Μετανάστρια από το Βιετνάμ κατέβαλε το ποσό των $6000 σε «ατζέντη» στο Βιετνάμ, ο οποίος σε συνεργασία με «ατζέντη» στην Κύπρο εξασφάλισε τις σχετικές άδειες για να έλθει η μετανάστρια να εργαστεί στην Κύπρο. Στο αεροδρόμιο, η μετανάστρια παραλήφθηκε από μια γυναίκα (Κύπρια), η οποία τη μετέφερε στο γραφείο του «ατζέντη» και στη συνέχεια στην οικία της εργοδότριάς της, όπου ήταν αναγκασμένη να διαμένει δουλεύοντας κάθε μέρα, συμπεριλαμβανομένων και αργιών, από τις 4π.μ. μέχρι τις 8μ.μ. χωρίς ρεπό και χωρίς άδειες. Η εν λόγω εργοδότρια απαγόρευε στην αναφερόμενη να βγαίνει έξω από το σπίτι εκτός των ωρών εργασίας της και κατακρατούσε όλα της τα ταξιδιωτικά έγγραφα. Ακόμα, η εργοδότρια υποχρέωνε την εν λόγω εργαζόμενη να εργάζεται εκτός από την οικία της στην επιχείρησή της και στα χωράφια της απειλώντας την με απέλαση και χωρίς να της καταβάλλει τα δεδουλευμένα της.
Η ΚΙΣΑ ενημέρωσε για τα πιο πάνω το Γραφείο της Αστυνομίας για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Προσώπων, το οποίο διευθέτησε συνάντηση με την αναφερόμενη για χθες προκειμένου να αξιολογηθεί το ενδεχόμενο η αναφερόμενη να είναι θύμα εμπορίας με σκοπό την εκμετάλλευση στην εργασία. Παράλληλα, η ΚΙΣΑ συμβούλευσε την αναφερόμενη και αποτάθηκε χθες στην Υ.Α.Μ. Πάφου για να υποβάλει παράπονο για εργατική διαφορά για να μη θεωρηθεί ότι έφυγε παράνομα και αναίτια από την εργασία της. Οι εκεί αστυνομικοί συνέλαβαν την αναφερόμενη με τη δικαιολογία ότι η εργοδότριά της την είχε καταγγείλει ότι είχε δήθεν κλέψει €300 από την οικία της και την έθεσαν υπό κράτηση.
Συνέπεια των πιο πάνω χειρισμών της αστυνομίας, η εργαζόμενη αυτή, η οποία εμείς αξιολογούμε πως είναι θύμα εκμετάλλευσης στην εργασία και πιθανών εμπορίας, όχι μόνο δεν έχει τύχει καμίας προστασίας από τις αρχές, όπως θα έπρεπε, αλλά κρατείται χωρίς κανένα ουσιαστικό σκοπό, αφού της έχει ήδη ληφθεί κατάθεση ενώ η ίδια ουδέποτε προσπάθησε να κρυφτεί ή να διαφύγει από την αστυνομία.
Η υπόθεση αυτή είναι ενδεικτική της γενικότερης κατάστασης σε σχέση με τις εργαζόμενες από το Βιετνάμ, αφού εν πολλοίς όλες οι εργαζόμενες από το Βιετνάμ βρίσκονται στην Κύπρο υπό τις ίδιες συνθήκες. Καταβάλλουν δηλαδή υπέρογκα ποσά σε «ατζέντηδες» στο Βιετνάμ και στην Κύπρο για εξεύρεση εργοδότη, εργάζονται συχνά κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων εργασίας τους και πολλές φορές υπό ακραίες συνθήκες σοβαρής εκμετάλλευσης. Όταν δε αποφασίζουν να διαφύγουν των συνθηκών αυτών και να προσφύγουν στις αρμόδιες αρχές για προστασία, όχι μόνο δεν προστατεύονται, αλλά τιμωρούνται, αφού, οι εργοδότες τους έχουν συνήθως προλάβει να τις καταγγείλουν για δήθεν κλοπές, ακολουθώντας συμβουλές ατόμων που εμπλέκονται στα διάφορα κυκλώματα που κρύβονται πίσω από τη στρατολόγηση εργαζομένων από το Βιετνάμ στην Κύπρο.
Τα ΜΜΕ συμβάλλουν στη περαιτέρω θυματοποίηση των γυναικών αυτών προβάλλοντάς τις ως «επιρρεπείς στην πορνεία και την εγκληματικότητα» ενώ στην πραγματικότητα οι γυναίκες αυτές είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην εκμετάλλευση όλων των μορφών λόγω τόσο της ταξικής και οικονομικής τους θέσης όσο και της απουσίας προστασίας τους. Ακόμα, τα αισθήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας δυστυχώς αυξάνονται και εντείνονται στην κυπριακή κοινωνία λόγω της πιο πάνω κατάστασης, αφού το έδαφος έχει δυστυχώς κατάλληλα προετοιμαστεί από συγκεκριμένες εκπομπές των ΜΜΕ. Η δε «κοινή γνώμη» τροφοδοτείται κυρίως από τα ΜΜΕ, τα οποία ιδιαίτερα τους τελευταίους τρεις μήνες προβάλλουν τη φωνή αποκλειστικά ξενοφοβικών και ρατσιστικών στοιχείων (ανάμεσά τους φασιστικές οργανώσεις, αλλά και πολιτικά και εκκλησιαστικά πρόσωπα).
Λαμβάνοντας όλα τα πιο πάνω υπόψη, καθώς και την πρόσφατη απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής για διακοπή των αδειών εισόδου οικιακών εργαζομένων από το Βιετνάμ, η οποία εντείνει την κατάσταση, δυστυχώς δεν μπορούμε παρά να οδηγηθούμε στο προφανές συμπέρασμα ότι το υπάρχον σύστημα (κράτος, θεσμοί, νόμοι, σώματα ασφαλείας και ΜΜΕ) όχι μόνο έχει αποτύχει σε σχέση με τη μεταναστευτική του πολιτική και σε σχέση με την προστασία των θυμάτων εκμετάλλευσης και εμπορίας, αλλά στην ουσία συνεργεί και καλλιεργεί τις συνθήκες εκείνες που έχουν ως αποτέλεσμα την τιμωρία, στοχοποίηση και περαιτέρω θυματοποίηση των θυμάτων. Και δεν είναι βέβαια τυχαίο το γεγονός ότι τα εν λόγω θύματα είναι γυναίκες, μετανάστριες, εργαζόμενες και από φτωχό κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο.