων με ψυχικές ασθένειες αποτελεί ένα σοβαρό ζήτημα οι διαστάσεις του οποίου αποτελούν αντικείμενο έρευνας και εργασιών της διεθνούς κοινότητας και, δεδομένων των αρμοδιοτήτων μου ως Εθνικός Μηχανισμός Πρόληψης των Βασανιστηρίων οι οποίες αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση της προστασίας των προσώπων που στερούνται της ελευθερίας τους, θεώρησα σημαντική την ετοιμασία και υποβολή της παρούσας Έκθεσης γα σκοπούς προβληματισμού όσο αφορά το προστατευτικό πλαίσιο της σχετικής εθνικής νομοθεσίας που, όπως συνάγεται από τον αναλυτικό της τίτλο, στοχεύει και στην προστασία των δικαιωμάτων των ψυχικά ασθενών.

23. Συγκεκριμένα, είναι σημαντικό να επισημανθεί η διάσταση που υπάρχει μεταξύ της διαδικασίας που ακολουθείται στις περιπτώσεις υποχρεωτικής εισαγωγής (ή νοσηλείας – όπως αναφέρεται στον εθνικό νόμο) των πολιτών ευρύτερα και αυτής που τυγχάνει εφαρμογής στις περιπτώσεις πολιτών που είναι κρατούμενοι. Βασική επιδίωξη της αντιπαραβολής αυτής είναι η διαπίστωση κατά πόσο, παρά την απουσία εμπλοκής Δικαστηρίου στη διαδικασία λήψης απόφασης υποχρεωτικής εισαγωγής σε ψυχιατρική μονάδα πολιτών που τυγχάνει να εκτίουν ποινή φυλάκισης, αυτοί προστατεύονται επαρκώς και σύμφωνα με τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα, τα δικαιώματα των ατόμων αυτών.

24. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να προταθεί ότι, η διαφορετική, εν προκειμένω, νομοθετική μεταχείριση των ατόμων που εκτίουν ποινή φυλάκισης, στηρίζεται στον υφιστάμενο εγκλεισμό των ατόμων αυτών, ο οποίος έχει ήδη αποφασιστεί από αρμόδιο Δικαστήριο. Στην περίπτωση, δηλαδή, ενός πολίτη που βρίσκεται εκτός Φυλακών και επιδιώκεται η υποχρεωτική του νοσηλεία σε ψυχιατρική μονάδα, τίθεται θέμα –για πρώτη φορά- περιορισμού της ελευθερίας του, γεγονός που δεν θα μπορούσε παρά να επιβάλλει, μέσω σχετικής νομοθετικής κατοχύρωσης, την εφαρμογή δικαστικών εγγυήσεων. Στην περίπτωση, αντίθετα, του κρατούμενου, η ελευθερία του οποίου έχει ήδη περιοριστεί βάσει δικαστικής απόφασης, ενδεχομένως να μην θεωρήθηκε τόσο επιβεβλημένη η εκ νέου εμπλοκή Δικαστηρίου στην απόφαση για τη μεταφορά του από τις Φυλακές στο ψυχιατρείο για νοσηλεία, δεδομένου ότι, θεωρείται ότι πρόκειται για συνέχιση του περιορισμού που επιβλήθηκε, σε άλλο Ίδρυμα.

25. Η πιο πάνω επιχειρηματολογία παραλείπει να συνεκτιμήσει δύο πολύ βασικές, κατά την άποψή μου, παραμέτρους. Καταρχήν, το γεγονός ότι, και η περίπτωση ενός ατόμου που εκτίει ποινή φυλάκισης και έχει κριθεί, ιατρικά, ότι είναι αναγκαία η υποχρεωτική του νοσηλεία, αποτελεί περίπτωση ασθενή, τα δικαιώματα του οποίου θα πρέπει να προστατεύονται και, επιπλέον, ότι οι συνθήκες περιορισμού σε ψυχιατρείο είναι εντελώς διαφορετικές και σε πολλές περιπτώσεις δυσχερέστερες από τις συνθήκες κράτησης σε σωφρονιστικό Ίδρυμα. Ο περιορισμός επιτελεί εντελώς διαφορετικό σκοπό κάθε φορά και για το λόγο αυτό λαμβάνονται υπόψη άλλα, σε κάθε περίπτωση, δεδομένα.

26. Η ανάγκη για την προστασία των δικαιωμάτων των ψυχικά ασθενών ατόμων αναγνωρίζεται και κατοχυρώνεται εκτενώς σε διεθνές επίπεδο. Βασική συνισταμένη τόσο της σχετικής νομολογίας του ΕΣΔΑ, όσο και της υπό αναφορά Σύστασης της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι η κατοχύρωση ενός ελάχιστου επιπέδου προστασίας των ατόμων αυτών με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων τους και για αποφυγή λήψης αυθαίρετων αποφάσεων σε σχέση με αυτούς.

27. Στα πλαίσια αυτά και με κύριο προσανατολισμό τη διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των ατόμων με ψυχικές ασθένειες, κρίνεται σημαντική η εμπλοκή ενός ανεξάρτητου οργάνου στην απόφαση που αφορά στην υποχρεωτική εισαγωγή και νοσηλεία ενός προσώπου που έχει ιατρικά κριθεί ότι πάσχει από ψυχική διαταραχή και είναι αναγκαίος ο περιορισμός και η θεραπεία του σε ψυχιατρική μονάδα, η χρονική, δε, διάρκεια του οποίου θα πρέπει να καθορίζεται ειδικά. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα της διαδικασίας η οποία θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να στηρίζεται και στις αρχές της διαβούλευσης και της ενημέρωσης του εμπλεκόμενου ατόμου, στο οποίο, μάλιστα, θα πρέπει να δίνεται η ευκαιρία να ακουστεί, αυτοπροσώπως ή μέσω των αντιπροσώπων του και να προσβάλει τη σχετική απόφαση που το αφορά.

28. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, διατυπώνω τις επιφυλάξεις μου σε σχέση με το κατά πόσο η διαδικασία που ακολουθείται για υποχρεωτική μεταφορά και εισαγωγή κρατούμενων στο Νοσοκομείο Αθαλάσσας, με μόνη την εμπλοκή του Ψυχίατρου, του Διευθυντή των Φυλακών και του Υπουργού Υγείας, βρίσκεται σε συμφωνία με τις αρχές και τα πρότυπα που διαλαμβάνονται πιο πάνω. Οι προβληματισμοί αυτοί στηρίζονται στην απουσία εμπλοκής δικαστικής ή άλλης διαδικασίας που να περιλαμβάνει αυστηρές, τυπικές και ουσιαστικές, δικαιοκρατικές εγγυήσεις για τον κρατούμενο, ο οποίος βρίσκεται σε πολύ ευάλωτη θέση. Υπό την έννοια αυτή, καθίσταται ιδιαίτερα επισφαλής, από άποψη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η υφιστάμενη πρακτική.

29. Επισημαίνω, ιδιαίτερα, το γεγονός ότι δεν προσφέρεται στο εμπλεκόμενο άτομο η ευκαιρία να ακουστεί, αυτοπροσώπως ή μέσω αντιπροσώπου κατά τη διαδικασία της λήψης της απόφασης, δεν προβλέπεται η υποχρεωτική ενημέρωση των συγγενών του εμπλεκομένου, ενώ υπάρχει η ευχέρεια συνέχισης της νοσηλείας σε ψυχιατρείο ενός κρατούμενου για μεγάλο χρονικό διάστημα (μέχρι και έξι μήνες) χωρίς να καθίσταται υποχρεωτική η, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, επαναξιολόγηση της κατάστασης και της νομιμότητας του μέτρου. Σημαντική είναι και η απουσία ρυθμίσεων σχετικών με το δικαίωμα του εμπλεκόμενου ατόμου να πληροφορείται για τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η απόφαση εισαγωγής και για τα δικαιώματά του σε σχέση με τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για προσβολή της νομιμότητας της απόφασης.

30. Η ανάγκη για την ομαλή λειτουργία των Φυλακών ευρύτερα την οποία, σύμφωνα με τις απόψεις του Αναπλ. Διευθυντή του Τμήματος Φυλακών, επιδιώκει να εξυπηρετήσει η προαναφερόμενη νομοθετική ρύθμιση, δεν θα πρέπει, σε καμία περίπτωση, να οδηγεί στην παραγνώριση της ανάγκης για τη διαφύλαξη των ψυχικά ασθενών ατόμων, της αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων τους. Αντίθετα, όπως έχει τονιστεί από το ΕΔΑΔ, θα πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερη εγρήγορση σε σχέση με την προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων αυτών, εξαιτίας ακριβώς της μειονεκτικής θέσης στην οποία βρίσκονται λόγω της κατάστασης της υγείας τους, πόσο μάλλον όταν τα άτομα αυτά ήδη στερούνται της ελευθερίας τους, εκτίοντας ποινή φυλάκισης σε σωφρονιστικό Ίδρυμα. Έχω την άποψη ότι οποιοσδήποτε περιορισμός των δικαιωμάτων ατόμων με ψυχικές ασθένειες που εκτίουν ποινή φυλάκισης, στη βάση αυτής καθ’ αυτής της καταδίκης τους και μόνο, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.

31. Για τους πιο πάνω λόγους υποβάλλω, για σκοπούς προβληματισμού και για τις δικές τους ενέργειες, την παρούσα Έκθεση στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και τον Αναπλ. Διευθυντή Τμήματος Φυλακών. Αντίγραφο της Έκθεσης διαβιβάζεται στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως τον πλέον αρμόδιο φορέα αναφορικά με ζητήματα νομοθεσίας, όπως και στο Γενικό Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων για σκοπούς ενημέρωσης.

 

Ελίζα Σαββίδου

Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 

Υποσημειώσεις και Παραπομπές:


[1] Επιστολή Επιτρόπου Διοικήσεως ημερομ. 8 Ιουνίου 2011.

[2] Επιστολή Διευθυντή Τμήματος Φυλακών ημερομ. 16 Ιουνίου 2011.

[3] Το άρθρο παρατίθεται αυτούσιο πιο κάτω.

[4] Αντίγραφα των αναφερόμενων εγγράφων διαβιβάστηκαν στο Γρ. Επιτρόπου Διοικήσεως από τον Δρ. Λούη Καριόλου, Ψυχίατρο του Τμήματος Φυλακών.

[5] Το εδάφιο (3) στο οποίο παραπέμπει η διάταξη προβλέπει τη διαδικασία που ακολουθείται σε περίπτωση άρνησης του ασθενή να εξεταστεί για σκοπούς προσκόμισης της ιατρικής γνωμάτευσης που απαιτείται από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου.

[6] Για τους σκοπούς του νόμου ως «Υπουργός» νοείται ο Υπουργός Υγείας.

[7] Στο αντίστοιχο άρθρο 11.1(ε) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας διαλαμβάνεται ο όρος «ατόμων ασθενών διανοητικώς» αντί του όρου «φρενοβλαβούς».

[8] Βλ. και άρθρο 11.7 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

[9] Case of Winterwerp v. The Netherlands (application no. 6301/73), Judgment 24 October 1979.

[10] Παράγραφος 39 απόφασης: «… In the Court’s opinion, except in emergency cases, the individual concerned should not be deprived of his liberty unless he has been reliably shown to be of ‘unsound mind’. The very nature of what has to be established before the competent national authority-that is, a true mental disorder-calls for objective medical expertise. Further, the mental disorder must be of a kind or degree warranting compulsory confinement. What is more, the validity of continued confinement depends upon the persistent of such a disorder. » 

[11] Σχετικές είναι οι παράγραφοι 60, 61 και 67 της απόφασης.

[12] Case of Herczegfalvy v. Austria (application no. 10533/83), Judgment 24 September 1992.

[13] Recommendation No. Rec(2004)10 of the Committee of Ministers to member State concerning the protection of the human rights and dignity of persons with mental disorder, 22 September 2004.

[14] Άρθρο 17 Σύστασης (ελεύθερη απόδοση).

[15] Άρθρο 20.1 Σύστασης (ελεύθερη απόδοση).

[16] Άρθρο 20.3 Σύστασης (ελεύθερη απόδοση).

[17] Άρθρα 20.4, 5 και 6 Σύστασης (ελεύθερη απόδοση).

[18] Άρθρο 21.2(ii) της Σύστασης (ελεύθερη απόδοση).

[19] Άρθρο 21.2(i) και (iii) της Σύστασης (ελεύθερη απόδοση).

[20] Άρθρο 21.3 Σύστασης (ελεύθερη απόδοση).

[21] Άρθρο 22 Σύστασης (ελεύθερη απόδοση).

[22] Άρθρο 25.1 Σύστασης (ελεύθερη απόδοση).

[23] Άρθρο 25.2 της Σύστασης (ελεύθερη απόδοση).

[24] Άρθρο 37(1), Ν. 77(Ι)/1997.

 

human-trafficking_2185464b

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!