Η ΚΙΣΑ – Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό καταγγέλλει άλλο ένα σοβαρότατο περιστατικό κατάφωρης παραβίασης του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, όπως και συνολικής κακοδιαχείρισης από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες δύο υποθέσεων γυναικών-αναγνωρισμένων θυμάτων εμπορίας ανθρώπων. Η μεταχείριση των γυναικών αυτών αναδεικνύει δυστυχώς για ακόμη μια φορά την απουσία αποτελεσματικού και ολοκληρωμένου πλαισίου προστασίας και στήριξης των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, με ιδιαίτερη έμφαση στις παρούσες υποθέσεις στην παραβίαση του κώδικα ιατρικής δεοντολογίας και του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, καθώς επίσης και του ρόλου τόσο των κρατικών υπηρεσιών όσο και των ΜΜΕ στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστών και την υπόθαλψη των διακρίσεων και του ρατσισμού.
Το Σάββατο, 14 Σεπτεμβρίου 2013, ημερήσια εφημερίδα δημοσίευσε άρθρο υποστηρίζοντας ότι έχει προκληθεί σοκ στις αρχές από δύο υποθέσεις μεταναστριών γυναικών που πουλούσαν υπηρεσίες σεξ, ενώ ήταν φορείς σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων ή συνδρόμων υγείας. Το συγκεκριμένο άρθρο διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και σημαντικά στοιχεία των δύο υποθέσεων. Συγκεκριμένα, δεν ευσταθεί η «είδηση» ότι οι υποθέσεις αφορούν γυναίκες που εντοπίστηκαν πρόσφατα να «εκδίδονται» κατά τη διάρκεια επιχείρησης της αστυνομίας στη Λάρνακα, ούτε και το ότι τροχοδρομείται απέλαση μίας από τις δύο γυναίκες. Πρόσθετα, οι δύο περιπτώσεις είναι εντελώς ξεχωριστές, η μία από τις οποίες αφορά γυναίκα θύμα εμπορίας προσώπων στις εκτός του ελέγχου της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές. Επίσης, το συγκεκριμένο άρθρο αποκρύπτει το γεγονός ότι και οι δύο γυναίκες έχουν αναγνωριστεί επίσημα από τις αρχές της Δημοκρατίας ως θύματα εμπορίας ανθρώπων που διαμένουν στο κρατικό καταφύγιο γυναικών θυμάτων εμπορίας, γεγονός το οποίο μεταξύ άλλων συνεπάγεται ότι οι γυναίκες αυτές εξαναγκάζονταν από τους διακινητές στην παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών.
Η πιο πάνω είδηση (ανά-)μεταδόθηκε από αρκετά άλλα έντυπα, ραδιοτηλεοπτικά και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, ενώ παράλληλα αναπαράχθηκε από ιστοσελίδα φασιστικού κόμματος, στο πλαίσιο της αντί-μεταναστευτικής και ρατσιστικής ρητορικής και πολιτικής του. Προς συνέχεια μάλιστα των όσων είχαν αρχικά διαρρεύσει από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες και δημοσιευτεί από τα ΜΜΕ, ο ίδιος ο Διευθυντής των Ιατρικών Υπηρεσιών, Αντρέας Γεωργίου, κατά παράβαση κάθε κανόνα ιατρικής δεοντολογίας, ιατρικού απορρήτου και προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έδωσε στη δημοσιότητα απόρρητα ιατρικά δεδομένα των υπό αναφορά γυναικών. Περαιτέρω, σύμφωνα με πληροφορίες της ΚΙΣΑ, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, οι οποίες έχουν το ρόλο του κηδεμόνα των προσώπων που αναγνωρίζονται ως θύματα εμπορίας, μόλις πληροφορήθηκαν τα αποτελέσματα των προκαταρκτικών εξετάσεων έσπευσαν να τροχοδρομήσουν τη μετακίνηση των δύο γυναικών από το καταφύγιο αντί, ως όφειλαν, να φροντίσουν για την προστασία και τη στήριξη τους.
Η ΚΙΣΑ καταδικάζει τις πιο πάνω ενέργειες, οι οποίες πέραν του ότι είναι παράνομες, δημιουργούν κλίμα πανικού, προάγουν και προωθούν το ρατσισμό, το σεξισμό και τις διακρίσεις εναντίον όχι μόνο των συγκεκριμένων γυναικών, αλλά και άλλων ευάλωτων κοινωνικών ομάδων (μετανάστριες γυναίκες, εργαζόμενες στη βιομηχανία του σεξ, γυναίκες που έχουν βιώσει εμπορία προσώπων, άτομα και ιδιαίτερα γυναίκες με σεξουαλικά μεταδιδόμενα σύνδρομα υγείας).
Η ΚΙΣΑ καλεί δημόσια τις αρμόδιες υπηρεσίες και αρχές (Γενικό Εισαγγελέα, Υπουργό Υγείας, Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα) όπως διερευνήσουν στο πλαίσιο των δικών τους αρμοδιοτήτων τις νομικές και άλλες παραβιάσεις όπως και τον όλο χειρισμό των δύο υποθέσεων.
Επίσης, η ΚΙΣΑ καλεί τον Υπουργό Εσωτερικών και την Πολυθεματική Συντονιστική Ομάδα κατά της Εμπορίας Ανθρώπων, της οποίας προΐσταται, όπως, ενόψει των επαναλαμβανόμενων περιπτώσεων παράνομης απέλασης και παραβίασης των δικαιωμάτων θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, προχωρήσει στην άμεση εξέταση του πλαισίου στήριξης και προστασίας θυμάτων εμπορίας ανθρώπων.
Τέλος, η ΚΙΣΑ καλεί την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης και την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας να διερευνήσουν την παραβίαση, από ηλεκτρονικά και έντυπα ΜΜΕ, των υποχρεώσεών τους όπως αυτές απορρέουν από τη σχετική νομοθεσία και τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας που τα διέπουν, αντίστοιχα.