ga('send', 'pageview');

Medical_Confidentiality

 

Αρ. Φακ.: Α.Κ.Ρ 69/2010           

Λευκωσία, 16 Ιουνίου 2010

 

Έκθεση Αρχής κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων αναφορικά με την έκδοση διατάγματος κράτησης και απέλασης υπηκόου χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος είναι φορέας του ιού HIV

 

Αντικείμενο Καταγγελίας – Έρευνα

 

[1]. Ο κ. A. W., με επιστολή που παραλήφθηκε στις 27 Μαΐου 2010, υπέβαλε στο Γραφείο μου καταγγελία, εκ μέρους του συντρόφου του, κ. J. M., Βρετανού υπηκόου με καταγωγή από την Τανζανία, σε σχέση με την έκδοση διατάγματος απέλασης του τελευταίου, από τον Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών. Kατά την πορεία εξέτασης της καταγγελίας ο κ. W. διευκρίνισε ότι ο ίδιος είναι συνταξιούχος και διαμένει στην Κύπρο τα τελευταία έξι, περίπου, χρόνια έχοντας αποκτήσει δική του περιουσία στο νησί. Με τον κ. M. διατηρούν σταθερό δεσμό εδώ και εννέα χρόνια.

[2]. Κατά την υποβολή της καταγγελίας, ο κ. J. M., εξέτιε, σύμφωνα με το περιεχόμενο της σχετικής επιστολής, ποινή φυλάκισης ενός μηνός για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης και η ημερομηνία απόλυσής του ήταν η 27η Μαΐου 2010. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, στις 25 Μαΐου 2010, αστυνομικοί της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, μετέβησαν στην οικία του, όπου διέμενε με τον κ. J. M. και παρέλαβαν το διαβατήριο του τελευταίου, πληροφορώντας τον καταγγέλλοντα ότι ο κ. M. επρόκειτο να απελαθεί επειδή, όπως υποστηρίχθηκε από τους αστυνομικούς, είναι ασθενής του ιού AIDS. Η νομιμότητα της απόφασης για απέλαση του κ. M., αμφισβητείται μέσω της καταγγελίας δεδομένο ότι, όπως αναφέρεται, ο κ. M. έχει διαγνωσθεί θετικός στον ιό HIV αλλά δεν έχει, μέχρι σήμερα, νοσήσει με AIDS.

Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης του ο καταγγέλλων, μέσω των δικηγόρων του κκ. G. Kouzalis LLC, έθεσε υπόψη μου Ιατρική Έκθεση ημερομ. 26 Μαΐου 2010 από νοσοκομείο του Λονδίνου όπου ο κ. M. νοσηλεύτηκε τον Αύγουστο του 2009. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της Έκθεσης ο κ. M. έχει, όντως, διαγνωστεί, το 2004, θετικός στον ιό HIV. Στην Έκθεση αναφέρεται, εντούτοις, ότι, ο κ. M., ουδέποτε είχε οποιοδήποτε σύμπτωμα της νόσου AIDS και επειδή ο ιός ελέγχεται με φαρμακευτική αγωγή, ο ίδιος σε καμία περίπτωση δεν θεωρείται, σύμφωνα με τον γιατρό που υπογράφει την Έκθεση, «απειλή για τον πληθυσμό της Κύπρου» [1].  Αναφέρεται, περαιτέρω ότι, άτομα που λαμβάνουν σταθερά αντιρετροϊκή θεραπεία (όπως ο ενδιαφερόμενος) δεν θεωρούνται, κατά γενική ομολογία, μολυσματικά [2]. Η  πιο πάνω Ιατρική Έκθεση η οποία επισυνάπτεται ως Παράτημα Ι, τέθηκε υπόψη και της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με επιστολή των δικηγόρων του καταγγέλλοντα ημερομ. 27 Μαΐου 2010.

[3]. Αμέσως μετά τη λήψη του παραπόνου, με επιστολή ημερομ. 27 Μαΐου 2010, ζήτησα από τον Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών να ανασταλεί η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης, μέχρι την ολοκλήρωση της έρευνάς μου, η οποία ξεκίνησε με τη λήψη της καταγγελίας. Σε απάντηση των πιο πάνω, ενημερώθηκα, με επιστολή του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών ημερομ. 27 Μαΐου 2010, για το ότι το διάταγμα απέλασης που είχε, όντως, εκδοθεί στις 26 Μαΐου 2010 εναντίον του κ. M. ανεστάλη, σε αναμονή της ολοκλήρωσης της παρούσας έρευνας.

[4]. Στα πλαίσια της διερεύνησης του παραπόνου, εξασφαλίστηκε, στις 28 Μαΐου 2010 και μελετήθηκε το περιεχόμενο του σχετικού φάκελος του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

 

Γεγονότα

 

[5]. Σύμφωνα με σχετική επιστολή ημερομ. 25 Μαΐου 2010, του Υπεύθυνου ΥΑΜ Αμμοχώστου προς τον Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, ο κ. J. M., Βρετανός υπήκοος, ήλθε στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 2010 και από τότε, συζούσε με τον κ. A. W., επίσης Βρετανό υπήκοο, στο Παραλίμνι. Στην επιστολή αναφέρεται ότι ο κ. M. «πάσχει από το σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας HIV-AIDS.»

[6]. Στις 26 Απριλίου 2010, ο κ. M. καταγγέλθηκε από μέλη της Τροχαίας Αμμοχώστου για υπόθεση οδήγησης κατά την οποία η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή του υπερέβαινε το καθορισμένο όριο και στις 28 Απριλίου 2010 παρουσιάστηκε, για την υπόθεση αυτή, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου. Αφού παραδέχθηκε ενοχή στο πιο πάνω αδίκημα, το Δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης ενός μηνός και στέρηση της άδειας οδηγού του για 30 μέρες από την 1η Ιουνίου 2010. Ο κ. M. οδηγήθηκε στις Κεντρικές Φυλακές για έκτιση της ποινής του.

[7]. Με την πιο πάνω επιστολή του, ο Υπεύθυνος ΥΑΜ Αμμοχώστου εισηγήθηκε στον Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης όπως εκδοθεί διάταγμα απέλασης εναντίον του κ. M.. Στην τελευταία παράγραφο της επιστολής αναφέρονται, συγκεκριμένα, τα πιο κάτω:

«… Ενόψει του γεγονότος ότι ο αλλοδαπός υποφέρει από μεταδοτική ή μολυσματική ασθένεια και θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(γ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, θεωρείται απαγορευμένος μετανάστης. Ως εκ τούτου γίνεται εισήγηση όπως εναντίον του αλλοδαπού εκδοθεί διάταγμα απέλασής του ούτως ώστε να γίνει κατορθωτή η απέλασή του μετά την αποφυλάκισή του.

          Το διαβατήριο του αλλοδαπού σας αποστέλλεται…»

[8]. Στην πιο πάνω επιστολή επισυνάπτονται αντίγραφο του διαβατηρίου του κ. M., του κατηγορητηρίου και της έκθεσης γεγονότων σχετικά με το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε και ιατρικές βεβαιώσεις τις οποίες υπογράφει η Ιατρικός Λειτουργός των Κεντρικών Φυλακών. Σύμφωνα με αυτές ο κ. M. «πάσχει από το σύνδρομο της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (HIV-AIDS).»

[9]. Σύμφωνα με Σημείωμα της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομ. 26 Μαΐου 2010, το οποίο περιλαμβάνεται στο σχετικό φάκελο του Τμήματος, κ. M., θεωρήθηκε ως ανεπιθύμητος μετανάστης με βάση τις παραγράφους (δ) και (γ) του άρθρου 6(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105) «…λόγω της σοβαρότητας του/των αδικήματος/των για το/τα οποίο/α αυτός καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης.» Στο Σημείωμα αναφέρονται, επιπλέον, τα ακόλουθα:

«…Τα ίδια δεδομένα σε συνδυασμό με τις ενέργειές του καταδεικνύουν ότι αυτός αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας.

      Λαμβανομένου, τέλος υπόψη ότι αυτός δεν έχει κανένα δεσμό με τη Δημοκρατία και ότι η οικογένειά του μένει στην Βρετανία, η περίπτωσή του εμπίπτει στην κατηγορία που καλύπτει και το άρθρο 35 του Ν. 7(Ι)/2007, κατά συνέπεια να εκδοθούν διατάγματα απέλασης/κράτησης εναντίον του. Η επανείσοδός του στη Δημοκρατία απαγορεύεται για τα επόμενα 10 χρόνια.»

[10]. Στις 26 Μαΐου 2010, ο Γενικός Διευθυντής Υπουργείου Εσωτερικών, εξέδωσε εναντίον του κ. M. διατάγματα κράτησης και απέλασης. Το αιτιολογικό του διατάγματος απέλασης παρατίθεται αυτούσιο:

«Επειδή ο J. P. M. υπήκοος Βρετανία, έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης, και

Επειδή ο προαναφερόμενος:

  1. Θεωρήθηκε από τη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (δ, γ) του άρθρου 6(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε μέχρι το 2009,
  2. αποφασίστηκε η απέλασή του δυνάμει του άρθρου 35 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 ως παρεπόμενο μέτρο της καταδίκης του σε φυλάκιση, και
  3. κρίθηκε ότι εξακολουθεί να αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας,

Για το σκοπό αυτό, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε μέχρι το 2007 και το άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι όποιες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε μένα, εγώ ο Γενικός Διευθυντής με το παρόν διάταγμα διατάσσω όπως ο J. P. M. απελαθεί στην Βρετανία και αναχωρήσει από τη Δημοκρατία το συντομότερο δυνατό και στη συνέχεια να παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας…»

Σύμφωνα με το διάταγμα κράτησης, ο κ. M. θα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την απέλασή του. Με βάση, δε, οδηγίες του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στο Κατάλογο απαγορευμένων προσώπων (Stop-List).

[11]. Με επιστολή ημερομ. 26 Μαΐου 2010, του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ο κ. M. πληροφορείται για τα πιο πάνω: Συγκεκριμένα, στην επιστολή αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«…You are hereby informed that you are an illegal immigrant by virtue of paragraph (d) and (c) Section 1, Article 6 of Aliens and Immigration Law, Chapter 105 as amended until 2009 and it has been decided to deport you from the Republic of Cyprus following your conviction to imprisonment in accordance also with Article 35 of the Right of Union Citizens and their Family Members to Move and Reside Freely within the Territory of the Republic of Cyprus Law of 2007, since it was considered that your personal conduct represents a genuine, present and sufficient serious threat affecting the public and legal order and public health of the Republic.

Consequently [your temporary residence permit/migration permit has been revoked] and I have proceeded with the issue of deportation and detention orders dated 26/05/2010 against you. Your deportation to the Republic of British will take place immediately after you have served your imprisonment sentence and until then you will remain in custody for the reasons mentioned above.

Your re-entry into Cyprus after your deportation is forbidden for the next 10 years from the date of deportation.

You have the right to file a recourse against the decision for your deportation before the Supreme Court of Cyprus in accordance with Article 146 of the Constitution of the Republic within 72 days from the date of receipt of this letter…»

[12]. Όπως έχω πληροφορηθεί από τους Δικηγόρους του κ. M., αυτός αφέθηκε ελεύθερος από τα Αστυνομικά Κρατητήρια Λευκωσίας στις 11 Ιουνίου 2010, για λόγους που δεν διευκρινίστηκαν από την αρμόδια αρχή.

 

Νομοθετικό Πλαίσιο

 

[13]. Το δικαίωμα κάθε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών της Ένωσης αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα των Ευρωπαίων πολιτών [3].  Ο περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμος του 2007(Ν7(Ι)/2007), καθορίζει τους όρους και τις διατυπώσεις που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν ελεύθερα και να διαμένουν ή να διαμένουν μόνιμα στην Δημοκρατία, όπως και τους περιορισμούς που δύναται να επιβάλλονται στα δικαιώματα αυτά για λόγους δημόσιας τάξης, ασφάλειας και υγείας. Ο νόμος υιοθετήθηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004.

[14]. Οι βασικές αρχές που διέπουν το πρωτογενές και ατομικό δικαίωμα κάθε πολίτη της Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, όπως αυτές διαλαμβάνονται στο Προοίμιο της Οδηγίας, έχουν αναπτυχθεί σε προηγούμενη σχετική με το θέμα Έκθεσή μου ημερομ. 25 Ιουλίου 2008 (αρ. φακ.: Α.Κ.Ρ 87/2008), η οποία τέθηκε υπόψη της αρμόδιας αρχής. Για το λόγο αυτό δεν κρίνω σκόπιμο να τις επαναλάβω και στην παρούσα Έκθεση.

[15]. Το Κεφάλαιο VI (άρθρα 27-33) της Οδηγίας, αναφέρεται στους περιορισμούς του δικαιώματος εισόδου και του δικαιώματος διαμονής για λόγους δημόσιας τάξης, ασφάλειας ή υγείας.  Παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενο συγκεκριμένων διατάξεων από το κεφάλαιο αυτό:

«27(1). Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν περιορισμούς στην ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση των λόγων αυτών για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.

(2). Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου. Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ’ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.

Η προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αιτιολογίες που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της υπόθεσης ή στηρίζονται σε εκτιμήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές.

28(1). Πριν λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, το κράτους μέλος υποδοχής λαμβάνει υπόψη εκτιμήσεις όπως η διάρκεια παραμονής του αφορώμενου ατόμου στην επικράτειά του, η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του, η οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, η κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στο κράτος μέλος υποδοχής και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής.

29(1). Οι μόνες ασθένειες που δικαιολογούν μέτρο περιοριστικό της ελευθερίας κυκλοφορίας, είναι οι ασθένειες που εγκλείουν κίνδυνο επιδημίας, όπως ορίζονται στις οικείες πράξεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, καθώς και άλλες λοιμώδεις νόσοι ή μεταδοτικές παρασιτικές ασθένειες, εφόσον αποτελούν, στο κράτος μέλος υποδοχής, αντικείμενο διατάξεων προστασίας εφαρμοστέων στους ημεδαπούς.

(2). Οι ασθένειες που επέρχονται περισσότερο από τρείς μήνες μετά την ημερομηνία άφιξης, δεν δικαιολογούν την απέλαση από την επικράτεια.

33(1). Το κράτος μέλος υποδοχής δύναται να εκδίδει αποφάσεις απέλασης ως ποινή ή ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή κράτησης, μόνον εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις των άρθρων 27, 28 και 29.»    

[16]. Το άρθρο 30 της Οδηγίας αναφέρεται στην υποχρέωση έγγραφης και επακριβούς πληροφόρησης των ενδιαφερομένων, για κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 27(1), ενώ το άρθρο 31, διαλαμβάνει ρυθμίσεις σχετικές με τη διαφύλαξη του δικαιώματος πρόσβασης των ενδιαφερομένων σε δικαστικές ή και διοικητικές διαδικασίες προσφυγών για σκοπούς ελέγχου της νομιμότητας της απόφασης.

[17]. Οι περιορισμοί του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, όπως ορίζονται στη σχετική οδηγία, έχουν διατυπωθεί και στην εναρμονιστική νομοθεσία και, ειδικότερα, στο Μέρος VII αυτής (άρθρα 29-35).

[18]. Με βάση το άρθρο 6(1)(γ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105), «οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο πιστοποιήθηκε από γιατρό ότι υποφέρει από μεταδοτική ή μολυσματική ασθένεια η οποία, κατά τη γνώμη του γιατρού, αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή το οποίο αρνείται να συμμορφωθεί με τις προϋποθέσεις οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδόθηκαν βάσει οποιουδήποτε νομοθετήματος για το συμφέρον της δημόσιας υγείας» είναι απαγορευμένος μετανάστης και δεν θα επιτρέπεται η είσοδός του στη Δημοκρατία.

Σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του ιδίου άρθρου, οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, χωρίς να του απονεμηθεί χάρη, έχει καταδικαστεί για φόνο ή ποινικό αδίκημα για το οποίο η ποινή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και το οποίο, λόγω των συναφών περιστάσεων, θεωρείται ως ανεπιθύμητος μετανάστης, είναι απαγορευμένος μετανάστης και δεν επιτρέπεται η είσοδός του στη Δημοκρατία.

 

Νομολογία Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ)

 

[19]. Όπως έχω υποδείξει στην προηγούμενη Έκθεσή μου σχετική με το υπό εξέταση θέμα, η δυνατότητα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των ευρωπαίων πολιτών και, ειδικότερα, της δυνατότητάς τους να απελαύνουν πολίτες της Ένωσης λόγω της διάπραξης ποινικών αδικημάτων, έχει απασχολήσει το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε σειρά υποθέσεων. Οι θέσεις του Δικαστηρίου έχουν διατυπωθεί σε αντίστοιχες αποφάσεις αναφορικά με την οδηγία 64/221/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, σχετικά με το συντονισμό των ειδικών μέτρων για τους αλλοδαπούς σε θέματα μετακίνησης και διαμονής, τα οποία υπαγορεύονται από λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, η οποία ίσχυε πριν την υιοθέτηση της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ. Το εύρος των εγγυήσεων που περιλαμβάνονταν στην προηγούμενη οδηγία, δεν μειώθηκε με κανένα τρόπο μέσω των ρυθμίσεων της νέας Οδηγίας 2004/38/ΕΚ.

[20]. Ενόψει της παρούσας καταγγελίας και επειδή, η καταδίκη του κ. M. σε ποινή φυλάκισης, αποτέλεσε έρεισμα για την απόφαση για απέλασή του, κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ και πάλι στην νομολογία αυτή, σύμφωνα με την οποία, οι προβλεπόμενες εγγυήσεις αναφορικά με την ελεύθερη κυκλοφορία απαιτούν ευρεία ερμηνεία ως προς το προσωπικό πεδίο εφαρμογής τους. Αντίθετα, οι περιορισμοί της απόλαυσης του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας, σχετικές με τη δημόσια τάξη, συνιστούν παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Η παρέκκλιση για λόγους δημόσιας τάξης πρέπει να ερμηνεύεται στενά και περιοριστικά, ενώ το περιεχόμενό της δεν μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από τα κράτη μέλη [4]. Κατά πάγια νομολογία, η εκ μέρους της εθνικής αρχής επίκληση της έννοιας της δημόσιας τάξεως προϋποθέτει την ύπαρξη κοινωνικής αναταραχής που συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, όπως και πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής θίγουσας θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας [5].

[21]. Στα πλαίσια αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με το κοινοτικό κεκτημένο, προηγούμενες καταδίκες δεν δικαιολογούν την αυτόματη λήψη μέτρων εναντίον ατόμου που να περιορίζουν το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας. Τα μέτρα που λαμβάνει ένα κράτος για λόγους δημόσιας τάξης ή ασφάλειας, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά παρά μόνο στο μέτρο κατά το οποίο, υπό τις περιστάσεις που οδήγησαν στη σχετική καταδίκη, προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή για τη δημόσια τάξη [6].

[22]. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι, οι εθνικές διατάξεις βάσει των οποίων τεκμαίρεται ότι οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών που τους έχει επιβληθεί ποινή για συγκεκριμένα εγκλήματα πρέπει να απελαύνονται, αντίκεινται στο κοινοτικό δίκαιο. Οι εθνικές αρχές οφείλουν, κατά την εξέταση του κατά πόσο τίθεται θέμα υπάρξεως προσωπικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή για τη δημόσια τάξη, να προβαίνουν σε δίκαιη στάθμιση των υφιστάμενων νομίμων συμφερόντων τηρουμένων των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες εθνικές αρχές επιβάλλεται να λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη νομική κατάσταση των προσώπων που υπόκεινται στο κοινοτικό δίκαιο και τον θεμελιώδη χαρακτήρα της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Επιβάλλεται, επιπρόσθετα, η ανάγκη τήρησης της αρχής της αναλογικότητας προκειμένου να κριθεί αν ο σκοπούμενος περιορισμός είναι ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό, της προστασίας, δηλαδή, της δημόσιας τάξης. Πρέπει, για το σκοπό αυτό, να λαμβάνεται υπόψη η φύση και η βαρύτητα του διαπραχθέντος από τον ενδιαφερόμενο εγκλήματος, η διάρκεια της διαμονής του στο κράτος μέλος υποδοχής, το χρονικό διάστημα που παρήλθε από τη διάπραξη του εγκλήματος και η οικογενειακή κατάσταση του ενδιαφερόμενου [7].

[23]. Παραβίαση του κοινοτικού δικαίου συνιστά και η εφαρμογή επί των πολιτών της Ένωσης γενικές ρυθμίσεις που αφορούν αλλοδαπούς και που καθιστούν δυνατή την αυτόματη σύνδεση μεταξύ ποινικής καταδίκης και του μέτρου της απομακρύνσεως [8].

[24]. Σημειώνω, τέλος, ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να παρέχεται στα πρόσωπα κατά των οποίων εκδίδεται απόφαση για απέλαση, η εγγύηση του εξαντλητικού ελέγχου της νομιμότητας καθώς και της σκοπιμότητας του σκοπούμενου μέτρου ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική προστασία των ατόμων αυτών [9].

 

Συμπεράσματα

 

[25]. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο κ. M. καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ενός μηνός για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης. Με βάση τη δικαστική αυτή απόφαση, αποφασίστηκε η απέλασή του, ως παρεπόμενο μέτρο της καταδίκης του σε φυλάκιση, έχοντας κριθεί ότι η προσωπική του συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας. Επιπρόσθετα, ο κ. M., θεωρήθηκε, από τη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ως απαγορευμένος μετανάστης ενόψει τόσο της καταδίκης του σε ποινή φυλάκισης [άρθρο 6(1)(δ), Κεφ. 105], όσο και της πιστοποίησης από γιατρό ότι αυτός πάσχει από το σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (HIV-AIDS) [άρθρο 6(1)(γ), Κεφ. 105].

[26]. Υπό το φως των πιο πάνω και συνεκτιμώντας το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο και τη νομολογία του ΔΕΚ που αφορά στους περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των Ευρωπαίων πολιτών, θεωρώ ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής για απέλαση του κ. M. για λόγους δημοσίας τάξης, δεν συνάδει με το κοινοτικό δίκαιο και τη σχετική εγχώρια νομοθεσία, ούτε και με την νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

[27]. Η αρμόδια αρχή κατέληξε στο ότι η προσωπική συμπεριφορά του κ. M. συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας. Παρόλα αυτά, είναι αξιοσημείωτο ότι ο σχετικός φάκελος της υπηρεσίας δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η εμπλεκόμενη αρχή, πριν τη λήψη της απόφαση για απέλαση, προέβη σε ουσιαστική εκτίμηση της περίπτωσης του ενδιαφερόμενου ώστε να διαπιστώσει κατά πόσο η προσωπική του συμπεριφορά συνιστούσε όντως τέτοια απειλή. Η σχετική κοινοτική Οδηγία περιλαμβάνει σαφείς ρυθμίσεις αναφορικά με το σκεπτικό που η αρμόδια αρχή οφείλει να ακολουθήσει ώστε να στοιχειοθετήσει την απόφασή της για απέλαση και διευκρινίζει ρητά ότι εκτιμήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές. Ειδικότερα, η Οδηγία προβλέπει ότι, κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πέραν του ότι πρέπει να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του επηρεαζόμενου προσώπου, πρέπει και να συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας. Η απέλαση του κ. M. και ο χαρακτηρισμός του ως «απαγορευμένος μετανάστης», έχω την άποψη ότι φαντάζει εξαιρετικά δυσανάλογη συνέπεια της καταδίκης του σε ένα, μόνο, μήνα φυλάκισης για το συγκεκριμένο αδίκημα στο οποίο καταδικάστηκε.

[28]. Στη προκειμένη περίπτωση είναι προφανές ότι η απόφαση για απέλαση προέκυψε αυτόματα και στηρίχθηκε μόνο στην προηγούμενή του καταδίκη σε ένα μήνα φυλάκισης, χωρίς να προκύπτουν στοιχεία τα οποία να στοιχειοθετούν ότι η  προσωπική του συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.  Το γεγονός αυτό συνιστά παραβίαση των εγγυήσεων της οδηγίας η οποία προβλέπει ρητά ότι προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ’ εαυτών λόγους για τη λήψη περιοριστικών του δικαιώματος της ελεύθερης διακίνησης μέτρων. Επιπλέον, δεν προβάλλονται εξειδικευμένοι λόγοι δημόσιας τάξης από την αρμόδια αρχή. Αντίθετα, η επίκληση της δημόσιας τάξης παρατίθεται με γενικό τρόπο και, εν πάση περιπτώσει, δεν εξειδικεύεται ο λόγος για τον οποίο η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου ενδιαφερόμενου συνιστά σοβαρή και ενεστώσα απειλή για τη δημόσια τάξη, αλλά ούτε και το είδος της απειλής αυτής.

[29]. Όπως διαφαίνεται από το λεκτικό του σχετικού Σημειώματος της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η αρμόδια αρχή, πριν καταλήξει στην απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης, έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι ο κ. M. «…δεν έχει κανένα δεσμό με τη Δημοκρατία και ότι η οικογένειά του μένει στη Βρετανία». Τα στοιχεία του φακέλου δεν καταδεικνύουν τη διενέργεια οποιασδήποτε έρευνας, τα πορίσματα της οποίας να δικαιολογούν την πιο πάνω διαπίστωση. Σε κάθε περίπτωση, η αρμόδια αρχή δεν φαίνεται να έχει συνεκτιμήσει στην απόφασή της το γεγονός ότι ο εμπλεκόμενος διατηρεί μακροχρόνια σχέση με Ευρωπαίο πολίτη, ο οποίος έχει τη μόνιμή του διαμονή στην Κύπρο. Η παράλειψη στάθμισης της σημαντικής αυτής παραμέτρου, θεωρώ ότι καθιστά ατεκμηρίωτο το συμπέρασμα της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το οποίο, ο κ. M. «δεν έχει κανένα δεσμό με τη Δημοκρατία».

[30]. Είναι επίσης αμφίβολο κατά πόσο η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την αρμόδια αρχή, υπήρξε ουσιαστικά συμβατή με τις ρυθμίσεις της Οδηγίας που προβλέπουν την ανάγκη για δέουσα και επακριβή ενημέρωση των περιοριστικών του δικαιώματος ελεύθερης διακίνησης αποφάσεων, όπως και με τις προβλεπόμενες εγγυήσεις αμφισβήτησης της απόφασης για απέλαση από μέρους του ενδιαφερόμενου. Δεν διαπιστώνεται με σαφήνεια κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση του περιεχομένου της επιστολής που απευθύνεται σε αυτόν και που τον πληροφορεί για την απόφαση απέλασης, ώστε να είναι σε θέση να ενεργοποιήσει αποτελεσματικά τα σχετικά ένδικα μέσα εναντίον της απόφασης αυτής. Διευκρινίζω ότι η επιστολή ενημέρωσής του φέρει ημερομ. 26 Μαΐου 2010, μέρα κατά την οποία ο κ. M. βρισκόταν στις Κεντρικές Φυλακές και μία μέρα πριν την έναρξη της κράτησής του στα κρατητήρια για σκοπούς απέλασης. Δεδομένου ότι το διαβατήριό του βρισκόταν στην κατοχή των αρμόδιων αρχών, στην περίπτωση που δεν είχε επιτευχθεί η αναστολή της απόφασης για απέλαση, αυτή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί άμεσα, γεγονός που θα καθιστούσε ουσιαστικά ανενεργό το δικαίωμά του για προσφυγή.

[31]. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι, πέρα από τους γενικά και μη εξατομικευμένα διατυπωμένους λόγους δημοσίας τάξεως, η απέλαση του κ. M. στηρίχθηκε και σε λόγους δημόσιας υγείας, στα πλαίσια του άρθρου 6(1)(γ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105). Ειδικότερα, φαίνεται ότι η κατάσταση της υγείας του κ. M., όπως αυτή πιστοποιήθηκε από τη γιατρό των Φυλακών, θεωρήθηκε ότι συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια υγεία στο βαθμό που να δικαιολογείται η απέλασή του.

[32]. Στην παρούσα περίπτωση, η πιο πάνω ιατρική πιστοποίηση δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά στις θέσεις της γιατρού αναφορικά με τους κινδύνους που η κατάσταση της υγείας του κ. M. εγκυμονεί για τη δημόσια υγεία. Το συμπέρασμα για τον κίνδυνο της δημόσιας υγείας δεν προέκυψε από το γιατρό που πιστοποίησε την κατάσταση της υγείας του κ. M. αλλά από τον υπεύθυνο της ΥΑΜ Αμμοχώστου. Το γεγονός αυτό καθιστά προβληματική την εφαρμογή της υπό αναφορά διάταξης του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, αφού αυτή προϋποθέτει την ουσιαστική τοποθέτηση του γιατρού που προβαίνει στην πιστοποίηση, ως προς την επικινδυνότητα που, κατά τη γνώμη του, ενέχει η συγκεκριμένη νόσος για τη δημόσια υγεία. Είναι, επίσης, παράδοξο το γεγονός ότι, η ιατρική γνωμάτευση του γιατρού Νοσοκομείου στο Λονδίνο, σύμφωνα με την οποία ο κ. M. δεν θεωρείται «απειλή για τον πληθυσμό της Κύπρου», δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη από την αρμόδια αρχή, αφρού η απόφαση για απέλαση παραμένει.

[33]. Σε κάθε περίπτωση η πιο πάνω διάταξη περιλαμβάνεται στην νομοθεσία που τυγχάνει εφαρμογής σε υπηκόους τρίτων χωρών. Δεδομένου ότι ο ενδιαφερόμενος είναι Ευρωπαίος πολίτης, κρίσιμη είναι η συναφής με τη δημόσια υγεία διάταξη που περιλαμβάνεται στο σχετικό με την ελεύθερη κυκλοφορία των Ευρωπαίων πολιτών νόμο [10]. Το άρθρο 31(1) [11] του νόμου, επιτρέπει τη λήψη περιοριστικών μέτρων στο δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας, στις περιπτώσεις λοιμωδών νόσων και μεταδοτικών ασθενειών «εφόσον αποτελούν, στη Δημοκρατία, αντικείμενο διατάξεων προστασίας που εφαρμόζονται στους πολίτες της Δημοκρατίας». Σύμφωνα, δηλαδή, με το κοινοτικό δίκαιο, η λήψη περιοριστικών μέτρων στο δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στην περίπτωση Ευρωπαίου πολίτη που πάσχει από μεταδοτική ασθένεια, δικαιολογείται για σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας, μόνο στην περίπτωση που και οι ημεδαποί υπόκεινται σε συγκεκριμένα μέτρα προστασίας από τη συγκεκριμένη νόσο. Η απουσία εσωτερικών μέτρων εφαρμοστέων στους ημεδαπούς σε σχέση με τον ιό HIV και την ασθένεια του AIDS, καθιστά  οποιονδήποτε περιορισμό του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας ενός Ευρωπίου πολίτη, παράβαση του κοινοτικού δικαίου.

[34]. Πέρα από τους προβληματισμούς που εγείρονται αναφορικά με τη νομιμότητα της έκδοσης του διατάγματος απέλασης και παρά τον τερματισμό της κράτησης του εμπλεκόμενου, θα πρέπει να αναφερθούν και οι συνέπειες που είχε στον ίδιο η εκτέλεση του διατάγματος κράτησής του για όσο χρονικό διάστημα αυτή διήρκησε. Το γεγονός ότι ο κ. M. είναι φορέας του ιού HIV και ότι λαμβάνει συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή δεν αμφισβητείται. Δεδομένου ότι οι προσωπικές του συνθήκες τον καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτο, ο περιορισμός της ελευθερίας του σε συνθήκες κρατητηρίων (Αστυνομικά Κρατητήρια Λευκωσίας-Block 10), τα οποία κατά γενική ομολογία είναι υπερπλήρη -δεδομένης της μακρόχρονης κράτησης υπό απέλαση υπηκόων, κυρίως, τρίτων χωρών- έθεσε, καταρχήν, σε κίνδυνο την υγεία του. Επιπλέον, οι καθημερινές συνθήκες διαβίωσής του, η απουσία εξειδικευμένης και τακτικής ιατρικής παρακολούθησής του και, πολύ πιθανόν, η αδυναμία λήψης της ειδικής φαρμακευτικής του αγωγής, θεωρώ ότι προκάλεσαν τέτοια συναισθήματα αγωνίας στον ίδιο, στο βαθμό μου πλήγηκε η ανθρώπινή του αξιοπρέπεια και δημιουργήθηκαν συνθήκες απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισής του.

[35]. Για τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι οι χειρισμοί της αρμόδιας αρχής στην  περίπτωση του παραπονούμενου δεν ανταποκρίνονται στις κοινοτικές και το εθνικές ρυθμίσεις αναφορικά με το δικαίωμα των Ευρωπαίων πολιτών να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα σε κράτη μέλη της Ένωσης. ‘Όπως, δε έχει προαναφερθεί, το θέμα των παρεκκλίσεων στις οποίες, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, δύναται να υποβληθεί το πιο πάνω δικαίωμα, έχει αποτελέσει αντικείμενο και προηγούμενης Έκθεσης του Γραφείου μου. Μετά την υποβολή της Έκθεσης αυτής, τέθηκε υπόψη μου αντίγραφο εγκυκλίου του Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ημερομ. 8 Δεκεμβρίου 2009, η οποία απευθύνεται στους Υπεύθυνους Επαρχιακών Κλιμακίων Υ.Α.Μ. Η εγκύκλιος περιλαμβάνει οδηγίες αναφορικά με τον τρόπο δράσης του προσωπικού των Κλιμακίων σε σχέση με τους Ευρωπαίους πολίτες, ώστε ένα εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή της Οδηγάς 2004/38/ΕΚ. Λυπούμαι, δε, να παρατηρήσω ότι, στην προκειμένη περίπτωση, οι χειρισμοί του εμπλεκόμενου Κλιμακίου της ΥΑΜ, βρίσκονται εκτός του πνεύματος της πιο πάνω εγκυκλίου, αφού: (α). δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ της βαρύτητας του αδικήματος που διεπράχθη και του επιβληθέντος μέτρου της απέλασης, (β). δεν είναι καθόλου πειστικός ο τρόπος με τον οποίο θεωρήθηκε ότι η συμπεριφορά του εμπλεκόμενου προσέβαλε τη δημόσια τάξη και (γ). δεν συνεκτιμήθηκε η μακρόχρονη σχέση του ενδιαφερόμενου με τον ομόφυλο Ευρωπαίο σύντροφό του που διαμένει μόνιμα στην Κύπρο.

[36]. Για τους πιο πάνω λόγους, υποβάλλω την παρούσα Έκθεση στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. Εισήγησή μού όπως εξεταστεί, άμεσα, το ενδεχόμενο ανάκλησης του διατάγματος απέλασης του ενδιαφερόμενου και αφαίρεσης του ονόματός από τον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων (stop list). Γενικότερη εισήγησή μου προς τον Γενικό Διευθυντή αναφορικά με το θέμα, είναι όπως προβεί σε επιπλέον ενέργειες ώστε να διασφαλιστεί ότι, στο μέλλον, οι περιπτώσεις που αφορούν στη λήψη περιοριστικών του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης μέτρων, θα τυγχάνουν χειρισμού υπό το φως των όσων αναφέρω ανωτέρω και στο πνεύμα των όσων επιτάσσει το κοινοτικό δίκαιο στο σύνολό του.

 

Ηλιάνα Νικολάου

Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 

Υποσημειώσεις και Παραπομπές:


[1] Ελεύθερη μετάφραση από το αρχικό κείμενο στα Αγγλικά σύμφωνα με το οποίο: … He has never had an AIDS event, and because his virus is controlled medication I would not regret him in any sense as a ‘threat to the population of Cyprus’. …”

[2] Ελεύθερη μετάφραση από το αρχικό κείμενο στο Αγγλικά σύμφωνα με το οποίο: Individuals who are stable on antiretroviral therapy are in the general sense no longer considered infectious.”

[3] Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής  Ένωσης, Άρθρο 45.

[4] Αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 1975, 36/75, Rutili, Συλλογή τόμος 1975, σ. 367, σκέψη 27.

[5] Σημείωση 4, σκέψη 28.

[6] Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, 50/06, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου των Κάτων Χωρών, σκέψη 41.

[7] Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, 482/01 και 493/01, Ορφανόπουλου και Oliveri, σκέψεις 90-100.

[8] Σημείωση 6, σκέψη 51

[9] Σημείωση 7, σκέψη 110-116

[10] Ν.7(Ι)/2007.

[11] Αντίστοιχο άρθρο 29(1), Οδηγίας 2004/38/ΕΚ.

 

blood

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!