ga('send', 'pageview');

Human Rights

 

Αρ. Φακ.: 2581/2007

22 Δεκεμβρίου 2009

 

Έκθεση Επιτρόπου Διοικήσεως αναφορικά με το παράπονο με αριθμό Α/Π 2581/2007 κατά του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης σε σχέση με την απόρριψη αιτήματος Κύπριας πολίτιδας για διαγραφή των στοιχείων του αλλοδαπού συζύγου της από τον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων στη Δημοκρατία παρά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου

 

Α. Περιγραφή Παραπόνου

 

1. Η κα Ε. Γ., από τη Λευκωσία, με επιστολή ημερομηνίας 8 Νοεμβρίου 2007, υπέβαλε παράπονο κατά του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης αναφορικά με την παράλειψη του Τμήματος να διαγράψει τα στοιχεία του συζύγου της H. O. N. (Αρ.Φακ.:Α9610309), από τον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων στη Δημοκρατία, παρά την επιτυχή έκβαση της Προσφυγής με αριθμό 867/06 ημερομηνίας 16 Οκτωβρίου 2007, με την οποία ο αλλοδαπός σύζυγός της ζητούσε την ακύρωση της απόφασης του Λειτουργού Μετανάστευσης ημερομηνίας 14/3/06, με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του για εξασφάλιση άδειας εισόδου στη Δημοκρατία.

2. Ο αλλοδαπός είναι Σύριος και έφθασε στην Κύπρο στις 6.11.1996. Κατόπιν ανανέωσης της άδειας του παρέμεινε στην Κύπρο νόμιμα μέχρι τις 30.6.2005. Μετά τη λήξη της άδειας παραμονής στις 30.6.2005, επειδή ο αλλοδαπός, κατά την άποψη του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης δεν προτίθετο να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης του, αλλά αυτό δεν εκτελέστηκε γιατί ο ίδιος  αναχώρησε οικειοθελώς για τη χώρα του.

3. Στις 17.8.2005 ο κος N. τέλεσε στη Συρία πολιτικό γάμο με την κα Ε. Γ., επειδή όμως το διαζύγιο του κου N. με την πρώην σύζυγό του εκδόθηκε στις 22.8.2005, θεωρήθηκε ότι είχε διαπράξει διγαμία και δεν έγινε αποδεκτό το αίτημά του για να του επιτραπεί η είσοδος στη Δημοκρατία μαζί με την Κύπρια σύζυγό του.

4. Στη συνέχεια, μετά την εξασφάλιση του διαζυγίου, η κα Γ. μετέβη στη Συρία και τέλεσε νέο γάμο με τον κο N. και με επιστολή της ημερομηνίας 14.3.2006 ζητούσε αναθεώρηση της απόφασης του Τμήματος για είσοδο του συζύγου της στην Κύπρο. Στις 14.3.2006 το Τμήμα απέρριψε το αίτημα της παραπονούμενης. Τόσο η ίδια, όσο και ο σύζυγός της προσέβαλλαν την απόφαση αυτή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο καταλήγοντας στην απόφασή [1] του, σημείωσε ότι, «κατά την κρίση του (εννοεί του Δικαστηρίου), η παράλειψη των Αρχών να εξετάσουν και να λάβουν υπόψη το γεγονός του γάμου του αιτητή με Κύπρια πολίτιδα, ήταν μοιραίος για τη νομιμότητα της απόφασης, αφού ήταν τούτο συστατικό στοιχείο, που θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση του αιτήματος του αιτητή» και κατά συνέπεια, έκρινε αποδεκτή την προσφυγή κατά του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.

5. Έκτοτε, το Τμήμα παραλείπει να συμμορφωθεί με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα η κα Γ. να αποταθεί στο Γραφείο μου ζητώντας επανεξέταση του αιτήματός της για είσοδο στη Δημοκρατία και διαγραφή των στοιχείων του συζύγου της από τον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων (stop list), ενόψει της επιτυχής έκβασης της Προσφυγής.

 

Β. Διερεύνηση Παραπόνου 

 

6. Στα πλαίσια διερεύνησης του παραπόνου ζήτησα, με επιστολή μου ημερομηνίας 24 Ιανουαρίου 2008 τα σχόλια και τις απόψεις της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης αναφορικά με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης και ειδικότερα να με ενημερώσει για τους λόγους τους οποίους το Τμήμα δεν έχει, μέχρι σήμερα, συμμορφωθεί προς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην επιστολή μου τόνισα ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 146 του Συντάγματος, η διοίκηση υποχρεούται σε πλήρη και ενεργό συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδίδονται κατά την άσκηση της προβλεπόμενης δικαιοδοσίας του σημειώνοντας ότι, η δυστροπία της διοίκησης να συμμορφώνεται στις ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποσκάπτει ανεπανόρθωτα το θεσμό του δικαστικού ελέγχου της διοίκησης [2]. Από τη Διευθύντρια δεν έλαβα οποιαδήποτε απάντηση με αποτέλεσμα, να αποστείλω άλλες τρεις υπενθυμητικές επιστολές με ημερομηνία 14 Μαρτίου 2008, 5 Μαΐου 2008 και 12 Ιουνίου [3] 2008, χωρίς ωστόσο, να λάβω οποιαδήποτε απάντηση.

7. Στη συνέχεια, δεδομένων των θέσεων του Υπουργού Εσωτερικών στον ημερήσιο τύπο στις 30 Σεπτεμβρίου 2008 και τις δηλώσεις του, σε σχέση με την εγγραφή προσώπων στο stop list, ότι «αυτό που εφαρμόζεται από πέρυσι, με σαφείς οδηγίες, είναι όπως κανένας σύζυγος Ευρωπαίου ή Κυπρίου υπηκόου τίθεται στο stop list» απέστειλα επιστολή με ημερομηνία 26 Ιανουαρίου 2009 προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ζητώντας του όπως, ενόψει των ιδιαζουσών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, εξεταστεί κατά προτεραιότητα και προς την κατεύθυνση ικανοποίησης από το Υπουργείο, του αιτήματος της παραπονούμενης για διαγραφή του ονόματος του συζύγου της από το stop list.

8. Απαντητική επιστολή έλαβα από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών με ημερομηνία 4 Φεβρουαρίου 2009, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτούσιο:

«1. Αναφέρομαι σχετικά με το πιο πάνω θέμα που αφορά παράπονο της κας Ε. Γ. σχετικά με την παράλειψη του Υπουργείου να αφαιρέσει τα στοιχεία του αλλοδαπού από το ΣΤΟΠ-ΛΙΣΤ για να μπορεί να επανέλθει στην Κύπρο.

2. Η παραπονούμενη έχει επισκεφθεί το Υπουργείο αρκετές φορές και είχε συναντήσεις με διάφορους λειτουργούς καθώς και με μένα προσωπικά, όπου της επεξηγήθηκαν οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι δυνατή η αφαίρεση των στοιχείων του αλλοδαπού από τον κατάλογο Απαγορευμένων Μεταναστών. Στην υπόδειξή μας ότι αυτή πρέπει να αναφέρει γραπτώς τους λόγους που δε μπορεί να μεταβεί και να ζήσει μαζί με τον άντρα της στη Συρία, αρχικά αρνήθηκε ενώ αργότερα προσκόμισε επιστολή στην όποια αναφέρει επί λέξει: «Κατ’αρχή θεωρώ ότι δεν είμαι υποχρεωμένη να απαντήσω στο ερώτημά σας αναφορικά με τους λόγους που δε μπορώ να εγκατασταθώ στη Συρία». Ωστόσο στη συνέχεια αναφέρει ως βασικούς λόγους ότι θέλει να βρίσκεται με την κόρη της και ότι αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας.

3. Η κα Ε. Γ. έχει μία κόρη η οποία τώρα είναι ηλικίας 29 ετών και είναι ανύπανδρη. Τόσο η κόρη όσο και η κα Γ. διαμένουν χωριστά σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα στη Λευκωσία.

4. Παρόλο που το Υπουργείο θα μπορούσε να αντικρίσει ένα τέτοιο αίτημα με θετική προσέγγιση η παρούσα περίπτωση με τα γεγονότα της και λόγω της ιδιομορφίας της, ουσιαστικά δεν μας δίδει το δικαίωμα να ικανοποιήσουμε το αίτημα της παραπονούμενης. Αναφέρω ενδεικτικά ότι η κα Γ. δεν έχει δώσει επαρκείς λόγους που να δικαιολογούν την απροθυμία της να μεταβεί και να εγκατασταθεί κοντά στο σύζυγό της στη Συρία. Αναφέρει απλώς ότι έχει μία κόρη η οποία είναι ενήλικας και διάγει την προσωπική της ζωή μόνη της χωρίς να εξαρτάται από τη μητέρα της. Αυτός δεν κρίνεται ως ουσιαστικός και απαγορευτικός λόγος που να εμποδίζει κάποιο πρόσωπο να ακολουθήσει έναν άνθρωπο που αγαπά και θέλει να ζήσει μαζί του. Αναφέρει επίσης ότι αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και θα ήθελε να βρίσκεται στην Κύπρο για να λαμβάνει θεραπευτική αγωγή. Ένας τέτοιος λόγος θα μπορούσε να αποτελεί ισχυρό λόγο αλλά δεν έχουν προσκομισθεί ικανοποιητικά στοιχεία που να ενισχύουν την άποψή της, ούτε και αναφέρεται τι είδους προβλήματα υγείας παρουσιάζονται. Το μόνο που γνωρίζουμε από πλευράς Υπουργείου είναι ότι η κα Γ. πάσχει από μίας μορφή κατάθλιψη και ότι λαμβάνει μηνιαίο επίδομα από το Γραφείο Ευημερίας για το ποσό των €640.

5. Επιπρόσθετα έπειτα από ενδελεχή μελέτη του διοικητικού φακέλου του αλλοδαπού και έπειτα από σοβαρό προβληματισμό συμπεραίνεται και πάλι μέσα από τα γεγονότα ότι ο αλλοδαπός έχει τελέσει τον συγκεκριμένο γάμο για εξυπηρέτηση δικών του σκοπιμοτήτων αφού στοχεύει στο να εξασφαλίσει τόσο στον εαυτό του όσο και στα παιδιά του παραμονή στη Δημοκρατία για να έχει πρόσβαση και να λαμβάνει κοινωνικές παροχές του κράτους. Αναφέρεται συναφώς ότι προτού αναχωρήσει εισέπραττε περίπου €1800 μηνιαίως.

6. Με βάση όλα τα πιο πάνω αποκλίνω υπέρ της άποψης ότι στο παρόν στάδιο δεν ενδείκνυται η αφαίρεση των στοιχείων του αλλοδαπού από το ΣΤΟΠ-ΛΙΣΤ. Παρά την επιτυχή έκβαση της προσφυγής της παραπονούμενης και σεβόμενος την απόφαση του Δικαστηρίου θα μπορούσε να ικανοποιηθεί το αίτημά της, μόνον εάν τεθούν ενώπιον μας άλλα στοιχεία που να διαφοροποιούν την παρούσα κατάσταση και που να δικαιολογούν ότι η συνύπαρξη του ζεύγους μπορεί να διατηρηθεί μόνο στην Κυπριακή Δημοκρατία».

9. Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης, ζήτησα από την παραπονούμενη να μου κοινοποιήσει ιατρικά πιστοποιητικά από τους προσωπικούς ιατρούς που την παρακολουθούν και τα οποία περιγράφουν τα ακριβή προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Πράγματι, λίγες ημέρες αργότερα, η παραπονούμενη συναντήθηκε με λειτουργούς του Γραφείου μου και παράδωσε τα σχετικά πιστοποιητικά. Όπως πληροφορήθηκα, η ίδια βρισκόταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, αλλά και σωματική, αφού την συνόδευε φιλικό της πρόσωπο προκειμένου να παρουσιαστεί στη συνάντηση. Από την παραπονούμενη έλαβα ιατρικά πιστοποιητικά από τον προσωπικό ιατρό της Δρα Γεώργιου Α. Καραβία με ημερομηνίες 6 Μαρτίου 2007 και 1 Μαρτίου 2008 τα οποία επισυνάπτονται με την παρούσα ως Παράρτημα Α και τα οποία βεβαιώνουν ότι η κα Γ. υποφέρει από αγχώδη κατάθλιψη, παρουσιάζει μειωμένη ψυχική αντοχή σε καταστάσεις στρες, διαταραχές μνήμης, συγκέντρωσης και προσοχής. Της χορηγείται φαρμακευτική αγωγή χωρίς, όμως, βελτίωση της κατάστασής της και κρίθηκε ανίκανη για εργασία, συνολικά, για δύο χρόνια. Περαιτέρω, με την παρούσα επισυνάπτεται ως Παράρτημα Β βεβαίωση Κυβερνητικού Επαρχιακού Ιατρικού λειτουργού ημερομηνίας 20 Μαρτίου 2009 ότι η παραπονούμενη πάσχει από αγχώδη κατάθλιψη με κρίσεις πανικού και ανίκανη να εργαστεί για ακόμη ένα χρόνο. Τέλος, ως Παράρτημα Γ επισυνάπτεται βεβαίωση της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ημερομηνίας 13 Φεβρουαρίου 2009 για λήψη δημοσίου βοηθήματος από την παραπονούμενη.

 

Γ. Νομικό Πλαίσιο

_____________________________________________________________________

α) Η Ισχύς των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ο σεβασμός των δικαστικών αποφάσεων

_____________________________________________________________________

 

10. Το ζήτημα συμμόρφωσης της διοίκησης και δη, του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, σε ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου απασχολεί ιδιαίτερα το Γραφείο μου, αφού γίνομαι συχνά δέκτης παρόμοιων παραπόνων. Ενόψει της επαναλαμβανόμενης στάσης του Τμήματος να μην συμμορφώνεται σε ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου κρίνω σκόπιμο, με αφορμή το συγκεκριμένο παράπονο, να αναφερθώ σε πρόσφατη, δεσμευτική για την εθνική έννομη τάξη, νομολογία που εξεδόθη στο θέμα αυτό.

11. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αντρέας Ιωάννου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 739/2006, ημ. 8.10.2007 σημειώθηκαν τα εξής: (Οι υπογραμμίσεις και εμφάνσεις δικές μου)

«Κάθε απόφαση που ακυρώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν χρειάζεται να ακυρωθεί και από οποιοδήποτε όργανο. Η προαγωγή των συγκεκριμένων λοχιών ήταν ήδη άκυρη και άνευ νομικού αποτελέσματος από τη στιγμή της έκδοσης της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου στις 18.10.2005. Απλώς, ο Αρχηγός της Αστυνομίας δυστροπώντας έναντι του ακυρωτικού αποτελέσματος και ίσως καταδεικνύοντας περιφρονητική και αλαζονική στάση προς το Ανώτατο Δικαστήριο, παρέλειψε να εφαρμόσει την απόφαση. Η δικαιολογία ότι αν συμμορφωνόταν προηγουμένως θα αντιμετώπιζε προβλήματα, δεν δικαιολογεί την άρνησή του να συμμορφωθεί με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, του θεσμού που εξετάζει τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων».  

12. Όπως το θέτει και ο Β. Μ. Ρώτης στη μελέτη του «Το Φαινόμενο της Δυστροπίας της Διοικήσεως στην Εκτέλεση Ακυρωτικών Αποφάσεων, το Αδιέξοδο και τα Αντίδοτα» που δημοσιεύτηκε στον Τόμο Τιμητικό του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1979, Τόμος 1, σελ. 343, 363, «η δυστροπία της διοίκησης να συμμορφωθεί με απόφαση που ακυρώνει απόφασή της, κρύβει ένα επικίνδυνο δεσποτισμό της διοίκησης, ασυμβίβαστο προς κάθε έννοια νομιμότητας και Κράτους Δικαίου. Η έλλειψη αποτελεσματικότητας της απόφασης για ακύρωση δεν οδηγεί, μόνο σε αδιέξοδο και σε απόγνωση τους διοικούμενους, αλλά δημιουργεί σε ευρείς κύκλους της κοινής γνώμης εκτιμήσεις και πεποιθήσεις διαλυτικές που εξασθενίζουν την επιρροή και φθείρουν το κύρος και το γόητρο της διοικητικής δικαιοσύνης».

13. Συναφώς, η εφαρμογή μιας δικαστικής απόφασης έχει αναγνωρισθεί και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο στις αποφάσεις του στις προσφυγές Βασίλειος Γ. –v- Ελλάδας, προσφυγή αρ. 28511/02 ημ. 25.7.2002 και Πανταλέων –v- Ελλάδας προσφυγή αρ. 6571/05, ημ. 10.5.2007 σημείωσε ότι:

«Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε ένα δικαστήριο, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 6 & 1 της Σύμβασης, θα ήταν μάταιο, αν η εσωτερική έννομη τάξη ενός Συμβαλλομένου Κράτους επέτρεπε το να παραμείνει μία οριστική και υποχρεωτική δικαστική απόφαση ανενεργή σε βάρος ενός διαδίκου. Η εκτέλεση μιας απόφασης οποιουδήποτε δικαστηρίου πρέπει να θεωρείται ως αναπόσπαστο τμήμα της ‘’δίκης’’ με την έννοια του άρθρου 6. Το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει ότι η πραγματική προστασία του πολίτη και η αποκατάσταση της νομιμότητας εμπεριέχουν την υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφωθεί προς την απόφαση που έχει εκδοθεί από το ανώτερο εν προκειμένω διοικητικό δικαστήριο του Κράτους».

14. Ομοίως, στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην προσφυγή Ιερά Μονή Προφήτου Ηλιού Θήρας –v- Ελλάδας, Προσφυγή αρ. 32259/02, ημ. 22.12.2005 λέχθηκαν τα πιο κάτω:

«34. Το Δικαστήριο υποστηρίζει ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που εγγυάται το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης θα ήταν μάταιο, αν η εθνική έννομη τάξη ενός Κράτους μέλους επέτρεπε οριστική και υποχρεωτική δικαστική απόφαση να παραμείνει αδρανής σε βάρος ενός διαδίκου. Η εκτέλεση απόφασης οποιουδήποτε δικαστηρίου πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ‘’δίκης’’ σύμφωνα με το άρθρο 6. Το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει, ότι η αποτελεσματική προστασία του διαδίκου και η αποκατάσταση της νομιμότητας εμπεριέχουν την υποχρέωση για τη διοίκηση να συμμορφωθεί με δικαστική απόφαση, που εκδόθηκε από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο του Κράτους στο θέμα αυτό (βλέπε κυρίως Hornsby κατά Ελλάδας, απόφαση της 19 Μαρτίου 1997, Συλλογή Αποφάσεων 1997 – ΙΙ, σελ. 510-511, παρ. 40 και επομ. ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΣ κατά ΕΛΛΑΔΑΣ, Νο. 62503/00 παρ. 29 11 Δεκεμβρίου 2003). Επιπλέον, το Δικαστήριο υπογραμμίζει την ιδιαίτερη σημασία, που έχει η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων μέσα στο πλαίσιο της διοικητικής δικαιοσύνης (βλ. ΖΑΖΑΝΗΣ και άλλοι κατά ΕΛΛΑΔΑΣ, Νο. 68138/01, παρ. 37, 18 Νοεμβρίου 2004). 35. Επιπλέον το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στις αποφάσεις, που δέχονται και σε αυτές, που απορρίπτουν προσφυγή, που ασκήθηκε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Στην πραγματικότητα, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, πρόκειται πάντοτε για δικαστική απόφαση, η οποία πρέπει να είναι σεβαστή και να εφαρμοσθεί. Στην πραγματικότητα, οι πράξεις ή οι παραλείψεις της διοίκησης, συνεπεία δικαστικής απόφασης δεν μπορούν να έχουν συνέπεια ούτε να εμποδίσουν, ούτε ακόμα λιγότερο, να αμφισβητήσουν την ουσία της υπόθεσης αυτής (βλέπε σχετικά Immobiliare Saffi κατά ΙΤΑΛΙΑΣ (GC), Νο.22774/93 παρ. 74 CEDH 1999-V)».

15. Σε πολύ πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας (ΣτΕ Ολ.) 3500/2009 ημ. 6.11.2009, σημειώνονται τα πιο κάτω:

«….θεμελιώδης επιδίωξη του Κράτους δικαίου είναι η πραγμάτωση του Δικαίου στην Πολιτεία, που πρωτίστως επιτυγχάνεται με τη διαφύλαξη του κύρους του νόμου…. Εξ άλλου, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, που αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, επιβάλλουν στο Κράτος την υποχρέωση να εγγυάται υπέρ των πολιτών την πιστή εφαρμογή των νόμων, να προασπίζει τα νομίμως και όχι τα παρανόμως κτηθέντα από τους πολίτες αγαθά καθώς και να σέβεται και να προάγει με κάθε πρόσφορο μέσο την εμπιστοσύνη των πολιτών στο νόμο και την έννομη τάξη, την ύπαρξη και τη διατήρηση της οποίας εγγυάται η αποτελεσματική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών επιβολής και εφαρμογής του νόμου (Σ.τ.Ε. 247/1980 βλ. και Σ.Τ.Ε. 278/2007)».

_____________________________________________________________________

β) Το δικαίωμα στην οικογενειακή και ιδιωτική ζωή

_____________________________________________________________________

 

16. Το δικαίωμα στην οικογενειακή και ιδιωτική ζωή θεμελιώνεται στο άρθρο 15 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, αφού ορίζει ότι:

«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού. 2. Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον».

Το εν λόγω άρθρο αντιστοιχεί με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που η Κύπρος έχει επικυρώσει και ουσιαστικά, κατοχυρώνει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου.

17. Ομοίως, το δικαίωμα σύναψης γάμου και δημιουργίας οικογένειας κατοχυρώνεται και από το άρθρο 22 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, αφού ορίζει ότι:

«Πας συμπληρώσας την προς γάμον ηλικίαν είναι ελεύθερος να συνάψη γάμον και ιδρύση οικογένειαν συμφώνως τω εφαρμοστέω δι’ έκαστον πρόσωπον, δυνάμει των διατάξεων του Συντάγματος, δικαίω περί γάμου».

18. Όπως επισημαίνω και σε προηγούμενη Έκθεσή μου, [4] το δικαίωμα επιλογής συντρόφου και σύναψης γάμου εμπίπτει στη σφαίρα των προσωπικών επιλογών του ατόμου, που δεν πρέπει να περιορίζεται ή να ετεροκαθορίζεται, αλλά να τυγχάνει σεβασμού και προστασίας. Από αυτό απορρέει και η ελευθερία δημιουργίας οικογένειας και το δικαίωμα διατήρησης της ενότητάς της. Αν και δεν υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός της οικογένειας, η ουσία της οικογενειακής ζωής έγκειται στο δικαίωμα των μελών της οικογένειας να ζουν μαζί. Η έννοια, επομένως, της οικογένειας δεν αποτελεί ζήτημα νομικό, αλλά πραγματικό. «Σεβασμός» δε, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) σημαίνει, την υποχρέωση του κράτους να συμπεριφέρεται κατά τρόπο που να επιτρέπει την ομαλή ανάπτυξη των οικογενειακών δεσμών.

19. Η Ευρωπαϊκή οδηγία 2003/86/ΕΚ στόχος της οποίας είναι, να καθορίσει τους όρους στα πλαίσια των οποίων ασκείται το δικαίωμα της οικογενειακής επανένωσης για τους υπηκόους τρίτων χωρών, επίσης, ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη στον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο Κεφ. 105. Σύμφωνα με την οδηγία, τα μέτρα που αφορούν την οικογενειακή επανένωση θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και σεβασμού του οικογενειακού βίου, υποχρέωση που προβλέπεται σε πολλά κείμενα διεθνούς δικαίου. Η οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, κυρίως από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών [5] και από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σκοπός του δικαιώματος της οικογενειακής επανένωσης είναι πρώτον, να συμβάλει στην προστασία της οικογενειακής ενότητας και δεύτερον, να διευκολύνει την ένταξη των υπηκόων τρίτων χωρών στα κράτη μέλη.

20. Περαιτέρω, η Ευρωπαϊκή οδηγία 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των Ευρωπαίων πολιτών να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα σε όλη την Ένωση, συγκέντρωσε τις πράξεις που βρίσκονταν διάσπαρτες στο περίπλοκο νομοθετικό σύστημα βάσει του οποίου διευθετείτο μέχρι σήμερα το ζήτημα. Μεταξύ άλλων, τα καινούργια μέτρα στοχεύουν στη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης, στον περιορισμό στο ελάχιστο των αναγκαίων διοικητικών διατυπώσεων, στον καλύτερο προσδιορισμό του καθεστώτος των μελών της οικογενείας τους και στην οριοθέτηση της δυνατότητας άρνησης ή τερματισμού της διαμονής. Η οδηγία αποσκοπεί στη ρύθμιση των όρων άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της ΕΕ και των μελών της οικογενείας τους ανεξαρτήτως ιθαγένειας, του δικαιώματος μόνιμης διαμονής και των περιορισμών που μπορούν να τεθούν στα προαναφερθέντα δικαιώματα, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας. Η Ευρωπαϊκή Οδηγία έχει ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη με το Νόμο 7(Ι)/2007, όπου ουσιαστικά υιοθετούνται οι διατάξεις και οι πρόνοιες της οδηγίας.

21. Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το Νόμο 7(Ι)/2007 «πολίτης της Ένωσης» σημαίνει κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους και «μέλος της οικογένειας» είναι ο (η) σύζυγος, οι απευθείας κατιόντες οι οποίοι είναι κάτω των 21 ετών ή είναι συντηρούμενοι από τον πολίτη της Ένωσης, οι απευθείας συντηρούμενοι ανιόντες, καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου. [6]

22. Επίσης, όπως έχει αποφανθεί σχετικά το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) (υπόθεση C-127/08, Β. Metock κλπ. κατά του Minister for Justice, Equality and Law Reform, ημερ. 25.07.2008 και υπόθεση C-551/07, Deniz Sahin κατά Bundesminister  fur  Inneres, ημερ. 19.12.2008), η οδηγία 2004/38/ΕΚ καλύπτει κάθε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, «ανεξαρτήτως του τόπου και της ημερομηνίας συνάψεως του γάμου τους, καθώς και του τρόπου με τον οποίον ο υπήκοος της τρίτης χώρας εισήλθε στο κράτος μέλος υποδοχής».

23. Εξάλλου, όπως προκύπτει και από την υπ’ αριθμό φακέλου 3.1.6.7-7 εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών [7] σχετικά με την εφαρμογή του Νόμου 7(Ι)/2007 στη Δημοκρατία, τα οριζόμενα στην οδηγία 2004/38/ΕΚ για τους πολίτες της Ένωσης θα πρέπει να εφαρμόζονται, αναλογικά, και για τους Κύπριους πολίτες.

 

Δ.  Διαπιστώσεις – Κριτική – Εισηγήσεις  

 

24. Σε σχέση με την απόφαση απόρριψης της αίτησης του κου N. για αφαίρεση των στοιχείων του από το Stop-list, επειδή θεωρείται απαγορευμένος μετανάστης εκκρεμεί στο Ανώτατο Δικαστήριο Προσφυγή [8]. Ως εκ τούτου είμαι αναρμόδια να υπεισέλθω σ’ αυτό το θέμα. Αποφάσισα, όμως, να εξετάσω την περίπτωση υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων της παραπονούμενης.

25. Όπως έχω επισημάνει και σε προηγούμενες Εκθέσεις μου, τόσο από την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του ευρωπαϊκού δικαίου, όσο και από τις ισχύουσες διατάξεις του εθνικού δικαίου, συνάγεται ότι τα αρμόδια όργανα της διοίκησης υποχρεούνται να χορηγούν άδεια διαμονής στους αλλοδαπούς, οι οποίοι είναι μέλη οικογένειας πολίτη Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι κατά την υποβολή της αίτησής τους βρίσκονταν παράνομα στην Κύπρο, εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη του συγγενικού ή συζυγικού δεσμού. Όπως αναφέρθηκα πιο πάνω, ειδικότερα για τους Κύπριους πολίτες η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται και από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας (άρθρα 15 και 22) και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (άρθρο 8 παρ. 1), όπου κατοχυρώνεται το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου, ενώ προστατεύεται ειδικά η οικογένεια. Στο πλαίσιο αυτό, διασφαλίζεται και το δικαίωμα Κύπριων να επιλέξουν αλλοδαπό σύζυγο και να εξασφαλίσουν με αυτόν κοινή συμβίωση στην Κύπρο. (βλ. ΣτΕ, αριθμός απόφασης 22/2009). Σύμφωνα επίσης, με τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι επιτρεπτή η απόρριψη του σχετικού αιτήματος για χορήγηση άδειας διαμονής σε αλλοδαπό μέλος οικογένειας, και ειδικότερα όταν συντρέχει στο πρόσωπο αυτού λόγος δημόσιου συμφέροντος υπέρτερος του δικαιώματος οικογενειακής συνένωσης.

26. Στην υπό διερεύνηση υπόθεση προκύπτει ότι ο μόνος λόγος, για τον οποίο απορρίφθηκε το αίτημα της παραπονούμενης για είσοδο στη Δημοκρατία του αλλοδαπού συζύγου της και η απόφαση της διοίκησης για εγκατάσταση της ίδιας στη Συρία ήταν για σκοπούς αποτροπής χρήσης του δικαιώματος του αλλοδαπού για πρόσβαση και λήψη κοινωνικών παροχών της Δημοκρατίας. Η διοίκηση στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής της εξουσίας όφειλε να σταθμίσει την αναγκαιότητα απομάκρυνσής της από την Κύπρο, συνεκτιμώντας τους βιοτικούς, οικογενειακούς και προσωπικούς δεσμούς που έχει αναπτύξει στην χώρα της. Εντούτοις, διαπίστωσα ότι η απόφαση που έλαβε η διοίκηση απέβλεπε στην εξυπηρέτηση αμιγώς αποτρεπτικών – γενικοπροληπτικών σκοπών.

27. Κυρίως, η διοίκηση αγνόησε παντελώς τις επιπτώσεις που θα έχει στην υγεία της, η απομάκρυνση της παραπονούμενης στο εξωτερικό. Η προσωπική σχέση ασθενούς – ιατρού είναι πολύτιμη και αναντικατάστατη και αυτή πρέπει να διαφυλάγεται γιατί μόνο έτσι επιτυγχάνεται εξατομικευμένη και επιστημονικά ορθή ιατρική αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας. Στην υπόθεση D. -v- Ηνωμένου Βασιλείου (απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ημερομηνίας 2.5.1997), το Δικαστήριο, ενόψει βέβαια των ιδιαίτερων πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ σε περίπτωση εκτέλεσης της απόφασης απέλασης καταδικασθέντος για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια, σε χώρα όπου δεν θα μπορούσε να τύχει αποτελεσματικής ιατρικής φροντίδας.

28. Ως εκ τούτου, σε κάθε προκείμενη περίπτωση θα πρέπει να συνεκτιμάται, πριν τη λήψη απόφασης για απομάκρυνση προσώπου, και η τυχόν υπάρχουσα αδυναμία κατάλληλης ιατρικής φροντίδας του προσώπου αυτού στις χώρες προέλευσης ή υποδοχής. Θεωρώ ότι, η διοίκηση έχει την υποχρέωση να αντικρίζει θετικά παρόμοια αιτήματα κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας και να επιλέγει, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τη λύση εκείνη που είναι λιγότερο επαχθής για το διοικούμενο.

29. Παρόλο που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δέχτηκε ότι η απαγόρευση εισόδου ή η απέλαση συζύγου δεν προσβάλλει το δικαίωμα οικογενειακής ζωής όταν ο άλλος σύζυγος έχει την ευκαιρία να ακολουθήσει το σύζυγό του και αυτό είναι κάτι που μπορεί λογικά να του ζητηθεί (υπόθεση AgeevUnited Kingdom ημ. 17.12.1976 7 DR 164) στην προκείμενη περίπτωση, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη διάσπαση της οικογενειακής ενότητας της παραπονούμενης, δεδομένου ότι θα αναγκαστεί να απομακρυνθεί από τη θυγατέρα της, με την οποία αν και που δεν συγκατοικούν στην ίδια οικία (είναι 29 χρονών, ελεύθερη και εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα) έχουν άριστες οικογενειακές σχέσεις. Τυχόν απομάκρυνση της παραπονούμενης από την Κύπρο στη Συρία, όπου δεν γνωρίζει καν τη Αραβική γλώσσα, θα είναι μοιραίο τόσο, για την ήδη βεβαρημένη κατάσταση της ψυχικής υγείας της, όσο και για την απώλεια ψυχολογικής στήριξης που έχει από τη θυγατέρα της. Σε κάθε περίπτωση το μέτρο αυτό θα συνιστά δυσανάλογα περιοριστικό του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής.

30. Για όλους τους πιο πάνω λόγους και δεδομένης της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των νέων ιατρικών πιστοποιητικών που επισυνάπτονται με την παρούσα, το εμπλεκόμενο Τμήμα θα πρέπει να επανεξετάσει, για σκοπούς χρηστής διοίκησης, την απόφαση του για εγκατάσταση της παραπονούμενης στο εξωτερικό, με την προοπτική παραμονής της στη Δημοκρατία και χορήγηση στον σύζυγο της άδειας παραμονής, ως σύζυγος Κύπριας πολίτιδας. Αυτό αποτελεί και την εισήγησή μου για τη συγκεκριμένη περίπτωση.

31. Υποβάλλω την Έκθεση στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και στη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για τις απαραίτητες ενέργειές τους.

 

Ηλιάνα Νικολάου

Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 

Υποσημειώσεις και Παραπομπές:


[1] Προσφυγή με αριθμό 867/2006 ημερομηνίας 16 Οκτωβρίου 2007.

[2] Γεωργίου Λ. Σάββα v. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (Προσφυγή με αριθμό 560/93 ημερομηνίας 8/9/1994).

[3] Με την παρούσα επιστολή κλήθηκε η Διευθύντρια ή εκπρόσωπός της, να παρουσιαστεί ενώπιον μου την Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008 με σκοπό να δώσει μαρτυρία και να προσαγάγει τον σχετικό με την υπόθεση φάκελο, χωρίς ωστόσο, να ανταποκριθεί το αρμόδιο Τμήμα στην κλήση μου.

[4] ημερομηνίας 1ης Αυγούστου 2008, παρ. 20.

[5] Άρθρo 8 ΕΣΔΑ για το Δικαίωµα σεβασµoύ της ιδιωτικής και oικoγεvειακής ζωής: « (1) Παv πρόσωπov δικαιoύται εις τov σεβασµόv της ιδιωτικής και oικoγεvειακής ζωής τoυ, της κατoικίας τoυ και της αλληλoγραφίας τoυ, (2) Δεv επιτρέπεται vα υπάρξη επέµβασις δηµoσίας αρχής εv τη ασκήσει τoυ δικαιώµατoς τoύτoυ, εκτός εάv η επέµβασις αύτη πρoβλέπεται υπό τoυ vόµoυ και απoτελεί µέτρov τo oπoίov, εις µίαv δηµoκρατικήv κoιvωvίαv, είvαι αvαγκαίov δια τηv εθvικήv ασφάλειαv, τηv δηµoσίαv ασφάλειαv, τηv oικovoµικήv ευηµερίαv της χώρας, τηv πρoάσπισιv της τάξεως και τηv πρόληψιv πoιvικώv παραβάσεωv, τηv πρoστασίαv της υγείας ή της ηθικής, ή τηv πρoστασίαv τωv δικαιωµάτωv και ελευθεριώv άλλωv».

[6] Άρθρο 2 του Νόμου 7(Ι)/2007

[7] ημερομηνίας 19 Ιανουαρίου 2009

[8] Προσφυγή με αριθμό 434/2009

 

Ολοι_Διαφορετικοι_Ολοι_Ισοι

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!