ga('send', 'pageview');

trafficking-2

 

Αρ. Φακ.:  Α.Κ.Ι. 67/2010

Λευκωσία, 19  Απριλίου 2011

 

Έκθεση  της Αρχής Ισότητας αναφορικά με τη διερεύνηση καταγγελίας για σεξουαλική παρενόχληση αλλοδαπής οικιακής βοηθού

 

ΠροϊστάμενηΑρχής Ισότητας: Ελένη Χατζηττοφή

Ερευνών Λειτουργός: Δέσποινα Μέρτακκα

 

1. Περιγραφή καταγγελίας

 

Ο κ. Δώρος Πολυκάρπου, Εκτελεστικός Διευθυντής της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης ΚΙΣΑ (Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό) με επιστολές του ημερ. 7/7/2009 και 12/7/2010, μου υπέβαλε εκ μέρους της κ. E. F., από τις Φιλιππίνες, καταγγελία εναντίον της Αστυνομίας, του Τμήματος Εργασίας και του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, σε σχέση με το χειρισμό που έτυχε η καταγγελία της τελευταίας για σεξουαλική παρενόχληση από τον κύπριο εργοδότη της. Παράλληλα, ο κ. Πολυκάρπου ισχυρίστηκε ότι  οι καταγγελίες των εργαζομένων μεταναστών για χρήση βίας και παρενόχληση στο χώρο εργασίας δεν εξετάζονται στη βάση των εξειδικευμένων, σύγχρονων νομοθεσιών για καταπολέμηση των διακρίσεων στο χώρο της εργασίας, αλλά στη βάση του κοινού Ποινικού Κώδικα, ο οποίος δεν παρέχει τις ίδιες δυνατότητες ποινικοποίησης αυτής της μορφής των αδικημάτων αλλά ούτε και την ίδια αποτελεσματικότητα όσον αφορά την προστασία των θυμάτων.

 

2. Περιγραφή έρευνας

 

Στα πλαίσια της έρευνας, με επιστολές ημερ. 22/7/2009, 25/8/2009 και 20/10/2009, ενημέρωσα τον Αρχηγό Αστυνομίας και τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αναφορικά με τη λήψη και το περιεχόμενο της καταγγελίας και τους ζήτησα να τοποθετηθούν επί των ισχυρισμών της καταγγέλλουσας. Σχετική απάντηση έλαβα από το Τμήμα Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με επιστολή τους ημερ. 22/10/2009 με την οποία με πληροφόρησαν ότι «το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης δεν έχει αρμοδιότητα επί του θέματος καθότι πρόκειται για εργατική διαφορά». Η Αστυνομία απάντησε με επιστολή της ημερ. 18/12/2009. Η λειτουργός του Γραφείου μου, κ. Δέσποινα Μέρτακκα επισκέφτηκε τον αστυνομικό σταθμό Αγίου Δομετίου στις 14 Απριλίου 2011 και επιθεώρησε το φάκελο με στοιχεία Π.Η 75/07/09 που αφορούσε την καταγγελία της κ. F. για σεξουαλική παρενόχληση. Η ίδια  λειτουργός επισκέφτηκε επίσης στις 15 Απριλίου 2011 και την καταγγέλλουσα στον αστυνομικό σταθμό Ορόκλινης όπου κρατείται από τον Νοέμβριο του 2010 με σκοπό την απέλασή της.

 

3. Γεγονότα

 

Κρίνω σκόπιμο να διευκρινίσω εξαρχής ότι στην υπό εξέταση καταγγελία, το αντικείμενο της έρευνας μου περιορίστηκε στον εντοπισμό των συστημικών αδυναμιών κατά τη διερεύνηση της καταγγελίας της κ. F. για σεξουαλική παρενόχληση  στο χώρο εργασίας της από τις αρμόδιες κρατικές αρχές. Στη βάση αυτή, κρίνω ιδιαίτερα σημαντική την παράθεση όλων των πραγματικών γεγονότων που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση.

Η καταγγέλλουσα, η οποία κατάγεται από τις Φιλιππίνες, βρίσκεται στην Κύπρο από τον Οκτώβριο του 2007 με άδεια προσωρινής διαμονής για σκοπούς εργασίας ως οικιακή βοηθός. Τον Ιανουάριο του 2009, η καταγγέλλουσα, εργοδοτήθηκε ως οικιακή βοηθός από την  κ. Μ.Κ. η οποία διαμένει με το σύζυγό της κ. Γ.Κ. και το γιο τους.

Στις 3/7/2009, η καταγγέλλουσα επισκέφτηκε τα γραφεία της ΚΙΣΑ και τους κατήγγειλε ότι από την έναρξη της εργασίας της στην οικία της κ. Μ.Κ., ο  σύζυγος της την παρενοχλούσε σεξουαλικά και ότι η ίδια είχε ηχογραφήσει κάποιες από τις συνομιλίες τους. Όπως η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται, το τελευταίο περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης που δέχτηκε από τον εργοδότη της ήταν την  1/7/2009. Το περιστατικό αυτό ανάγκασε την καταγγέλλουσα να φύγει από το σπίτι, αφήνοντας εκεί όλα τα προσωπικά αντικείμενα και έγγραφά της, μεταξύ των οποίων το διαβατήριο της, την άδεια προσωρινής διαμονής της και τον μισθό της (350 ευρώ).  Όταν στις 2/7/2009 η εργοδότρια της επικοινώνησε μαζί της τηλεφωνικά ζητώντας της να επιστρέψει άμεσα στην εργασία της, η καταγγέλλουσα της ζήτησε λίγες μέρες περιθώριο, επειδή, όπως της είπε, ήταν κουρασμένη, χωρίς να της αναφέρει οτιδήποτε για το περιστατικό της σεξουαλικής παρενόχλησης που δέχτηκε από το σύζυγό της. Η εργοδότριά  της αρνήθηκε να της δώσει το χρονικό περιθώριο που ζήτησε, απειλώντας την ότι σε περίπτωση που δεν επιστρέψει άμεσα στην εργασία της, θα υποβάλει καταγγελία εναντίον της στην αστυνομία για κλοπή κοσμημάτων και χρημάτων.

Η καταγγέλλουσα, την ίδια μέρα, απευθύνθηκε στον αστυνομικό σταθμό Αγίου Δομετίου και, αφού ενημέρωσε τους επί καθήκοντι αστυνομικούς, ζήτησε να υποβάλει παράπονο, το οποίο όμως δεν καταχωρήθηκε, επειδή σύμφωνα με την Αστυνομία, η καταγγέλλουσα ζήτησε να υποβάλει καταγγελίες μόνο για εργατική διαφορά.  Για το λόγο αυτό, οι επί καθήκοντι αστυνομικοί τη συμβούλεψαν να αποταθεί στην ΥΑΜ και στο Επαρχιακό  Γραφείο Εργασίας Λευκωσίας, προκειμένου το παράπονό της να εξεταστεί από την Επιτροπή Εξέτασης Εργατικής Διαφοράς, εισήγηση την οποία  δεν ακολούθησε η καταγγέλλουσα, επειδή, όπως ισχυρίζεται, πίστευε ότι η εργοδότρια της εργάζεται στο Επαρχιακό Γραφείο Εργασίας Λευκωσίας.

Η καταγγέλλουσα ενημερώθηκε, επίσης, ότι σε περίπτωση που επιθυμεί να προβεί σε καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση, μπορεί να το πράξει στις 5/7/2009, όταν θα βρίσκεται στον αστυνομικό σταθμό γυναίκα αστυνομικός για να δεχθεί την καταγγελία καθώς και μεταφράστρια. Η καταγγέλλουσα, σύμφωνα με την πληροφόρηση αυτή, μετέβη εκ νέου στον αστυνομικό σταθμό Αγίου Δομετίου στις 5/7/2009 όπου και υπέβαλε τελικά καταγγελία σχετικά με το περιστατικό της σεξουαλικής παρενόχλησης που δέχτηκε από το σύζυγο της εργοδότριας της. Η  καταγγέλλουσα, αμέσως μετά την υποβολή της καταγγελίας,  τέθηκε υπό κράτηση  στη βάση σχετικού δικαστικού εντάλματος σύλληψης  που εκκρεμούσε έπειτα από καταγγελία που είχε καταχωρήσει στις 2/7/2009 η εργοδότριά της στο ΤΑΕ Λευκωσίας για κλοπή χρημάτων από την οικία της και μη εντοπισμό της από το ΤΑΕ (σχ. Φάκελος ΤΑΕ Σ/873/09). Η καταγγέλλουσα εν αναμονή της διερεύνησης των κατηγοριών της, παρέμεινε υπό κράτηση στα αστυνομικά κρατητήρια Λευκωσίας για 4 ημέρες στη βάση του σχετικού δικαστικού εντάλματος. Στη συνέχεια όμως, η καταγγέλλουσα αφέθηκε ελεύθερη χωρίς να κατηγορηθεί, αφού η υπόθεση εναντίον της ταξινομήθηκε  ως «ανεξιχνίαστη».  Για την καταγγελία που υπέβαλε η κ. F. αναφορικά με τη σεξουαλική παρενόχληση που υπέστη, σχηματίστηκε ο φάκελος με στοιχεία Π.Η. 75/07/09, ο οποίος αφορούσε στο υπό  διερεύνηση αδίκημα  της άσεμνης επίθεσης.

Στις 7/7/2009, η ΚΙΣΑ, ενεργώντας εκ μέρους της καταγγέλλουσας, υπέβαλε  εκτός από την καταγγελία στο Γραφείο μου και καταγγελία στην Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στον Αρχηγό Αστυνομίας, στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα και στην Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας, για το λανθασμένο, όπως ισχυρίζεται,  χειρισμό της υπόθεσης της καταγγέλλουσας από τις αρμόδιες αρχές.

Στις 9/7/2009, η καταγγέλλουσα παρουσιάστηκε στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) στη Λευκωσία, όπου και συμπλήρωσε το έντυπο υποβολής παραπόνου εργοδότη και αλλοδαπού για καταγραφή και εξέταση από το Ε.Γ.Ε. Την επόμενη ημέρα, παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Γραφείο Εργασιακών Σχέσεων Λευκωσίας όπου και υπέβαλε παράπονο εναντίον της εργοδότριας της. Για τη διερεύνηση των ισχυρισμών της καταγγέλλουσας διευθετήθηκε συνάντηση με αρμόδιο λειτουργό του εν λόγω Τμήματος στις 21/7/2009, η οποία αναβλήθηκε για τις 6/8/2009.

Τα πιο πάνω γεγονότα επιβεβαιώνονται και από την επιστολή ημερ. 3/8/2009  που απέστειλε ο  Γενικός  Διευθυντής  του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς τον εκτελεστικό Διευθυντή της ΚΙΣΑ και στην οποία του αναφέρει ότι:

(α) το παράπονο της κ. F. για εργατική διαφορά με την εργοδότριά της υπεβλήθη στο Επαρχιακό Γραφείο Εργασιακών Σχέσεων Λευκωσίας. Την Τρίτη 21/7/2009 διευθετήθηκε συνάντηση για εξέταση του παραπόνου, η οποία λόγω κωλύματος του δικηγόρου της κ. F. αναβλήθηκε για τις 6/8/2009.

(β) το παράπονο σχετικά με τη σεξουαλική παρενόχληση της κ. F. διαβιβάστηκε στο Τμήμα Εργασίας και θα τύγχανε διερεύνησης το συντομότερο δυνατό.

Εν τω μεταξύ, από επιτόπια επιθεώρηση που λειτουργός του Γραφείου μου διενήργησε στους φακέλους του Τμήματος Εργασίας στις 17/3/2011 προέκυψε ότι ο Διευθυντής του Τμήματος Εργασίας με επιστολή του ημερ. 20/7/2009 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανέφερε τα εξής (παραθέτω αυτούσιο το απόσπασμα):

«Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και στη σχετική με αυτό επιστολή ημερομηνίας 7 Ιουλίου 2009, η οποία μας διαβιβάστηκε στις 10 Ιουλίου 2009, και θέτω υπόψη σας τα εξής:

Ο κ. Πολυκάρπου, στην επιστολή του αναφέρει ότι η παραπονούμενη επέλεξε να υποβάλει καταγγελία της για σεξουαλική παρενόχληση στην Αστυνομία, πράγμα το οποίο έπραξε στις 5/7/2009. Με δεδομένο ότι η Αστυνομία είναι αρμόδιο για διερεύνηση της εν λόγω καταγγελίας σώμα και, επίσης με δεδομένο ότι η εξέταση της περίπτωσης  της παραπονούμενης βρίσκεται ακόμη υπό εξέλιξη, το Τμήμα Εργασίας δε δύναται να προχωρήσει σε παράλληλη διερεύνηση αυτής.

Όσον αφορά τα όσα ο κ. Πολυκάρπου υποστηρίζει σε σχέση με το λανθασμένο ή όχι του χειρισμού του εν λόγω περιστατικού από την Αστυνομία, αυτό δεν μπορεί να διερευνηθεί ή/και να επιλυθεί από το Τμήμα Εργασίας. Εξάλλου, ήδη ο κ. Πολυκάρπου έχει αποταθεί στον Αρχηγό Αστυνομίας και στο Γενικό Εισαγγελέα.»

Ο Διευθυντής του Τμήματος Εργασίας απέστειλε παρόμοια επιστολή στις 23/7/2009 και στο Διευθυντή του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, αναφέροντάς του επίσης ότι το Τμήμα Εργασίας δε δύναται να προχωρήσει σε παράλληλη διερεύνηση της καταγγελίας της κ. F.,  επειδή   η υπόθεση της διερευνάται από την Αστυνομία.

Η Αστυνομία στην επιστολή της ημερομηνίας 18/12/2009, αφού κατέγραψε τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά προέκυψαν από τη διερεύνησή της   στη βάση των   μαρτυρικών καταθέσεων που συνέλεξε, ανέφερε ότι  το παράπονο για σεξουαλική παρενόχληση που υποβλήθηκε από την καταγγέλλουσα στις 05/07/09, διερευνήθηκε στη βάση των δικών της αρμοδιοτήτων και  ότι η υπόθεση έκλεισε χωρίς να προκύψει οτιδήποτε εναντίον του εργοδότη της, κατόπιν οδηγιών της Νομικής  Υπηρεσίας  της Δημοκρατίας, η οποία με επιστολή της ημερομηνίας 29/1/2010 στην ΚΙΣΑ ανέφερε ότι από τα στοιχεία που λήφθηκαν από τον Αρχηγό Αστυνομίας καθώς και από μελέτη του ανακριτικού φακέλου, δεν έχουν διαπιστωθεί τα όσα καταγράφονται στην επιστολή της ΚΙΣΑ ημερ. 7/7/2009.

Το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με επιστολή του ημερομηνίας 23/3/2010 προς την ίδια την καταγγέλλουσα, η οποία την παρέλαβε στις 2/4/2010, την ενημέρωσε ότι η αρμόδια Επιτροπή εξέτασε την υπόθεσή της σε συνεδρία ημερ. 10/2/2010 και υπέβαλε τις εισηγήσεις της στον Λειτουργό Μετανάστευσης, ο οποίος αποφάσισε ότι θα πρέπει να φύγει από την Κύπρο εντός 14 ημερών από τη λήψη της επιστολής, αφού δεν της επιτράπηκε να αλλάξει εργοδότη. Το πιο πάνω Τμήμα την πληροφόρησε, επίσης, ότι η προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας ημερ. 22/1/2009 ακυρώθηκε και ότι εάν δεν  φύγει από την Κύπρο μέσα στο καθοριζόμενο χρονικό περιθώριο, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης θα προέβαινε στις αναγκαίες ενέργειες για την απέλαση της.

Στις 14/4/2010, η καταγγέλλουσα υπέβαλε στον Υπουργό Εσωτερικών ιεραρχική προσφυγή κατά της πιο πάνω  απόφασης του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης και στην οποία μέχρι σήμερα δεν έλαβε οποιαδήποτε απάντηση.

Η Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας, με επιστολή της ημερ. 25/6/2010 ανέφερε στον Εκτελεστικό Διευθυντή της ΚΙΣΑ τα εξής:

«Θέμα: Ισχυρισμός/Παράπονο της κας E. F. εναντίον μελών του Αστυνομικού Σταθμού Αγίου Δομετίου για αμέλεια καθήκοντος.

Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην ταυτάριθμη επιστολή μας ημερ. 29/3/10 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι η διερεύνηση της υπόθεσης έχει ολοκληρωθεί.

2. Από το μαρτυρικό υλικό που έχει εξασφαλιστεί έχει διαπιστωθεί ότι το παράπονο που υπέβαλε η εν λόγω αλλοδαπή στις 02/07/09 δεν αφορούσε σεξουαλική παρενόχληση αλλά εργατική διαφορά η οποία έτυχε διερεύνησης από την Επιτροπή Εργατικής Διαφοράς στις 10/02/09 χωρίς να προκύψει οτιδήποτε.

3. Αναφορικά με το παράπονο για σεξουαλική παρενόχληση που υποβλήθηκε στις 05/07/09, αυτό έτυχε επισταμένης διερεύνησης και η υπόθεση έκλεισε χωρίς να προκύψει οτιδήποτε εναντίον του εργοδότη της, κατόπιν οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

4. Ενόψει των πιο πάνω, η Αρχή αποφάσισε ότι δεν προκύπτουν οποιαδήποτε αδικήματα εναντίον μελών της Αστυνομίας.»

Στις 12/7/2010, η ΚΙΣΑ ενεργώντας εκ μέρους της καταγγέλλουσας υπέβαλε εκ νέου καταγγελία στο Γραφείο μου αναφορικά, αφενός, με το χειρισμό της καταγγελίας της κ. F. από τις αρχές και ιδιαίτερα του Τμήματος Εργασίας το οποίο δεν είχε εξετάσει την καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση και, αφετέρου, του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης το οποίο ακύρωσε την άδεια παραμονής της καταγγέλλουσας  πριν  από τη διερεύνηση των καταγγελιών της για σεξουαλική παρενόχληση.

Στις 30/7/2010, η ΚΙΣΑ  απέστειλε επιστολή και στον Υπουργό Εσωτερικών με την οποία ζητούσε όπως  δοθεί στην κ. F. άδεια εργοδότησής της στον ενδιαφερόμενο νέο εργοδότη της, ο οποίος είχε εν  τω μεταξύ αποστείλει και σχετική επιστολή από τον Απρίλιο του 2010.  Σχετική απάντηση δεν έχει μέχρι στιγμής δοθεί.

Στις 21/11/2010, η καταγγέλλουσα συνελήφθηκε από την ΥΑΜ Λευκωσίας με τη δικαιολογία της «παράνομης» παραμονής της στην Κύπρο και μέχρι σήμερα παραμένει υπό κράτηση στον αστυνομικό σταθμό Ορόκλινης με σκοπό την απέλασή της.

 

4. To νομοθετικό πλαίσιο

 

Με βάση τους περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμους του 2002 έως 2009, η σεξουαλική παρενόχληση ορίζεται ως διάκριση λόγω φύλου. Στους ερμηνευτικούς ορισμούς του άρθρου 2 των υπό αναφορά Νόμων  προβλέπονται  τα εξής:

«διάκριση λόγω φύλου» σημαίνει κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση, περιλαμβανομένης της σεξουαλικής παρενόχλησης ή παρενόχλησης…»

«σεξουαλική παρενόχληση» σημαίνει οποιαδήποτε ανεπιθύμητη από τον αποδέκτη της συμπεριφορά σεξουαλικής φύσεως, που εκφράζεται λόγω ή έργω και έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως όταν δημιουργεί ένα εκφοβιστικό, εχθρικό, εξευτελιστικό, ταπεινωτικό ή επιθετικό περιβάλλον, κατά την απασχόληση…»

Η «εργατική διαφορά» ορίζεται, επίσης, με βάση το ίδιο  άρθρο ως εξής:

«εργατική διαφορά» σημαίνει κάθε διαφορά εξ αφορμής της εφαρμογής του παρόντος Νόμου, καθώς και οποιοδήποτε συμπληρωματικό ή παρεμπίπτον θέμα (α) μεταξύ εργαζομένων ή υποψηφίων για απασχόληση και εργοδοτών ή των διαδόχων τους, (β) μεταξύ εργαζομένων και εργαζομένων ή των διαδόχων τους …·»

Το άρθρο 12 των πιο πάνω Νόμων απαγορεύει ρητά οποιαδήποτε πράξη, είτε μεμονωμένη είτε επαναλαμβανόμενη, η οποία συνιστά σεξουαλική παρενόχληση.  Επιπρόσθετα, απαγορεύει οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση δυσμενή μεταχείριση ατόμου για το λόγο ότι κατήγγειλε τη σεξουαλική παρενόχληση και κατοχυρώνει την προστασία του ατόμου αυτού από τον εργοδότη.  Συγκεκριμένα ορίζει ότι:

«12(1) Απαγορεύεται οποιαδήποτε πράξη … η οποία συνιστά παρενόχληση ή σεξουαλική παρενόχληση ή αποτελεί άμεση ή έμμεση δυσμενή μεταχείριση λόγω της, με οποιονδήποτε τρόπο, αποκρούσεως ή καταγγελίας παρενόχλησης ή σεξουαλικής παρενόχλησης, σε σχέση με τα ρυθμιζόμενα στα άρθρα 7, 8, 9 και 10 θέματα.  Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο αποκρούει τέτοια πράξη ή συμπεριφορά ή υποκύπτει σ’ αυτή δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί ως βάση για οποιαδήποτε απόφαση που θα θίγει το πρόσωπο αυτό».

Στο άρθρο 14 των ίδιων Νόμων προβλέπεται ότι:

«Σε κάθε δικαστική διαδικασία, εκτός από ποινική, αν ο διάδικος που ισχυρίζεται ότι θίγεται από παράβαση διατάξεων του παρόντος Νόμου, στοιχειοθετεί πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται η παράβαση, το Δικαστήριο υποχρεώνει τον αντίδικο του να αποδείξει ότι δεν υπήρξε καμία παράβαση του παρόντος Νόμου».

Η πρόνοια αυτή σε συνδυασμό με το άρθρο 17,  το οποίο, επίσης, προβλέπει ότι είναι “απολύτως άκυρη η … οποιαδήποτε βλαπτική μεταβολή των συνθηκών απασχόλησης εργαζομένου που προέβη σε καταγγελία ή διαμαρτυρία με σκοπό να κάνει σεβαστή την αρχή της ίσης μεταχείρισης, …ή εργαζομένου που απέκρουσε ή κατήγγειλε σεξουαλική παρενόχληση, εκτός εάν ο εργοδότης αποδείξει ότι η απόλυση ή η βλαπτική μεταβολή οφείλεται σε λόγο άσχετο προς την καταγγελία ή τη διαμαρτυρία ή την απόκρουση της σεξουαλικής παρενόχλησης”,  εισάγουν την ιδιαίτερης σημασίας αρχή της αντιστροφής του βάρους απόδειξης στις υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης.

Στο άρθρο 30 προνοείται ότι “όποιος εκ προθέσεως παραβαίνει κάποια από τις διατάξεις των άρθρων 7 έως 12 και 17 του παρόντος Νόμου, θα είναι ένοχος αδικήματος και θα τιμωρείται με πρόστιμο μέχρι τέσσερις χιλιάδες λίρες ή με φυλάκιση μέχρι 6 μήνες ή και με τις δύο ποινές, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από άλλες διατάξεις”.

Στον Ποινικό Κώδικα (Κεφ. 154) το άρθρο 151, το οποίο φέρει τον τίτλο  “Άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας” προνοεί ότι: “Όποιος παράνομα και άσεμνα επιτίθεται εναντίον γυναίκας είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια.”

 

5. Ο χειρισμός της καταγγελίας για σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας από την Αστυνομία

 

Όταν η καταγγέλλουσα εμφανίστηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου στις 5/7/2009 για να υποβάλει καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση εναντίον του εργοδότη της, σχηματίστηκε ο φάκελος με στοιχεία Π.Η 75/07/09 που αφορούσε στο αδίκημα της άσεμνης επίθεσης του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα.

Οι εξεταστές της υπόθεσης προχώρησαν στη λήψη καταθέσεων από την καταγγέλλουσα και τον ύποπτο στις 5/7/2009 και 10/7/2009, αντίστοιχα. Στην κατάθεση του ο ύποπτος αρνήθηκε τα όσα η καταγγέλλουσα του πρόσαψε και ισχυρίστηκε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν στο μπαλκόνι και έβλεπε τηλεόραση, ενώ στο σπίτι βρισκόταν και η σύζυγος του, γεγονός που επιβεβαίωσε και η ίδια στη δική της κατάθεση.

Στη συνέχεια, η καταγγέλλουσα ισχυρίστηκε ότι είχε στην κατοχή της ηχογραφημένο υλικό σύμφωνα με το οποίο ακούγεται ο ύποπτος  να την παρενοχλεί σεξουαλικά και το οποίο παρέδωσε στις 10/9/2009 στην Αστυνομία. Το υλικό αυτό, ένας ψηφιακός δίσκος (cd) που περιείχε τρία ηχητικά αρχεία, αξιολογήθηκε στις 16/9/2009 από τον εξεταστή της υπόθεσης, ο οποίος ανέφερε ότι «στην ηχητική συνομιλία ακούεται ένας άντρας Κύπριος να συνομιλεί με μία γυναίκα που όπως αναφέρεται στη συνομιλία είναι από τις Φιλιππίνες να την παρενοχλεί σεξουαλικά με λεκτικές φράσεις λέγοντας της αισχρόλογα. Ο ψηφιακός δίσκος (cd) περιέχει τρία διαφορετικά αρχεία διάρκειας 9’,7’ και 3’ λεπτών και στη συνομιλία ο άντρας ακούγεται να της αναφέρει διάφορα αισχρόλογα με πρόθεση να την παρενοχλήσει σεξουαλικά, πλην όμως η γυναίκα που ακούγεται στο cd ακούγεται να μην αντιδρά και αντί αυτού να χαμογελά και να το  διασκεδάζει». Ο εξεταστής κατέγραψε  ότι δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα αν η συνομιλία που υπήρχε στο ψηφιακό δίσκο και οι φωνές που ακούγονται είναι μεταξύ της παραπονούμενης και του κατηγορούμενου.

Στις 30/11/2009, η καταγγέλλουσα κλήθηκε εκ νέου στον Αστυνομικό Σταθμό Αγ. Δομετίου για κατάθεση σε σχέση με το ηχητικό υλικό που είχε δώσει στην Αστυνομία. Στις 12/12/2009, κλήθηκε και ο ύποπτος, ο οποίος στην κατάθεσή του και αφού άκουσε το cd αρνήθηκε ότι είναι αυτός που ακούγεται στη συνομιλία. Την ίδια ημέρα, ο εξεταστής της υπόθεσης κατηγόρησε γραπτώς τον ύποπτο για άσεμνη επίθεση εναντίον της  καταγγέλλουσας, κατηγορία την οποία ο τελευταίος δεν παραδέχτηκε. Η Νομική Υπηρεσία μετά από μελέτη του ανακριτικού φακέλου απεφάνθη ότι η μαρτυρία που υπάρχει δεν είναι ικανοποιητική για την ποινική δίωξη του  υπόπτου και η υπόθεση ταξινομήθηκε ως «Αλλιώς Διατεθείσα».

Από τα πιο πάνω, προκύπτει αβίαστα ότι οι ενέργειες της Αστυνομίας κινήθηκαν αποκλειστικά  στα πλαίσια  ποινικής διερεύνησης για  υπόθεση άσεμνης επίθεσης και όχι για υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης κατά παράβαση του Νόμου 205(Ι) 2002 (α. 2 και 12(Ι)).

Έχοντας υπόψη  την επιφύλαξη του άρθρου 30 του Ν. 205(Ι) 2002  ότι η σεξουαλική παρενόχληση τιμωρείται με πρόστιμο μέχρι τέσσερις χιλιάδες λίρες ή με φυλάκιση μέχρι 6 μήνες ή και με τις δύο ποινές, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από άλλες διατάξεις, σε συνδυασμό με το  άρθρο 151 του Ποινικού Κώδικα,  όπου η άσεμνη επίθεση τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 5 χρόνια και, επομένως αυστηρότερα, πρακτικά δεν παρεχόταν στην Αστυνομία η δυνατότητα να διερευνήσει την υπόθεση στη βάση του Ν. 205(Ι) 2002. Και εν πάσει  περιπτώσει, η κατάσταση δεν θα διαφοροποιόταν, δεδομένου ότι  σύμφωνα με το άρθρο 14 του υπό αναφορά Νόμου, η αντιστροφή του βάρους απόδειξης εφαρμόζεται σε κάθε δικαστική διαδικασία, εκτός από ποινική.

Στη βάση αυτή, θεωρώ ότι η καταγγελία της παραπονούμενης θα έπρεπε να διερευνηθεί από το Τμήμα Εργασίας σύμφωνα με τους περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμους  του 2002 έως 2009 και όχι από την Αστυνομία στη βάση του Ποινικού Κώδικα.

 

6. Υφιστάμενη πρακτική διερεύνησης καταγγελίας σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας

 

Με βάση την υφιστάμενη πρακτική όταν αλλοδαπή εργαζόμενη υποβάλει καταγγελία στην Αστυνομία για σεξουαλική παρενόχληση που έλαβε χώρα στο χώρο εργασίας της από τον εργοδότη της, η Αστυνομία την παραπέμπει στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και στα κατά τόπους Επαρχιακά Γραφεία Εργασίας, προκειμένου να υποβάλει καταγγελία για εργατική διαφορά.

Σύμφωνα με την προς εμένα επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 18/8/2010, σχετικά με το χειρισμό παραπόνων για σεξουαλική παρενόχληση οικιακών βοηθών στο χώρο εργασίας τους, οι καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση εξετάζονται από 17/9/2008 από τους Επιθεωρητές Ισότητας του Τμήματος Εργασίας στη βάση των αρμοδιοτήτων τους, όπως αυτές προνοούνται από τους  περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμους του 2002 έως 2009 (Ν.205(Ι)2002).

Όπως στην επιστολή αυτή αναφέρεται, η διερεύνηση των καταγγελιών γίνεται από το Τμήμα Εργασίας με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, συνέπεια και αντικειμενικότητα και παρά την αυξανόμενη συχνότητά τους. Αναφέρεται, επίσης, στην εν λόγω επιστολή ότι η κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των πραγματικών της περιστατικών και η στοιχειοθέτηση ή όχι του αδικήματος εξαρτάται από τα στοιχεία και μαρτυρίες που τίθενται υπόψη της αρμόδιας Επιθεωρήτριας ή/και που προκύπτουν από τη διερεύνηση της καταγγελίας σε κάθε περίπτωση. Μόλις το Τμήμα Εργασίας ολοκληρώσει τη διερεύνηση της καταγγελίας για σεξουαλική παρενόχληση, ετοιμάζει έκθεση στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων, το οποίο στη βάση των δικών του αρμοδιοτήτων [1]  – συνήθως η καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση συνοδεύεται και από αίτημα για αλλαγή εργοδότη –  υποβάλλει εισήγηση στην Επιτροπή Εξέτασης Εργατικών Διαφορών κατά πόσο δικαιολογείται η αλλαγή εργοδότη ή όχι.

Η Επιτροπή Εξέτασης Εργατικών Διαφορών (στο εξής Ε.Ε.Ε.Δ.) θεσμοθετήθηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 16 Φεβρουαρίου 2000, μετά από σχετική εισήγηση της Υπουργικής Επιτροπής για την Απασχόληση Αλλοδαπών στην Κύπρο. Σύμφωνα με την απόφαση, «Επιτροπή αποτελούμενη από το Λειτουργό Μετανάστευσης και εκπροσώπους του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και της ΥΑΜ (Αστυνομίας) να επιλαμβάνεται των παραπόνων και να τα αντιμετωπίζει το ταχύτερο δυνατό». Στις συνεδρίες της Επιτροπής, τις οποίες συγκαλεί, σε τακτά χρονικά διαστήματα, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, εξετάζονται οι εκθέσεις του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων  για τις εργατικές διαφορές που διερευνήθηκαν κατά το διάστημα που παρήλθε από την προηγούμενη συνεδρία και στα πρακτικά αναγράφεται η απόφαση της Επιτροπής για την κάθε περίπτωση.

Τα πρακτικά της Επιτροπής διαβιβάζονται στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία φέρει την ευθύνη για την λήψη της τελικής απόφασης και ενημερώνει γραπτώς τους εμπλεκόμενους για το περιεχόμενο της.

Σε περίπτωση που η απόφαση της Επιτροπής είναι υπέρ της αλλοδαπής, το αίτημα  για αλλαγή εργοδότη θεωρείται βάσιμο και εγκρίνεται  στην εργαζόμενη η δυνατότητα να απασχοληθεί σε άλλο εργοδότη στα πλαίσια της μεγίστης περιόδου των 4 ετών. Σε αντίθετη περίπτωση, εγκαταλείπει την Κύπρο ή απελαύνεται.

 

7. Στατιστικά στοιχεία για καταγγελίες σεξουαλικής παρενόχλησης αλλοδαπών οικιακών βοηθών

 

Σε έρευνα που διενεργήθηκε κατά το 2009 και παρουσιάστηκε από το Ερευνητικό Κέντρο Ισότητας Φύλου, σε δείγμα 1702 γυναικών μεταναστριών που εργάζονται στην Κύπρο, το 54% του δείγματος δήλωσαν ως επάγγελμα οικιακές βοηθοί και στο ερώτημα κατά πόσο έχουν βιώσει ανεπιθύμητες καταστάσεις, όπως σεξουαλική παρενόχληση, σεξουαλική εκμετάλλευση, φυσική βία από τον εργοδότη (βιασμός) έχουν απαντήσει θετικά το 14%, το 6% και 4% αντίστοιχα.

Τα στοιχεία αυτά με έχουν ιδιαίτερα προβληματίσει επειδή  δε φαίνεται να συνάδουν με τα στοιχεία που το Τμήμα Εργασίας διατηρεί σε σχέση με τις καταγγελίες σεξουαλικής παρενόχλησης. Συγκεκριμένα, το σύνολο των καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση για την περίοδο Ιουλίου 2008 – τέλη 2010 ανήλθε στις 102 καταγγελίες εκ των οποίων οι 100 αφορούσαν σε καταγγελία σεξουαλικής παρενόχλησης από αλλοδαπές οικιακές βοηθούς. Μόνο 2 από αυτές τις 100 καταγγελίες κρίθηκαν βάσιμες. Σύμφωνα με την πληροφόρηση που λειτουργός του Γραφείου μου είχε στις 2/2/2011 από το Τμήμα Εργασίας, στη συντριπτική πλειοψηφία, οι καταγγελίες αποσύρονται ή δεν παρουσιάζονται  οι καταγγέλλουσες για προώθηση της διαδικασίας διερεύνησης. Αναφέρθηκε, επίσης, ότι μαζί με την καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση υποβαλλόταν σχεδόν πάντα και καταγγελία για εργατική διαφορά.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που διαπιστώθηκε μέσα από  την πιο πάνω έρευνα, είναι ότι η γνώση των μεταναστριών του δείγματος γύρω από τα νομικά τους δικαιώματα είναι πολύ περιορισμένη, αφού η μία στις δύο περίπου (47%) δήλωσε ότι δεν τα γνωρίζει. Στο ερώτημα κατά πόσο γνωρίζουν σε ποια αρμόδια Αρχή να απευθυνθούν εάν πέσουν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης, η μία στις δύο μετανάστριες (51%) δηλώνει άγνοια.

 

8. Συμπεράσματα- Παρατηρήσεις

 

Η υποβολή της παρούσας Έκθεσης σκοπό δεν έχει να αποδώσει ευθύνες και παραλείψεις σε λειτουργούς των εμπλεκόμενων υπηρεσιών, αλλά να εντοπίσει και να επισημάνει τις προβληματικές πρακτικές στη διαδικασία διερεύνησης των καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση, ώστε να επιτυγχάνεται η όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη  διασφάλιση των δικαιωμάτων των θυμάτων διάκρισης.

Η σεξουαλική παρενόχληση οικιακών βοηθών, στο χώρο εργασίας είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και παράλληλα παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Επισημαίνω στο σημείο αυτό ότι η συγκεκριμένη ομάδα εργαζομένων γυναικών αποτελεί μια από τις πλέον ευάλωτες ομάδες, ειδικότερα λόγω του ότι στις πλείστες των περιπτώσεων οι αλλοδαπές οικιακές βοηθοί διαμένουν στο χώρο εργασίας τους και, ως εκ τούτου, βρίσκονται σε συνεχή και μεγαλύτερο κίνδυνο να δεχτούν σεξουαλική παρενόχληση από τον εργοδότη τους.

Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι το συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες  διαστάσεις και   ότι το πρόβλημα της σεξουαλικής παρενόχλησης αλλοδαπών οικιακών βοηθών υπάρχει και είναι σοβαρό, καθότι επιβεβαιώνει και διαιωνίζει τα στερεότυπα του γυναικείου ρόλου, αφού στόχος του δράστη – εργοδότη  της παρενοχλητικής συμπεριφοράς δεν είναι τόσο η σεξουαλική του ηδονή, όσο η επιθυμία του να αναδείξει τη δύναμη και την υπεροχή του ανδρισμού του πάνω σε αυτό που ο ίδιος θεωρεί “κτήμα” του. Η συμπεριφορά αυτή έχει να κάνει με σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα και στην επικρατούσα κουλτούρα που νομιμοποιεί αυτές τις αξίες.

Σύμφωνα με  τους  περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμους  του 2002 έως 2009, το αδίκημα της σεξουαλικής παρενόχλησης, το οποίο περιγράφεται ως συμπεριφορά που βασίζεται και προκύπτει από την εργασιακή σχέση που δημιουργείται μεταξύ εργοδότη, προϊσταμένων και εργαζομένων, στα πλαίσια των καθημερινών συναλλαγών τους στον εργασιακό χώρο, εμπίπτει στον ορισμό της «εργατικής διαφοράς» που δίδουν και οι υπό αναφορά Νόμοι.  Η φύση του αδικήματος της σεξουαλικής παρενόχλησης ως εργατική διαφορά προκύπτει, επίσης, και από το γεγονός ότι σε περίπτωση παράβασης των προνοιών των περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμων (στις οποίες περιλαμβάνεται και η απαγόρευση για διενέργεια πράξεων σεξουαλικής παρενόχλησης, όπως αναφέρω πιο πάνω) το θιγόμενο άτομο μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για διευθέτηση του όλου θέματος.

Έχοντας αυτό καταρχήν υπόψη, θεωρώ ότι η διερεύνηση της καταγγελίας της παραπονούμενης δεν θα έπρεπε να συνίστατο αποκλειστικά στις ενέργειες της Αστυνομίας, οι οποίες αφορούσαν στη συλλογή στοιχείων και μαρτυρικού υλικού για στοιχειοθέτηση του αδικήματος της άσεμνης επίθεσης του Ποινικού Κώδικα, αφού η καταγγελία από το Τμήμα Εργασίας θα μπορούσε, σύμφωνα με τους περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμους  του 2002 έως 2009, να εξεταζόταν παράλληλα με την Αστυνομία μέχρι και την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο.

Η καταγγέλλουσα υπέβαλε καταγγελία για σεξουαλική παρενόχληση από τον εργοδότη της και ενώ θα ανέμενε κανείς να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός που πιο πάνω έχει αναλυθεί, κάτι τέτοιο δεν έγινε, αφού το Τμήμα Εργασίας, που είναι το καθ’ ύλην αρμόδιο διοικητικό όργανο εξέτασης της καταγγελίας, απεμπόλησε  τις εξουσίες του, επικαλούμενο την παράλληλη διερεύνηση της καταγγελίας της κ. F. από την Αστυνομία. Συγκεκριμένα, η θέση του Τμήματος Εργασίας ότι «η Αστυνομία είναι αρμόδιο για διερεύνηση της εν λόγω καταγγελίας σώμα και  με δεδομένο ότι η εξέταση της περίπτωσης της παραπονούμενης βρίσκεται ακόμη υπό εξέλιξη, δε δύναται το Τμήμα Εργασίας να προχωρήσει σε παράλληλη διερεύνηση αυτής» εκφεύγει του νομοθετικού πλαισίου, αφού συγκρούεται ευθέως με τις πρόνοιες του Ν.205(Ι)2002, σύμφωνα με τις οποίες ο Αρχιεπιθεωρητής και οι Επιθεωρητές του Τμήματος Εργασίας έχουν ως κύριο έργο την εξασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του αναφερθέντος Νόμου. Οι Επιθεωρητές, (με τίτλο “Επιθεωρητές Ισότητας”) αποτελούν το αρμόδιο διοικητικό όργανο το οποίο έχει ευρείες αρμοδιότητες κατά την  εξέταση καταγγελιών που αφορούν σε παράβαση των προνοιών του.

Σύμφωνα με το άρθρο 27 του υπό αναφορά Νόμου, οι Επιθεωρητές ερευνούν με κάθε πρόσφορο τρόπο τα καταγγελλόμενα, και ιδίως  καλούν το πρόσωπο κατά του οποίου απευθύνεται η καταγγελία και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο αναφερόμενο στο άρθρο 29 του παρόντος Νόμου, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη για τα καταγγελλόμενα, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινίσεις ή οποιοδήποτε στοιχείο κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχο του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν την έρευνα των καταγγελλομένων και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά.

Η διαδικασία αυτή των Επιθεωρητών Ισότητας είναι διοικητική διαδικασία και δεν μπορεί να εξισώνεται με τη διαδικασία διερεύνησης ποινικών υποθέσεων, σε βαθμό που να υιοθετείται η εφαρμογή όλων των αρχών της Ποινικής Δικονομίας με τα σχετικά επακόλουθα που επιφέρουν παραβιάσεις των αρχών της Ποινικής Δικονομίας.

Στις ποινικές υποθέσεις, αρμοδιότητα για τη συλλογή και επεξεργασία του μαρτυρικού υλικού έχει η Αστυνομία και την αξιολόγηση  του τελευταίου  η Γενική Εισαγγελία, η οποία και αποφασίζει στη βάση αυτού κατά πόσο δικαιολογείται η άσκηση ποινικής δίωξης ή όχι. Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η υπόθεση σε ποινικό Δικαστήριο, η Κατηγορούσα Αρχή έχει το βάρος να αποδείξει την υπόθεσή της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στη βάση πάντοτε των αρχών και κανόνων της Ποινικής Δικονομίας.

Αντίθετα, σε μια διοικητική διαδικασία, όπως είναι η διαδικασία των Επιθεωρητών Ισότητας, η αυστηρή προσήλωση στους κανόνες του δικαίου της απόδειξης, δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της και ένα διοικητικό όργανο μπορεί να δεχθεί ευρύ φάσμα μαρτυρίας που κανονικά δε θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή σε ποινικές διαδικασίες ενώπιον Δικαστηρίου. Η θέση αυτή διασφαλίζεται και ενισχύεται με την εισαγωγή της διάταξης περί αντιστροφής του βάρους απόδειξης. Το άρθρο 14(2) του Ν.205(Ι)2002,  προνοεί σχετικά  ότι:

Σε κάθε δικαστική διαδικασία, εκτός από ποινική, αν ο διάδικος που ισχυρίζεται ότι θίγεται από παράβαση διατάξεων του παρόντος Νόμου, στοιχειοθετεί πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται η παράβαση, το Δικαστήριο υποχρεώνει τον αντίδικο του να αποδείξει ότι δεν υπήρξε καμία παράβαση του παρόντος Νόμου”.

Mε δεδομένο ότι η διερεύνηση των καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση αντιμετωπίζει δυσκολίες, συνήθως λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων, η  εισαγωγή  της πιο πάνω  διάταξης κρίθηκε απαραίτητη προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι εν λόγω δυσκολίες.  Η τελευταία, προβλέπει ότι, όταν ο θιγόμενος επικαλείται στοιχεία ή πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης εναπόκειται στο αντίθετο μέρος να αποδείξει ότι δεν προέβη στην παραβίαση αυτή.

Η σύγκριση ανάμεσα στους κανόνες που εφαρμόζονται στην ποινική και διοικητική δικονομία αναδεικνύει ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστές διαδικασίες, που έχουν διαφορετικό βάρος απόδειξης η κάθε μια και με διαφορετικούς, μέσω των προβλεπόμενων κυρώσεων, επιδιωκόμενους σκοπούς. Στις ποινικές υποθέσεις, ο σκοπός είναι η απόδοση ποινικής ευθύνης στον παραβάτη των προνοιών του Νόμου από αρμόδιο ποινικό δικαστήριο. Στις διοικητικές διαδικασίες,  όπως είναι η διαδικασία των Επιθεωρητών Ισότητας σε σχέση με τις  καταγγελίες που αφορούν σε παράβαση των προνοιών του Ν.205(Ι)2002, ο σκοπός αρχικά είναι η επιτυχής  διευθέτηση της εργατικής διαφοράς (άρθρο 27). Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η διευθέτηση της διαφοράς, το θιγόμενο άτομο μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για διευθέτηση του όλου θέματος (άρθρο 15). Απώτερος σκοπός, όμως, είναι η  προώθηση της αρχής ίσης μεταχείρισης και της ισότητας ευκαιριών μεταξύ  ανδρών και γυναικών στην εργασία και η προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου εν γένει.

Οι ουσιώδεις αυτές διαφορές ανάμεσα στις δύο διαδικασίες αποδεικνύουν ότι η θέση του Τμήματος Εργασίας να μην προχωρήσει σε διερεύνηση της καταγγελίας της κ.  F. λόγω παράλληλης διερεύνησης από την Αστυνομία, είναι εσφαλμένη. Η θέση μου αυτή ενισχύεται περαιτέρω και με  το λεκτικό του άρθρου 27(1) του Ν.205(Ι)2002 που τιτλοφορείται «Ενέργειες Αρχιεπιθεωρητή και Επιθεωρητή σε περίπτωση καταγγελίας». Στο άρθρο αυτό  προνοείται  ότι ο Αρχιεπιθεωρητής και ο Επιθεωρητής δέχεται καταγγελίες σχετικά με οποιαδήποτε παράβαση του Ν.205(Ι)2002  (στις οποίες περιλαμβάνεται και η απαγόρευση για διενέργεια πράξεων σεξουαλικής παρενόχλησης)  …. και αμέσως μόλις λάβει τέτοια καταγγελία, προβαίνει στις ενέργειες που ο Νόμος ορίζει,  με την προϋπόθεση ότι η υπόθεση δεν έχει εισαχθεί σε Δικαστήριο.

Επομένως, ο μόνος λόγος για τον οποίο νομότυπα  το Τμήμα Εργασίας μπορεί να μην ασκήσει θετικά τις εξουσίες που του ανατέθηκαν βάσει του Ν.205(Ι)2002, είναι να υπάρχει εκκρεμοδικία ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου. Στην παρούσα περίπτωση, κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Η διερεύνηση της υπόθεσης  της καταγγέλλουσας περιορίστηκε στη συλλογή μαρτυρικών καταθέσεων από την Αστυνομία και στην αξιολόγηση αυτών από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, η οποία αποκλειστικά στη βάση των αρμοδιοτήτων της για ποινική διερεύνηση των υποθέσεων, απεφάνθη ότι δεν στοιχειοθετείται ποινική υπόθεση και δεν προχώρησε στην άσκηση ποινικής δίωξης.

Η έλλειψη όμως αποδεικτικών στοιχείων για στοιχειοθέτηση ποινικής υπόθεσης ενώπιον Δικαστηρίου, δεν αποκλείει τη στοιχειοθέτηση της υπόθεσης στα πλαίσια διοικητικής διαδικασίας. Παραδείγματος χάριν, στα πλαίσια των κανόνων απόδειξης σε  ποινική διαδικασία, οι ηχογραφημένες συνομιλίες που είχε η καταγγέλλουσα, δυνατόν να μην μπορούσαν να γίνουν δεκτές ως μαρτυρία στο ποινικό Δικαστήριο. Η αδυναμία αυτή, όμως, δύναται να καμφθεί σε μια διοικητική διαδικασία, η οποία δεν απαιτεί αυστηρή εφαρμογή των κανόνων απόδειξης. Η δυνατότητα αυτή σε συνδυασμό με την αρχή της αντιστροφής του βάρους απόδειξης που απαιτεί  μόνο  πιθανολόγηση  της παραβίασης  και όχι  βεβαιότητα αυτής, θα μπορούσε να οδηγήσει στη στοιχειοθέτηση της υπόθεσης της καταγγέλλουσας, εάν το Τμήμα Εργασίας εκπλήρωνε ως όφειλε τις υποχρεώσεις του,  όπως αυτές ορίζονται στους περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμους.

Λόγω  της  πιο πάνω  στάσης του Τμήματος  Εργασίας, όμως, η καταγγελία της παραπονούμενης τέθηκε  εκτός των ευεργετικών και προστατευτικών για αυτήν προνοιών των περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και την Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμων του 2002 έως 2009. Συνέπεια της πιο πάνω στάσης  ήταν να εξεταστεί η υπόθεση της καταγγέλλουσας στα πλαίσια του αδικήματος της άσεμνης επίθεσης του  Ποινικού Κώδικα, να απαιτείται η απόδειξη του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, να μην είναι δυνατή η στοιχειοθέτησή του   λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων, να απορρίπτεται το αίτημά της  για αλλαγή εργοδότη και να κρατείται  στα αστυνομικά κρατητήρια με σκοπό την απέλασή της.

Τα πιο πάνω με έχουν προβληματίσει έντονα.  Ο ρόλος του αρμόδιου Τμήματος είναι κρίσιμος για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, τη διασφάλιση των ορθών συνθηκών απασχόλησης αλλοδαπών εργαζομένων στο πλαίσιο της ομαλής λειτουργίας της αγοράς εργασίας και κυρίως τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων με την καταπολέμηση  κάθε διάκρισης μεταξύ τους.

Έχω την άποψη ότι η ορθή αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης προϋποθέτει κατά κύριο λόγο την ανάπτυξη πολιτικών πρόληψης καθώς και καταστολής του φαινομένου, και αυτές μπορούν να στηριχθούν μόνο σε ένα πραγματικό και ειλικρινές ενδιαφέρον της Πολιτείας να ανατρέψει  τα παραδοσιακά στερεότυπα σχετικά με το ρόλο των δύο φύλων. Στην υπό εξέταση, ωστόσο, περίπτωση, το Τμήμα Εργασίας  στηριζόμενο στη δοθείσα από μέρους του λανθασμένη ερμηνεία της διαδικασίας  ως προς το  ισχύον κανονιστικό πλαίσιο και ως προς τα όρια παρέμβασης και αρμοδιοτήτων της κάθε εμπλεκόμενης κρατικής υπηρεσίας, απέφυγε να διερευνήσει την καταγγελία στη βάση του Ν.205(Ι)2002, επικαλούμενο την παράλληλη διερεύνηση της καταγγελίας από την Αστυνομία, θυματοποιώντας έτσι  την καταγγέλλουσα  και αφήνοντάς την ουσιαστικά εκτεθειμένη με τον κίνδυνο της απέλασης.

Η πρακτική αυτή, ακόμα και εάν εφαρμόζεται μεμονωμένα, στερείται νομιμοποιητικού ερείσματος και οδηγεί αναπόφευκτα στην αποθάρρυνση των αλλοδαπών εργαζομένων για υποβολή  καταγγελιών για σεξουαλική παρενόχληση, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η αίσθηση της αδικίας και της ανασφάλειας, συντείνοντας τελικά στην απαξίωση των προστατευτικών θεσμών και στην ανάπτυξη κουλτούρας ανοχής στην παραβίαση βασικών εργασιακών και ανθρωπίνων εν γένει δικαιωμάτων.

Η θέση του Τμήματος Εργασίας  ότι η καταγγέλλουσα επέλεξε να υποβάλει την καταγγελία της για σεξουαλική παρενόχληση στην Αστυνομία, δεν μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτή, με δεδομένη την άγνοια που η καταγγέλλουσα είχε όσον αφορά τα νομικά της δικαιώματα και τις διαδικασίες. Το Τμήμα Εργασίας είχε  την υποχρέωση να παράσχει πληροφορίες, συμβουλές και υποδείξεις προς αυτήν για τις πρόνοιες του Νόμου, προκειμένου να είναι σε θέση να επιλέξει και να προασπιστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα δικαιώματά της.

 

9. Συστάσεις / Εισηγήσεις

 

Η υπό εξέταση περίπτωση κατέδειξε ότι η υφιστάμενη διαδικασία χρειάζεται επανακαθορισμό, ούτως ώστε να διασφαλίζει πλήρως τις βασικές προϋποθέσεις της έγκαιρης, τεκμηριωμένης, ανεξάρτητης και αμερόληπτης εξέτασης των εργατικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένης  και της σεξουαλικής παρενόχλησης.

Ενόψει τούτου, θεωρώ ότι η μη διερεύνηση των ισχυρισμών της καταγγέλλουσας από το καθ’ ύλη αρμόδιο Τμήμα Εργασίας, επισύρει την ακυρότητα  όλης της  διαδικασίας που ακολουθήθηκε, λόγω της παραβίασης του αναφαίρετου  δικαιώματος  της καταγγέλλουσας για ένα αξιοπρεπές περιβάλλον εργασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στους  περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και την Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμους  του 2002 έως 2009, απαλλαγμένο από περιστατικά σεξουαλικής  παρενόχλησης.

Για το λόγο αυτό, εισηγούμαι όπως προχωρήσει η διερεύνηση  της καταγγελίας της παραπονούμενης και εξεταστεί από τους Επιθεωρητές Ισότητας του Τμήματος Εργασίας στη βάση  των  περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και την Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμων  του 2002 έως 2009, οι οποίοι οφείλουν να  ερευνήσουν  με κάθε πρόσφορο τρόπο τα καταγγελλόμενα.

Στη βάση των πιο πάνω, εισηγούμαι περαιτέρω όπως εξεταστεί το ενδεχόμενο αναθεώρησης των διαταγμάτων  κράτησης και απέλασης της κ. F. που  έχουν  εκδοθεί  από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, μέχρις ότου ολοκληρωθεί από το Τμήμα Εργασίας η διερεύνηση των καταγγελιών. Η ακυρότητα των εν λόγω διαταγμάτων βασίζεται  στο γεγονός ότι, στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν ακολουθήθηκε η υφιστάμενη πρακτική εξέτασης των καταγγελιών σεξουαλικής παρενόχλησης στη βάση της εφαρμοστέας  νομοθεσίας  για την καταπολέμηση των διακρίσεων στο χώρο της εργασίας, αλλά ο κοινός Ποινικός Κώδικας. Η πλάνη αυτή είναι ουσιώδης και επισύρει την ακυρότητα της απόφασης του ΤΑΠΜ. Και τούτο επειδή η μη στοιχειοθέτηση της ποινικής υπόθεσης δε συνεπάγεται ότι αυτόματα πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθιστούν, σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο (Κεφ.105), πολίτη τρίτης χώρας απαγορευμένο μετανάστη για σκοπούς απέλασης. Η χρήση του μέτρου της  ακύρωσης της άδειας παραμονής και της απέλασης σε τέτοιες περιπτώσεις  κρίνεται υπέρμετρη και  θα πρέπει να αποφεύγεται.

Στο σημείο αυτό θέλω να επισημάνω  ότι δεν αγνοώ το γεγονός ότι η  Νομική Υπηρεσία έχει  αποφανθεί  ότι δεν στοιχειοθετείται ποινική υπόθεση. Η απόφαση αυτή, όμως, της Νομικής Υπηρεσίας λήφθηκε  μέσα στα πλαίσια  των δικών της αρμοδιοτήτων για διερεύνηση αποκλειστικά και μόνο ποινικών υποθέσεων στη βάση του Ποινικού Κώδικα και όχι στη βάση  των  περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και την Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμων  του 2002 έως 2009.

Η εισήγηση μου για διερεύνηση της καταγγελίας της παραπονούμενης από το Τμήμα Εργασίας  δεν στοχεύει σε αμφισβήτηση της απόφασης της Νομικής Υπηρεσίας, ενέργεια η οποία όχι μόνο εκφεύγει του θεσμικού πλαισίου δράσης μου, αλλά δεν είναι ούτε και επιθυμητή. Αντίθετα, στοχεύει στην  εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εμπλεκόμενου Τμήματος να παράσχει στην καταγγέλλουσα τη δυνατότητα να διερευνηθεί η καταγγελία της υπό το φως των προνοιών  των περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και την Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμων  του 2002 έως 2009.

Η Έκθεση υποβάλλεται στους Υπουργούς Εσωτερικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίοι είναι αρμόδιοι για τη ρύθμιση της απασχόλησης του αλλοδαπού εργατικού δυναμικού στη Δημοκρατία. Η Έκθεση υποβάλλεται, επίσης, στο Διευθυντή του Τμήματος Εργασίας, το Διευθυντή του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων και στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης- δηλαδή στους προϊσταμένους των Τμημάτων που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία εξέτασης των εργατικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένων και της σεξουαλικής παρενόχλησης, ανάμεσα σε αλλοδαπούς εργαζομένους και τους εργοδότες τους, με την εισήγηση όπως προχωρήσουν άμεσα στη λήψη των απαραίτητων διορθωτικών μέτρων για άρση της αδικίας που υπέστη η καταγγέλλουσα σύμφωνα με τις διαπιστώσεις  της παρούσας Έκθεσης. Την Έκθεση υποβάλλω, επίσης, στον Αρχηγό Αστυνομίας για σκοπούς ενημέρωσης του.

Επειδή προτίθεμαι να προβώ σε Σύσταση προς όλους τους πιο πάνω εμπλεκόμενους φορείς  σε σχέση με την χάραξη σαφούς κανονιστικού πλαισίου που να οριοθετεί ευκρινώς τη δράση και τις αρμοδιότητες των εμπλεκόμενων υπηρεσιών αναφορικά με το χειρισμό που πρέπει να τυγχάνουν  οι καταγγελίες  σεξουαλικής παρενόχλησης αλλοδαπών εργαζομένων, και, επειδή, δυνάμει του άρθρου 22 του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004 πρέπει να προηγηθούν διαβουλεύσεις με όλους τους  εμπλεκόμενους φορείς,  διαβιβάζω μαζί με την Έκθεση και Πρόσκληση για Διαβουλεύσεις, με αναφορά στο περιεχόμενο της Σύστασης στην οποία προτίθεμαι να προβώ.

 

Ελίζα Σαββίδου

Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 

Υποσημειώσεις και Παραπομπές:


[1] Το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων είναι αρμόδιο για την προώθηση και εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα των εργασιακών σχέσεων. Το Τμήμα είναι υπεύθυνο για την προώθηση και διατήρηση της εργατικής ειρήνης και υγιών εργατικών σχέσεων, με στόχο την αύξηση της κοινωνικής συνοχής, την παραγωγικότητα στην εργασία, την εμπέδωση της δημοκρατικής σκέψης και την εδραίωση της κοινωνικο-οικονομικής προόδου.

Το Τμήμα είναι υπεύθυνο για:

  • την πρόληψη και επίλυση εργατικών διαφορών
  • την διασφάλιση των συνδικαλιστικών ελευθεριών, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος της οργάνωσης
  • την προαγωγή των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ως του βασικού μέσου για τον καθορισμό των όρων και συνθηκών εργασίας και την ενθάρρυνση της δημιουργίας ισχυρών εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων με στόχο τη διασφάλιση ισορροπίας δυνάμεων
  • την προστασία ευάλωτων τάξεων εργοδοτουμένων, με έμφαση στους συνδικαλιστικά ανοργάνωτους
  • την προώθηση και εφαρμογή της σχετικής με τους όρους και συνθήκες απασχόλησης εργατικής νομοθεσίας, και
  • την εφαρμογή της περί Συντεχνιών Νομοθεσίας, περιλαμβανομένης της εγγραφής και του ελέγχου εργατικών εργοδοτικών οργανώσεων.

 

Trafficking-1

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!