ga('send', 'pageview');

 

Stop_Police_Violence

 

Αρ.Φακ.:Α/Π2140/2009

Λευκωσία, 11 Ιανουαρίου 2009

 

Έκθεση Επιτρόπου Διοικήσεως αναφορικά με τη σύλληψη, κράτηση και τη μεταχείριση ανήλικου μαθητή από την Αστυνομία

 

Περιγραφή Παραπόνου

 

[1]. Η Διευθύντρια του Γυμνασίου Λινόπετρας στη Λεμεσό, με επιστολή της ημερομ. 14 Οκτωβρίου 2009, υπέβαλε στο Γραφείου μου παράπονο, σε σχέση με περιστατικό που αφορά στην εξευτελιστική μεταχείριση μαθητή του σχολείου από την Αστυνομία. Ο μαθητής, Ν. Σ έχει διαγωγή κοσμιοτάτη, είναι δεκαπέντε, περίπου, ετών και διαμένει στη Λεμεσό με τον πατέρα του και τον αδελφό του επίσης ανήλικο μαθητή. Όπως με πληροφόρησε η Διευθύντρια του σχολείου του, στην ηλικία των δώδεκα ετών ο Ν.Σ έχασε την μητέρα του ενώ ο πατέρας του, λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, δεν εργάζεται και είναι λήπτης δημοσίου βοηθήματος. Η οικογένεια παρακολουθείται από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας από τις οποίες λαμβάνει δημόσιο βοήθημα.

[2]. Η Διευθύντρια αναφέρει ότι, περί τα τέλη του Σεπτέμβρη του 2009, αστυνομικός προσήλθε στο Γυμνάσιο με σκοπό να εκτελέσει ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί εναντίον του μαθητή εξαιτίας της παράλειψής του να παρουσιαστεί σε δίκη ως μάρτυρας, στην οποία κατηγορούμενος ήταν ο πατέρας του. Όπως με πληροφορεί η Διευθύντρια, η ίδια έφερε ένσταση στην εκτέλεση του εντάλματος χωρίς την παρουσία του κηδεμόνα του μαθητή. Ένεκα των αντιρρήσεων της η Αστυνομία αποχώρησε από το σχολείο και δεν προέβη σε σύλληψη του μαθητή.

[3]. Λίγες μέρες αργότερα, συγκεκριμένα στις 7 Οκτωβρίου 2009, αστυνομικός πληροφόρησε το σχολείο ότι ο μαθητής βρισκόταν στον Αστυνομικό Σταθμό Γερμασόγειας και ζήτησε να μη λάβει αδικαιολόγητη απουσία. Την επόμενη μέρα, όταν ο μαθητής πήγε στο σχολείο ανέφερε στην Καθηγήτρια της Συμβουλευτικής και Επαγγελματικής Αγωγής του σχολείου τα πιο κάτω:

  • Στις 7 Οκτωβρίου 2009, στις 6.30 πμ περίπου, η αστυνομία προσήλθε στο σπίτι του και τον συνέλαβε χωρίς να παρουσιάσει στον ίδιο σχετικό ένταλμα σύλληψης. Την στιγμή εκείνη ο πατέρας του απουσίαζε από το σπίτι. Οδηγήθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Γερμασόγειας όπου πληροφορήθηκε ότι είχε εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης εξαιτίας της παράλειψής του να παρουσιαστεί στο δικαστήριο για να μαρτυρήσει στην υπό αναφορά υπόθεση.
  • Η αστυνομία τον οδήγησε, στη συνέχεια, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, όπου, εν αναμονή της διαδικασίας, περιορίστηκε σε κελί. Μετά από σχετική εντολή, του περάστηκαν χειροπέδες και οδηγήθηκε στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού. Εκεί, αφού του αφαιρέθηκαν όλα του τα ρούχα, του έγινε σωματικός έλεγχος και επανατοποθετήθηκε σε κελί. Ακολούθως, αστυνομικός τηλεφώνησε στον πατέρα του και τον πληροφόρησε για το που βρισκόταν, τη στιγμή εκείνη, ο γιος του.
  • Μετά από δύο ώρες, οδηγήθηκε στο Δικαστήριο, χωρίς χειροπέδες. Στο χώρο του Δικαστηρίου προσεγγίστηκε από άγνωστη γυναίκα η οποία, με εκφοβιστικό τόνο, τον προέτρεψε να δηλώσει στο Δικαστήριο την αλήθεια αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης απειλώντας τον ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα κατηγορείτο για ψευδομαρτυρία. Ο μαθητής δεν είχε την ευκαιρία να μιλήσει στον πατέρα του, ο οποίος βρισκόταν στην αίθουσα του Δικαστηρίου, ενώ κατά τη διαδικασία, ρωτήθηκε αν η σχετική με την υπόθεση κατάθεση που είχε δώσει ήταν αληθής και απάντησε καταφατικά.

[4]. Η μεταχείριση που έτυχε ο μαθητής, όπως αυτή περιγράφεται πιο πάνω, υπήρξε, σύμφωνα με τις θέσεις της Διευθύντριας άδικη και εξευτελιστική, καθώς και άκρως επιβαρυντική για την ήδη ταλαιπωρημένη ψυχολογία του, δεδομένων των πολλών οικογενειακών προβλημάτων που αντιμετωπίζει.

 

Έρευνα

 

[5]. Στα πλαίσια της διερεύνησης του παραπόνου, ζήτησα, με επιστολές μου ημερομ. 20 Οκτωβρίου 2009, τα σχόλια και τις απόψεις του Αρχηγού Αστυνομίας και της Επαρχιακής Λειτουργού Ευημερίας Λεμεσού, δεδομένης της πληροφορίας ότι η οικογένεια του μαθητή παρακολουθείται από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Οι  Υπηρεσίες τοποθετήθηκαν σχετικά, με επιστολές τους ημερομ. 13 Νοεμβρίου 2009 και 26 Οκτωβρίου 2009, αντίστοιχα.

[6]. Η Επαρχιακή Λειτουργός Ευημερίας επιβεβαιώνει, στην απαντητική της επιστολή, ότι η οικογένεια του μαθητή λαμβάνει δημόσιο βοήθημα και τα μέλη της παρακολουθούνται από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας στα πλαίσια της προληπτικής Εργασίας και στήριξης και με πληροφόρησε για την εμπλοκή της Υπηρεσίας στο υπό εξέταση περιστατικό.

 

Θέσεις Αστυνομίας

 

[7]. Αναφορικά με τις θέσεις που διατυπώνει η Αστυνομία για το περιστατικό, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια αποσπάσματα από την επιστολή που απηύθυνε στο Γραφείο μου ο εκπρόσωπός της Γ. Χαραλάμπους, Αστυνόμος Β, το περιεχόμενο της οποίας αντικατοπτρίζει τα πορίσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε για την υπόθεση, μετά από σχετικές οδηγίες του Αρχηγού Αστυνομίας.

«Στις 21 Σεπτεμβρίου 2009 λήφθηκε από τον  Κλάδο Εισαγγελίας  Λεμεσού ένταλμα  σύλληψης του Ν.Σ, ο οποίος ήταν μάρτυρας στην ποινική υπόθεση  με αρ. …, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και παράλειψε να παρουσιαστεί ενώπιον του. Το ένταλμα διέτασσε τη σύλληψη και παρουσίαση του Ν.Σ ενώπιον του Δικαστηρίου στις 25/09/2009.

Την ίδια μέρα ο Αστ. 3518 … του Αστυνομικού Σταθμού Γερμασόγειας, ο οποίος ανέλαβε την εκτέλεση του εντάλματος, αναζήτησε τον Ν.Σ στο σπίτι του. Στο σπίτι βρισκόταν ο πατέρας του (κατηγορούμενος στην εν λόγω υπόθεση), ο οποίος ενημερώθηκε από τον Αστ. 3518 για το λόγο της εκεί παρουσίας του. Ο πατέρας του Ν.Σ ανέφερε στον Αστ. 3518 ότι ο γιος του απουσιάζει και να τον αναζητήσει στο σχολείο του.

Στις 25/09/2009, ο Αστ. 3518 επισκέφθηκε  στο σχολείο του  Ν.Σ και συζήτησε το όλο θέμα με τη Διευθύντρια κα. Χ. Βαλανίδου, η οποία ενημερώθηκε για το γεγονός ότι, το όλο θέμα ήταν σε γνώση του πατέρα του Ν. Η θέση της κας. Βαλανίδου ήταν ότι, για σκοπούς μη διαταραχής της ψυχικής κατάστασης του Ν.Σ δεν θα ήταν σωστό να προχωρήσει στην εκτέλεση του εντάλματος.

Ο Αστ. 3518 την ίδια η  μέρα, 25/09/2009, που ήταν ορισμένη η υπόθεση, ενημέρωσε το Δικαστήριο σχετικά με τους λόγους της μη εκτέλεσης  του εντάλματος. Το Δικαστήριο όρισε  εκ νέου την υπόθεση  για τις 07/10/2009 και  ώρα 1530 και τόνισε στον κατηγορούμενο πατέρα του Ν.Σ, που ήταν παρών στο Δικαστήριο, να φροντίσει να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο ο γιος του.

Στις 06/10/2009 ο Αστ. 3518 είχε τηλεφωνική επικοινωνία  με τον πατέρα του  Ν.Σ και του υπενθύμισε την υποχρέωση του γιου του να παρουσιαστεί την επόμενη μέρα στο Δικαστήριο, ως οι υποδείξεις του Δικαστηρίου στις 25/09/2009. Η όλη στάση του πατέρα του Ν.Σ και η απάντησή του προς τον Αστ. 3518, «εμένα έμμε κόφτει να τον συλλάβεις και να τον πάρεις», δεν έδειχνε κανένα σημείο συνεργασίας με την Αστυνομία, σχετικά με το όλο ζήτημα.

Στις 07/10/2009 και περί ώρα 0650, οι Αστ. 3518 και 4908 του  Αστυνομικού Σταθμού  Γερμασόγειας μετέβησαν  στην οικία του  Ν. Σ, όπου του εξήγησαν το λόγο της εκεί παρουσίας τους και τον συνόδευσαν στον Αστυνομικό Σταθμό Γερμασόγειας χωρίς να του τοποθετήσουν χειροπέδες. Κατά την παραμονή του Ν.Σ στο Σταθμό μέχρι την 0830 ώρα, δεν τοποθετήθηκε σε αστυνομικό κελί και του προσφέρθηκε πρωινό και ταυτόχρονα ενημερώθηκε τόσο ο πατέρας του, όσο και η Διευθύντρια του σχολείου για τη σύλληψή του.

Ακολούθως ο Ν.Σ οδηγήθηκε από τον Αστ. 3518, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, χωρίς και πάλι να του τοποθετηθούν χειροπέδες, όπου και παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο διέταξε όπως παραμείνει υπό κράτηση και παρουσιαστεί εκ νέου ενώπιόν του την ίδια ημέρα και ώρα 1530. Κατά την παραμονή και τις διακινήσεις του Ν.Σ στο χώρο του Δικαστηρίου δεν χρησιμοποιήθηκαν σε καμία περίπτωση χειροπέδες και του προσφέρθηκε σάντουιτς και χυμός.

Περί  την 1000 ώρα ο Ν.Σ μεταφέρθηκε από τους Αστ. 2832 και 2223 του Ουλαμού Εκτέλεσης Ενταλμάτων, με τη χρήση χειροπέδων, στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού, όπου υπάρχει κρατητήριο ανηλίκων για κράτησή του μέχρι την 1530 ώρα. Η τοποθέτηση χειροπέδων στον Ν.Σ κρίθηκε αναγκαία από τους επί καθήκοντι Αστυνομικούς από το χώρο του Δικαστηρίου στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού, αφού ο Ν.Σ έδειχνε ανήσυχος, μετά την απόφαση του Δικαστηρίου για κράτηση του μέχρι την 1530 ώρα.

Ο Αστ. 4346 του Κεντρικού  Σταθμού Λεμεσού, ερεύνησε το Ν.Σ, σε ειδικό χώρο όπως προβλέπεται από τις ισχύουσες διαδικασίες, οι οποίες εφαρμόζονται για όλους τους κρατούμενους και στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο κρατητήριο. Στο Ν.Σ προσφέρθηκε σάντουιτς και αναψυκτικό από τον Αστ. 4346.

Περί  την 1530 ώρα ο Ν.Σ μεταφέρθηκε από το Λοχ. 369 και τον Αστ. 63 στο Δικαστήριο χωρίς τη χρήση χειροπέδων. Στο χώρο του Δικαστηρίου, είχε ολιγόλεπτη συνάντηση με τη Δημόσιο Κατήγορο Β. Δ, που χειρίζεται την εν λόγω υπόθεση, η οποία του εξήγησε τη διαδικασία που θα ακολουθούσε.

Ο Ν.Σ μετά το τέλος της Δικαστική Διαδικασίας μεταφέρθηκε στο σπίτι του από την Αστυνομία.»

[8]. Συμπερασματικά, ο εκπρόσωπος του Αρχηγού Αστυνομίας σημειώνει ότι «…φαίνεται ότι όλες οι ενέργειες των μελών της Αστυνομίας, έγιναν μέσα στα πλαίσια των εξουσιών που τους παρέχει ο νόμος για την εκτέλεση του καθήκοντός τους και σε καμία περίπτωση δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια ή συμπεριφορά που να είναι προσβλητική ή που να μειώνει την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα του Ν.Σ. Απεναντίας η όλη μεταχείριση που έτυχε ο Ν.Σ ως κρατούμενος, από όλα τα μέλη της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού, που ενεπλάκησαν στην υπόθεση, ήταν πάρα πολύ καλή, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την κατάθεση του ιδίου, που έδωσε στα πλαίσια της Διοικητικής έρευνας που έγινε. …»

[9]. Υπόψη μου τέθηκε και αντίγραφο της έκθεσης του Αστυνόμου Α’ που διενήργησε τη διοικητική έρευνα, ημερομ. 27 Οκτωβρίου 2009, σημαντικά σημεία της οποίας χρήζουν αναφοράς στην Έκθεση μου. Ειδικότερα,  σε σχέση με το θέμα το χειροπέδων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη μεταφορά του Ν.Σ από τα κρατητήρια στο χώρο του Δικαστηρίου στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού, αναφέρεται ότι, σύμφωνα με τις καταθέσεις των αστυνομικών που παρέλαβαν τον Ν.Σ, ο τελευταίος αντιδρούσε και, για το λόγο αυτό, του πέρασαν χειροπέδες, δένοντας τα χέρια του πίσω. Αντίθετα, ο Ν.Σ στη σχετική κατάθεση που λήφθηκε από αυτόν στα πλαίσια της έρευνας, αναφέρει ότι, από πλευράς του, δεν υπήρξε καμία αντίδραση και κάποια στιγμή, ο ένας από τους αστυνομικούς του είπε «sorry φίλε αλλά εν να σου βάλω χειροπέδες». Σύμφωνα, δε, με την κατάθεση του αστυνομικού στον οποίο παραδόθηκε ο Ν.Σ, όταν μεταφέρθηκε στην Αστυνομική Διεύθυνση, ο μαθητής ήταν ανήσυχος και μη συνεργάσιμος. Ως εκ τούτου, ο αστυνομικός θεώρησε καθήκον του να τον υποβάλει σε λεπτομερή έρευνα σε εσωτερικό δωμάτιο, προτού τον οδηγήσει σε κελί. Η έρευνα έγινε αφού ο αστυνομικός του είπε να αφαιρέσει και το εσώρουχό του.

[10]. Ο ερευνών λειτουργός, επισημαίνει στην έκθεσή του την αντίθεση που υπάρχει μεταξύ της κατάθεσης των αστυνομικών και του Ν.Σ σε σχέση με το θέμα της χρήσης χειροπέδων και αναφέρει, χαρακτηριστικά, ότι «…είναι θέμα ποιος λέει την αλήθεια». Εικάζεται, δε, ότι οι αστυνομικοί «…φαίνεται ότι επειδή παρέλειψε να εμφανιστεί στο Δικαστήριο δύο φορές (εννοείται ο Ν.Σ) και η Δίκη ήταν προγραμματισμένη η ώρα 1530 για δικούς τους λόγους ασφαλείας θεώρησαν καλό να χρησιμοποιήσουν χειροπέδες, αυτό φυσικά δεν αντιβαίνει στους υφιστάμενους κανονισμούς». Σημειώνει, περαιτέρω, ότι, «κάτι το οποίο ο νεαρός θεώρησε προσβλητικό ήταν η έρευνα που του έγινε και αυτό πάλι δεν αντιβαίνει προς τους  κανονισμούς, κάτι το οποίο γίνεται για να του αφαιρεθεί κάτι που πιθανόν να βλάψει τον εαυτό του».

 

Νομοθετικό και Θεσμικό Πλαίσιο

 

(α). Κλήση Μάρτυρα – Ένταλμα  για Μαρτυρία

 

[11]. Το άρθρο 49 (1) του περί Ποινικής Δικονομία Νόμου [1] διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 «49(1). Αν σε οποιαδήποτε  ποινική διαδικασία το Δικαστήριο είναι  ικανοποιημένο ότι  κάποιο πρόσωπο ενδέχεται  να δώσει ουσιώδη  μαρτυρία για την  κατηγορία ή την  υπεράσπιση, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει  κλήση στο πρόσωπο  αυτό η οποία να απαιτεί από αυτό να παραστεί ενώπιον  του Δικαστηρίου  σε χρόνο και τόπο που αναφέρεται στην κλήση, για να δώσει  μαρτυρία σε σχέση  με την υπόθεση  και για να μεταφέρει  μαζί του οποιοδήποτε  ορισμένο έγγραφο  ή πράγμα και οποιοδήποτε  άλλο έγγραφο ή  πράγμα που αφορά  την υπόθεση το οποίο δυνατόν  να βρίσκεται στην κατοχή ή την εξουσία  ή τον έλεγχο αυτού…»

[12]. Σύμφωνα με το άρθρο 50 (1) του ίδιου Νόμου:

 «50(1). Σε περίπτωση ανυπακοής  σε κλήση μάρτυρα  χωρίς νόμιμη δικαιολογία  κατόπιν απόδειξη της επίδοσης δύναται  να εκδοθεί ένταλμα  σύλληψης προς εξαναγκασμό  της εμφάνισης του προσώπου που κλητεύθηκε».

[13]. Με βάση το άρθρο 21 του Νόμου:

«21(1). Κάθε ένταλμα σύλληψης δύναται να εκτελεστεί σε οποιοδήποτε χρόνο  και σε οποιοδήποτε  τόπο στη Δημοκρατία σε οποιαδήποτε ημέρα  περιλαμβανομένης Κυριακής ή δημόσιας αργίας.

(2). Το πρόσωπο που  εκτελεί τέτοιο  ένταλμα, πριν  από τη διενέργεια  της σύλληψης, πληροφορεί  το πρόσωπο που  θα συλληφθεί για  την ύπαρξη εντάλματος  για τη σύλληψη  εκτός αν υπάρχει  εύλογη αιτία να  απέχει από την  παροχή τέτοιας  πληροφορίας για  το λόγο ότι  αυτό ενδέχεται  να προκαλέσει  απόδραση, αντίσταση  ή ελευθέρωση.

(3).Όποιος έχει συλληφθεί  δυνάμει τέτοιου  εντάλματος, προσάγεται  τηρουμένων των  διατάξεων των  άρθρων 22 και 23 και  μόλις είναι πρακτικά  δυνατό μετά τη  σύλληψή του ενώπιον  του Δικαστηρίου  που έχει εκδώσει το ένταλμα.

(4). Ένταλμα σύλληψης  δύναται να εκτελεστεί  και αν ακόμα  αυτό δεν βρίσκεται  κατά το χρόνο  εκτέλεσης στην  κατοχή του προσώπου  που το εκτελεί,  αλλά, αν απαιτήσει  αυτό το πρόσωπο  που θα συλληφθεί,  το ένταλμα πρέπει  να επιδεικνύεται  σε αυτό, μόλις  είναι πρακτικά  δυνατό μετά τη  σύλληψή του.» 

 

(β). Μεταχείριση Ανηλίκων από Αστυνομία

 

[14]. Η Αστυνομική Διάταξη αρ. 5/39 με τίτλο «Χειροπέδες» αναφέρει ότι, «σκοπός της χρήσης χειροπέδων είναι η αποτροπή απόδρασης κρατουμένων ή η αποτροπή πιθανότητας πρόκλησης βλάβης στους εαυτούς τους, σε άλλα πρόσωπα ή σε περιουσία».

Αναφορικά με τη χρήση χειροπέδων η σχετική  παράγραφος με τίτλο «Χρήση» διαλαμβάνει τα ακόλουθα (δικές μου υπογραμμίσεις):

«(1). Η χρήση των  χειροπέδων να γίνεται:

(α). Σε καταδίκους ή υποδίκους

(β). Σε πρόσωπα που  βρίσκονται υπό  Αστυνομική κράτηση  ως ύποπτα για  τη διάπραξη σοβαρών  αδικημάτων.

(γ). Σε πρόσωπα που  βρίσκονται υπό  Αστυνομική κράτηση  ως ύποπτα για  τη διάπραξη οποιωνδήποτε  άλλων αδικημάτων και κρίνονται ως επικίνδυνα.

(2). Τα μέλη να μην χρησιμοποιούν χειροπέδες:

(α). Σε παιδιά, γυναίκες, γέροντες, τραυματίες ή ανάπηρους, εκτός αν κρίνονται ως επικίνδυνοι και αφού ληφθεί υπόψη η σωματική τους διάπλαση και η πιθανότητα να αποδράσουν…»

[15]. Αναφορικά με τη χρήση χειροπέδων, στο ίδιο πνεύμα βρίσκεται και η Αστυνομική Διάταξη αρ. 5/18, με τίτλο «Χειρισμός Ανήλικων Προσώπων». Ειδικότερα, με βάση την παράγραφο 6 της Αστυνομικής Διάταξης, με τίτλο «Γενικά», η Αστυνομία, όταν χειρίζεται υποθέσεις ανηλίκων οφείλει να έχει υπόψη της ότι, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση χειροπέδων. Αυτή είναι θεμιτή μόνο στις περιπτώσεις όπου οι εμπλεκόμενοι ανήλικοι κρίνονται ως επικίνδυνοι και αφού ληφθεί υπόψη η σωματικής τους διάπλαση και η πιθανότητα να αποδράσουν [2]. Επιπρόσθετα, στο Σημείο 3 της παραγράφου αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι, στην περίπτωση μαθητών, όπου είναι εφικτό, να αποφεύγεται η σύλληψη ή/και ανάκριση τους στο σχολείο. Σημειώνω ότι τα πιο πάνω αφορούν τη μεταχείριση ανήλικων παραβατών από την Αστυνομία.

[16]. Σε σχέση με το χειρισμό ανήλικων προσώπων, μη παραβατών, το δεύτερο μέρος της Αστυνομικής Διάταξης αρ. 5/18 αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι:

«Σε γενικές γραμμές, κάθε παιδί δικαιούται, μεταξύ άλλων, ειδικής  βοήθειας, προστασίας και υποστήριξης, ώστε να μεγαλώνει  σε ένα κλίμα αρμονίας, αξιοπρέπειας, κατανόησης, ελευθερίας, ισότητας, ευημερίας και  κατάλληλης προστασίας από κάθε μορφή  σωματικής ή ψυχολογικής  βίας. Στα παιδιά, πάντοτε επιδεικνύεται  ανθρώπινη προσέγγιση και σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιούνται ως «ασπίδα» ή «μοχλός πίεσης για επίτευξη σύλληψης των γονιών τους ή οποιωνδήποτε άλλων προσώπων» [3].

[17]. Ιδιαίτερα σημαντικές για την υπό εξέταση περίπτωση είναι το σύνολο των κανόνων και αρχών που επιβάλλεται, σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις και τις αρχές για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, να τυγχάνουν σεβασμού σε σχέση με τα παιδιά. Στα πλαίσια αυτά η Αστυνομία, θα πρέπει, κατά την επιβολή του νόμου, να έχει, μεταξύ άλλων, υπόψη της και να εφαρμόζει τις πιο κάτω βασικές αρχές [4].

  • Τα παιδιά δεν υποβάλλονται σε βασανιστήρια, σε σκληρή και απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία. Η κράτηση ή φυλάκιση παιδιών είναι ακραίο μέτρο έσχατης περίπτωσης και πρέπει να διαρκεί το βραχύτερο δυνατό χρονικό διάστημα [5].
  • Η χρήση σωματικών περιοριστικών μέτρων και η άσκηση βίας στα παιδιά, συνιστούν εξαίρεση και πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο εφόσον όλα τα άλλα μέσα ελέγχου έχουν εξαντληθεί και αποτύχει, οπότε χρησιμοποιούνται για το βραχύτερο χρονικό διάστημα με τρόπο που να μην προκαλούν εξευτελισμό [6].
  • Η επιβολή πειθαρχίας ασκείται με σεβασμό στην αξιοπρέπεια του παιδιού, ώστε να ενσταλάζει σε αυτό το αίσθημα του δικαίου, τον αυτοσεβασμό και το σεβασμό στα δικαιώματα του ανθρώπου [7].
  • Το προσωπικο των αρχών που ασχολούνται με ανήλικους πρέπει να είναι ειδικά εκπαιδευμένοι και να έχουν κριθεί ως πρόσωπα κατάλληλα για αυτό τον ρόλο [8].

 

Συμπεράσματα – Κριτική – Εισηγήσεις

 

[18]. Εξαρχής θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σύλληψη και κράτηση του παιδιού από την Αστυνομία έγινε στα πλαίσια των σχετικών οδηγιών του Δικαστηρίου, οι ενέργειες και αποφάσεις του οποίου εκπίπτουν του εξωδικαστικού ελέγχου που διενεργεί ο Επίτροπος Διοικήσεως. Ως εκ τούτου, η παρέμβαση μου στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν κατατείνει καθοιονδήποτε τρόπο στην άσκηση κριτικής επί της απόφασης των κατά νόμο αρμόδιων δικαστικών αρχών. Αποβλέπει κυρίως στο έλεγχο των ενεργειών της Αστυνομίας για εκτέλεση της δικαστικής απόφασης για αναγκαστική παρουσίαση, ως μάρτυρα, ενός ανήλικου παιδιού ενώπιον του δικαστηρίου, υπό το φως μάλιστα της έντονης κοινωνικής και πολιτειακής ευαισθησίας, η οποία αποτυπώνεται σε πλήθος θεσμικών και κανονιστικών ρυθμίσεων, για ειδική προστατευτική μεταχείριση των ανηλίκων.

[19]. Με την έννοια αυτή η παρούσα Έκθεση υποβάλλεται στα πλαίσια εκτίμησης του συνολικού χειρισμού του ανηλίκου από την Αστυνομία υπό το φως της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας που πρέπει να διέπει την αστυνομική δράση. Θεωρώ δε σκόπιμο να σημειώσω ότι σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, ακόμα και αν διαπιστώνεται ότι η αστυνομική δράση δεν ενέχει υπέρβαση της αρχής της αναλογικότητας, είναι όμως υπερβολικά αυστηρή ή ανεπιεικής, μπορεί να είναι προβληματική λόγω κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας της Αστυνομίας ή υπέρβασης των ακραίων ορίων δράσης της. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση πέρα, από τη τυπική νομιμότητα των ενεργειών της Αστυνομίας, προκύπτουν ουσιαστικά ζητήματα αναφορικά με την εν γένει μεταχείριση του παιδιού, υπό το φώς, της ανηλικότητας του και των ιδιαιτεροτήτων του οικογενειακού του περιβάλλοντος αλλά και της ψυχικής του κατάστασης, εφόσον καλείτο να καταθέσει εναντίον του πατέρα του.

[20]. Καταρχάς, όσον αφορά στη μετάβαση αστυνομικών, στις 25 Σεπτεμβρίου 2009, στο σχολείο όπου φοιτούσε ο ανήλικος μαθητής, για να τον συλλάβουν, θεωρώ ότι η ενέργεια αυτή της Αστυνομίας ξεπερνούσε κάθε επιτρεπτό και ανεκτό μέτρο. Η ενέργεια αυτή βρίσκετο σε αντίθεση με το γράμμα και το πνεύμα  των σχετικών αστυνομικών οδηγιών που επιτάσσουν ειδική ευνοϊκή μεταχείριση των ανηλίκων. Σύμφωνα με τη σχετική Αστυνομική Διάταξη, όσον, αφορά στους ανήλικους παραβάτες, πρέπει, κατά κανόνα να αποφεύγεται η σύλληψη ή/και ανάκριση τους στο σχολείο. Συνεκτιμώντας, δε, την ανάγκη για προστασία της αξιοπρέπειας και του ψυχισμού ενός ανήλικου, ο οποίος, μάλιστα, δεν επέδειξε οποιαδήποτε προηγούμενη σοβαρή παραβατική συμπεριφορά, το ενδεχόμενο αναζήτησής του στο σχολείο με σκοπό τη σύλληψη του, θα έπρεπε άνευ ετέρου, να αποκλειστεί.

[21]. Χωρίς να παραγνωρίζω την υποχρέωση που είχε η Αστυνομία να ανταποκριθεί στις σχετικές υποδείξεις του Δικαστηρίου, δεν έχω πεισθεί ότι εξαντλήθηκαν εναλλακτικά ή ηπιότερα μέσα εντοπισμού και παρουσίασης του μαθητή ενώπιον του Δικαστηρίου. Ακόμα και στην περίπτωση που γίνει αποδεκτό το γεγονός ότι δεν υπήρξε αποτελεσματική συνεργασία του πατέρα του μαθητή, οι ιδιάζουσες, προσωπικές συνθήκες του τελευταίου επέβαλλαν να επιδιωχθεί με σύνεση η ανάπτυξη ενός προκαταρκτικού διαλόγου της Αστυνομίας, τόσο με τη Διεύθυνση του Σχολείου και την Καθηγήτρια της Συμβουλευτικής Αγωγής του παιδιού όσο και με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Έτσι, θα εξασφαλίζετο το ζητούμενο, η παρουσία δηλαδή του ανήλικου στο Δικαστήριο με τον πλέον ανώδυνο για τη ψυχολογία του τρόπο, χωρίς την προσφυγή στο κατασταλτικό μέτρο της σύλληψης όπως αυτή διενεργήθηκε στην προκειμένη περίπτωση.

[22]. Επιπλέον, η συνεκτίμηση όλων των στοιχείων της συγκεκριμένης υπόθεσης δεν με έχει πείσει για την αναγκαιότητα  χρήσης χειροπέδων κατά τη μεταφορά του μαθητή από το χώρο του Δικαστηρίου στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού, όπου υπάρχει κρατητήριο ανηλίκων. Από καμία, μάλιστα, μαρτυρία ή στοιχείο που τέθηκε υπόψη μου δεν προκύπτει οποιαδήποτε δικαιολόγηση της χρήσης χειροπέδων. Τις προϋποθέσεις για να εξεταστεί κατ εξαίρεση ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα πληρούσε μόνο εκείνη η βίαιη συμπεριφορά του ανήλικου που θα τον καθιστούσε επικίνδυνο η ύποπτο απόδρασης. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης. Τουναντίον, ο μαθητής δεν φαίνεται να πρόβαλε οποιαδήποτε αντίσταση ή συμπεριφορά απόδρασης ούτε κατά σύλληψή του αλλά ούτε και κατά τη διάρκεια της κράτησής του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν γίνει αποδεκτή η θέση των αστυνομικών ότι ο μαθητής ήταν ανήσυχος, το γεγονός αυτό από μόνο του δεν δικαιολογούσε τη χρήση των χειροπέδων. Οι αστυνομικοί όφειλαν να εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια αυτοσυγκράτησης, ψυχραιμίας και νηφαλιότητας και να αντιμετωπίσουν τον ανήλικο σαν ένα παιδί δεκαπέντε χρόνων, προερχόμενο από ένα ταλαιπωρημένο οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο βρέθηκε σε συνθήκες έντονης ψυχικής φόρτισης, πολύ πιθανόν και φόβου, και το οποίο καλείτο να καταθέσει εναντίον του πατέρα του. Κάτι τέτοιο δυστυχώς δεν έγινε. Οι ιδιάζουσες αυτές συνθήκες σε συνάρτηση με την ηλικία του παιδιού, όχι μόνο θα έπρεπε να συνεκτιμηθούν με επιείκεια, στην περίπτωση που το παιδί έδειχνε να ανησυχεί, αλλά και να λειτουργήσουν ως ένας επιπλέον λόγος αποφυγής της χρήσης χειροπέδων και δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης του μαθητή προς τους αστυνομικούς.

[23]. Από τη διερεύνηση του περιστατικού εκ μέρους της Αστυνομίας, προκύπτει ότι η χρήση χειροπέδων κρίθηκε αναγκαία, αφού ο Ν.Σ έδειχνε, όπως υποστηρίχθηκε από τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς, ανήσυχος. Η μαρτυρία του μαθητή για το ζήτημα αυτό βρίσκεται σε διάσταση με αυτή των εμπλεκόμενων αστυνομικών. Παραμένουν, δε, αδιευκρίνιστοι οι λόγοι που οδήγησαν τον ερευνώντα αστυνομικό να θεωρήσει την εκδοχή των εμπλεκόμενων αστυνομικών ως την αληθή και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι αστυνομικοί, «για δικούς τους λόγους ασφαλείας θεώρησαν καλό να χρησιμοποιήσουν χειροπέδες». Το αθωωτικό για την αστυνομία πόρισμα προξενεί επιπρόσθετα ερωτηματικά, δεδομένου ότι στηρίζεται στους «λόγους ασφαλείας» που επικαλέστηκαν οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί με τη μορφή γενικών και αόριστων εκτιμήσεων οι οποίες δεν εξειδικεύονται στοιχειωδώς ούτε και συνδέονται αιτιωδώς με οποιαδήποτε επικίνδυνη συμπεριφορά ή ενέργεια του μαθητή.

[24]. Οι αντιρρήσεις μου είναι επίσης έντονες αναφορικά με την αναγκαιότητα υποβολής του παιδιού σε σωματικό έλεγχο, με πλήρη, μάλιστα αφαίρεση, ρουχισμού. Ο μαθητής χαρακτηρίστηκε, από τον αστυνομικό που τον παρέλαβε στον Κεντρικό Σταθμό Πόλεως ως «ανήσυχος» και «μη συνεργάσιμος», στοιχείο που, όπως υποστηρίζεται, αποτέλεσε το έρεισμα για την επιβολή του ιδιαίτερα επαχθούς μέτρου του σωματικού ελέγχου. Η παράθεση, όμως, των χαρακτηρισμών αυτών γίνεται χωρίς καμία στοιχειώδη ή εξειδικευμένη αναφορά σε συγκεκριμένες συμπεριφορές ή πράξεις του παιδιού. Ούτε και προβάλλονται πειστικοί λόγοι στη βάση των οποίων θα μπορούσε να τεκμηριωθεί η θέση ότι υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο ο μαθητής να βλάψει τον εαυτό του. Το ενδεχόμενο θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να προληφθεί με άλλα, ηπιότερα μέσα, αντί να προσφύγει η Αστυνομία στο δραστικό μέτρο του πλήρους σωματικού ελέγχου, η εφαρμογή του οποίου ήταν αχρείαστη και ιδιαίτερα βλαπτική για την αξιοπρέπεια του παιδιού. Συνεπώς, η υποβολή του παιδιού στον έλεγχο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτρεπτή.

[25]. Υπό το φως των πιο πάνω, θεωρώ ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η Αστυνομία απέτυχε να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις υποχρεώσεις τις όπως αυτές απορρέουν από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο μεταχείρισης ενός ανήλικου προσώπου, ενώ οι ενέργειές της υπερέβαιναν το επιτρεπτό και αναγκαίο, για την παρουσίαση του παιδιού στο Δικαστήριο, μέτρο. Χωρίς μάλιστα να συνεκτιμήσει δεόντως τις ιδιάζουσες συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης, ενήργησε εκτός του πνεύματος ευμενούς και επιεικούς μεταχείρισης ανηλίκων που διαπνέει το σχετικό θεσμικό πλαίσιο αστυνομικής δράσης και ως να επρόκειτο για μία συνήθη περίπτωση σύλληψης μάρτυρα που δεν είχε προσέλθει στο Δικαστήριο. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη όλα τα δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ενέργειες της Αστυνομίας για σύλληψη και προσαγωγή του ανήλικου μαθητή ενώπιον του Δικαστηρίου δεν ήταν οι προσφορότερες και οι καταλληλότερες για επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Ο τρόπος και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επιχειρήθηκε η σύλληψη του μαθητή καθώς και η εν γένει μεταχείρισή του διαρκούσης της κράτησής του, συνιστούσαν δυσανάλογο περιορισμό των δικαιωμάτων του, αφού δεν αναζητήθηκαν, εξαρχής και δεν εφαρμόστηκαν εναλλακτικά ή ηπιότερα  μέτρα που θα διασφάλιζαν την παρουσίαση του ενώπιον του Δικαστηρίου με πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων του, της ανηλικότητας αλλά και των ιδιάζουσων οικογενειακών συνθηκών του.

[26]. Για τους πιο πάνω λόγους, υποβάλλω την παρούσα Έκθεση στον Αρχηγό της Αστυνομίας με την προσδοκία ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις και συμπεράσματά μου θα αποτελέσουν αντικείμενο προβληματισμού για την αποφυγή παρόμοιων περιστατικών στο μέλλον. Προς την κατεύθυνση αυτή θα συνέβαλλε καταλυτικά η εξασφάλιση της αποτελεσματικής και εξειδικευμένης εκπαίδευση των μελών της Αστυνομίας για θέματα μεταχείρισης ανηλίκων. Στα πλαίσια αυτά δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι στα ζητήματα μεταχείρισης ανηλίκων η Αστυνομία ασκεί ένα ιδιαίτερα δύσκολο και λεπτό λειτούργημα, αφού σε τέτοιες περιπτώσεις ο ανήλικος βιώνει στην επαφή του με την αστυνομία τις πρώτες του επαφές με το σύστημα δικαιοσύνης και δημόσιας τάξης της πολιτείας. Οι επαφές αυτές έχουν πολύ μεγάλη σημασία, δεδομένων των περιορισμένων δυνατοτήτων και της αναποτελεσματικότητας της παραδοσιακής κατασταλτικής αστυνομικής δράσης όσον αφορά στη μεταχείριση των ανηλίκων. Εφόσον μάλιστα οι επαφές αυτές γίνονται με το σωστό τρόπο από ειδικά εκπαιδευμένα και έμπειρα σε τέτοια θέματα μέλη της Αστυνομίας μπορούν να επηρεάσουν καθοριστικά και εποικοδομητικά τη μετέπειτα ζωή των ανηλίκων. Συνακόλουθα, αποτελεί εισήγησή μου προς την Αρχηγό Αστυνομίας, όπως προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τον πιο πάνω σκοπό, σε συνεργασία με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, στην Διευθύντρια των οποίων κοινοποιώ αντίγραφο της Έκθεσης.

[27]. Όπως, ήδη, έχω αναφέρει, οι πράξεις των Δικαστηρίων εκπίπτουν των ελεγκτικών μου αρμοδιοτήτων. Διερωτώμαι, όμως, κατά πόσο δεν θα ήταν σκόπιμο να υπάρχει στο κτίριο του Δικαστηρίου κατάλληλη αίθουσα για την παραμονή ανήλικων προσώπων, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, στα πλαίσια της ειδικής μεταχείρισης που απαιτείται για το σκοπό αυτό. Για το λόγο αυτό, αντίγραφο της Έκθεσης κοινοποιώ και στην Πρόεδρο του αρμόδιου Δικαστηρίου για περαιτέρω προβληματισμό στο θέμα αυτό αλλά και γενικότερα, στο ζήτημα της ποινικής μεταχείρισης ανηλίκων και των ευρύτερων παραμέτρων που ενδεχομένως αυτό συνεπάγεται.

[28]. Τέλος, διαβιβάζω αντίγραφο της Έκθεσης και στη Διευθύντρια του Γυμνασίου Λινόπετρας στη Λεμεσό για σκοπούς ενημέρωσής της, εκφράζοντας, παράλληλα, την ικανοποίησή μου για την άμεση αντίδρασή της αναφορικά με ένα τόσο σοβαρό θέμα που αφορούσε μαθητή του σχολείου, αλλά και θέματα παιδείας γενικότερα.

 

Ηλιάνα Νικολάου

Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!