Έκθεση Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με την καθυστέρηση/μη προώθηση εξέτασης αιτήσεων για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει καταγωγής, και, την ελλιπή ανταπόκριση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης να συνδράμει την έρευνα των υποθέσεων από την Επίτροπο
Προϊστάμενος: Άριστος Τσιάρτας
Ερευνών Λειτουργός: Γιώργος Κακότας
Λευκωσία, 10 Οκτωβρίου, 2013
Αρ. Φακέλου Παραπόνων: Α.Π. 834/2012, Α.Π. 835/2012, Α.Π. 836/2012, Α.Π. 837/2012, Α.Π. 838/2012, Α.Π. 839/2012, Α.Π. 840/2012, Α.Π. 1023/2012, Α.Π. 1024/2012, Α.Π. 1025/2012, Α.Π. 1026/2012, Α.Π. 1027/2012, Α.Π. 1286/2012, Α.Π. 1287/2012, Α.Π. 1288/2012, Α.Π. 1469/2012, Α.Π. 1470/2012, Α.Π. 1471/2012
● Περιγραφή Καταγγελίας και Έρευνας
Με 4 επιστολές, που αποστάληκαν μεταξύ Απριλίου και Ιούλιου του 2012, το Δικηγορικό Γραφείο Μιχαηλίδη & Ζαβαλλή μου υπέβαλε παράπονα κατά του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης[1].
Τα παράπονα αφορούσαν στην καθυστέρηση/μη προώθηση εξέτασης των αιτήσεων που υπέβαλαν 18 συνολικά πελάτες του Γραφείου, μεταξύ των ετών 2006 και 2012[2], για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει καταγωγής, με βάση τις πρόνοιες των εδαφίων (2) μέχρι (4) του άρθρου 109 των Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων του 2002 μέχρι 2011.
Όπως υποστηρίχθηκε, οι παραπονούμενοι έχουν, όλοι, τουρκοκυπριακή καταγωγή, και ζουν στο εξωτερικό – οι περισσότεροι από αυτούς στην Ιορδανία και Παλαιστίνη.
Τα στοιχεία των υποθέσεων, όπως παρατίθενται στις επιστολές παραπόνου, καταγράφονται, για εύκολη αναφορά, στο Παράρτημα που επισυνάπτεται στην παρούσα Έκθεση.
Γενικά, υποστηρίχθηκε από τους Δικηγόρους των παραπονούμενων ότι τα πρόσωπα αυτά δικαιούνται, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Νομοθεσίας, να εγγραφούν ως Κύπριοι Πολίτες και ότι, η καθυστέρηση «είναι σκόπιμη καθ’ ότι το αρμόδιο τμήμα, ενώ γνωρίζει ότι δυνάμει της Νομοθεσίας υποχρεούται όπως εγκρίνει τις .. αιτήσεις και παραχωρήσει στους αιτητές την Κυπριακή υπηκοότητα έχει αποφασίσει όπως αναστείλει την εξέταση.. (τους)»[3].
Με επιστολές του Γραφείου μου με ημερομηνίες 4 Μαΐου, 2012, 28 Μαΐου, 2012, 5 Ιουλίου, 2012 και 19 Ιουλίου, 2012, ενημερώσαμε τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για κάθε μία από τις επιστολές παραπόνου που λάβαμε και της ζητήσαμε να θέσει υπόψη μου τα σχόλια και τις απόψεις της σε σχέση με τα όσα αναφέρονται σε αυτές, καθώς και τους λόγους που οι αιτήσεις των παραπονούμενων για να εγγραφούν ως κύπριοι πολίτες, δεν είχαν ολοκληρωθεί.
Επειδή δεν έλαβα οποιαδήποτε απάντηση, απέστειλα στη συνέχεια 2 υπενθυμητικές επιστολές με ημερομηνίες 10 Σεπτεμβρίου, 2012 και 26 Νοεμβρίου, 2012, ζητώντας από τη Διευθύντρια του Τμήματος τα σχόλια και τις απόψεις της σε σχέση με τα παράπονα, και, ενημέρωση για την εξέλιξη των υποθέσεων. Στη δεύτερη υπενθυμητική επιστολή μου, καταληκτικά, ανέφερα στη τα εξής:
«Δεδομένου του μεγάλου χρονικού διαστήματος που παρείλθε από την ημερομηνία που ενημέρωσα το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για τα παράπονα και υπό το φως του ότι το θέμα αφορά στην απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει καταγωγής, παρακαλώ όπως μεριμνήσετε ώστε, εντός τριών εβδομάδων, ενημερωθώ για την εξέλιξη των αιτήσεων των παραπονούμενων.»
Απαντητική επιστολή από το Τμήμα έλαβα τελικά με επιστολή της Διευθύντριας ημερ. 26 Μαρτίου, 2013, η οποία, όμως, αναφερόταν σε μία μόνο από τις αρχικές μου επιστολές[4] και αφορούσε μόνο 3 από τα 18 υπό διερεύνηση παράπονα[5]– σε σχέση με την καθυστέρηση εγγραφής 3 ανήλικων αδερφιών. Στην εν λόγω απαντητική επιστολή, η Διευθύντρια περιορίστηκε να μου αναφέρει ότι, «για να εξεταστούν περαιτέρω οι… αιτήσεις είναι απαραίτητο να παρουσιαστούν πρωτότυπα πιστοποιητικά γέννησης των παιδιών και πιστοποιητικό γάμου των γονέων δεόντως επικυρωμένα», καθώς και ότι, «οι αιτητές δεν κατέστη δυνατό να ενημερωθούν σχετικά, γιατί στις αιτήσεις δεν δηλώθηκε διεύθυνση επικοινωνίας.»
Με επιστολή μου, ημερ. 5 Απριλίου 2013, η οποία αποστάληκε με τηλεομοιότυπο, υπενθύμισα στη Διευθύντρια του Τμήματος ότι οι σχετικές με τα παράπονα επιστολές μας παρέμεναν αναπάντητες[6] και την πληροφόρησα ότι: στις 22 Απριλίου 2013 και ώρα 9.00 π.μ., στη βάση των περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμων, ερευνών Λειτουργός του Γραφείου μου θα επισκεπτόταν το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για να επιθεωρήσει τους σχετικούς με την υπόθεση φακέλους. Παρακάλεσα, επίσης, όπως ο Λειτουργός του Γραφείου μου διευκολυνθεί για το σκοπό αυτό και όπως, σε περίπτωση μη δυνατότητας πραγματοποίησης της επιθεώρησης των διοικητικών φακέλων, κατά την καθορισμένη ημερομηνία και ώρα, να ενημερωθεί σχετικά για να διευθετηθεί άλλη ημερομηνία.
Στην επιστολή μου αυτή, για εύκολη αναφορά, παρέθεσα, ξανά, τα στοιχεία όλων των παραπονούμενων, όπως αυτά καταγράφηκαν στις επιστολές των Δικηγόρων τους.
Στις 22 Απριλίου 2013, την ημέρα, δηλαδή, που όρισα για την για επιθεώρηση των φακέλων, ο ερευνών Λειτουργός του Γραφείου μου επικοινώνησε, τηλεφωνικώς, με το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με σκοπό να επιβεβαιώσει την επίσκεψη. Ωστόσο, αρμόδια Λειτουργός του κλάδου ιθαγενειών του Τμήματος, του ανέφερε ότι δεν είχε – μέχρι εκείνη τη στιγμή – ενημερωθεί σχετικά με την επίσκεψη και, κατά συνέπεια, οι διοικητικοί φάκελοι της υπόθεσης δεν είχαν μαζευτεί και δεν ήταν δυνατή η επιθεώρηση τους εκείνη την ημέρα.
Αργότερα την ίδια μέρα, και για σκοπούς διευθέτησης νέας ημερομηνίας για την επίσκεψη, ο ερευνών Λειτουργός του Γραφείου μου, απέστειλε, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, απευθείας στην αρμόδια Λειτουργό του Τμήματος, τη λίστα με τα στοιχεία όλων των φακέλων που ζήτησα να επιθεωρηθούν και της επισύναψε την σχετική επιστολή μου στη Διευθύντρια που προηγήθηκε[7].
Επειδή δεν υπήρξε ανταπόκριση, στις 8 Μαΐου 2013 και στις 20 Ιουνίου, αποστάληκαν από το Γραφείο μου, στην αρμόδια Λειτουργό, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, σχετικές υπενθυμίσεις. Τελικά, σε σύντομη ηλεκτρονική απάντησή της στις 20 Ιουνίου 2013, η Λειτουργός ανέφερε ότι, εκείνη την περίοδο, εξετάζονταν οι φάκελοι των υποθέσεων, ώστε να μας απαντήσουν γραπτώς.
Έκτοτε, δεν υπήρξε οποιαδήποτε απάντηση ή άλλη ενημέρωση από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, σε σχέση με την παρούσα υπόθεση και τους λόγους που η εξέταση των αιτήσεων των παραπονούμενων για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει καταγωγής καθυστέρησε/καθυστερεί. Ούτε υπήρξε οποιαδήποτε επικοινωνία από το Τμήμα για να διευθετηθεί η επιθεώρηση των φακέλων σχετικών διοικητικών φακέλων από Λειτουργό του Γραφείου μου, όπως είχα ζητήσει από τις 5 Απριλίου 2013.
Σε επικοινωνία μας με το Δικηγορικό Γραφείο Μιχαηλίδη & Ζαβαλλή στις 19 Σεπτεμβρίου, 2013 πληροφορηθήκαμε ότι:
- Μέχρι σήμερα, έχουν ενημερωθεί από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για την πορεία/εξέλιξη μόνο μίας από τις 18 αιτήσεις για τις οποίες υποβλήθηκαν παράπονα.
- Η περίπτωση για την οποία ενημερώθηκαν, αφορά στην αίτηση του κ. Alaa Hasalni (Αριθμός Παραπόνου: Α.Π. 840/2012) η οποία είχε υποβληθεί τον Αύγουστο του 2010 και, τελικά, απορρίφθηκε από το Τμήμα τον Ιούνιο του 2013, με την αιτιολογία ότι στα επίσημα αρχεία του Κράτους δεν διαπιστώθηκε να υπάρχει καταχώρηση της γέννησης του πατέρα του αιτητή, ενώ τα έγγραφα που προσκόμισε με την αίτηση, κρίθηκε ότι δεν αποτελούσαν επαρκή μαρτύρια για την καταγωγή του.[8]
- Η εξέταση της αίτησης στην πιο πάνω περίπτωση προωθήθηκε και ολοκληρώθηκε από το Τμήμα, μετά που ο κ. Hasalni, μέσω του Δικηγορικού Γραφείου, κατέθεσε Προσφυγή στο Δικαστήριο για την υπέρμετρη καθυστέρηση που παρατηρούνταν.
Διαπιστώσεις / Θεσμικό και Νομικό Πλαίσιο
Περί Αρχείου Πληθυσμού Νομοθεσία
Τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται για την απόκτηση της ιδιότητας του κύπριου πολίτη καθορίζονται στα άρθρα 108 μέχρι 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν.141(Ι)/2002), ως τροποποιήθηκε. Το Άρθρο 109 του Νόμου, στη βάση του οποίου, όπως αναφέρθηκε στο παράπονο, υποβλήθηκαν οι αιτήσεις των παραπονούμενων, ορίζει, ειδικότερα, ποια άτομα μπορούν να αποκτήσουν την ιδιότητα του κύπριου πολίτη δυνάμει της γέννησης ή καταγωγής τους[9]. Από τα πρόσωπα αυτά, στα πλαίσια εξέτασης των αιτήσεων τους, φαίνεται να απαιτείται μόνο η προσκόμιση πιστοποιητικού γεννήσεως και κάποιων άλλων έγγραφων που αφορούν στην καταγωγή των ιδίων και των γονέων τους[10].
Θεσμικό Πλαίσιο Διοικητικού Δικαίου
Οι γενικές αρχές που πρέπει να διέπουν το πλαίσιο δράσης της δημόσιας διοίκησης έχουν κωδικοποιηθεί στις διατάξεις του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1991[11]. Η κωδικοποίηση αυτή έγινε λαμβάνοντας υπόψη ερμηνείες και θέσεις που αναπτύχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, μέσα από τη νομολογία του, στα πλαίσια εξέτασης προσφυγών εναντίον πράξεων ή παραλείψεων της Διοίκησης.
Καταρχήν, το άρθρο 10 του Νόμου προνοεί ότι το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητα του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφαση του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός δε του εύλογου χρόνου, σύμφωνα με το Νόμο, «εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες» .
Επίσης, στη νομοθεσία ορίζεται και το περιεχόμενο του δικαιώματος αναφοράς των πολιτών στις δημόσιες αρχές, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 29 του Συντάγματος. Βάσει του δικαιώματος αναφοράς, οι πολίτες έχουν δικαίωμα να αποτείνονται στις δημόσιες αρχές με αιτήσεις (ή παράπονα) και να λαμβάνουν, σε σχέση με αυτά, αιτιολογημένη γραπτή απάντηση, μέσα σε περίοδο που δεν θα υπερβαίνει τις 30 μέρες ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, εντός εύλογου – υπό τις περιστάσεις – χρονικού πλαισίου[12]. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι διοικητικές αρχές οφείλουν να δίνουν γραπτώς πληροφορίες για την πορεία μιας υπόθεσης εντός προθεσμίας 30 ημερών[13].
Μία από τις βασικές αρχές διοικητικού δικαίου είναι η αρχή της χρηστής διοίκησης η οποία, σύμφωνα με την πιο πάνω Νομοθεσία, επιβάλλει στα διοικητικά όργανα, όταν ενεργούν στα πλαίσια της διακριτικής τους εξουσίας, να ενεργούν σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα, ώστε σε κάθε περίπτωση να αποφεύγονται λύσεις που είναι ανεπιεικείς και άδικες για τον πολίτη[14].
Το Νοέμβριο του 1997, το Συμβούλιο της Ευρώπης υιοθέτησε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια, στην οποία αποτυπώνονται οι βασικές αρχές και κανόνες που πρέπει να διέπουν το δίκαιο της ιθαγένειας. Το άρθρο 10 της Σύμβασης προνοεί ότι «κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι αιτήσεις που σχετίζονται με την απόκτηση, διατήρηση, απώλεια, ανάκτηση, ή πιστοποίηση της ιθαγένειας του να γίνεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.»
Η Κύπρος δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση, η οποία μέχρι σήμερα έχει υπογραφεί από 29 κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης[15].
Πρόσφατη Έκθεση αναφορικά με τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην εξέταση αιτήσεων για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας, δυνάμει πολιτογράφησης και εγγραφής
Τον περασμένο Ιανουάριο, υπέβαλα Έκθεση στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης σε σχέση με τις σημαντικές καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην διεκπεραίωση αιτήσεων που υποβάλλονται για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει «πολιτογράφησης» (6 περίπου χρόνων) και, από συζύγους κυπρίων, δυνάμει «εγγραφής» (3 περίπου χρόνων).
Από την έρευνα, πέρα από τη διαπίστωση των καθυστερήσεων, προέκυψε επίσης ότι:
- Η περί αρχείου πληθυσμού νομοθεσία παρέχει, σε πρόσωπα που δεν έχουν κυπριακή καταγωγή, τη δυνατότατα απόκτησης της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση ή εγγραφή, εφόσον έχουν συμπληρώσει κάποια χρόνια διαμονής στην Κύπρο και πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις που – ανάλογα με την περίπτωση – έχουν, σε σχέση με την πρόθεση τους να συνεχίσουν να παραμένουν στην Κύπρο, τo χαρακτήρα τους, και τη σχέση που ανέπτυξαν με την κυπριακή κοινωνία.
- Τα χρονικά πλαίσια εντός των οποίων εξετάζονται αιτήσεις για παραχώρηση της υπηκοότητας με πολιτογράφηση από άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι κατά πολύ μικρότερα από αυτά που ισχύουν στην Κύπρο, ενώ, σε σημαντικό αριθμό χώρων τα πλαίσια αυτά κυμαίνονται από μερικούς, μόνο, μήνες μέχρι τον 1 χρόνο.
Στην Έκθεση αναγνώρισα το ότι ο χειρισμός των αιτήσεων αυτών εμπεριέχει ιδιαιτερότητες οι οποίες σχετίζονται με τα κριτήρια που καθορίζει ο Νόμος, η ορθή διερεύνηση των οποίων απαιτεί χρόνο. Ωστόσο, πρόσθεσα, ότι οι ιδιαιτερότητες αυτές, δεν μπορούν να αποτελέσουν επαρκή δικαιολογία για καθυστερήσεις αυτής της έκτασης. Εμφαντικά υπέρ της θέσης αυτής, ανέφερα, συνηγορούν τα (κατά πολύ μικρότερα) χρονικά πλαίσια στα οποία άλλες ευρωπαϊκές χώρες εξετάζουν αιτήσεις για υπηκοότητα.
Σε σχέση με σχετική αναφορά του Τμήματος ότι ενώπιον του «εκκρεμ(ούσε) μεγάλος αριθμός αιτήσεων, η εξέταση των οποίων «γίν(όταν) βάσει της ημερομηνίας υποβολής», επανέλαβα την πάγια θέση μου ότι η επίκληση προβλημάτων υποστελέχωσης, δεν μπορεί να προβάλλεται από τη Διοίκηση ως δικαιολογία για υπέρμετρες καθυστερήσεις στην προώθηση αιτημάτων των πολιτών.
Καταληκτικά, διατύπωσα τη θέση ότι οι καθυστερήσεις που παρατηρούνται δε συνάδουν με τις γενικά παραδεδεγμένες αρχές του διοικητικού δικαίου και εισηγήθηκα όπως ληφθούν άμεσα μέτρα που να διασφαλίζουν την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός εύλογου υπό τις περιστάσεις χρονικού πλαισίου.
Θεσμός του Επιτρόπου Διοικήσεως
O θεσμός του Επιτρόπου Διοικήσεως, ή Ombudsman όπως είναι διεθνώς γνωστός, αποτελεί, σήμερα, την πιο διαδεδομένη – σε ευρωπαϊκό επίπεδο – μορφή εξωδικαστικού ελέγχου της διοίκησης και στοχεύει στη διασφάλιση της εφαρμογής των αρχών της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης. Βασικό στοιχείο στη λειτουργία του θεσμού είναι η υποχρέωση των φορέων/υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίο του διοικητικού ελέγχου του Ombudsman, να συνδράμουν στις έρευνες που διενεργεί. .
Το πλαίσιο αρμοδιοτήτων του Επιτρόπου Διοικήσεως καθορίζεται στον περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμο, Ν.3/91, ως αυτός τροποποιήθηκε. Βασική αρμοδιότητα του Επιτρόπου, σύμφωνα με το Νόμο, είναι να διερευνά παράπονα εναντίον οποιασδήποτε υπηρεσίας ή λειτουργού που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, σε σχέση με ενέργειά τους που ασκήθηκε κατά παράβαση των νόμων ή των κανόνων της χρηστής διοίκησης και της ορθής συμπεριφοράς προς τους πολίτες.[16]
Βάσει του Νόμου, όλες οι υπηρεσίες υποχρεούνται όπως, αν τους ζητηθεί από τον Επίτροπο, να παρέχουν κάθε συνδρομή στις έρευνες που διενεργεί[17], ενώ, η διαδικασία διερεύνησης ενός παραπόνου είναι αυτή που ο Επίτροπος θεωρεί πρέπουσα, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης.[18]
Επίσης, σύμφωνα με το Νόμο, η χωρίς νόμιμη δικαιολογία παράλειψη, από οποιονδήποτε, να συνδράμει σε έρευνα που διεξάγει ο Επίτροπος στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, συνιστά αδίκημα[19].
- Συμπεράσματα
Καθυστέρηση/μη προώθηση εξέτασης αιτήσεων για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει καταγωγής
Τα παράπονα αφορούν στη μη προώθηση/καθυστέρηση εξέτασης αιτήσεων που υπέβαλαν 18 πρόσωπα, τα οποία (υποστηρίζουν ότι έχουν) τουρκοκυπριακή καταγωγή, για να εγγραφούν ως κύπριοι πολίτες δυνάμει καταγωγής. Σύμφωνα με τα στοιχεία/πληροφορίες που τέθηκαν υπόψη μου από τους Δικηγόρους των παραπονούμενων, πλην μίας αίτησης που εξετάστηκε μετά από προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, η εξέταση των υπολοίπων δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Αν και η ενημέρωση που έλαβα από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης σε σχέση με τα παράπονα ήταν ελλιπής, από την αποσπασματική επικοινωνία που υπήρξε[20], φαίνεται να επιβεβαιώνεται η μεγάλη καθυστέρηση στην εξέταση των αιτήσεων των παραπονούμενων – η οποία, σε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις, φαίνεται να υπερβαίνει τα 6 με 7 χρόνια.
Το θεσμικό πλαίσιο διοικητικού δικαίου και ειδικότερα οι αρχές της χρηστής διοίκησης και ορθής διοικητικής συμπεριφοράς, επιβάλλουν σε κάθε διοικητική αρχή να εξυπηρετεί τον πολίτη, να εξετάζει τα αιτήματα του μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, να τον ενημερώνει γραπτώς για τις αποφάσεις της και, γενικά, να εμπεδώνει με τη συμπεριφορά της την εμπιστοσύνη των πολιτών έναντι της.
Στα πλαίσια πρόσφατης έρευνα μου[21], διαπίστωσα την ύπαρξη πολύχρονων καθυστερήσεων στην εξέταση αιτήσεων για απόκτηση υπηκοοτήτων (6 περίπου χρόνια για «πολιτογράφηση» και 3 περίπου χρόνια για «έγγραφη» συζύγων Κυπρίων πολιτών). Παρόλο που για τις συγκεκριμένες διαδικασίες τίθενται προϋποθέσεις στο νόμο (διάρκεια και πρόθεση διαμονής, ποιότητα χαρακτήρα και βαθμός ένταξης στην κοινωνία) η διερεύνηση των οποίων απαιτεί εκ των πραγμάτων κάποιο χρόνο, καταληκτικά, και αφού έλαβα υπόψη μου και τα χρονικά πλαίσια στα οποία άλλες ευρωπαϊκές χώρες εξετάζουν αιτήσεις για υπηκοότητα, διατύπωσα τη θέση ότι καθυστερήσεις αυτής της έκτασης δεν δικαιολογούνται και δε συνάδουν με τις αρχές του διοικητικού δικαίου.
Ακόμη πιο αδικαιολόγητη, θεωρώ την ύπαρξη καθυστερήσεων αυτής της έκτασης στα πλαίσια των διαδικασιών για την απόκτηση της υπηκοότητας δυνάμει καταγωγής, για την οποία δεν απαιτείται η πλήρωση των πιο πάνω προϋποθέσεων και η έρευνα της διοίκησης περιορίζεται βασικά στο να ελέγξει/τεκμηριώσει την κυπριακή καταγωγή των αιτούντων (βλ. παρ [11]).
Η ιδιαιτερότητα, δε, του ότι οι υπό εξέταση περιπτώσεις αφορούν σε πρόσωπα που αιτούνται την κυπριακή υπηκοότητα στη βάση του ότι έχουν (ή υποστηρίζουν ότι έχουν) τουρκοκυπριακή καταγωγή, αποτελεί, κατά την άποψή μου, ένα επιπρόσθετο λόγο για την έγκαιρη και εντός εύλογου χρόνου εξέταση τους, ώστε να μη δημιουργείται η εντύπωση ότι επιφυλάσσεται δυσμενής διάκριση στη βάση της εθνικής τους καταγωγής.
Ελλιπής ανταπόκριση του Τμήματα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης να συνδράμει τη διερεύνηση των παραπόνων
Βασικό στοιχείο στην λειτουργία του θεσμού του Ombudsman, τόσο στην Κύπρο όσο και διεθνώς, είναι η καλή συνεργασία με τους φορείς/υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο ελέγχου του και η έγκαιρη και ουσιαστική συνδρομή τους, στις έρευνες που διενεργεί. Σε αντίθετη περίπτωση, ο θεσμός αδυνατεί να εκπληρώσει αποτελεσματικά τον εποπτικό ρόλο που ο νομοθέτης του ανέθεσε, προς όφελος του πολίτη και των δικαιωμάτων του.
Γραπτώς, μεταξύ Ιουλίου και Μαΐου 2012, ενημέρωσα τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για τα παράπονα που μου υπέβαλε το Δικηγορικό Γραφείο Μιχαηλίδη & Ζαβαλλή εκ μέρους των 18 πελατών του και ζήτησα να έχω τα σχόλια και τις απόψεις της σε σχέση με αυτά, καθώς και τους λόγους που οι αιτήσεις των παραπονούμενων να εγγραφούν ως κύπριοι πολίτες καθυστερούσαν.
Δεδομένου ότι, έκτοτε, σχετική απάντηση/ενημέρωση από το Τμήμα, με καθυστέρηση μάλιστα, είχα για μόνο 3 από τα 18 παράπονα, καθώς και του ότι, δεν διευκολύνθηκε η επιθεώρηση των διοικητικών φακέλων, δεν μπορώ παρά να καταλήξω στη θέση ότι η συνδρομή του Τμήματος στην έρευνά μου ήταν ελλιπής και αποσπασματική.
Κατανοώ ότι ο όγκος εργασίας του Τμήματος έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια και ότι αυτό, σε συνάρτηση και με την υποστελέχωση, συντείνουν στην ύπαρξη καθυστερήσεων στην εξέταση αιτήσεων ή παραπόνων που υποβάλλουν οι πολίτες. Συνεκτιμώντας, δε, τις δυσκολίες αυτές επιδεικνύω κατανόηση για τις καθυστερημένες ή ελλιπείς απαντήσεις που συχνά λαμβάνω από το Τμήμα και, σε αυτό το πλαίσιο, αποστέλλω συχνά υπενθυμητικές ή διευκρινιστικές επιστολές ή/και ζητώ από Λειτουργούς του Γραφείου μου να κάνουν επιτόπιες επισκέψεις για να επιθεωρήσουν διοικητικούς φακέλους.
Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, θεωρώ ότι έχει εξαντληθεί κάθε περιθώριο άλλης από μέρους μου αναμονής για συνεργασία, και ότι, υπό τις δεδομένες περιστάσεις, η στάση του Τμήματος συνιστά, ουσιαστικά, άρνηση του να συνδράμει στην έρευνα που διενεργώ, ως είναι η υποχρέωση του με βάση το νόμο. Η στάση αυτή έχει ως αποτέλεσμα, 15 περίπου μήνες μετά που ενημέρωσα το Τμήμα για τα παράπονα, να μην μπορώ να ασκήσω τις αρμοδιότητες μου που απορρέουν από το νόμο.
- Εισηγήσεις
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, εισηγούμαι όπως το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης προχωρήσει στην άμεση εξέταση των αιτημάτων των παραπονούμενων για να εγγραφούν ως κύπριοι πολίτες, σύμφωνα με την περί αρχείου πληθυσμού νομοθεσία, και, όπως, συνακόλουθα, ενημερώσει, γραπτώς, τους ίδιους τους παραπονούμενους, και τους Δικηγόρους τους, για τις καταληκτικές αποφάσεις του.
Ακολούθως, παρακαλώ όπως ενημερωθώ και εγώ για την εξέλιξη όλων των υπό διερεύνηση υποθέσεων και όπως, για όποιες από αυτές ληφθούν τελικά απορριπτικές αποφάσεις, ενημερωθώ λεπτομερώς για την αιτιολογική βάση των αποφάσεων αυτών.
Η Έκθεση υποβάλλεται στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, για σκοπούς υλοποίησης των εισηγήσεων. Επίσης, διαβιβάζεται στον Υπουργό Εσωτερικών για ενημέρωση και τις όποιες δικές του ενέργειες κρίνει σκόπιμες.
Ελίζα Σαββίδου
Επίτροπος Διοικήσεως
και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Υποσημειώσεις και Παραπομπές:
[1] Επιστολές με ημερ. 11 Απριλίου 2012 (εκ μέρους 7 παραπονούμενων), με ημερ. 7 Μαΐου 2012 (εκ μέρους 5 παραπονούμενων), με ημερ. 2 Ιουνίου, 2012 (εκ μέρους 3 παραπονούμενων), και με ημερ. 5 Ιουλίου, 2012 (εκ μέρους 3 παραπονούμενων)
[2] Σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη μας, από τις 18 αιτήσεις για τις οποίες υποβλήθηκαν παράπονα, 5 είχαν υποβληθεί κατά το 2006, μία κατά το 2007, 5 κατά το 2009, 6 κατά το 2010 και μία κατά το 2012.
[3] Επιστολή του Δικηγορικού Γραφείου Μιχαηλίδη & Ζαβαλλή ημερ. 11 Απριλίου 2012
[4] Επιστολή του Γραφείου μου ημερ. 19/7/2012
[5] Παράπονα με αρ. ΑΠ1469/2012, ΑΠ1470/2012, ΑΠ1471/2012
[6] Η επιστολή είχε σταλεί πριν από τη λήψη της απαντητικής επιστολή του Τμήματος που αναφέρεται στην παράγραφο [5]. Ούτως ή άλλως, όμως, η απάντηση του Τμήματος δεν αναφέρεται σε όλα τα παράπονα και σε αυτά που αναφέρεται δεν απαντά επαρκώς τα ερωτήματα που τέθηκαν.
[7] Βλ. Παρ. 6.
[8] Στη σχετική επιστολή του, ημερ. 6/6/2013, το Τμήμα ανέφερε στους Δικηγόρους του παραπονούμενου ότι η αίτηση του πελάτης τους για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή «έχει απορριφθεί καθότι κατόπιν έρευνας που διενεργήθηκε στα επίσημα αρχεία του Κράτους διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει καταχώρηση της γέννησης του πατέρα του αιτητή.» Επιπρόσθετα, στην επιστολή, αναφέρθηκε ότι «το πιστοποιητικό γεννήσεως από τα κατεχόμενα και το παλαιστινιακό διαβατήριο στο οποίο ο πατέρας του αιτητή αναγράφεται ως Κύπριος, έγγραφα τα οποία προσκομίστηκαν με την υποβολή της αίτησης… δεν αποτελούν επαρκή μαρτυρία καθότι αυτά είναι δυνατόν να εκδοθούν κατόπιν δηλώσεων και ισχυρισμών του αιτητή».
[9] Άρθρο 109.—(1) Πρόσωπο που γεννήθηκε στην Κύπρο κατά ή μετά τη 16η Αυγούστου 1960[9], είναι πολίτης της Δημοκρατίας αν κατά το χρόνο της γέννησης του οποιοσδήποτε από τους γονείς του ήταν πολίτης της Δημοκρατίας ή σε περίπτωση που κατά το χρόνο της γέννησης του δε ζούσαν οι γονείς του, οποιοσδήποτε από αυτούς, θα εδικαιούτο, αν δεν είχε αποβιώσει, να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας: …..
(2) Πρόσωπο που γεννήθηκε κατά ή μετά τη 16η Αυγούστου 1960 σε οποιαδήποτε ξένη χώρα είναι πολίτης της Δημοκρατίας, αν κατά το χρόνο της γέννησης του οποιοσδήποτε από τους γονείς του ήταν πολίτης της Δημοκρατίας ή σε περίπτωση που οι γονείς του δε ζούσαν, κατά το χρόνο της γέννησης του, οποιοσδήποτε από αυτούς θα εδικαιούτο, αν δεν είχε αποβιώσει, να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας είτε δυνάμει του Παραρτήματος Δ’ είτε δυνάμει του Νόμου αυτού:……..……
(3) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις προσώπου, που γεννήθηκε είτε στην Κύπρο είτε σε οποιαδήποτε ξένη χώρα, κατά την περίοδο μεταξύ της 16ης Αυγούστου 1960 και της 11ης Ιουνίου 1999[9], αν το πρόσωπο αυτό θα αποκτούσε την ιδιότητα του πολίτη λόγω του ότι, κατά το χρόνο της γέννησης του, η μητέρα του ήταν ή δικαιούτο να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας:………….
(4) Πρόσωπο που γεννήθηκε κατά ή μετά τη 16η Αυγούστου 1960 και κατάγεται από πρόσωπο το οποίο —(α) Κατέστη Βρετανός υπήκοος με βάση τα περί Προσαρτήσεως της Κύπρου Διατάγματα εν Συμβουλίω του 1914 μέχρι 1943· ή (β) γεννήθηκε στην Κύπρο μεταξύ της 5ης Νοεμβρίου 1914 και της 16ης Αυγούστου 1960, καθ όν χρόνον οι γονείς του διέμεναν συνήθως στην Κύπρο, δικαιούται … να εγγραφεί ως πολίτης της Δημοκρατίας.
[10] http://www.moi.gov.cy/moi/crmd/crmd.nsf/All/95293FE9D8B0209CC22578E300262DC1?OpenDocument
[11] Ν.59(Ι)/99.
[12] Νομολογία Ανωτάτου Δικαστηρίου (π.χ. Υπόθεση: Χαρίλαος Ξενοφώντος v. Δημοκρατίας. RSCC 89), Άρθρο 10 του Νόμου Ν.59(Ι)/1999
[13] Άρθρο 35του Νόμου Ν.59(Ι)/1999
[14] Άρθρο 50 του Νόμου Ν.59(Ι)/1999
[16] Άρθρο 5(1)(α) του Ν.3/91
[17] Άρθρο 5(7) του Ν.3/91: «Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, όλες οι υπηρεσίες υποχρεούνται όπως, αν τους ζητηθεί τούτο από τον Επίτροπο, παρέχουν κάθε συνδρομή στο επιτελούμενο από αυτόν έργο.»
[18] Άρθρο 5(5) του Ν.3/91: «Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, η διαδικασία που θα τηρείται κατά τη διεξαγωγή μιας έρευνας θα είναι αυτή που ο Επίτροπος θεωρεί πρέπουσα σύμφωνα με τις περιστάσεις της υποθέσεως και, άνευ βλάβης της γενικότητας της διατάξεως αυτής, ο Επίτροπος έχει εξουσία όπως, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, λαμβάνει πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και με οποιοδήποτε τρόπο κρίνει αυτός ορθό,…»
[19] Άρθρο 11 του Ν.3/91: «Οποιοσδήποτε που:
(α) Χωρίς νόμιμη δικαιολογία παραλείπει να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία που γνωρίζει και η οποία σχετίζεται με έρευνα που διενεργεί ο Επίτροπος˙(β) χωρίς νόμιμη δικαιολογία αρνείται να εμφανιστεί ενώπιον του Επιτρόπου ή να παράσχει τα αιτούμενα από τον Επίτροπο στοιχεία ή ηθελημένα παρακωλύει με οποιοδήποτε τρόπο την παροχή τους˙ ….. είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.»
[20] Βλ. παρ. [5] και [8].