Με αφορμή και το τελευταίο βίαιο έγκλημα κατά της ζωής της μετανάστριας Γιούλιας Ομπόροκ και του παιδιού της, η ΚΙΣΑ καλεί την κυπριακή κοινωνία και το κράτος με όλους τους φορείς του, αφού ξεπεράσουν το «συγκλονισμό» τους, να δουν την πραγματικότητα κατάματα και ενεργά πλέον να την αντιμετωπίσουν. Η βία, είτε αυτή είναι ενδοοικογενειακή είτε ασκείται από εργοδότες, πράκτορες ή άλλους, εναντίον ειδικά των μεταναστριών γυναικών, αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια καθημερινό φαινόμενο το οποίο «νομιμοποιείται» από εκείνες τις πολιτικές και πρακτικές που θέτουν τις γυναίκες μετανάστριες στην πιο ευάλωτη θέση στην κοινωνία και σε πλήρη εξάρτηση από τους έχοντες την εκάστοτε «εξουσία» να καθορίζουν την παραμονή στη Δημοκρατία ή την πρόσβασή τους σε δικαιώματα, είτε αυτοί είναι οι Κύπριοι εργοδότες τους ή οι Κύπριοι σύζυγοι/σύντροφοί τους.
Η ΚΙΣΑ τονίζει τη θετική υποχρέωση του κράτους να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα κάθε προσώπου που ζει στην επικράτειά του ανεξάρτητα από το φύλο, την εθνοτική καταγωγή ή την υπηκοότητα ή οποιοδήποτε άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Αναρωτιέται κανείς πώς το κράτος και οι αρμόδιες υπηρεσίες του προστάτευσαν τη Γιούλια Ομπόροκ και το τρίχρονο κοριτσάκι της από τη συστηματική απ΄ ότι φαίνεται βία που ασκούσε εναντίον της ο Κύπριος σύντροφός της, έτσι ώστε να μην καταλήξει στην παραβίαση του πιο θεμελιώδους δικαιώματός τους, αυτού της ζωής.
Η ΚΙΣΑ έχει κατ΄ επανάληψη τονίσει ότι το μεταναστευτικό μοντέλο που ακολουθεί η Κύπρος και οι αυστηρές πολιτικές μετανάστευσης καθιστούν τους μετανάστες και ιδιαίτερα τις πιο ευάλωτες ομάδες, όπως οι γυναίκες και τα παιδιά, σε θύματα ή εν δυνάμει θύματα βίας και εκμετάλλευσης αφού παραμένουν απόλυτα εξαρτώμενες από τους εκάστοτε εργοδότες, συζύγους ή συντρόφους τους. Το κράτος δεν έχει μέχρι σήμερα αναπτύξει κανένα αποτελεσματικό μηχανισμό προστασίας των μεταναστριών γυναικών και των παιδιών τους που είναι θύματα βίας, σεξουαλικών παρενοχλήσεων, βιασμών και εκμετάλλευσης της εργασίας τους, παρά τα επαναλαμβανόμενα περιστατικά που η ΚΙΣΑ πάντοτε καταγγέλλει στις αρμόδιες αρχές. Το σύνηθες αποτέλεσμα προσφυγής των θυμάτων στους μηχανισμούς στους οποίους θεωρητικά το κράτος θέτει στη διάθεση τους, είναι ότι αυτές βρίσκονται παράνομα στη Δημοκρατία και θα πρέπει να την εγκαταλείψουν.
Η ΚΙΣΑ καλεί για ακόμα μια φορά το κράτος και την Κυπριακή κοινωνία να αντιληφθούν την έκταση του προβλήματος της βίας εναντίον των μεταναστριών γυναικών και των γυναικών γενικότερα και να αναλογιστούν τις ευθύνες, στάσεις, αιτίες και πρακτικές που οδηγούν στη διαιώνιση και ακόμη χειρότερα στην αύξηση αυτής της βίας. Μόνο με την αναγνώριση του άθλιου αυτού φαινομένου και των ευθυνών όλων των εμπλεκομένων, κρατικών και άλλων υπηρεσιών και φορέων αλλά και του κοινωνικού συνόλου, είναι δυνατό να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά. Επίσης, η ΚΙΣΑ καλεί το κράτος και την πολιτεία να προχωρήσουν στην αναθεώρηση της μεταναστευτικής πολιτικής και στη λήψη άμεσων, θετικών και αποτελεσματικών μέτρων που να αντιμετωπίζουν πραγματικά το πρόβλημα της βίας στην Κυπριακή κοινωνία. Τέλος, στην προκείμενη περίπτωση, η ΚΙΣΑ καλεί το κράτος να προβεί σε πλήρη, αντικειμενική και ανεξάρτητη έρευνα αναφορικά με τις ευθύνες του ίδιου τους κράτους και των θεσμών και φορέων του γενικότερα, σε ότι αφορά τη δολοφονία της άτυχης μετανάστριας και του παιδιού της έτσι ώστε να αναδειχθεί κατά πόσο πράξεις ή παραλείψεις τους οδήγησαν τελικά για ακόμα μια φορά στην έσχατη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως και στην υπόθεση της Oxana Ranchev για την υπόθεση της οποίας η Κύπρος έχει ήδη καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.