ga('send', 'pageview');

Roma_Education

 

Αρ. Φακ.: ΑΚΡ 18/2008

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΡΟΜΑ ΜΑΘΗΤΩΝ

 

 Προϊστάμενος:  Άριστος Τσιάρτας

Ερευνούσα λειτουργός: Νάσια Διονυσίου

Λευκωσία, 27 Σεπτεμβρίου 2011

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΟΙ ΡΟΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

 

Με βάση το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960, αναγνωρίζεται η ύπαρξη της Ελληνικής και της Τουρκικής Κοινότητας, καθώς και αυτή των τριών θρησκευτικών ομάδων, των Αρμενίων, των Μαρωνιτών και των Λατίνων.  Οι Ρομά (Roma) της Κύπρου ή Κουρπέτ (Kurbet)[1] δεν αναγνωρίστηκαν ως χωριστή ομάδα, αλλά, συμπεριλήφθηκαν, στην πλειονότητά τους, στην Τουρκική κοινότητα, λόγω κυρίως του μικρού αριθμού τους και του γεγονός ότι είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα και μιλούν την τουρκική γλώσσα, η οποία με την πάροδο του χρόνου εκτόπισε τη δική τους τοπική γλώσσα, την Kurbetcha.  Μετά τα γεγονότα του 1974, οι Κύπριοι Ρόμα εγκαταστάθηκαν μαζί με το σύνολο των Τουρκοκυπρίων στα κατεχόμενα, από όπου μετακινήθηκαν προς τις ελεύθερες περιοχές λίγο πριν αλλά και μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2004.  Οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας τους παρέχουν έκτοτε πρόσβαση σε στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κοινωνική αρωγή και εκπαίδευση.

Όπως, μάλιστα, συνάγεται από την τελευταία Γνωμοδότηση[2] της Συμβουλευτικής Επιτροπή της Σύμβασης – Πλαισίου για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων, η Κύπρος δέχεται ότι η κυπριακή κοινότητα των Ρομά αντλεί προστασία από την εν λόγω Σύμβαση – Πλαίσιο.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή συστήνει, σχετικά, όπως αναπτυχθεί ένας δομημένος διάλογος με τη Ρομά κοινότητα ώστε να ληφθούν ενημερωμένες πληροφορίες σε σχέση με τους εθνικούς, γλωσσικούς και θρησκευτικούς δεσμούς της.

 

ΙΙ. Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΡΟΜΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ

 

Το ζήτημα της επάρκειας των μέτρων εκπαιδευτικής στήριξης και ένταξης των Ρομά μαθητών της Κύπρου και της πολιτικής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού να μην τους αντιμετωπίζει ως ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα, τέθηκε ενώπιον της Επιτρόπου Διοικήσεως, κατά το 2008, από το Δρ. Νίκος Τριμικλινιώτη.  Ο Δρ. Τριμικλινιώτης υποστήριξε, ειδικότερα, ότι εκ πρώτης όψεως στοιχειοθετείται διάκριση λόγω φυλής ή εθνοτικής καταγωγής, αφού το Υπουργείο κατ’ εξακολούθηση αρνείται να στηρίξει τους Ρομά σαν ιδιαίτερη εθνοτική ομάδα και ως μειονοτική γλωσσική ομάδα που ομιλεί την τοπική γλώσσα των Ρομά, Kurbetcha και να προαγάγει τη γλώσσα και την κουλτούρα τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει παραβίαση σχετικών διεθνών συμβάσεων που δεσμεύουν την Κυπριακή Δημοκρατία.

Οι πιο πάνω απόψεις τέθηκαν υπόψη της Γενικής Διευθύντριας Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, η οποία με επιστολή της, ημερομηνίας 23 Ιουνίου 2008, παρέθεσε τα σχόλιά της επί των τούτων.  Ανέφερε, συγκεκριμένα, τα εξής:

«Η Κυπριακή Δημοκρατία, ακολουθώντας τις σχετικές με το θέμα διεθνείς συμβάσεις και τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρέχει δωρεάν πρόσβαση στην εκπαίδευση, ανεξαρτήτως φύλου, γλώσσας, χρώματος, θρησκείας, πολιτικών πεποιθήσεων ή εθνικής καταγωγής.  Η φιλοσοφία που διέπει την πολιτική του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού συμπυκνώνεται στους πιο κάτω στόχους της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, που είναι:

  • ο σεβασμός της διαφορετικότητας, του πλουραλισμού (πολιτιστικού, γλωσσικού, θρησκευτικού) και της πολλαπλής νοημοσύνης,
  •  η κοινωνική ενσωμάτωση (inclusion) όλων των παιδιών, η καταπολέμηση των διαρροών από το σύστημα και η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού.

 

Όσον αφορά στους Ρομά, σημειώνεται ότι με βάση το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας η συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού δεν αποτελεί ξεχωριστή εθνοτική ομάδα, όπως αναφέρεται στην επιστολή, αλλά ανήκει στην Τουρκοκυπριακή Κοινότητα.  Ως εκ τούτου, οι Ρομά στην Κύπρο απολαμβάνουν όλα ανεξαιρέτως τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητά τους ως πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας και ως μέλη της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας.

Τονίζεται ότι το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού δεν έχει αρνηθεί ποτέ την επιπρόσθετη εκπαιδευτική και άλλη στήριξη των μαθητών που ανήκουν στην εν θέματι ομάδα.  Επισημαίνεται ότι στην προσπάθειά του να μεγιστοποιήσει τη σχολική ένταξη και επιτυχία των μαθητών Ρομά, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού λαμβάνει σειρά υποστηρικτικών μέτρων για τη στήριξή τους, τα οποία εγκρίθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο και συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων:

  • Παροχή ενισχυτικής διδασκαλίας για εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας κατά τον πρωινό χρόνο λειτουργίας των δημόσιων σχολείων.
  • Δωρεάν παροχή μαθημάτων εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας για ενήλικες και παιδιά το απόγευμα μέσα στα πλαίσια των Επιμορφωτικών Κέντρων.
  • Ανάληψη της δαπάνης φοίτησης σε ιδιωτικά σχολεία (δίδακτρα και έξοδα εγγραφής).
  • Οικονομική ενίσχυση δυσπραγούντων (έξοδα αγοράς βιβλίων, μεταφορικά, στολές).
  • Δωρεάν παροχή συσσιτίου το πρωί και γεύματος στο ολοήμερο σχολείο για τους μαθητές που φοιτούν στα δημόσια δημοτικά σχολεία
  • Διαφοροποίηση του Αναλυτικού Προγράμματος σε σχέση με τις ανάγκες των μαθητών (απαλλαγή από τη διδασκαλία των θρησκευτικών και ιστορίας και παρακολούθηση άλλων μαθημάτων ειδικού ενδιαφέροντος).
  • Επιπρόσθετη στήριξη από το επιστημονικό προσωπικό της Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας και των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.

 

Πέρα από τα πιο πάνω μέτρα, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, στην προσπάθειά του να ευαισθητοποιήσει τους εκπαιδευτικούς για τις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών Ρομά, έχει οργανώσει σειρά επιμορφωτικών προγραμμάτων σε όλες τις επαρχίες με αντικείμενο τη διδασκαλία σε μαθητές της συγκεκριμένης ομάδας.  Σημειώνεται ότι για τους σκοπούς των πιο πάνω εκπαιδευτικών έγινε μετάκληση εμπειρογνωμόνων από το εξωτερικό.  Επισημαίνεται, δε, ότι το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού βρίσκεται σε συνεννόηση με το Συμβούλιο της Ευρώπης με σκοπό τη διεξαγωγή επιμορφωτικού σεμιναρίου στην Κύπρο με θέμα την εκπαίδευση των Ρομά.

Όσον αφορά στη γλώσσα των Ρομά, σημειώνεται ότι στη Δεύτερη Γνωμοδότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής της Σύμβασης Πλαισίου για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Κύπρο δεν γίνεται καμιά αναφορά στην τοπική γλώσσα των Ρομά, την Kurbetcha.  Κατά την εκπόνηση της Δεύτερης Έκθεσης της Κυβέρνησης σχετικά με την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Χάρτη για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικές Γλώσσες, το Υπουργείο Εσωτερικών, τεκμηριώνοντας τη θέση του σε σχέση με την αναγνώριση της Kurbetcha ως μειονοτικής γλώσσας αναφέρεται σε επίσημα στοιχεία της Κυπριακής Δημοκρατίας από τα οποία εξάγεται το συμπέρασμα ότι ένας πολύ μικρός αριθμός Ρομά χρησιμοποιούν μερικές λέξεις μόνο Kurbertcha.  Επισημαίνεται, επίσης, ότι μέχρι σήμερα δεν έχει τεθεί προς το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού αίτημα για διδασκαλία της Kurbetcha στους μαθητές Ρομά. 

Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού γνωρίζει ότι το μόνο μέλημα του Δρ. Τριμικλινιώτη στο όλο ζήτημα είναι η ανταπόκριση της Κυπριακής Δημοκρατίας στις ανάγκες των μαθητών Ρομά, θεωρεί, όμως, τους ισχυρισμούς του για ανεπάρκεια των μέτρων του Υπουργείου για την εκπαίδευση των Ρομά ως υπερβολικούς και αστήριχτους, αφού το Υπουργείο καταβάλλει άοκνες προσπάθειες για στήριξή τους, τις οποίες σκοπεύει να διευρύνει το μέλλον.»

Στα πλαίσια της διερεύνησης του θέματος, η Λειτουργός του Γραφείου μου, κ. Νάσια Διονυσίου, στις 6 Μαΐου 2011 επισκέφθηκε το 18ο Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού (Αγίου Αντωνίου), στο οποίο παρατηρείται συγκέντρωση Ρομά μαθητών, εξαιτίας κυρίως της γειτνίασής του με την Τουρκοκυπριακή συνοικία της Λεμεσού.  Το σχολείο είναι από το 2003 ενταγμένο σε Ζώνη Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας.

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, «ως Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (Ζ.Ε.Π.) χαρακτηρίζονται περιοχές οικονομικά και κοινωνικά υποβαθμισμένες. Στις ζώνες αυτές εντάσσονται το/τα νηπιαγωγείο/α, το/τα δημοτικό/ά και το γυμνάσιο της περιοχής, οι φορείς των οποίων συνεργάζονται στενά και εκπονούν κοινά προγράμματα προς την κατεύθυνση της ομαλής κοινωνικοποίησης των μαθητών. Στα σχολεία που είναι ενταγμένα στις Ζ.Ε.Π. προσφέρονται μια σειρά από επιπρόσθετα μέτρα που, ανάμεσα σε άλλα, περιλαμβάνουν τη μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα, την παροχή ενισχυτικού χρόνου διδασκαλίας, τη δωρεάν παροχή προγεύματος σε όλους τους μαθητές, καθώς και διάφορα άλλα μέτρα που αναπτύσσονται με πρωτοβουλία της σχολικής μονάδας και σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες. Κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς 2010-2011, συμμετέχουν στο θεσμό αυτό εννέα νηπιαγωγεία και δώδεκα δημοτικά σχολεία, τα οποία υπάγονται στις Ζ.Ε.Π. Φανερωμένης, Αγίου Αντωνίου, ανατολικής Λεμεσού, Φανερωμένης και Θεοσκέπαστης των επαρχιών Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας και Πάφου, αναπτύσσοντας διάφορες δράσεις και προγράμματα που στοχεύουν στην πρόληψη του σχολικού αποκλεισμού, της βίας, της νεανικής παραβατικότητας και της εγκατάλειψης του σχολείου.»

Κάθε σχολείο Ζ.Ε.Π. είναι ενταγμένο σε Δίκτυο Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (Δ.Ε.Π.).  Η κ. Διονυσίου συζήτησε διάφορες πτυχές του ζητήματος της εκπαίδευσης των Ρομά μαθητών με τους Συντονιστές του Δ.Ε.Π. Αγίου Αντωνίου και το Διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου, καθώς και με μέλη του διδακτικού προσωπικού.  Από τις πληροφορίες που τέθηκαν υπόψη μας, προκύπτει ότι κατά τη σχολική χρονιά 2010 – 2011, από σύνολο 85 μαθητών, 35, στην πλειοψηφία τους Ρομά, είχαν ως μητρική γλώσσα την τουρκική.  Οι μαθητές αυτοί, εκτός από μαθήματα ελληνικών, λάμβαναν και μαθήματα τουρκικής γλώσσας και πολιτισμού (ιστορίας και θρησκείας) από δύο αποσπασμένους τουρκοκύπριους δασκάλους.  Στο σχολείο απασχολείτο, επίσης, Τουρκολόγος – Υπεύθυνη Επικοινωνίας, η οποία διευκόλυνε την επικοινωνία των τουρκόφωνων μαθητών και των γονέων τους με τους ελληνόφωνους δασκάλους και μαθητές.

Σύμφωνα με τους Συντονιστές, καθώς και την Τουρκολόγο, η οποία παράλληλα μελετά την τοπική γλώσσα Κurbetcha, οι μαθητές μιλούν την τουρκοκυπριακή διάλεκτο και μόνο ελάχιστες λέξεις της Κurbetcha γνωρίζουν.  Σε κάθε περίπτωση, ουδέποτε τέθηκε, είτε από τους ίδιους τους Ρομά, είτε από τα Ηνωμένα Έθνη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιπροσωπείες των οποίων συχνά επισκέπτονται το σχολείο, αίτημα για διδασκαλία της τοπικής αυτής γλώσσας, κάτι που ούτως ή άλλως θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει συντεταγμένη διδασκαλία της.

Αναφορικά με τη συμμετοχή των Ρομά μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία και την ευρύτερη ένταξή τους στο σχολικό περιβάλλον, ο Διευθυντής και μέλη του διδακτικού προσωπικού του σχολείου σχολίασαν ότι παρατηρούνται ορισμένες διαφορές στις συνήθειες των Ρομά μαθητών που επηρεάζουν το βαθμό προσαρμογής τους, όπως είναι π.χ. η δυσκολία τους να παραμένουν για μεγάλη χρονική περίοδο περιορισμένοι εντός μιας οικιστικής αίθουσας και το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό αντιμετωπίζουν το σχολείο ως παιχνίδι.

Ως προς τα γενικότερα μέτρα που αφορούν στη συμμετοχή των γονέων των Ρομά μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία και ευρύτερα στην κυπριακή κοινωνία, από στοιχεία που τέθηκαν υπόψη μου, προκύπτει ότι οι Τουρκοκύπριοι γονείς συμμετέχουν στο σύνδεσμο γονέων του σχολείου και συμμετέχουν στις ενδοσχολικές γιορτές και εκδηλώσεις του σχολείου, καθώς και σε κοινές συνεστιάσεις με δασκάλους και Ελληνοκύπριους γονείς, ενώ παράλληλα παρέχονται μαθήματα ελληνικής γλώσσας και ενημερωτικών μαθημάτων από σχολίατρο, παιδίατρο και οδοντίατρο και στην περιοχή λειτουργεί από το Δήμο Λεμεσού Πολυδύναμο Κέντρο.

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω και παρά τα πρακτικά κίνητρα που παρέχονται  για εγγραφή των μαθητών Ρομά στα σχολεία, είναι παραδεκτό το πρόβλημα των σχολικών διαρροών, το γεγονός, δηλαδή, ότι δεν ολοκληρώνουν όλοι οι μαθητές την υποχρεωτική σχολική φοίτηση.  Αυτό ιδίως που έντονα παρατηρείται είναι ότι η πλειοψηφία των μαθητών, και ιδίως των κοριτσιών, που αποφοιτούν από το Δημοτικό δεν εγγράφονται στο Γυμνάσιο.

Η κ. Διονυσίου παρακολούθησε, επίσης, εκδήλωση που έγινε στο 19ο Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού (Αγίας Φυλάξεως), με τίτλο: «Γιατί όλοι μαζί μπορούμε να συνεργαστούμε και να ζήσουμε ειρηνικά για το καλό της πατρίδας μας», στην οποία φιλοξενήθηκαν μαθητές του 18ου Δημοτικού.  Συγκεκριμένα, 16 μαθητές της Ε ‘ και Στ΄ Τάξης, εκ των οποίων οι 13 ήταν Τουρκοκύπριοι, συμμετείχαν στην εκδήλωση και παρουσίασαν τουρκοκυπριακούς χορούς και τραγούδια.    

 

IΙΙ. NOΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

 

Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και πληθώρα διεθνών συμβάσεων που δεσμεύουν τη χώρα μας, κατοχυρώνουν την αρχή της ισότητας, το δικαίωμα στην εκπαίδευση και το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν μόρφωση των παιδιών τους σύμφωνα με τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις[3].

Βάσει της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού, το δικαίωμα στην εκπαίδευση αναγνωρίζεται ως αυτοτελές δικαίωμα του παιδιού[4].  Σε αυτό περιλαμβάνεται η υποχρέωση του κράτους να φροντίζει όπως η εκπαίδευση αποσκοπεί, ανάμεσα σε άλλα, «στην ανάπτυξη του σεβασμού για τους γονείς του παιδιού, την ταυτότητά του, τη γλώσσα του και τις πολιτιστικές του αξίες, καθώς και του σεβασμού του για τις εθνικές αξίες της χώρας στην οποία ζει, της χώρας από την οποία μπορεί να κατάγεται και για τους πολιτισμούς που διαφέρουν από το δικό του»[5].  Επιπρόσθετα, «στα κράτη όπου υπάρχουν εθνικές, θρησκευτικές γλωσσικές μειονότητες ή πρόσωπα αυτόχθονης καταγωγής, ένα παιδί αυτόχθονας ή που ανήκει σε μία από αυτές τις μειονότητες δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα να έχει τη δική του πολιτιστική ζωή, να πρεσβεύει και να ασκεί τη δική του θρησκεία ή να χρησιμοποιεί τη δική του γλώσσα από κοινού με τα άλλα μέλη της ομάδας του»[6].

Ειδικότερες προβλέψεις σε σχέση με την εκπαίδευση παιδιών που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες περιλαμβάνονται στη Σύμβαση – Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης.  Ανάμεσα σε άλλα, τα κράτη «δεσμεύονται να καλλιεργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες που θα επιτρέψουν στα πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες να διατηρήσουν και να αναπτύξουν τον πολιτισμό τους, καθώς και να διαφυλάξουν τα κυριότερα στοιχεία της ταυτότητάς τους, όπως η θρησκεία, η γλώσσα, οι παραδόσεις και η πολιτιστική τους κληρονομιά.»[7]Στον τομέα της εκπαίδευσης, ειδικότερα, τα κράτη οφείλουν να λάβουν μέτρα «για να προάγουν τη γνώση για τον πολιτισμό, την ιστορία, τη γλώσσα και τη θρησκεία των εθνικών τους μειονοτήτων»[8] και, παράλληλα, «να αναγνωρίσουν σε κάθε πρόσωπο που ανήκει σε εθνική μειονότητα το δικαίωμα εκμάθησης της μειονοτικής του γλώσσας» και στο μέτρο του δυνατού να διασφαλίσουν την υλοποίησή του[9].   

Πιο συγκεκριμένες προβλέψεις σε σχέση με τις τοπικές ή μειονοτικές γλώσσες σε συνδυασμό με τον  τομέα της εκπαίδευσης διαλαμβάνονται στο σχετικό Ευρωπαϊκό Χάρτη, βάσει του οποίου, χωρίς επηρεασμό της διδασκαλίας της επίσημης γλώσσας του κράτους, τα κράτη υποχρεούνται να παρέχουν ευκαιρίες εκμάθησης των τοπικών ή μειονοτικών γλωσσών που υπάρχουν στην επικράτειά τους και το κατάλληλο, για το σκοπό αυτό, εκπαιδευτικό υλικό και να διασφαλίζουν ότι μέσω της γλώσσας θα αντανακλάται η αντίστοιχη ιστορία και πολιτισμός.   

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, έχει κριθεί, και  ότι θα πρέπει να αποφεύγεται ο υποχρεωτικός διαχωρισμός των μαθητών που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες από τον ευρύτερο μαθητικό πληθυσμό, είτε μέσω ειδικών σχολείων ή ειδικών τάξεων, γιατί αυτό ενδέχεται να οδηγεί σε περιθωριοποίησή τους και συνιστά διάκριση.  Τέτοιες πρακτικές έχουν παρατηρηθεί σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη ιδίως σε σχέση με Ρομά μαθητές[10].  Γενικότερα, οι αρχές που θα πρέπει να διέπουν την εκπαίδευση των Ρομά μαθητών είναι, πέραν του μη διαχωρισμού, αυτές της ποιοτικής εκπαίδευσης, της αναγνώρισης της πολιτιστικής ή/και γλωσσικής ποικιλότητας και της ολιστικής προσέγγισης, όπου θα υπάρχει συντονισμός της εκπαιδευτικής πολιτικής με τις άλλες πολιτικές που εφαρμόζονται για τους Ρομά[11].  Παράλληλα, γίνεται δεκτό ότι τα ίδια τα μέλη της Ρομά κοινότητας θα πρέπει να ενθαρρύνονται και να διευκολύνονται να συμμετέχουν στην ανάπτυξη, εφαρμογή και αξιολόγηση των στρατηγικών που τους αφορούν[12].  Σε σχέση με την εκπαίδευση, ειδικότερα, θα πρέπει να προωθείται η συμμετοχή της Ρομά κοινότητας, τόσο στο σχεδιασμό του σχολικού προγράμματος, όσο και στην εκπαίδευση των δασκάλων, οι οποίοι θα πρέπει να λαμβάνουν κατάρτιση που θα τους βοηθά να καταλαβαίνουν καλύτερα τους Ρομά μαθητές[13].

 

IV. ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ

 

Η κοινωνική περιθωριοποίηση των Ρομά και η εκδήλωση ποικίλων μορφών άμεσων ή έμμεσων μορφών διάκρισης σε βάρος τους είναι ένα φαινόμενο που συνεχίζει να παρατηρείται στην Ευρώπη, ενώ η ανάπτυξη αποτελεσματικών στρατηγικών για την καταπολέμηση των διακρίσεων και των προκαταλήψεων αποτελεί μια δύσκολη πρόκληση.  Αυτό εν πολλοίς οφείλεται στο πολύπλοκο σύνολο παραγόντων που επηρεάζουν την κοινωνική αποδοχή και ενσωμάτωση των Ρομά και που καλύπτουν το σύνολο σχεδόν της κοινωνικής ζωής τους.  Οι συνολικές συνθήκες διαβίωσής τους, οι οποίες χαρακτηρίζονται γενικά από υψηλή ανεργία, ανεπαρκείς συνθήκες στέγασης και ελλιπή πρόσβαση σε υγειονομικές υπηρεσίες και στην εκπαίδευση, σε συνδυασμό με συστημικές αδυναμίες των κρατών ή και την παράλειψή τους να εφαρμόσουν ικανοποιητικά θετικά μέτρα μέριμνας και κοινωνικής στήριξης, έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου κοινωνικού αποκλεισμού του πληθυσμού αυτού και καθιστούν αναγκαία την ολιστική αντιμετώπισή του.

Στην Κύπρο, λόγω ιδίως της ιστορικής και συνταγματικής πραγματικότητας της χώρας, οι Κύπριοι Ρομά, ως μέλη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, είχαν ίδια πορεία με τους Τουρκοκυπρίους.  Μετά τη μετακίνησή τους στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές κατέστησαν φορείς όλων των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν οι Κύπριοι πολίτες και επωφελήθηκαν των μέτρων στήριξης που παρέχονται στους Τουρκοκυπρίους.  Το γεγονός αυτό είναι θετικό και διαφοροποιεί τη θέση των Κύπριων Ρομά από αυτήν που επικρατεί σε άλλες χώρες της Ευρώπης, άνκαι κατά καιρούς έχουν επισημανθεί προβλήματα που σχετίζονται, τόσο με τις συνθήκες διαβίωσης τους, όσο και με εις βάρος τους προκαταλήψεις και στερεότυπα.

Στον τομέα της παιδείας, ειδικότερα, έγιναν διευθετήσεις ώστε στα σχολεία που παρατηρείται συγκέντρωση Ρομά, και ευρύτερα Τουρκοκυπρίων, μαθητών να παρέχονται μαθήματα τουρκικής γλώσσας και πολιτισμού, σε συνδυασμό με ενισχυτική διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, και να καλλιεργείται κλίμα αμοιβαίου σεβασμού και κατανόησης.  Διευκρινίζεται, στο σημείο αυτό, ότι η διερεύνηση που έγινε με βάση την καταγγελία που μου υποβλήθηκε δεν επεκτάθηκε σε αξιολόγηση της εκπαιδευτικής πολιτικής που ακολουθείται για τους Τουρκοκύπριους ευρύτερα, αλλά επικεντρώθηκε στην εκπαίδευση των μαθητών Ρομά ειδικότερα.

Το συμπέρασμα στο οποίο έχω καταλήξει είναι ότι το γεγονός ότι οι μαθητές αυτοί εκτός από Τουρκοκύπριοι είναι και Ρομά δεν έχει ληφθεί υπόψη όσο θα έπρεπε στο σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής που απευθύνεται στους μαθητές αυτούς.  Παρότι είναι αντιληπτό ότι οι πολιτικές παράμετροι, σε συνάρτηση με τις ισχύουσες πρακτικές δυσκολίες, περιπλέκουν εξαιρετικά το ζήτημα, το αρμόδιο Υπουργείο θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες του ώστε, χωρίς να αναιρείται ή να ανατρέπεται ο χαρακτήρας της εκπαίδευσης που παρέχεται στους Ρομά μαθητές, αυτή παράλληλα να ανταποκρίνεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και να μην αποκλείει την ανάδειξη της χωριστής τους κουλτούρας, με παράλληλο στόχο τη μείωση όσο το δυνατόν περισσότερο των ποσοστών εγκατάλειψης του σχολείου και σχολικής αποτυχίας.

Επισημαίνεται ότι, το Υπουργείο δεν θα πρέπει να περιμένει κινητοποίηση της ίδιας της Ρομά κοινότητας, αφού το γνώρισμα της συλλογικής οργάνωσης και διεκδίκησης ελλείπει συχνά από τον πληθυσμό αυτό, αλλά θα πρέπει να αναλάβει το ίδιο τη σχετική πρωτοβουλία.  Θα πρέπει, συγκεκριμένα, να εμπλέξει ενεργά τα μέλη της Ρομά κοινότητας σε ένα διάλογο για σχεδιασμό και εφαρμογή μεθόδων διδασκαλίας και εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα αποσκοπούν στην ουσιαστική και αποδοτική συμμετοχή των Ρομά μαθητών στη μαθησιακή διαδικασία.  Στα πλαίσια αυτά, ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν τρόποι για προσαρμογή των διδακτικών μεθόδων στα ιδιαίτερα γνωρίσματα, που πηγάζουν από το διαφορετικό τρόπο ζωής τους, όπως τη δυσκολία τους να παραμένουν για πολλή ώρα περιορισμένοι εντός μιας αίθουσας και τις αυξημένες σχολικές απουσίες εξαιτίας των συχνών μετακινήσεων των γονέων τους.  Επιπρόσθετα, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο καθιέρωσης, ίσως σε προαιρετικό επίπεδο, μαθημάτων αναφορικά με τα στοιχεία της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, όπως είναι η τοπική τους ιστορία και γλώσσα, τα οποία μπορούν να παραδίδονται και από τα ίδια τα μέλη της Ρομά κοινότητας.

Κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό να υπογραμμίσω ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, η μάθηση ξεκινά από την αποδοχή της διαφορετικότητας και την εύλογη προσαρμοστικότητά της στα ξεχωριστά στοιχεία των μαθητών.  Αυτό, δηλαδή, που θα πρέπει, στη συγκεκριμένη περίπτωση να επιδιώκεται, είναι η δημιουργία ενός ανοιχτού και φιλόξενου σχολικού περιβάλλοντος, προσαρμοσμένου στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, εμπειρίες, αξίες, στάσεις απέναντι στον κόσμο και τρόπους επικοινωνίας των Ρομά μαθητών.  Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να θεμελιώσουν την αίσθηση του ανήκειν στους μαθητές, να τους πείσει ότι η μάθηση απευθύνεται σε αυτούς προσωπικά και να τους κινητοποιήσει ενεργητικά, αυξάνοντας σημαντικά το βαθμό και την ποιότητα της εμπλοκής τους στην εκπαιδευτική διαδικασία.  Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή  η μάθηση δεν ασχολείται με τα ειδικά χαρακτηριστικά της ταυτότητας αυτής της ομάδας, αυτή δεν θα είναι επαρκώς παραγωγική, ενώ  ο κίνδυνος διαρροών θα είναι πάντα υπαρκτός, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την επιτυχία του συνολικού εκπαιδευτικού εγχειρήματος.

Τέλος, δεδομένου ότι όπως έχει αναφερθεί ενωρίτερα, απαιτείται μια ολιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων που χαρακτηρίζουν την κοινότητα Ρομά, δεν θα μπορούσα να μην κάνω αναφορά στο πόρισμα της  Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) σε σχέση με την έλλειψη πρόσβασης στην εκπαίδευση για τα παιδιά των Ρομά που ζουν στον οικισμό Πολεμιδιών[14].  Συγκεκριμένα, η ECRI διαπίστωσε ότι κανένα από τα παιδιά που διαμένουν στον οικισμό δεν πηγαίνει σχολείο, αφού το πλησιέστερο σχολείο του χωριού είναι πολύ μακριά με τα πόδια και δεν υπάρχει πρόσβαση σε δημόσια μέσα μεταφοράς, κάτι που συνεπάγεται ουσιαστική αφαίρεση από τα συγκεκριμένα παιδιά του δικαιώματος στην εκπαίδευση.  Εισήγηση της ECRI ήταν όπως οι αρμόδιες αρχές παράσχουν επειγόντως δωρεάν μεταφορά από και προς το σχολείο στα παιδιά των Ρομά που ζουν στον οικισμό Πολεμιδιών.  Το αρμόδιο Υπουργείο οφείλει, συνεπώς, σε συνεργασία με τις συναρμόδιες κρατικές αρχές, να τροχιοδρομήσει χωρίς καθυστέρηση την υλοποίηση της εισήγησης αυτής, προκειμένου να διασφαλίσει ότι κανένα παιδί στην Κυπριακή Δημοκρατία, ανεξαρτήτως της νομικής, κοινωνικής ή οικονομικής του κατάστασης, δεν στερείται του θεμελιώδους δικαιώματός του σε μάθηση.

Η Έκθεση υποβάλλεται στη Γενική Διευθύντρια Παιδείας και Πολιτισμού, από την οποία αναμένεται να με ενημερώσει για τις συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί αναφορικά με το σύνολο των παραπάνω.

 

Ελίζα Σαββίδου

Επίτροπος Διοικήσεως

Αρχή Κατά των Διακρίσεων

 

Υποσημειώσεις και παραπομπές:


[1] Οι δύο όροι αναφέρονται στην ίδια ομάδα. Στη συγκεκριμένη Έκθεση, για σκοπούς συνοχής με τον όρο που χρησιμοποιείται στη διεθνή βιβλιογραφία και ορολογία, χρησιμοποιείται ο όρος Ρομά.

[2] Τρίτη Γνωμοδότηση για την Κύπρο, που υιοθετήθηκε στις 19 Μαρτίου 2010.

[3] Βλ. ενδεικτικά: Άρθρα 20 και 28 Σ., Άρθρο 14 και Άρθρο 2 Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Άρθρο 17 Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, Σύμβαση του ΟΗΕ για την Εξάλειψη όλων των μορφών φυλετικών διακρίσεων, Σύμβαση της UNESCO κατά των Διακρίσεων στην Εκπαίδευση.

[4] Άρθρο 28

[5] Άρθρο 29.1(γ)

[6] Άρθρο 30

[7] Άρθρο 5

[8] Άρθρο 12

[9] Άρθρο 14

[10] Βλ. Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις υποθέσεις D.H. and others ν. Τσεχίας (2007), Σαμπάνης και άλλοι ν. Ελλάδας (2008) και Orsus and others ν. Κροατίας (2010).

[11] Recommendation CM/Rec(2009)4 of the Committee of Ministers to member states on the education of Roma and Travelers in Europe

[12] Βλ. ενδεικτικά τις Θέσεις του Επιτρόπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ρομά [CommDH/Position/Paper(2010)3]

[13] Recommendation No R (2000) 4 of the Committee of Ministers to member states on the education of Roma/Gypsy children in Europe

[14] Έκθεση της ECRI για την Κύπρο – Τέταρτος Κύκλος Επιτήρησης (Υιοθετήθηκε στις 23/3/2011 και δημοσιεύθηκε στις 31/5/2011)

 

Roma_Students

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!