ga('send', 'pageview');

Trafficking-1

 

Αρ. Φακ.: Α/Π 935/2010 και Α/Π 893/2011

Λευκωσία, 14 Ιουλίου 2011

 

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ

ΓΙΑ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΒΙΑΣ

 

Τομέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Προϊστάμενος:  Άριστος Τσιάρτας

Ερευνών λειτουργός:  Νάσια Διονυσίου

 

Ι. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΕΥΝΑΣ – ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

 

1. Η κ. Κ.Μ., με επιστολή ημερομηνίας 23 Απριλίου 2010, κατήγγειλε στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως κενά, ελλείψεις και παραλείψεις στο χειρισμό, από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, των θυμάτων βιασμού.  Υποστήριξε, ειδικότερα, ότι όταν η ίδια, ως θύμα βιασμού, αποτάθηκε σε κρατικό νοσηλευτήριο για περίθαλψη δεν έλαβε την αναγκαία, για την επούλωση των τραυμάτων της και την αντιμετώπιση των κινδύνων στους οποίους είχε εκτεθεί, ιατρική φροντίδα, αλλά ούτε και την απαραίτητη ψυχολογική στήριξη, για να ανταπεξέλθει συναισθηματικά στο τραυματικό γεγονός που είχε βιώσει.

Συγκεκριμένα, η παραπονούμενη, κατά το Μάρτιο του 2010, υπέστη βιασμό και σωματική κακοποίηση από άγνωστο πρόσωπο που είχε διαρρήξει το διαμέρισμά της.  Αφού κατήγγειλε το περιστατικό στην Αστυνομία, μεταφέρθηκε, λίγες ώρες αργότερα, στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για ιατροδικαστική εξέταση.  Πέραν της αναγκαίας για τους σκοπούς της αστυνομικής έρευνας ιατρικής εξέτασης στην οποία υποβλήθηκε, της έγιναν ακτινογραφίες και της χορηγήθηκαν παυσίπονα και αντιφλεγμονώδη φάρμακα.  Δεν της παρασχέθηκε οποιαδήποτε άλλη προληπτική θεραπεία σε σχέση με τον κίνδυνο  σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων ή  εγκυμοσύνης, ούτε και παραπέμφθηκε για ψυχολογική στήριξη.

Με δική της πρωτοβουλία, η παραπονούμενη ξεκίνησε την επόμενη ημέρα τη λήψη αντιρετροϊικών φαρμάκων για πρόληψη του AIDS και της ηπατίτιδας.  Η φαρμακευτική αγωγή διήρκησε για μερικές εβδομάδες και ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή, αλλά μετά από προσωπική επαφή της παραπονούμενης με το διευθυντή ιδιωτικής κλινικής, τα φάρμακα της παρασχέθηκαν δωρεάν.  Ακολούθως, έπρεπε να υποβληθεί σε μοριακή εξέταση, ώστε να διαφανεί κατά πόσο είχε συμβεί ή όχι επιμόλυνσή της, κάτι που και πάλι έγινε δωρεάν από Καθηγητή Βιολογίας, μετά από παρεμβάσεις του φιλικού της κύκλου.  Τα αποτελέσματα της εξέτασης ήταν αρνητικά, αλλά, λίγες ημέρες αργότερα η παραπονούμενη πληροφορήθηκε ότι ο κατηγορούμενος ως δράστης του βιασμού της διαγνώστηκε να είναι φορέας στελέχους ηπατίτιδας Β, που δεν μπορούσε να αποφευχθεί από τα αντιρετροϊικά φάρμακα τα οποία είχε λάβει, ούτε να ανιχνευτεί από τη μοριακή εξέταση στην οποία είχε υποβληθεί.  Έτσι, αναγκάστηκε να ξεκινήσει νέα σειρά εμβολιασμών σε ιδιώτη, και πάλι, γιατρό και να λάβει ενέσιμα αντισώματα στις Πρώτες Βοήθειες.  Τέλος, η παραπονούμενη για την αντιμετώπιση του ψυχολογικού τραύματος το οποίο υπέστη, κατέφυγε σε ιδιώτη ψυχίατρο – ψυχοθεραπευτή.

2. Με επιστολή του Γραφείου μου, ημερομηνίας 21 Μαΐου 2010, τα πιο πάνω τέθηκαν υπόψη του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Υγείας, ώστε να τα σχολιάσει.  Του ζητήθηκε, επίσης, να μας ενημερώσει για τυχόν κανονισμούς ή διαδικασίες που εφαρμόζονται στο χειρισμό τέτοιων περιστατικών από τα κρατικά νοσηλευτήρια.  Με επιστολές, ημερομηνίας 15 Νοεμβρίου 2010 και 14 Φεβρουαρίου 2011, ο Γενικός Διευθυντής μου διαβίβασε τις απόψεις του Δρ. Σοφοκλή Σοφοκλέους, Βοηθού Διευθυντή Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, καθώς και του Δρ. Κώστα Αντωνιάδη, Διευθυντή Τμήματος Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας (ΤΑΕΠ).

Ειδικότερα, ο Δρ. Σοφοκλέους αναφέρει τα εξής: «Μετά την ιατροδικαστική εξέταση, εμείς ως Ιατροδικαστές συνιστούμε στα θύματα βιασμού να απευθύνονται στους αρμόδιους ιατρούς, όπως για παράδειγμα στο γυναικολόγο, στον αιματολόγο και στους ψυχολόγους.  Την ημέρα της ιατροδικαστικής εξέτασης δεν είναι χρήσιμο να ληφθούν βιοχημικές εξετάσεις, διότι, όπως είναι γνωστό, η εμφάνιση μεταδοτικών νοσημάτων χρειάζεται κάποιο χρονικό διάστημα, άρα η λήψη οποιωνδήποτε δειγμάτων δεν αποσκοπεί πουθενά».

Ο Δρ. Αντωνιάδης, σε σχέση με το σκέλος του παραπόνου που αφορά στο ΤΑΕΠ του Γ. Νοσοκομείου Λευκωσίας, αναφέρει ότι, «Ο ρόλος του Τμήματος μας εξαντλείται στην αντιμετώπιση πιθανόν τραυμάτων ή άλλων κακώσεων που παρουσιάζει ο/η κακοποιηθείς/είσαι.  Το τμήμα δεν έχει τη δυνατότητα συνταγογράφησης αντιρετροϊκών ή άλλων φαρμάκων, ούτε και την παρακολούθηση της ασθενούς πάνω σε συστηματική βάση.»  Επιπρόσθετα, σημειώνει: «Αναγνωρίζω την αναγκαιότητα ετοιμασίας ενός πρωτοκόλλου αντιμετώπισης παρόμοιων περιστατικών, αλλά μέχρι σήμερα δεν μας έχουν δοθεί οδηγίες από τις Ιατρικές Υπηρεσίες για τον τρόπο αντιμετώπισης τέτοιων περιστατικών, καθώς και ονόματα ατόμων ειδικών στον τομέα αυτό, στα οποία θα παραπέμπεται ο/η κακοποιηθείς/θείσα για περαιτέρω φαρμακευτική/ψυχολογική στήριξη».

Ενόψει των παραπάνω, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου ανέφερε στην απάντησή του προς το Γραφείο μου ότι, «έχουν ήδη δοθεί σαφείς οδηγίες προς τον Αναπληρωτή Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας όπως, σε συνεργασία με το Διευθυντή Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, προχωρήσουν άμεσα στην ετοιμασία Πρωτοκόλλου για την αντιμετώπιση των θυμάτων βιασμού». 

3. Εκτός από τις απόψεις του Υπουργείου Υγείας, ζητήθηκαν και οι θέσεις των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) επί του ζητήματος.  Στη δική της απάντηση, η Διευθύντρια ΥΚΕ καταγράφει τα εξής:

«Οι ΥΚΕ δεν είχαν οποιαδήποτε αναφορά από την Αστυνομία ή αίτημα της κ. Κ.Μ., προκειμένου να εμπλακούν στο χειρισμό της περίπτωσης.  Σημειώνεται ότι η αναφερόμενη δεν ήταν γνωστή προηγούμενα του προκείμενου περιστατικού στις ΥΚΕ, έτσι ώστε οι Υπηρεσίες να γνωρίζουν ότι δεν ήταν σε θέση να αναζητήσει βοήθεια και αυτεπάγγελτα να παρέμβουν.

Δεδομένου ότι δεν υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο, εκτός του γενικού πλαισίου του ποινικού κώδικα, που να υπαγορεύει παρέμβαση των ΥΚΕ και με στόχο τη διασφάλιση της αξιοπρέπειας και της αυτοδιάθεσης του ατόμου, η τακτική των Υπηρεσιών είναι να αναμένουν το αίτημα του ενήλικου θύματος για να παρέμβουν.  Ο χρόνος που τα ενήλικα θύματα μπορούν να ζητήσουν βοήθεια και στήριξη από τις Υπηρεσίες, μπορεί να είναι οποιαδήποτε στιγμή αυτά νιώσουν έτοιμα και επιθυμούν την εμπλοκή των ΥΚΕ.  Η συνεργασία μαζί τους ρυθμίζεται ως ακολούθως: κατά τις εργάσιμες ώρες επιλαμβάνεται ο Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών της περιοχής που διαμένει το παρουσιαζόμενο ενήλικο θύμα.  Εκτός των εργάσιμων ωρών εργασίας την εκάστοτε σχετική με το θέμα αναφορά χειρίζεται ο επί καθήκοντι Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών και την επόμενη εργάσιμη ημέρα την μεταβιβάζει στο Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών της περιοχής στην οποία διαμένει το αναφερόμενο θύμα, ο οποίος θα την χειριστεί περαιτέρω. 

Σε επικοινωνία της κ. Κ.Μ. με Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών, η αναφερόμενη ανέφερε ότι δεν επιθυμεί την επέμβαση των ΥΚΕ, καθότι δεν μπορεί να δεσμευτεί στο παρόν στάδιο σε συνεργασία με Λειτουργό των Υπηρεσιών.  Επιπρόσθετα, η κ. Κ.Μ. ανέφερε ότι έχει υποστηρικτικό δίκτυο και τυγχάνει στήριξης από ιδιώτη ψυχίατρο.  Η ποινική υπόθεση είναι ενώπιον του δικαστηρίου και η δικαστική διαδικασία είναι σε εξέλιξη.  Σύμφωνα με την ίδια, υπέβαλε το παράπονό της, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι υπάρχουν υποστηρικτικές υπηρεσίες για τα θύματα βίας.  Στην κ. Κ.Μ. δόθηκε ευκαιρία συνεργασίας και αριθμός τηλεφώνου των ΥΚΕ για να επικοινωνήσει οποιαδήποτε στιγμή το επιλέξει.»

4. Όμοιο αντικείμενο έχει και παράπονο που μου υποβλήθηκε πρόσφατα από την κ. Γ.Σ., Ρωσίδα υπήκοο, η οποία διαμένει και εργάζεται στην Κύπρο από το 2005, και η οποία τον Αύγουστο του 2007 υπέστη βιασμό από Κύπριο, με τον οποίο είχε βγει σε πρώτο ραντεβού.  Σύμφωνα με τα ιατρικά πιστοποιητικά που προσκομίστηκαν, ο βιασμός, ο οποίος ήταν πρωκτικός, προκάλεσε στην παραπονούμενη «μερικού βαθμού χαλάρωση του σφικτήρα», με ακράτεια κοπράνων και αερίων, με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις και να παραμείνει στο νοσοκομείο για 28 τουλάχιστον ημέρες.  Επιπρόσθετα, εξαιτίας του βιασμού της, η παραπονούμενη παρουσιάζει μέχρι και σήμερα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, για τα οποία παρακολουθείται από ιδιώτη νευρολόγο.  Οι δικαστικές διαδικασίες για καταδίκη του φερόμενου ως δράστη συνεχίζονται, χωρίς στο μεταξύ, η παραπονούμενη να έχει λάβει οποιαδήποτε οικονομική, κοινωνική ή ψυχολογική κρατική στήριξη, ως θύμα εγκληματικής ενέργειας ή ως θύμα σεξουαλικής βίας, με αποτέλεσμα, να στηρίζεται οικονομικά σε φιλικά της πρόσωπα και να αναγκάζεται να δουλεύει, παρά το γεγονός ότι η κατάσταση της υγείας της καθιστά κάτι τέτοιο ιδιαίτερα δύσκολο.

 

ΙΙ. Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΒΙΑΣ

 

5. Η σεξουαλική βία, όπως και κάθε μορφή βίας, αποτελεί τραυματική εμπειρία για κάθε άτομο που την βιώνει, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, καταγωγής ή κοινωνικού στρώματος.  Παράλληλα, συνιστά βάναυση προσβολή της αξιοπρέπειας, του δικαιώματος του προσώπου σε αυτοδιάθεση και της σωματικής, ψυχολογικής και σεξουαλικής του ακεραιτότητας, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια τη ζωή του.  Για το λόγο αυτό, η σεξουαλική βία παρουσιάζει διττό χαρακτήρα: Αφενός ως ένα σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο και πρόβλημα δημόσιας υγείας που χρήζει κοινωνικής αντιμετώπισης και παρέμβασης για τη στήριξη του θύματος και αφετέρου ως μια πράξη που εμπεριέχει παραβιάσεις σε ένα ευρύ φάσμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που επιβάλλει τη θεσμική προστασία του θύματος και των δικαιωμάτων του.  Ειδικότερα:

 

Η σεξουαλική βία ως απειλή κατά της δημόσιας υγείας

 

6. Όπως εύστοχα καταγράφει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), «η σεξουαλική βία συμβαίνει παντού: σε κάθε πολιτισμό, σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας και σε όλες τις χώρες του κόσμου.  Παράλληλα, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων είναι γυναίκες, σεξουαλική βία βιώνουν, επίσης, άντρες, καθώς και παιδιά και των δύο φύλων.  Συνεπώς, η σεξουαλική βία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα παγκόσμιο πρόβλημα, όχι μόνο υπό τη γεωγραφική έννοια, αλλά και με όρους ηλικίας και φύλου» [1].

Όπως, περαιτέρω, παρατηρεί ο ΠΟΥ, η σεξουαλική βία επηρεάζει δυσμενώς, σε σημαντικό βαθμό, την υγεία του πληθυσμού, αφού πέραν των σοβαρών τραυματισμών που σχετίζονται με αυτή, υπάρχουν και εξίσου σημαντικές ενδεχόμενες συνέπειες στην αναπαραγωγική και σεξουαλική υγεία, όπως ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, AIDS, αυξημένες πιθανότητες υιοθέτησης επικίνδυνων σεξουαλικών συμπεριφορών, καθώς και μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, συμπεριλαμβανομένων του συνδρόμου τραύματος από βιασμό, του συνδρόμου μετατραυματικού στρες και της κατάθλιψης.

Δεδομένων των παραπάνω, ο ΠΟΥ θεωρεί αναγκαία την ανάπτυξη συστημάτων ιατρο-νομικής φροντίδας που θα παρέχουν στα θύματα σεξουαλικής βίας περιεκτικές και προσαρμοσμένες στη διάσταση του φύλου υπηρεσίες υγείας.  Με τον τρόπο αυτό, τα θύματα θα στηρίζονται ώστε να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις στη σωματική και συναισθηματική τους υγεία και να αναρρώσουν από την εξαιρετικά οδυνηρή και τραυματική εμπειρία που βίωσαν.  Παράλληλα, θα διευκολύνεται η παραπομπή τους σε άλλες υπηρεσίες, τις οποίες ενδεχομένως στη συνέχεια θα χρειαστούν, όπως υπηρεσίες κοινωνικής ευημερίας ή νομικής αρωγής. Τέλος, μέσω των επαγγελματιών υγείας θα είναι δυνατή η συλλογή και καταγραφή αναγκαίων στοιχείων για την ενίσχυση της μαρτυρίας του θύματος ή για τον εντοπισμό, την ταυτοποίηση και την καταδίκη του δράστη.

Ο ΠΟΥ έχει διαπιστώσει ότι στα περισσότερα κράτη υπάρχει διάσταση μεταξύ των αναγκών για ιατρική φροντίδα που έχουν τα θύματα σεξουαλικής βίας και του υφιστάμενου επιπέδου υπηρεσιών υγείας που τους παρέχονται.  Για το λόγο αυτό έχει προχωρήσει στην έκδοση σχετικών κατευθυντήριων γραμμών, οι οποίες καθοδηγούν τόσο το σχεδιασμό ιατρικών και ιατροδικαστικών συστημάτων, όσο και τους ίδιους επαγγελματίες υγείας που εμπλέκονται στην παροχή φροντίδας στα θύματα σεξουαλικής βίας.   Μερικές από τις πιο βασικές αρχές που σχετίζονται με τα θέματα υγείας των θυμάτων είναι οι εξής:

i. Η υγεία και η ευημερία του ασθενή αποτελεί την πρωταρχική προτεραιότητα.  Η περιεκτική ιατρική φροντίδα θα πρέπει να καλύπτει τα ακόλουθα: σωματικά τραύματα, εγκυμοσύνη, Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα, AIDS και Ηπατίτιδα Β΄.  Η πιθανότητα εγκυμοσύνης θα πρέπει να συζητείται και εφόσον είναι δυνατόν θα πρέπει να προσφέρεται επείγουσα αντισύλληψη ή/και να συμβουλεύεται η γυναίκα-θύμα για υποβολή της σε εξέταση εγκυμοσύνης.  Σε περίπτωση που η εξέταση είναι θετική και η γυναίκα επιθυμεί διακοπή της κύησης, θα πρέπει να παραπέμπεται στις αρμόδιες γυναικολογικές υπηρεσίες.  Όπου απαιτείται, θα πρέπει να παρέχεται έλεγχος για κάποια από τα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα, Aids και Ηπατίτιδα Β΄. Η παροχή προφύλαξης μετά την έκθεση (post-exposure prophylaxis) για κάποια από αυτά θα πρέπει να γίνεται ανά περίπτωση και αφού ο ασθενής ενημερωθεί πλήρως για τους σχετικούς κινδύνους.

ii. Η παροχή κοινωνικής υποστήριξης και συμβουλευτικής είναι απαραίτητες για την ανάρρωση του θύματος.  Οι ασθενείς θα πρέπει να τυγχάνουν ενημέρωσης για όλο το φάσμα φυσιολογικών σωματικών επιπτώσεων και αντιδράσεων συμπεριφοράς που αναμένεται να έχουν και θα πρέπει να τους προσφέρεται συναισθηματική και κοινωνική στήριξη.

iii. Η πορεία της υγείας των ασθενών θα πρέπει να παρακολουθείται, μέσω της πρόσβασής τους σε υπηρεσίες επανεξέτασης της κατάστασής του (2 εβδομάδες, 3 μήνες και 6 μήνες μετά το περιστατικό).

iv. Οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να λαμβάνουν ειδική εκπαίδευση στην παροχή υπηρεσιών σε θύματα σεξουαλικής βίας, θα πρέπει να έχουν καλή γνώση των πρωτοκόλλων ή κανονισμών που διέπουν τον τομέα της σεξουαλικής βίας και δεν θα πρέπει να διακατέχονται από προκατάληψη.  Θα πρέπει, παράλληλα, να διατηρούν παραγωγική και επαγγελματική σχέση με τα άλλα άτομα ή ομάδες που παρέχουν στήριξη στα θύματα ή που διερευνούν το αδίκημα.

 

Τα θύματα σεξουαλικής βίας ως θύματα εγκληματικών ενεργειών

 

7. Τα πρόσωπα που βιώνουν σεξουαλική βία συνιστούν και θύματα εγκλήματος, με την ευρύτερη έννοια του όρου, και συνεπώς αντλούν προστασία και από αυτή τους την ιδιότητα.  Ήδη από το 1985, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών υιόθετησε τη Διακήρυξη για τις Βασικές Αρχές Δικαιοσύνης για τα Θύματα Εγκληματών και Κατάχρησης Εξουσίας[2], καλώντας τα κράτη να αναπτύξουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για να διασφαλίσουν απονομή δικαιοσύνης και στήριξη των θυμάτων εγκληματικών ενεργειών.  Ανάμεσα στα άλλα μέτρα που καλούνται τα κράτη να λάβουν είναι και η παροχή υλικής, ιατρικής, ψυχολογικής και κοινωνικής βοήθειας μέσω κρατικών ή εθελοντικών πόρων, ώστε τα θύματα να μπορούν να έχουν άμεση πρόσβαση σε ιατρικές, κοινωνικές και άλλες σχετικές υπηρεσίες.  Παράλληλα, το προσωπικό που εμπλέκεται στην παροχή των υπηρεσιών αυτών θα πρέπει να λαμβάνει εκπαίδευση, ώστε να είναι ευαίσθητο στις ανάγκες των θυμάτων, και να λειτουργεί στη βάση κατευθυντήριων γραμμών που θα εγγυώνται την παροχή κατάλληλης και ταχείας βοήθεια.  Η παρεχόμενη βοήθεια θα πρέπει, επιπρόσθετα, να είναι προσαρμοσμένη στις ειδικές ανάγκες του θύματος.

8. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει αναγνωριστεί η ανάγκη ενδυνάμωσης των δικαιωμάτων των θυμάτων εντός της Ένωσης, ώστε σε όλα τα κράτη-μέλη τα θύματα εγκληματικών ενεργειών να απολαμβάνουν μιας ελάχιστης ομοιόμορφης προστασίας.  Η ανάγκη αυτή προέκυψε εντονότερη εξαιτίας του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της υποχρέωσης της Ένωσης να τους διασφαλίσει ένα ενιαίο χώρο ασφάλειας και δικαιωμάτων.  Για το λόγο αυτό, βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία καθιέρωσης κοινών ελάχιστων εγγυήσεων για την προστασία και τη στήριξη των θυμάτων εγκλήματος, μέσω, μεταξύ άλλων, της ετοιμασίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενός σχετικού Προσχεδίου Οδηγίας [3].

Στην Οδηγία θα κατοχυρώνεται, ανάμεσα σε άλλα, και το δικαίωμα για πρόσβαση σε υπηρεσίες στήριξης θυμάτων, στις οποίες θα παρέχεται πληροφόρηση και καθοδήγηση, συναισθηματική και ψυχολογική στήριξη και πρακτική βοήθεια, που είναι απαραίτητη ώστε το θύμα να αναρρώσει και να αντιμετωπίσει τόσο τις επιπτώσεις της τραυματικής εμπειρίας που βίωσε, όσο και την ένταση των ποινικών διαδικασιών που θα ακολουθήσουν.  Ειδικές κατηγορίες θυμάτων, μεταξύ των οποίων και τα θύματα σεξουαλικής βίας, θα πρέπει να λαμβάνουν εξειδικευμένες υπηρεσίες στήριξης εξαιτίας των ιδιαζόντων χαρακτηριστικών του εγκλήματος που υπέστησαν.  Συναφώς, οι επαγγελματίες για τη στήριξη των θυμάτων, θα πρέπει να λαμβάνουν κατάρτιση που θα διασφαλίζει μεταχείριση των θυμάτων με αμεροληψία και σεβασμό στις ανάγκες τους και παροχή υπηρεσιών υψηλού επιπέδου.

 

Η σεξουαλική βία εναντίον γυναικών ως διάκριση λόγω φύλου

 

9. Πέραν των πιο πάνω, και με δεδομένο ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα θύματα σεξουαλικής βίας είναι γυναίκες ή κορίτσια και οι δράστες άντρες, η βία αυτή αποτελεί και βία με βάση το φύλο, η οποία αντικατοπτρίζει, αλλά και ενισχύει, τις ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών.  Για το λόγο αυτό, θεωρείται και ως μορφή δυσμενούς διάκρισης εναντίον των γυναικών [4], καθώς και ως παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων [5], θεμελιώνοντας ανάλογες υποχρεώσεις των κρατών για τιμωρία των δραστών και προστασία των θυμάτων, ενταγμένες σε μια ευρύτερη προσπάθεια για εξάλειψη της βίας αυτής, σε οποιαδήποτε μορφή ή σε οποιοδήποτε πλαίσιο κι αν εκδηλώνεται.

10. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκού χώρου, ειδικότερα, με τη Σύσταση No. R.(2002)/5 της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των γυναικών κατά της βίας [6] διαμορφώνεται ένα περιεκτικό πλέγμα αντιμετώπισης της βίας κατά των γυναικών, μέσω της καταγραφής των γενικών αρχών επί του ζητήματος και της επισήμανσης των αναγκαίων μέτρων που πρέπει να ληφθούν από πλευράς κρατών προς το σκοπό αυτό.  Η Σύσταση, υιοθετεί τον ορισμό του ΟΗΕ [7], βάση του οποίου «βία κατά των γυναικών» θεωρείται κάθε πράξη βίας με βάση το φύλο, που προκαλεί ή μπορεί να προκαλέσει στις γυναίκες ζημία ή σωματικές, σεξουαλικές ή ψυχολογικές βλάβη ή δοκιμασίες, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών απειλών, του καταναγκασμού ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας, ανεξαρτήτως εάν αυτό συμβαίνει στη δημόσια ή στην ιδιωτική ζωή.  Σύμφωνα με τη Σύσταση, στα πλαίσια της βοήθειας και της προστασίας που πρέπει να παρέχεται στα θύματα, τα κράτη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα θύματα, χωρίς καμιά διάκριση, λαμβάνουν άμεση και ολοκληρωμένη βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης ιατρικής και ιατροδικαστικής εξέτασης και θεραπευτικής αγωγής, μαζί με μετατραυματική ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη, καθώς και νομική βοήθεια· αυτή η βοήθεια θα πρέπει να προσφέρεται εμπιστευτικά, δωρεάν και να είναι διαθέσιμη όλο το εικοσιτετράωρο.

11. Και τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα πλαίσια της δράσης τους για καταπολέμηση της ανισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών, καλούν για αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας κατά των γυναικών.  Ενδεικτικά αναφέρεται το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και το Ψήφισμα της 5ης Απριλίου 2011 σχετικά με τις προτεραιότητες και τα γενικά χαρακτηριστικά ενός νέου πλαισίου πολιτικής της Ε.Ε. για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών.  Στο τελευταίο αυτό Ψήφισμα, ανάμεσα στα μέτρα που προτείνονται για μια νέα ολοκληρωμένη πολιτική προσέγγιση στην καταπολέμηση της βίας με βάση το φύλο είναι και η κατάρτιση του προσωπικού που είναι πιθανόν να έρθουν σε επαφή με περιπτώσεις βίας κατά των γυναικών, η ανάπτυξη συγκεκριμένων διαδικασιών για τους επαγγελματίες υγείας προκείμενου να διασφαλίζεται η ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων, η παροχή βοήθειας στα θύματα, ώστε να επιτρέψουν στη φυσιολογική ζωή, η ενσωμάτωση ειδικών μηχανισμών ταυτοποίησης και διάγνωσης στις υπηρεσίες επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων και το δίκτυο πρωτοβάθμιας περίθαλψης, με σκοπό την ενίσχυση ενός αποτελεσματικότερου συστήματος πρόσβασης και παρακολούθησης για τα θύματα αυτής της κατηγορίας και η κατάρτιση ευρωπαϊκού χάρτη σε σχέση με τις ελάχιστες υπηρεσίες υποστήριξης για τα θύματα της βίας κατά των γυναικών.

 

ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ

 

12. O βιασμός, με θύματα συνήθως γυναίκες, αποτελεί μια ακραία μορφή επιθετικότητας και ένα ιδιαίτερα τραυματικό γεγονός, που αφήνει έντονες και δυσεπούλωτες πληγές στο σώμα και την ψυχή του προσώπου που τον βιώνει.  Αποτελεί μια οξεία επίθεση στις πιο συστατικές και ιδιαίτερες πτυχές της προσωπικότητας μιας γυναίκας,  όπως της ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς της, της σωματικής και ψυχολογικής της ακεραιότητας και της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής της αυτονομίας και θέτει σε κίνδυνο, όχι μόνο την υγεία και τη ζωή της, αλλά και τη λειτουργικότητα και κανονικότητά της στις διαπροσωπικές και  τις κοινωνικές της σχέσεις.  Πλήττει, με άλλα λόγια, την υπόσταση μιας γυναίκας  συνολικά, τόσο κατά τη στιγμή που συμβαίνει, όσο, και ίσως εντονότερα, αφού συντελεστεί, καθιστώντας το θύμα ουσιαστικά ανίκανο να διαχειριστεί από μόνο του το μέγεθος και το εύρος των επιπτώσεων και επιπλοκών του.

13. Για το λόγο αυτό, κρίνεται επιβεβλημένη η  επίδειξη της μέγιστης δυνατής προσοχής τόσο στην αντιμετώπιση του εγκλήματος του βιασμού όσο και στην παροχή ιατρικής αρωγής στο θύμα του βιασμού το οποίο, αμέσως μετά το έγκλημα, βιώνει έντονα συναισθήματα που το καθιστούν, πολλές φορές,  ευάλωτο σε επιρροές του περιβάλλοντος του ως προς τη λήψη τελικής απόφασης για την καταγγελία ή όχι του εγκλήματος και την ενεργοποίηση των ποινικών διαδικασιών.  Όταν μιλούμε για αρωγή των θυμάτων βιασμού δεν μπορούμε παρά να εννοούμε μια συντονισμένη, διεπιστημονική προσπάθεια για παροχή πολυεπίπεδης και πολυδιάστατης στήριξης και φροντίδας, η οποία θα καλύπτει τις συνέπειες που έχουν εκδηλωθεί ή αναμένονται ή είναι ενδεχόμενες, στη σωματική και ψυχολογική υγεία του προσώπου, καθώς και στην κοινωνική του λειτουργία.  Η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να ξεκινά από τον εντοπισμό του θύματος, να καλύπτει την παροχή ιατρικών υπηρεσιών, που θα συμπεριλαμβάνουν, όχι μόνο τη θεραπεία των τραυμάτων, αλλά και ζητήματα ή ενδεχόμενους κινδύνους που σχετίζονται με τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία, καθώς και την προσφορά ψυχολογικής και κοινωνικής στήριξης ή συμβουλευτικής, και να επεκτείνονται σε παρακολούθηση της κατάστασης του προσώπου, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχιση της στήριξης ή περαιτέρω παρεμβάσεις, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο.

14. Στην Κύπρο τίποτε από τα παραπάνω δεν ισχύει.  Τα θύματα δεν καταλήγουν πάντα στα κρατικά νοσηλευτήρια, αλλά και όταν αυτό συμβαίνει, προτεραιότητα δίνεται στην καταγραφή των τραυμάτων τους, για σκοπούς ποινικών διαδικασιών, και στην παροχή πρώτων βοηθειών για την επούλωσή τους, χωρίς να λαμβάνεται καμία μέριμνα για την αντιμετώπιση κινδύνων που αφορούν σε πιθανή εγκυμοσύνη ή επιμόλυνση με νοσήματα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα, χωρίς να γίνεται καμία παραπομπή για ψυχολογική παρέμβαση, χωρίς να επιδιώκεται η εμπλοκή κοινωνικών λειτουργών για κάλυψη πιθανών αναγκών του θύματος και χωρίς να υπάρχει καμία συνέχεια στην παρακολούθησή του.  Ούτε φαίνεται να υπάρχουν οποιεσδήποτε κατευθυντήριες γραμμές ή ειδική εκπαίδευση των μελών του προσωπικού για πιο ευαίσθητο χειρισμό των θυμάτων βιασμού, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη την κατάσταση ψυχολογικής έντασης και συναισθηματικής αποδιοργάνωσης που βιώνει το θύμα.  Ως αποτέλεσμα, το θύμα βιασμού, παρά τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται, καλείται να συγκροτήσει τον εαυτό του μετά από μια ιδιαίτερα τραυματική εμπειρία  και να αντεπεξέλθει μόνο του, πρακτικά, οικονομικά και συναισθηματικά, ώστε να επιτύχει αυτό που ο κρατικός μηχανισμός απέτυχε: να προστατευθεί, ελαχιστοποιώντας ή απαμβλύνοντας τις δυσμενείς συνέπειες του βιασμού του και αποτρέποντας την περαιτέρω θυματοποίησή του.

15. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι, η αποτελεσματική στήριξη του θύματος εξυπηρετεί  όχι μόνο τη σωματική και ψυχολογική ανάρρωσή του, αλλά και τη συναισθηματική ενδυνάμωσή του, ώστε να ενισχυθεί το θύμα και να μπορέσει  να συμμετάσχει ενεργά στις ποινικές διαδικασίες που θα ακολουθήσουν με στόχο την τιμωρία του δράστη.  Η απόδοση ποινικών ευθυνών συμβάλλει, με τη σειρά της, στην πρόληψη και αποτροπή τέτοιων πράξεων, ενθαρρύνοντας συνάμα τη δημιουργία και εμπέδωση κουλτούρας απαξίωσης και μη αποδοχής των συμπεριφορών αυτών.  Με την έννοια αυτή  οι δομικές και συστημικές ελλείψεις στην παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών στα θύματα εμπεριέχουν και, δυστυχώς, αντικατοπτρίζουν μια ευρύτερη υποτίμηση του προβλήματος της σεξουαλικής βίας και μια αδυναμία της πολιτείας στο να το εκτιμήσει σωστά και να το αντιμετωπίσει μεθοδικά και ουσιαστικά.

16. Δεδομένου ότι τα παραπάνω αντιστοιχούν με παράλειψη της Δημοκρατίας να ανταποκριθεί σε υποχρεώσεις της, που, όπως έχουν εκτενώς αναπτυχθεί προηγουμένως, σχετίζονται με τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των θυμάτων εγκλήματος και την εξάλειψη της ανισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, είναι αναγκαία η ανάληψη δράσης.  Στο βαθμό που αφορά στο αντικείμενο και στο σκοπό της παρούσας Έκθεσης, οι εισηγήσεις μου περιορίζονται μόνο στο Υπουργείο Υγείας, ως το κατ’ εξοχήν αρμόδιο όργανο για την παροχή υπηρεσιών σωματικής και ψυχικής υγείας των πολιτών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και δεν πρέπει να αναζητηθούν και άλλοι τρόποι σε άλλα επίπεδα για την αντιμετώπιση του ζητήματος της σεξουαλικής βίας.

17. Συναφώς, θεωρώ θετική την πρωτοβουλία του Υπουργείου Υγείας για έκδοση Πρωτοκόλλου για ρύθμιση του θέματος των υπηρεσιών που πρέπει να παρέχονται από τα κρατικά νοσηλευτήρια στα θύματα σεξουαλικής βίας.  Ωστόσο, έχω τη γνώμη ότι μια τέτοια ρύθμιση δεν επαρκεί.  Αντίθετα, θεωρώ πως απαιτείται η λήψη συγκεκριμένων μέτρων, στα πρότυπα κυρίως των σχετικών Κατευθυντήριων Γραμμών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας [8], που θα ρυθμίζουν ειδικά τόσο τον τρόπο ιατρικής μεταχείρισης των θυμάτων βιασμού και την εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας, όσο και τη συνεργασία των Ιατρικών Υπηρεσιών με τις άλλες υπηρεσίες που εμπλέκονται στο θέμα, όπως Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και Αστυνομία, και το μεταξύ τους συντονισμό, με στόχο την παροχή ολοκληρωμένης και περιεκτικής υποστηρικτικής φροντίδας προς τα θύματα.  Αυτή είναι και η εισήγηση στην οποία προβαίνω προς το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Υγείας, αναμένοντας, ειδικότερα, ότι θα προχωρήσει στη σύσταση ομάδας, αποτελούμενης από εκπροσώπους όλων των συναρμόδιων υπηρεσιών, η οποία εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος θα προχωρήσει στην υλοποίηση των παραπάνω.

18. Σε σχέση με τη δεύτερη παραπονούμενη, υποβάλλω εισήγηση προς τη Διευθύντρια ΥΚΕ για παρέμβασή της, ώστε, αφού εξεταστούν οι προσωπικές της περιστάσεις, καταβληθεί προσπάθεια για κοινωνική και οικονομική υποστήριξή της.  Τα στοιχεία της ταυτότητάς της θα παραχωρηθούν σε αρμόδιο Λειτουργό Ευημερίας, αφού επικοινωνήσει με το Γραφείο μου.

 

Ελίζα Σαββίδου

Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 

Υποσημειώσεις και Παραπομπές:


[1] Guidelines for medico-legal care for victims of sexual abuse (World Health Organization, 2003)

[2] A/RES/40/34 (29/11/1985)

[3] Proposal for Directive establishing minimum standards on the rights, support and protection of victims of crime [COM(2011) 275 final, 2011/0129 (COD)]

[4] Γενική Σύσταση Αρ. 19 της Επιτροπής για τη Σύμβαση του ΟΗΕ για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Διάκρισης κατά των Γυναικών, με θέμα: «Βία κατά των Γυναικών» (1992)

[5] Διακήρυξη του ΟΗΕ για την Εξάλειψη Όλων των Μορφών Βίας κατά των Γυναικών (A/RES/48/104, 20/12/1993)

[6] Rec(2002)5 on the protection of women against violence (30/4/2002)

[7] Βλ. Υποσημείωση 5

[8] Βλ. παράγραφο 5

 

trafficking-2

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!