ga('send', 'pageview');

Dignity_For_Asylum_Seekers

 

Τοποθέτηση Εθνικής Ανεξάρτητης Αρχής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

αναφορικά με τη ρύθμιση του νομικού καθεστώτος και των δικαιωμάτων των προσώπων χωρίς ιθαγένεια

 

Δράση 4/2014, 9 Μαΐου 2014

 

Προϊστάμενος:  Α. Τσιάρτας

Επιβλέπων Λειτουργός: Γ. Κακότας

Ερευνούσες Λειτουργοί: Ν. Διονυσίου, Μ. Τριγγίδου

 

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

 

1. Η ιθαγένεια είναι ο νομικός δεσμός μεταξύ ενός προσώπου και ενός κράτους. Εξαιτίας του νομικού αυτού δεσμού το πρόσωπο αποκτά αίσθημα ταυτότητας, ενώ, παράλληλα και πιο κύρια, δικαιούται να απολαμβάνει την προστασία του κράτους του οποίου φέρει την ιθαγένεια μαζί με ένα πλέγμα δικαιωμάτων (και αντίστοιχων υποχρεώσεων), που του παρέχουν την ευκαιρία να ζει με αξιοπρέπεια και να συμμετέχει ενεργά σε κάθε τομέα του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ωστόσο, παρά τη διεθνή αναγνώριση του δικαιώματος σε ιθαγένεια, το οποίο εμπεριέχει και την απαγόρευση της αυθαίρετης στέρησης της ιθαγένειας ή του δικαιώματος κάθε προσώπου σε αλλαγή της ιθαγένειάς του, η ανιθαγένεια αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο. Τουλάχιστον 10 εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο είναι άτομα «χωρίς πατρίδα», απάτριδες ή ανιθαγενείς, ευάλωτοι στον κίνδυνο αποκλεισμού από βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και κοινωνικής περιθωριοποίησης.

2. Δεδομένου ότι οι ανιθαγενείς διακρίνονται σε εκείνους που ζουν στη χώρα καταγωγής τους αλλά δεν αναγνωρίζονται ως πολίτες της και σε εκείνους που βρίσκονται εκτός των συνόρων της χώρας καταγωγής τους, ως πρόσφυγες ή μετανάστες, γίνεται αντιληπτό ότι ανιθαγενείς που εμπίπτουν στη δεύτερη από τις προαναφερόμενες κατηγορίες βρίσκονται και στην Κύπρο. Από αριθμό παραπόνων, δε, που μου έχουν κατά καιρούς υποβληθεί έχει διαφανεί ότι η εσωτερική έννομη  τάξη αντιμετωπίζει τα πρόσωπα χωρίς ιθαγένεια με ένα αποσπασματικό τρόπο που αδυνατεί να τους παρέχει επαρκή και αποτελεσματική προστασία. Το γεγονός αυτό αναμένεται να ενταθεί από την πρόσφατη τροποποίηση του περί Προσφύγων Νόμου, στην οποία θα γίνει εκτενής αναφορά στη συνέχεια.

3. Υπό το φως των πιο πάνω, αποφάσισα να εξετάσω το ζήτημα του νομικού καθεστώτος των ανιθαγενών στην Κύπρο. Στην απόφασή μου συνέβαλε και η υπόδειξη του Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, ότι οι θεσμοί του Ombudsman οφείλουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την προστασία των δικαιωμάτων των απάτριδων [1].

4. Η παρέμβασή μου στηρίζεται στις αρμοδιότητές μου ως Εθνικής Ανεξάρτητης Αρχής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και συγκεκριμένα δυνάμει της παραγράφου (ii), εδαφίου (δ), άρθρου 5 των περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμων του 1991 έως 2011, βάσει του οποίου ο Επίτροπος μπορεί να υποβάλλει εκθέσεις με απόψεις, εισηγήσεις και προτάσεις σε περίπτωση που, κατά τη διερεύνηση παραπόνου για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή εν γένει κατά την άσκηση των εξουσιών του, διαπιστώνει ότι υπάρχει ανάγκη για προώθηση και προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διατήρηση ή επέκταση της προστασίας τους και τήρηση θεμελιωδών αρχών από τις υπηρεσίες. Απόψεις, εισηγήσεις και προτάσεις, υπό την πιο πάνω έννοια, δυνατόν να αφορούν σε πρακτικά μέτρα και νομοθετικές ρυθμίσεις.

 

ΙΙ. ΣΧΕΤΙΚΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ

 

5. Όπως προαναφέρω, αφορμή της παρούσας τοποθέτησης αποτέλεσαν και σχετικά παράπονα που υποβλήθηκαν στο Γραφείο μου. Ανεξάρτητα από τις εξατομικευμένες περιστάσεις των υποθέσεων, όπως και των εξελίξεων που προέκυψαν -για την κάθε μία ξεχωριστά- από την υποβολή τους μέχρι σήμερα, κοινή τους συνισταμένη είναι ότι όλοι οι παραπονούμενοι είναι ή υπήρξαν άτομα χωρίς ιθαγένεια.

i.            Η πρώτη καταγγελία [2] υποβλήθηκε από τη Μ.Κ.Ο Future Worlds Center εκ μέρους του κ. K.H, ο οποίος είναι Κουρδικής καταγωγής από τη Συρία και, κατά την υποβολή [3] της καταγγελίας του, δεν ήταν κάτοχος διαβατηρίου, δεδομένου ότι ανήκει στην ομάδα των Κούρδων στους οποίους η Συρία δεν παραχωρούσε Συριακή υπηκοότητα (Αντζάνιπ). Ο κ. Κ.Η, ήρθε στην Κύπρο το 2007 όπου δημιούργησε οικογένεια με Ευρωπαία υπήκοο. Επιθυμία του ήταν, σύμφωνα με την καταγγελία, να εγκατασταθεί, μόνιμα, στη χώρα καταγωγής της συζύγου του, μαζί με την ίδια και το παιδί τους. Για το λόγο αυτό, αιτήθηκε επανειλημμένα άδεια παραμονής ως σύζυγος Ευρωπαίας πολίτιδας, έγγραφο απαραίτητο για να καταστεί δυνατή η αναχώρησή του από την Κύπρο.  Η ανταπόκριση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (ΤΑΠΜ) στο αίτημα αυτό δεν ήταν θετική, εξαιτίας της παράλειψης προσκόμισης διαβατηρίου από πλευράς του αιτητή.

Με τέσσερεις, συνολικά, επιστολές [4] μου, ζήτησα τα σχόλια και τις απόψεις της Διευθύντριας ΤΑΠΜ αναφορικά με την περίπτωση, επισημαίνοντας την αδυναμία, όπως υποστηρίχθηκε, του κ. K.H να παρουσιάσει διαβατήριο και το γεγονός ότι αυτός ήταν ανιθαγενής. Στις επιστολές μου αυτές δεν έλαβα απάντηση. Από πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία του Γραφείου μου με το ΤΑΠΜ, ενημερώθηκα ότι ο κ. K.H, στις 25 Απριλίου 2013, αποτάθηκε με νέο αίτημα για άδεια παραμονής μέλους οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη, παρουσιάζοντας Συριακό διαβατήριο. Το αίτημά του απορρίφθηκε, επειδή ούτε ο ίδιος ούτε η σύζυγός του είχαν εργασία, ενώ κλήθηκε να αποταθεί εκ νέου στο ΤΑΠΜ, κάτι που δεν φαίνεται να έπραξε.

ii.            Οι προσωπικές περιστάσεις του δεύτερου παραπονούμενου [5] τέθηκαν υπόψη μου σε εμπιστευτική βάση και, ως εκ τούτου, κρίνω σκόπιμο να μην επεκταθώ σχετικά με αυτές. Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι, κατά την υποβολή του παραπόνου του, αυτός βρισκόταν στην Κύπρο για διάστημα πέραν των δεκαπέντε ετών, με ανθρωπιστικό καθεστώς που του είχε παραχωρηθεί από την Υπηρεσία Ασύλου. Έχει δημιουργήσει οικογένεια εδώ και δεν αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Το αντικείμενο του παραπόνου αφορούσε την αδυναμία του παραπονούμενου να διεκπεραιώσει τις διαδικασίες αλλαγής ονόματος, για λόγους, μεταξύ άλλων, που σχετίζονταν και με την ανιθαγένειά του.

Από επαφές που είχε το Γραφείο μου με την Υπηρεσία Ασύλου, πληροφορήθηκα ότι στον παραπονούμενο, δόθηκε το καθεστώς του πρόσφυγα στις 20.6.2013 ύστερα από επανεξέταση της περίπτωσής του.

iii.            Η κα. Ν. R, αποτάθηκε [6] στο Γραφείο μου μέσω της Μ.Κ.Ο Future Worlds Center, ζητώντας την παρέμβασή μου για να εξασφαλίσει άδεια παραμονής. Κατάγεται από το Ουζμπεκιστάν, κράτος του οποίου κατείχε την υπηκοότητα μέχρι το 2003, οπότε και την απώλεσε όταν απέκτησε τη Ρώσικη υπηκοότητα, ως σύζυγος Ρώσου πολίτη. Το 2005, η κα. Raddzhibaeva εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της μόνιμα στην Κύπρο, εξασφαλίζοντας, έκτοτε, τις απαραίτητες άδειες παραμονής. Μετά το διαζύγιό της το 2010, διαμένει στην Κύπρο με τις δύο της κόρες, οι οποίες φοιτούν σε σχολείο στη Λεμεσό, Το 2010, ενημερώθηκε από τη Ρώσικη Πρεσβεία στη Λευκωσία ότι η διαδικασία με την οποία της είχε παραχωρηθεί, το 2003, η Ρωσική υπηκοότητα έπασχε, και, για το λόγο αυτό, δεν θεωρείται, πλέον, Ρωσίδα υπήκοος. Από τότε, κατέστη ανιθαγενείς, δεδομένου και του ότι η επανάκτηση της ιθαγένειας της χώρας καταγωγής της δεν είναι εφικτή, μετά την, από μέρους της, αποκήρυξη της υπηκοότητας, το 2003. Ελλείψει διαβατηρίου, η παραπονούμενη στερείται πλέον τη δυνατότητα ανανέωσης της άδειας παραμονής της στην Κύπρο.

Σε επιστολή [7] που απηύθυνα στην τέως Υπουργό Εσωτερικών, αναφέρθηκα στις προσωπικές περιστάσεις της περίπτωσης και ζήτησα την παρέμβασή της ώστε να διευθετηθεί η νόμιμη παραμονή της παραπονούμενης και της οικογένειάς της στην Κύπρο. Υπόψη της Υπουργού έθεσα και την ανάγκη για θεσμική αντιμετώπιση νομικών και άλλων ζητημάτων που προκύπτουν από το φαινόμενο της ανιθαγένειας, δεδομένης της έλλειψης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου σε σχέση με το θέμα αυτό.

Στην αναφερόμενη επιστολή δεν είχα απάντηση, ενώ άλλες τέσσερεις σχετικές επιστολές [8] μου, οι οποίες απευθύνθηκαν στον νυν Υπουργού Εσωτερικών, επίσης δεν έχουν απαντηθεί.

Εν τω μεταξύ, η παραπονούμενη ενημέρωσε το Γραφείο μου για την πρόσφατη υποβολή, από πλευράς της, αιτήματος για άσυλο, γεγονός που επιβεβαιώθηκε μέσα από επικοινωνία Λειτουργού του Γραφείου μου με αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.

iv.          Η κα. G.L υπέβαλε παράπονο [9] στο Γραφείο μου σε σχέση με το καθεστώς παραμονής της στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, η παραπονούμενη είναι ανιθαγενής και, στη βάση τούτου, έχει αναγνωριστεί από την Υπηρεσία Ασύλου ως δικαιούχος ανθρωπιστικής προστασίας, το οποίο της παραχωρείται ετησίως, από το 2004. Η παραπονούμενη γεννήθηκε στην πρώην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατικών (ΕΣΣΔ) και, συγκεκριμένα, στη Λιθουανία. Ακολούθως, και πριν διαλυθεί η ΕΣΣΔ, η παραπονούμενη μετοίκησε στη Λεττονία όπου έζησε μέχρι το 1996 οπότε ήρθε στην Κύπρο. Επειδή η παραπονούμενη ζούσε εκτός Λιθουανίας κατά τη διάλυση της πρώην ΕΣΣΔ, δεν θεωρείται, σήμερα, δικαιούχος της Λιθουανικής υπηκοότητας ενώ δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει ούτε και υπηκοότητα από τη Λεττονία, δεδομένης της Λιθουανικής της καταγωγής.

Αντικείμενο του παραπόνου είναι το γεγονός ότι τα δικαιώματα που απολαμβάνει η παραπονούμενη, στη βάση του καθεστώτος παραμονής της, είναι πολύ περιορισμένα, με αποτέλεσμα η προστασία, εν γένει, των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων της να είναι ανεπαρκής και αναποτελεσματική. Αίτημα της παραπονούμενης προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών για παραχώρηση ενός πιο προνομιούχου μόνιμου καθεστώτος παραμονής, απορρίφθηκε.

Με σχετική επιστολή [10] μου προς το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ζήτησα όπως εξεταστεί, εκ νέου, το ενδεχόμενο παραχώρησης στην παραπονούμενη, καθεστώτος παραμονής μεγαλύτερης διάρκειας, υπό το φώς των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υπόθεσης και, πιο συγκεκριμένα, του γεγονότος ότι αυτή είναι ανιθαγενής, χωρίς προοπτική αυτό να αλλάξει. Σημειώνεται ότι η παραπονούμενη διαμένει στην Κύπρο σε ιδιόκτητο διαμέρισμα μαζί με την κόρη της, η οποία έχει αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα, και το εγγονάκι της.

Επιπλέον, με αφορμή το παράπονο της κας. G.L , ζήτησα [11] να πληροφορηθώ από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου κατά πόσο έχει προβληματίσει την Υπηρεσία το θέμα του νομικού καθεστώτος των ανιθαγενών προσώπων που βρίσκονται στην Κύπρο, καθώς και το ενδεχόμενο μελέτης, σε συνεργασία και με το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, τρόπου κάλυψης του κενού που παρατηρείται, ώστε τα άτομα χωρίς ιθαγένεια να μπορούν ευκολότερα να λαμβάνουν καθεστώς παραμονής μεγαλύτερης διάρκειας και με περισσότερα δικαιώματα ή ακόμη και κυπριακή υπηκοότητα.

Σε ανταπόκριση των πιο πάνω, μου κοινοποιήθηκε επιστολή [12] του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών προς τη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με την οποία ζητούνται τα σχόλια και οι απόψεις της τελευταίας αναφορικά με το περιεχόμενη της δικής μου επιστολής. Έλαβα, επιπλέον, απάντηση [13] από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος αναφέρεται στις ενέργειες της υπηρεσίας αναφορικά με την παραπονούμενη και με πληροφορεί για το ότι, η εισήγησή μου για μελέτη του ευρύτερου θέματος των απάτριδων σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, έχει διαβιβαστεί στο Τμήμα.

Αναπάντητες παραμένουν, μέχρι σήμερα, τρεις επιστολές [14] που απηύθυνα στον Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών αφότου ενημερώθηκα για τα πιο πάνω, ζητώντας να πληροφορηθώ για το κατά πόσο υπήρξαν εξελίξεις στο θέμα.

v.          Υπόψη μου τέθηκε και η περίπτωση του κ. κ. S. R, ο οποίος, μέσω της δικηγόρου του, μου υπέβαλε παράπονο [15] κατά του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και της Υπηρεσίας Ασύλου, σε σχέση με το χειρισμό του αιτήματός του για παραχώρηση άδειας παραμονή, ώστε να μπορεί να επανενωθεί με την Κυπριακής υπηκοότητας σύζυγό του,  που διαμένει, πλέον, μόνιμα στην Αγγλία μαζί με τα ανήλικα παιδιά τους. Ειδικότερα, αυτό που ο παραπονούμενος ζητά είναι όπως επανεξεταστεί αίτημα για άσυλο που είχε υποβάλει, το 2003, στην Υπηρεσία Ασύλου, στη βάση της αναθιγένειάς του, και το οποίο ο ίδιος απέσυρε το 2004, όταν συνήψε γάμο με τη σύζυγό του.

Τα  πιο πάνω τέθηκαν υπόψη του Προϊστάμενου Υπηρεσίας Ασύλου και ζητήθηκαν [16] οι απόψεις του. Σε σχετική απαντητική του επιστολή [17], ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αναφέρεται στο ιστορικό του αιτήματος του παραπονούμενου, τονίζοντας ότι η εξέτασή του διεκόπη δεδομένης της απόσυρσής του από τον ίδιο. Δύο αιτήματα της δικηγόρου του παραπονούμενου για επανάνοιγμα του φακέλου και επανεξέταση της περίπτωσής του απορρίφθηκαν. Το δεύτερο, συγκεκριμένα, αίτημα, το οποίο εστίαζε στη θέση ότι ο παραπονούμενος είναι απάτρις, απορρίφθηκε, τόσο επειδή το αρχικό αίτημά του για άσυλο είχε αποσυρθεί από τον ίδιο, όσο και επειδή, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που λήφθηκε από αυτόν κατά την αρχική διαδικασία, ο ίδιος σημείωσε ότι δεν είχε στην κατοχή του οποιαδήποτε έγγραφα, ωστόσο, δεν επικαλέστηκε σε κανένα σημείο ότι ήταν ανιθαγενής.

Με νέα επιστολή [18] μου προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, επισήμανα τη θέση του παραπονούμενου, σύμφωνα με την οποία, η ανιθαγένειά του, ήταν ο λόγος για τον οποίο ζήτησε διεθνή προστασία το 2003, υποβάλλοντας αίτημα ασύλου. Συγκεκριμένα, ο παραπονούμενος υποστήριξε ότι, γεννήθηκε μεν στο Λίβανο, ουδέποτε όμως του παραχωρήθηκαν από τη χώρα επίσημα έγγραφα (πιστοποιητικό γέννησης, ταυτότητα κλπ) ώστε να θεωρείται πολίτης της, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιστρέψει σε αυτήν, ούτε να απολαύσει οποιαδήποτε δικαιώματα απορρέουν από την ιδιότητα του πολίτη. Ο λόγος, δε, για τον οποίο απέσυρε το αίτημά του το 2004 ήταν ότι αυτό του είχε υποδειχθεί ως απαραίτητη προϋπόθεση για να του παραχωρηθεί άδεια παραμονής ως συζύγου πολίτιδος, με κυπριακή και βρετανική υπηκοότητα.

Όσον αφορά τους λόγους στους οποίους η Υπηρεσία Ασύλου στήριξε την απόφασή της να μην επανανοίξει το φάκελο του παραπονούμενου, υπογράμμισα ότι, κατά το χρόνο απόσυρσης του εν λόγω αιτήματος, αποτελούσε πάγια πρακτική των εμπλεκόμενων μεταναστευτικών αρχών να απαιτούν από τους αιτητές ασύλου, οι οποίοι επρόκειτο να προχωρήσουν ή είχαν προχωρήσει στη σύναψη γάμου, να αποσύρουν το αίτημα ασύλου τους. Σημείωσα δε, τη θέση που, κατ’ επανάληψη, έχω υποβάλει στις αρμόδιες αρχές, ότι, δηλαδή, θεωρώ προβληματική την πρακτική αυτή, παραθέτοντας, επιπλέον, την άποψη ότι, από μόνο του το γεγονός ότι ο παραπονούμενος απέσυρε το αίτημά του, δεν υποδηλώνει ότι αυτό ήταν επί της ουσίας αβάσιμο.

Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι αναγνωρίζεται ευρέως η ιδιαίτερα ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκονται τα πρόσωπα τα οποία στερούνται ιθαγένειας, διατύπωσα τη θέση ότι θα ήταν επιθυμητή η εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του παραπονουμένου, ώστε να μην υπάρχουν αμφιβολίες για τη βασιμότητά τους, ανεξάρτητα από το κατά πόσο τέθηκε ή όχι εξαρχής ζήτημα ανιθαγένειας του παραπονουμένου.

Με σχετική απαντητική του επιστολή [19], ο Προϊστάμενος της υπηρεσίας εμμένει στις θέσεις του αναφορικά με την προοπτική επανανοίγματος του φακέλου της υπόθεσης.

 

ΙΙΙ. ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ – ΑΙΤΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

 

6. Η σημασία που έχει το δικαίωμα στην ιθαγένεια, σε νομικό και πρακτικό επίπεδο, έχει αναγνωριστεί διεθνώς, ήδη από το 1948 και την Οικουμενική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και επιβεβαιώθηκε πολλές φορές στα χρόνια που ακολούθησαν. Εντούτοις, πολλοί είναι οι άνθρωποι οι οποίοι ποτέ δεν αποκτούν ιθαγένεια ή εκπίπτουν της ιθαγενείας που είχαν. Η Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) υπολογίζει ότι πάνω από 10 εκατομμύρια άνθρωποι είναι σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο ανιθαγενείς, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την αβεβαιότητα αυτού του στατιστικού στοιχείου, ενώ στην Ευρώπη εκτιμάται ότι ζουν 640.000 ανιθαγενείς.

7. Όπως παρατηρείται [20], πολλοί είναι οι λόγοι που προκαλούν το φαινόμενο της ανιθαγένειας, είτε με τη γέννηση, αν δηλαδή γεννηθεί κάποιος από ανιθαγενείς γονείς, είτε μεταγενέστερα αν απωλέσει την ιθαγένεια την οποία είχε χωρίς να αποκτήσει στη συνέχεια άλλη ιθαγένεια (de jure ανιθαγενείς). Παράλληλα, γίνεται αποδεκτή η ύπαρξη και de facto ανιθαγενών, δηλαδή προσώπων που εγκατέλειψαν το έδαφος της πολιτείας της οποίας ήταν υπήκοοι και δεν απολαμβάνουν πλέον αποτελεσματικής προστασίας, αν και ο ακριβής ορισμός της έννοιας αποτελεί ακόμη αντικείμενο συζήτησης [21].

8. Οι λόγοι απώλειας της ιθαγένειας είναι αρκετοί και εξαρτώνται από την κάθε εθνική νομοθεσία περί ιθαγένειας (μεταξύ άλλων, λόγω έκπτωσης, λόγω γάμου, λόγω αναγνώρισης, λόγω υιοθεσίας, λόγω αρνητικής σύγκρουσης των εμπλεκόμενων ιθαγενειών, λόγω κακής διοικητικής μεταχείρισης, λόγω περιθωριοποίησης κάποιων κοινωνικών ομάδων, ακόμη και λόγω εγκατάλειψης της χώρας τους). Ανιθαγενείς μπορεί να υπάρχουν και μεταξύ κάποιων ομάδων ατόμων, όπως νομάδες, ρομά ή ακόμη και ακαθόριστης ιθαγένειας άτομα λόγω της μη καταχώρησης πολλές φορές των σχετικών γεννήσεων των παιδιών τους στα αρμόδια ληξιαρχικά βιβλία. Επίσης, κάποια άτομα μπορεί να καταστούν ανιθαγενείς στο πλαίσιο του φαινομένου της «διαδοχής κρατών», δηλαδή της υποκατάστασης μιας πολιτείας από μία άλλη πολιτεία στις διεθνείς της υποχρεώσεις. Και αυτό μπορεί να συμβεί είτε μετά από προσάρτηση εδαφών, είτε μετά από διαμελισμό κρατών είτε μετά από απόσχιση, ολική ή μερική, εδαφών.

9. Έχει επισημανθεί [22] ότι οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη μετά το 1989 οδήγησαν στην αύξηση του αριθμού των απάτριδων, ιδίως όσων είναι μέλη εθνικών μειονοτήτων. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, της Γιουγκοσλαβίας και της Τσεχοσλοβακίας δημιούργησαν τεράστιες δυσκολίες στα πρόσωπα που οι νέες κυβερνήσεις θεώρησαν ότι ανήκουν αλλού – ακόμη και όταν διέμεναν σε συγκεκριμένες περιοχές για πολλά χρόνια. Για παράδειγμα, είναι μεγάλος ο αριθμός των ανιθαγενών, συμπεριλαμβανομένων παιδιών, στην Εσθονία και στη Λετονία. Το 1992, στη Σλοβενία, πολλές χιλιάδες άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και Ρόμα, που δεν ζήτησαν ούτε απέκτησαν τη σλοβενική ιθαγένεια μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, ήσαν τα θύματα της απόφασης διαγραφής των μη σλοβένων πολιτών από το Αρχείο των Μόνιμων Κατοίκων. Πολλοί από αυτούς είχαν εγκαταλείψει άλλες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας και εγκαταστάθηκαν στη Σλοβενία πριν τη διάλυση της ομοσπονδίας.

10. Ρόμα που είναι ανιθαγενείς ή στερούνται των βασικών εγγράφων ταυτότητας ζουν και σε άλλα βαλκανικά κράτη. Όσοι μετακινήθηκαν από την πρώην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας σε άλλες περιοχές της Ευρώπης – για παράδειγμα στην Ιταλία – συχνά δεν έχουν προσωπικά έγγραφα και επομένως ζουν σε καθεστώς αβεβαιότητας. Θεωρούνται de facto ανιθαγενείς, ενώ τα νεογέννητα παιδιά τους συχνά δεν εγγράφονται στα ληξιαρχεία και κινδυνεύουν να στερηθούν το δικαίωμά τους στην ιθαγένεια καθώς αδυνατούν να αποδείξουν τη νόμιμη διαμονή τους στη χώρα. Μια άλλη περίπτωση στέρησης της ιθαγένειας αφορά στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη, όπου τέθηκε ζήτημα επανεξέτασης των περιπτώσεων της πολιτογράφησης των αλλοδαπών στους οποίους απονεμήθηκε η ιθαγένεια μετά το 1992. Άλλο πρόβλημα που συνδέεται με την ιθαγένεια  είναι εκείνο των μεσκέτιων που απελάθηκαν το 1944, επί καθεστώτος Στάλιν, από τη Γεωργία σε άλλες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Ελάχιστοι κατάφεραν να επιστρέψουν στη Γεωργία και πολλοί από αυτούς, για παράδειγμα όσοι ζουν στο Κρασνοντάρ στη Ρωσία, είναι ανιθαγενείς.

11. Η ιθαγένεια δεν αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αναγνωρίζεται διεθνώς η υποχρέωση των κρατών να προστατεύουν όλους τους πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των πολιτών που δεν έχουν κάποια ιθαγένεια, από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους, στην πράξη. Ωστόσο, όπως σημειώνει [23] ο Ευρωπαίος Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το καθεστώς των ανιθαγενών αποτελεί πρόκληση για το διεθνές σύστημα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, το οποίο υπαγορεύει την ανάγκη παροχής αποτελεσματικότερης προστασίας ώστε να μην αποκλείει ούτε να αγνοεί τους απάτριδες που υπάγονται εξίσου στο πεδίο εφαρμογής του.

12. Κι αυτό γιατί η ανιθαγένεια δεν είναι μόνο ένα καθαρά νομικό ζήτημα, αλλά και ένα πρόβλημα που έχει σοβαρό αντίκτυπο στην απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η έλλειψη ιθαγένειας έχει αρνητικές επιπτώσεις [24] στη ζωή του ανιθαγενούς, στην περιουσία του, στο δικαίωμά του να εκλέγει και να εκλέγεται, στην πρόσβασή του στα συστήματα υγείας και κοινωνικών ασφαλίσεων, στην απόκτηση ιδιοκτησίας, στην εργασία του, στο να ανοίξει έναν τραπεζικό λογαριασμό, στο να παντρευτεί ή να δηλώσει στο ληξιαρχείο τη γέννηση του παιδιού του, στο δικαίωμά του να εγκαταλείπει τη χώρα του, όπως και να επιστρέφει σε αυτήν, ενώ αρκετά άτομα, επειδή ακριβώς δεν μπορούν να αποδείξουν από πού είναι, αντιμετωπίζουν μεγάλες περιόδους κράτησης στην περίπτωση που κρατούνται ενόψει απέλασης. Κατ’ επέκταση τα πρόσωπα χωρίς ιθαγένεια μένουν περιθωριοποιημένα και αποκλεισμένα, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτα και μπορεί να έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή και σταθερότητα.

 

ΙV. ΔΙΕΘΝΕΣ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΚΑΛΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ

 

13. Το δικαίωμα στην ιθαγένεια/εθνικότητα αναγνωρίζεται –όπως ήδη έχει αναφερθεί- στην Οικουμενική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [25] αλλά και σε άλλα διεθνή νομικά κείμενα όπως στην Αμερικάνικη Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα [26] και στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, όπου αναγνωρίζεται το δικαίωμα των παιδιών για εγγραφή αμέσως μετά τη γέννα και το δικαίωμά τους να αποκτούν ιθαγένεια [27].

14. Έχει, χαρακτηριστικά ειπωθεί ότι η ιθαγένεια, συνιστά βασικό δικαίωμα του ανθρώπου αφού δεν είναι τίποτα λιγότερο από το δικαίωμα του να έχει κανείς δικαιώματα [28]. Και αυτό επειδή η «σύνδεση» αυτή με το κράτος, επιτρέπει στους πολίτες να απολαμβάνουν ανθρώπινα δικαιώματα με ένα πιο σταθερό και αποτελεσματικό τρόπο [29] ενώ, αντίθετα, όπως αναλυτικά, παρατίθεται και πιο πάνω, άτομα χωρίς ιθαγένεια καθίστανται εξαιρετικά ευάλωτα σε διακρίσεις και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικότερα, ενώ άμεσος θεωρείται ο κίνδυνος αυτά να καθίστανται θύματα αναγκαστικών/μη ηθελημένων πληθυσμιακών μετακινήσεων ή εμπορίας προσώπων.

15. Αναγνωρίζοντας τους πιο πάνω κινδύνους και έχοντας υπόψη το δεδομένο ότι η ανιθαγένεια, είναι ένα φαινόμενο με αυξητικές τάσεις, υιοθετήθηκαν δύο σχετικές Συμβάσεις από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε ή Η.Ε), με στόχο την κατοχύρωση, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ατόμων που δεν έχουν ιθαγένεια (Σύμβαση για το Καθεστώς των Ανιθαγενών του 1954) και την επίλυση προβλημάτων που προκύπτουν από την ανιθαγένεια ώστε το φαινόμενο να μειωθεί/εξαλειφθεί (Σύμβαση για τη Μείωση της Ανιθαγένειας του 1961).

16. Καμία από τις δύο πιο πάνω συμβάσεις δεν έχει υπογραφεί από την Κύπρο και, γενικότερα, το ποσοστό προσχώρησης σε αυτές θεωρείται χαμηλό [30]. Για το λόγο αυτό, η Υπάτη Αρμοστεία των Η.Ε για τους Πρόσφυγες, αναγνωρίζοντας και το ότι εκατομμύρια άνθρωποι στο σύγχρονο κόσμο αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα λόγω της ανιθαγένειας, έχει εκδώσει, στα πλαίσια σχετικής εκστρατείας που βρίσκεται σε εξέλιξη, ενημερωτικά εγχειρίδια [31] σε σχέση με το προστατευτικό πλαίσιο της Σύμβασης για το Καθεστώς των Ανιθαγενών του 1954 και τη σημασία της προσχώρησης σε αυτήν, επιδιώκοντας να ενθαρρύνει κράτη να προχωρήσουν στην υπογραφή ή/και επικύρωσή της.

17. Σε περιφερειακό επίπεδο, δύο σχετικές με ζητήματα ιθαγένειας Συμβάσεις έχουν υιοθετηθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Τόσο η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια του 1997 όσο και η Σύμβαση του 2006 για την Αποφυγή της Ανιθαγένειας στις περιπτώσεις Διαδοχής Κρατών δεν έχουν υπογραφεί από την Κύπρο, ενώ η προσχώρηση και σε αυτές τις δύο συμβάσεις θεωρείται περιορισμένη [32].

18. Ακολουθεί ανάλυση των προαναφερόμενων διεθνών συμβάσεων, καθώς και σύντομη περιγραφή του νομοθετικού πλαισίου που ρυθμίζει το θέμα στην Ελλάδα, ως καλή πρακτική :

 

Σύμβαση Ο.Η.Ε για το Καθεστώς των Ανιθαγενών, 1954

 

19. Η Σύμβαση του 1954 επρόκειτο να υιοθετηθεί με τη μορφή Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων του 1951.  Εν τέλει, υιοθετήθηκε ως αυτοτελές διεθνές κείμενο και μέσω των διατάξεών της επιδιώκεται η ρύθμιση του καθεστώτος των ανιθαγενών (‘stateless person’) για τους οποίους διασφαλίζει θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες. Θεωρείται ως εξαιρετικά επίκαιρη Σύμβαση, τόσο επειδή η ανιθαγένεια αποτελεί, και σήμερα, ένα ευρέως διαδεδομένο πρόβλημα, αλλά και γιατί η Σύμβαση παραμένει το κύριο διεθνές κείμενο που ρυθμίζει το καθεστώς των μη προσφύγων ανιθαγενών, εξασφαλίζοντας ότι τα άτομα που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία, προστατεύονται αποτελεσματικά και απολαμβάνουν τα ανθρώπινά τους δικαιώματα, χωρίς διάκριση.

20. Ως «ανιθαγενής», ορίζεται, για τους σκοπούς της Σύμβασης, «πρόσωπον το οποίον ουδέν Κράτος θεωρεί ως υπήκοόν του κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας του» [33], ορισμός που αναγνωρίζεται, σήμερα, ως διεθνές εθιμικό δίκαιο [34]. Συνακόλουθα, η Σύμβαση δεν προστατεύει τους de facto ανιθαγενείς, οι οποίοι, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τυγχάνουν προστασίας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπρόσθετα, στο προστατευτικό πλαίσιο της Σύμβασης δεν εμπίπτουν ανιθαγενείς πρόσφυγες που προστατεύονται από το διεθνές προσφυγικό δίκαιο (Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων). Εξαιρούνται, επίσης, συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων όπως πρόσωπα που, μεταξύ άλλων, θεωρούνται ύποπτα για τη διάπραξη εγκλημάτων κατά της ειρήνης, εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

21. Η απόφαση για το καθεστώς του ανιθαγενούς και κατά συνέπεια η υπαγωγή του ενδιαφερόμενου στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή της διαδικασίας που έχει υιοθετήσει με εσωτερική νομοθεσία το συμβαλλόμενο κράτος. Ωστόσο οι εθνικές διαδικασίες καθορισμού του καθεστώτος οφείλουν να είναι σύμφωνες με βασικές αρχές απαραίτητες για τη δίκαιη και αποτελεσματική λήψη αποφάσεων, στη βάση των διεθνών προτύπων προστασίας. Ειδικότερα, αναγκαίος είναι ο ορισμός κεντρικής αρχής με την ανάλογη γνώση και εξειδίκευση για την αξιολόγηση των σχετικών αιτήσεων, όπως και η κατοχύρωση διασφαλίσεων και εγγυήσεων σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και της δυνατότητας προσφυγής ή επανεξέτασης της απόφασης από πλευράς αιτούντα. [35] Ο ρόλος της Ύπατης Αρμοστείας των Η.Ε για τους Πρόσφυγες στις διαδικασίες αυτές είναι συμβουλευτικός.

22. Η Σύμβαση περιέχει διατάξεις αναφορικά με τα δικαιώματα (και υποχρεώσεις) των ανιθαγενών, κατοχυρώνοντας, μεταξύ άλλων, περιουσιακά δικαιώματα, τη θρησκευτική ελευθερία, το δικαίωμα του παρίστασθαι ενώπιον Δικαστηρίου και το δικαίωμα στη διοικητική αρωγή. Προστατεύονται, επιπλέον, και δικαιώματα που συμβάλλουν στη βελτίωση της καθημερινής ζωής των ανιθαγενών, η θέση των οποίων αναγνωρίζεται ως ιδιαίτερα ευάλωτη, όπως το δικαίωμα στην απασχόληση, στη δημόσια εκπαίδευση και στη δημόσια υγεία. Τα συμβαλλόμενα κράτη ενθαρρύνονται να αναγνωρίζουν στους ανιθαγενείς που διαμένουν νόμιμα στο έδαφός τους μεταχείριση τουλάχιστον εξίσου ευνοϊκή με αυτήν που επιφυλάσσουν στους πολίτες τους και σε άλλες περιπτώσεις, μεταχείριση εξίσου ευνοϊκή με αυτήν που παρέχουν στους πολίτες άλλου Κράτους ή στους αλλοδαπούς εν γένει που διαμένουν στο έδαφός τους υπό τις ίδιες συνθήκες [36].

23. Τα συμβαλλόμενα κράτη που αναγνωρίζουν, κατ’ εφαρμογή της Σύμβασης, το καθεστώς των ανιθαγενών υποχρεούνται να χορηγούν στα πρόσωπα αυτά έγγραφα ταυτότητας και ταξιδιωτικά έγγραφα. Η έκδοση ταξιδιωτικού εγγράφου δεν συνεπάγεται απονομή ιθαγένειας, δεν αλλάζει το καθεστώς του ατόμου, δεν αποτελεί αναγνώριση του δικαιώματος στην εθνική προστασία, ούτε παρέχει στις Αρχές την εξουσία προστασίας του ανιθαγενούς. Υπογραμμίζεται, όμως, η σημασία των εγγράφων αυτών για τους ανιθαγενείς αφού αυτά διευκολύνουν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να ταξιδεύουν σε άλλες χώρες για λόγους σπουδών, εργασίας, υγείας ή μετεγκατάστασης. Σύμφωνα με το Παράρτημα της Σύμβασης, κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος υποχρεούται να αναγνωρίζει την εγκυρότητα αυτών των εγγράφων που εκδίδονται από άλλα συμβαλλόμενα κράτη. Η Ύπατη Αρμοστεία των Η.Ε για τους Πρόσφυγες παρέχει τεχνική βοήθεια στην έκδοση αυτών των εγγράφων [37].

24. Μέσω των διατάξεων της Σύμβασης απαγορεύεται η απέλαση των ανιθαγενών εκτός αν συντρέχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης. Η απέλαση ρυθμίζεται από τη διαδικασία που προβλέπεται στη νομοθεσία και ελέγχεται δικαστικά, εκτός εάν αντιτίθεται σ’ αυτό επιτακτικοί λόγοι εθνικής ασφάλειας. Τα συμβαλλόμενα κράτη διευκολύνουν, στο μέτρο του εφικτού, την κοινωνική ενσωμάτωση και την πολιτογράφηση των ανιθαγενών. Ειδικότερα, ορίζεται ότι τα συμβαλλόμενα κράτη θα καταβάλλουν προσπάθεια να επιταχύνουν την διαδικασία πολιτογράφησης και να μειώσουν, στο μέτρο του δυνατού, τα τέλη και τα έξοδα αυτής της διαδικασίας.

 

Σύμβαση Ο.Η.Ε για τη Μείωση της Ανιθαγένειας, 1961

 

25. Η Σύμβαση του 1961 για τη Μείωση της Ανιθαγένειας, στοχεύει στον καθορισμό των προϋποθέσεων κτήσης ή διατήρησης της ιθαγένειας όσων διαφορετικά θα ήσαν ανιθαγενείς που όμως έχουν πραγματικό δεσμό με το Κράτος λόγω γέννησης, καταγωγής ή διαμονής καθώς και της διατήρησης της ιθαγένειας όσων καθίστανται εκ παραδρομής ή εξ αμελείας ανιθαγενείς. Ουσιαστικά, η Σύμβαση κατοχυρώνει και ρυθμίζει το δικαίωμα στην Ιθαγένεια [38].

26. Συνοπτικά αναφέρω ότι, η Σύμβαση, καταπιάνεται αναλυτικά με ζητήματα απονομής ιθαγένειας λόγω γέννησης ή καταγωγής υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και διατυπώσεις, όπως και με τη δυνατότητα απώλειας ή αποκήρυξης ιθαγένειας υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης κτήσης ή διαβεβαίωσης κτήσης μίας άλλης ιθαγένειας. Τα συμβαλλόμενα Κράτη δεσμεύονται να μην αποστερούν κανένα πρόσωπο ή ομάδα προσώπων από την ιθαγένειά τους για λόγους φυλής, εθνικότητας, θρησκείας ή πολιτικών πεποιθήσεων ενώ, η στέρηση ιθαγένειας δεν είναι, κατά κανόνα, δυνατή και υπόκειται σε προϋποθέσεις [39].

27. Στις περιπτώσεις διαδοχής κρατών, η Σύμβαση επιβάλει όπως οι σχετικές διμερείς ή πολυμερείς συμβάσεις διασφαλίζουν την ιθαγένεια και προβλέπουν την πρόληψη της ανιθαγένειας, ενώ, ελλείψει σχετικής σύμβασης, το ενδιαφερόμενο κράτος υποχρεούται να απονείμει ιθαγένεια στα πρόσωπα, που διαφορετικά, λόγω της μεταβίβασης του εδάφους, θα καταστούν ανιθαγενείς [40].

28. Προβλέπεται, επιπλέον, η δημιουργία οργάνου, στο σύστημα των Ηνωμένων Εθνών, με αρμοδιότητα να κρίνει προσφυγές των ενδιαφερομένων προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης. Το όργανο αυτό συνδράμει τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να υποβάλλουν το αίτημά τους στην αρμόδια εθνική αρχή. Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης το έργο αυτό έχει αναταθεί στην Ύπατη Αρμοστεία των Η.Ε για τους Πρόσφυγες [41].

 

Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια, 1997

 

29. Μία από τις βασικές επιδιώξεις της Σύμβαση αυτής του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι η εγκαθίδρυση αρχών και κανόνων σε σχέση με την ιθαγένεια των φυσικών προσώπων [42]. Ως «ιθαγένεια», ορίζεται, για του σκοπούς της Σύμβασης, ο νομικός δεσμός μεταξύ ενός προσώπου και ενός κράτους και δεν υποδηλώνει την εθνική καταγωγή του προσώπου [43].

30. Τα συμβαλλόμενα στη Σύμβαση κράτη, δεσμεύονται να στηρίζουν τους εγχώριους κανόνες τους αναφορικά με θέματα ιθαγένειας σε τέσσερεις βασικές αρχές: (α) ο καθένας έχει το δικαίωμα σε μία ιθαγένεια, (β) η ανιθαγένεια θα αποφεύγεται, (γ) κανείς δεν θα στερείται αυθαίρετα της ιθαγένειας του, και (δ) η ιθαγένεια συζύγων παραμένει, κατά κανόνα, ανεπηρέαστη από την ύπαρξη ή διάλυση γάμου μεταξύ υπηκόου συμβαλλόμενου κράτους και αλλοδαπού, ή από την αλλαγή ιθαγένειας ενός εκ των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου [44].

31. Η Σύμβαση διέπει με λεπτομέρεια ζητήματα, μεταξύ άλλων, κτήσης, απώλειας και ανάκτησης ιθαγένειας, διαδικασίες διοικητικής και δικαστικής προσβολής σχετικών αποφάσεων από πλευράς ενδιαφερόμενων ατόμων, θέματα πολλαπλής ιθαγένειας και στρατιωτικών υποχρεώσεων προσώπων που κατέχουν δύο ή περισσότερες ιθαγένειας. Προβλέπει, επιπλέον, για συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ συμβαλλόμενων κρατών, όπως και μεταξύ συμβαλλόμενων κρατών και Συμβουλίου της Ευρώπης, για το χειρισμό προβλημάτων που συνδέονται με την ιθαγένεια.

 

Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την αποφυγή της ανιθαγένειας στις περιπτώσεις διαδοχής κρατών, 2006

 

32. Η Σύμβαση επιχειρεί να συμβάλει στην αποτελεσματική εφαρμογή των βασικών αρχών που κατοχυρώνει η Σύμβαση του 1997, με απώτερο στόχο την αποφυγή της ανιθαγένειας και της στέρησης ιθαγένειας σε περιπτώσεις διαδοχής κρατών, όπου, δηλαδή, ένα κράτος υποκαθίσταται από άλλο κράτος στις διεθνείς νομικές του υποχρεώσεις [45].

33. Σε γενικές γραμμές, η Σύμβαση κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ιθαγένεια ατόμων που, κατά τη διαδοχή, κατέστησαν ή πρόκειται να καταστούν ανιθαγενείς εξαιτίας της διαδοχής, καθορίζοντας τις σχετικές υποχρεώσεις των εμπλεκομένων στη διαδοχή συμβαλλόμενων κρατών για σκοπούς πρόληψης της ανιθαγένειας. Βασική αρχή, που θεμελιώνεται, είναι ότι τα κράτη οφείλουν να σέβονται τη βούληση και τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων προσώπων, τα οποία απολαμβάνουν διαδικαστικές εγγυήσεις αναφορικά με τη διαδικασία λήψης σχετικών με την ιθαγένειά τους αποφάσεων.

 

Η περίπτωση της Ελλάδας

 

34. Έχει επιλεχθεί να γίνει αναφορά στην περίπτωση της Ελλάδας, ως παράδειγμα καλής πρακτικής σε ζητήματα ρύθμισης του  προβλήματος της ανιθαγένειας, αφού η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που προσχώρησαν στη Σύμβαση για το καθεστώς των Ανιθαγενών, του 1954, και την έχει μεταφέρει στην εσωτερική της έννομη τάξη από το 1975 [46].

35. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, αρμόδια αρχή για τον χαρακτηρισμό προσώπων ως ανιθαγενών είναι το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, στις αρμοδιότητες του οποίου εμπίπτει η παραχώρηση Ειδικού Δελτίου Ανιθαγένειας και Ειδικού Ταξιδιωτικού Εγγράφου και άδειας διαμονής ενιαίου τύπου. Πρόσωπα που έχουν χαρακτηριστεί ως ανιθαγενείς και στα οποία έχει παραχωρηθεί οποιοδήποτε από τα παραπάνω έγγραφα (τίτλοι), έχουν τη δυνατότητα απόκτησης  της ελληνικής ιθαγένειας μέσω διαδικασίας πολιτογράφησης με την προσκόμιση συγκεκριμένων εγγράφων [47].

 

V. Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ

 

36. Όπως προαναφέρεται, η Κύπρος δεν έχει υπογράψει καμιά από τις διεθνείς συνθήκες που ρυθμίζουν τα ζητήματα της ανιθαγένειας και ούτε διαθέτει ειδική νομοθεσία που να αφορά σε αυτό το ζήτημα. Μέχρι πρόσφατα εφαρμογή είχαν οι γενικές διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου και αρμόδια αρχή για αξιολόγηση των ατομικών αιτημάτων ήταν η Υπηρεσία Ασύλου.

37. Στην περίπτωση, ειδικότερα, ανιθαγενών που βρίσκονταν στην Κύπρο και ήταν ταυτόχρονα και πρόσφυγες, σύμφωνα με τον ορισμό της Συνθήκης της Γενεύης του 1951 για τους Πρόσφυγες, και κατά συνέπεια δικαιούνταν να τους παραχωρηθεί η αυξημένη προστασία του διεθνούς προσφυγικού δικαίου, παραχωρείτο, και συνεχίζει να υπάρχει η δυνατότητα παραχώρησης, προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων, διαδικασιών και έννομων συνεπειών του περί Προσφύγων Νόμου.

38. Ωστόσο,  πολύ συχνά ένα ανιθαγενές πρόσωπο βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του για λόγους που δεν σχετίζονται με τους λόγους δίωξης που δικαιολογούν τη μεταχείρισή του ως πρόσφυγα. Αυτές οι περιπτώσεις ενέπιπταν, μέχρι πρόσφατα, στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 19Α του περί Προσφύγων Νόμου, με τίτλο  «Καθεστώς Διαμονής για Ανθρωπιστικούς Λόγους», το οποίο προέβλεπε τα εξής:

«(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του, παραχωρεί καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας και δεν του αναγνωρίζεται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

(2) Καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους δύναται να παραχωρηθεί—

(α) Για οποιουσδήποτε ανθρωπιστικούς λόγους, νοουμένου ότι οι λόγοι αυτοί δεν συνιστούν λόγους για τους οποίους δύναται να αναγνωριστεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας,

(β) όταν η απέλαση του αιτητή είναι εκ του νόμου ή εκ των πραγμάτων αδύνατη, ή

(γ) όταν ο αιτητής έχει εύλογες πιθανότητες να του δοθεί θεώρηση διαβατηρίου από άλλη ασφαλή χώρα, η οποία είναι διατεθειμένη να εξετάσει το αίτημά του για άσυλο.

(3) Σε αιτητή, στον οποίο παραχωρείται το καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, παραχωρείται άδεια προσωρινής διαμονής, η οποία ανανεώνεται για όσο χρονικό διάστημα υφίστανται οι λόγοι για τους οποίους του παραχωρήθηκε το καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

(4) Το καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, ανακαλείται με απόφαση του Προϊσταμένου, σε περίπτωση που, μετά από σχετική διερεύνηση, παύουν να ισχύουν οι λόγοι για τους οποίους παραχωρήθηκε το καθεστώς αυτό.»

39. Με το Νόμο 59(Ι)/2014, ο οποίος τροποποίησε τον περί Προσφύγων Νόμο, το άρθρο 19Α καταργήθηκε, χωρίς να αντικατασταθεί με οποιοδήποτε άλλο άρθρο παρεμφερούς φύσης. Κατά τη συζήτηση του Νομοσχεδίου στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η αντιπροσωπεία στην Κύπρο της Υπάτης Αρμοστείας των Η.Ε. για τους πρόσφυγες  εξέφρασε τη διαφωνία της με την προτιθέμενη κατάργηση της εν λόγω πρόνοιας. Αντιγράφω από το σχετικό απόσπασμα των Παρατηρήσεων που η Υπάτη Αρμοστεία κατέθεσε γραπτώς στη Βουλή:

 

«Κατάργηση του Άρθρου 19Α: Καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους

Βάσει της προτεινόμενης τροποποίησης το άρθρο 19Α καταργείται. Σύμφωνα με τον ισχύον Νόμο, το άρθρο 19Α προβλέπει ότι οποιοσδήποτε αιτητής, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας και δεν του αναγνωρίζεται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας μπορεί να έχει το δικαίωμα καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, εάν, μεταξύ άλλων, η απέλαση του αιτητή είναι εκ του νόμου ή εκ των πραγμάτων αδύνατη. Παρά το γεγονός ότι ο περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμος προβλέπει τη δυνατότητα έκδοσης ειδικής άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, η διάταξη αυτή δεν προβλέπει ότι αυτό μπορεί να εκδίδεται όταν η απέλαση είναι αδύνατη εκ του νόμου ή εκ των πραγμάτων. Στην περίπτωση που καταργηθεί το άρθρο 19Α, ο περι Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμος θα κληθεί να αντιμετωπίσει αυτό το κενό, μέσα από μια ξεχωριστή αίτηση και μία πρόσθετη διαδικασία, η οποία στη συνέχεια θα έχει επιπλέον διοικητικό κόστος και χρόνο.

 (…)

Επιπλέον, η διάταξη αυτή έχει χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των αναγκών προστασίας μιας συγκεκριμένης ομάδας που είναι του ενδιαφέροντος της Ύπατης Αρμοστείας, δηλαδή τους απάτριδες. Στην Ύπατη Αρμοστεία έχει ανατεθεί η αναγνώριση, η πρόληψη και η μείωση της ανιθαγένειας και η προστασία των απάτριδων βάσει των Συμπερασμάτων της Εκτελεστικής Επιτροπής 78 και 106, τα οποία εγκρίθηκαν από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ σε σχετικά Ψηφίσματα του 1995 και 2006, αντίστοιχα. Στο πλαίσιο του Καθορισμού του Καθεστώτος του Πρόσφυγα, μπορούν να αναγνωριστούν άτομα που δεν έχουν την ιθαγένεια οιουδήποτε κράτους. Παρά το γεγονός ότι κατά καιρούς οι λόγοι που εγκατέλειψαν τη χώρα της συνήθους διαμονής τους μπορεί να συνδέεται με έναν από τους λόγους των ορισμών του πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας, και ως εκ τούτου να χορηγηθεί η αντίστοιχη κατάσταση, σε ορισμένες περιπτώσεις η κατάστασή τους δεν μπορεί να συνδέεται με τέτοιους λόγους, αλλά παρ’ όλα αυτά να είναι εκ το νόμου ή εκ των πραγμάτων αδύνατο να επιστρέψουν στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής τους. 

Παρά το γεγονός ότι η κατάσταση των απάτριδων αποτελεί το αντικείμενο δύο διεθνών νομικών οργάνων, δηλαδή της Σύμβασης του 1954 για το Καθεστώς των Ανιθαγενών και τη Σύμβαση του 1961 για τη Μείωση της Ανιθαγένειας, η Κύπρος δεν έχει υπογράψει καμία από τις δύο, με αποτέλεσμα η κατάσταση των ανιθαγενών να μην τυγχάνει χειρισμού στο εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, ο περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμος δεν περιέχει διατάξεις ή διαδικασίες για να καθοριστεί αν ένα άτομο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως άπατρις, αφήνοντας τα πρόσωπα αυτά να κινδυνεύουν από την έλλειψη αναγνώρισης ή κατάλληλης εκτίμησης των αναγκών τους.

Η Ύπατη Αρμοστεία πιστεύει ότι υπάρχει μια ισχυρή σύνδεση μεταξύ του καθεστώτος διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους και του διεθνούς δικαίου για τους πρόσφυγες, και θα πρέπει συνεπώς να εξεταστεί στο πλαίσιο της υφιστάμενης ενιαίας διαδικασίας ασύλου.

Σύσταση: Η Ύπατη Αρμοστεία συστήνει το άρθρο 19Α να διατηρηθεί.»

40. Μετά την ψήφιση του Ν. 59(Ι)/2014, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 15 Απριλίου 2014, το Γραφείο μου επικοινώνησε με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία ανέφερε ότι, από εδώ και πέρα, ο χειρισμός των προσώπων χωρίς ιθαγένεια θα γίνεται αποκλειστικά από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, στα πλαίσια των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου που προβλέπουν τη δυνατότητα παραχώρησης άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Ενδεχομένως, για τις περιπτώσεις που κατά την εξέταση αίτησης ασύλου διαπιστώνεται ότι ο αιτητής είναι ανιθαγενής ή για τις περιπτώσεις ανανέωσης άδειας παραμονής που επαραχωρείτο σε ανιθαγενή βάσει του άρθρου 19Α, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου να υποβάλλει σχετική εισήγηση στο ΤΑΠΜ αναφέροντας ότι πρόκειται για πρόσωπο χωρίς ιθαγένεια.

41. Βάσει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, υπάρχει η δυνατότητα παραχώρησης ειδικής άδειας παραμονής βάσει δύο διατάξεων: Του άρθρου 6, εδάφιο 2, το οποίο προνοεί ότι, «το Υπουργικό Συμβούλιο ή, με τις οδηγίες του, οποιοσδήποτε Διευθυντής δύναται να χορηγεί άδεια σε απαγορευμένο μετανάστη για να εισέρχεται και παραμένει στη Δημοκρατία για τέτοια περίοδο και τηρουμένων τέτοιων όρων και προϋποθέσεων όπως το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να θεωρήσει ορθό», και του άρθρου 18ΟΗ, το οποίο ενσωματώνει πρόνοιες της «Οδηγίας 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών» και προβλέπει ότι «το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, ανά πάσα στιγμή, να χορηγήσει αυτόνομη άδεια διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής, για λόγους φιλευσπλαχνίας ή ανθρωπιστικούς λόγους, σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος παραμένει παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας».

42. Έχω κατά καιρούς εκφράσει τις επιφυλάξεις μου σε σχέση με το πεδίο και τον τρόπο εφαρμογής των προαναφερόμενων νομοθετικών διατάξεων, τις οποίες κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω παραθέτοντας σχετικό απόσπασμα από προηγούμενη Τοποθέτησή [48] μου: «Το Υπουργείο δεν διαθέτει συγκεντρωτικά δεδομένα, από τα οποία να προκύπτει, αφενός, ο αριθμός των κατ’ αρχήν εγκρίσεων που έχουν έως τώρα παραχωρηθεί με αυτό τον τρόπο και, αφετέρου, ο πραγματικός αριθμός των σχετικών αδειών παραμονής που εξασφαλίστηκαν από τα πρόσωπα εκείνα που μπόρεσαν να εκπληρώσουν τους συναφείς όρους που τους τέθηκαν.  Ούτε είναι γνωστά τα κριτήρια βάσει των οποίων παραχωρήθηκαν οι εν λόγω άδειες ή απορρίφθηκαν άλλα αντίστοιχα αιτήματα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ούτε να ελεγχθεί η συνοχή και η συνέπεια της ακολουθούμενης πρακτικής, ούτε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ευνοιοκρατικής μεταχείρισης, πελατειακών συναλλαγών και αυθαιρεσίας. Δεν μου διαφεύγει ότι η εν λόγω διακριτική ευχέρεια παραχωρήθηκε στον εκάστοτε Υπουργό για τους ορθούς λόγους, και συγκεκριμένα για να μπορεί κατ’ εξαίρεση να παρακάμπτει το δύσκαμπτο μεταναστευτικό πλαίσιο όταν ανθρωπιστικές περιστάσεις ή άλλοι σοβαροί λόγοι το επιβάλλουν και να καταλήγει έτσι σε επιεικείς αποφάσεις που υπηρετούν την αρχή της ουσιαστικής, και όχι απλώς τυπικής, δικαιοσύνης. Το γεγονός, ωστόσο, ότι η εξουσία αυτή έχει μετεξελιχθεί σε εργαλείο κάλυψης των κενών και αδυναμιών που παρατηρούνται στο μεταναστευτικό πλαίσιο, και μάλιστα κατά τρόπο που δεν είναι οριοθετημένος, προκαθορισμένος, ελέγξιμος και επαληθεύσιμος, οδηγεί σε ένα σημαντικό και μη ανεκτό έλλειμμα ασφάλειας δικαίου και δικαιοκρατικών εγγυήσεων.»

 

VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ

 

43. Παρά τη σημασία που η ιθαγένεια έχει στη νομική υπόσταση και προστασία κάθε προσώπου, μερικά εκατομμύρια ανθρώπων την στερούνται και κατ’ επέκταση αποστερούνται δικαιωμάτων. Στις περιπτώσεις αυτές τα κράτη τα οποία φιλοξενούν ανιθαγενείς καλούνται να καλύψουν τα ίδια αυτό το κενό και να διασφαλίσουν ότι τα πρόσωπα χωρίς ιθαγένεια μπορούν να απολαμβάνουν, χωρίς διακρίσεις, τα βασικά ανθρώπινα τους δικαιώματα. Όπως διαφαίνεται μέσα από τα παράπονα που έχουν εξεταστεί από το Γραφείο μου, πρόσωπα χωρίς πατρίδα και ιθαγένεια βρίσκονται και στην Κύπρο, και έστω αν ο ακριβής αριθμός τους παραμένει άγνωστος ελλείψει σχετικής βάσης δεδομένων, γεννάται υποχρέωση της εσωτερικής έννομης τάξης να ρυθμίσει το ζήτημα κατά τρόπο που θα παρέχεται στα πρόσωπα αυτά επαρκής και αποτελεσματική προστασία.

44. Η Διεθνής Σύμβαση για το Καθεστώς των Ανιθαγενών του 1954 αποτελεί μια πολύ γερή βάση πάνω στην οποία μπορεί να θεμελιωθεί το θεσμικό πλαίσιο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των προσώπων χωρίς ιθαγένεια. Δεν μπορώ, συνεπώς, να μην ενστερνιστώ τις συστάσεις που γίνονται από τον ΟΗΕ και να μην παροτρύνω για προσχώρηση της Κύπρου στην εν λόγω Σύμβαση. Όπως, άλλωστε, υπογραμμίζει και η Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στη σχετική εκστρατεία της, κάτι τέτοιο θα αποδείκνυε τη δέσμευση της χώρας στα διεθνώς αναγνωρισμένα ανθρώπινα δικαιώματα και ανθρωπιστικά πρότυπα.

45. Σε κάθε περίπτωση, η υποχρέωση προστασίας των προσώπων χωρίς ιθαγένεια και διασφάλισης της δυνατότητάς τους να ζουν με ασφάλεια και αξιοπρέπεια ισχύει ανεξαρτήτως του γεγονότος της μη υπογραφής από την Κυπριακή Δημοκρατία των σχετικών διεθνών συμβάσεων, αφού αποτελεί απόρροια του ευρύτερου διεθνούς πλαισίου προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο επιβάλλει σε κάθε κράτος το σεβασμό των βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών κάθε προσώπου που βρίσκεται εντός της επικράτειάς του. Συνεπώς, είναι ούτως ή άλλως επιβεβλημένη η θέσπιση κατάλληλων κανόνων και διαδικασιών που θα εγγυώνται τον έγκαιρο εντοπισμό και αναγνώριση των προσώπων χωρίς ιθαγένεια και την παραχώρηση προς αυτά ενός ελάχιστου αναγκαίου πλέγματος δικαιωμάτων, όπως είναι η έκδοση εγγράφων ταυτότητας, η χορήγηση άδειας παραμονής/εργασίας και η δυνατότητα πρόσβασης σε εκπαίδευση και υπηρεσίες υγείας.

46. Τα πιο πάνω επιτυγχάνονταν, σε μεγάλο τουλάχιστον βαθμό, μέσω της παραχώρησης καθεστώτος ανθρωπιστικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19Α του περί Προσφύγων Νόμου. Μέσα από τη διερεύνηση των ατομικών παραπόνων που μου υποβλήθηκαν είχαν διαπιστωθεί κάποια κενά και προβληματικές περιοχές στην εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, που αφορούσαν κυρίως στη μικρή διάρκεια της άδειας παραμονής που εχορηγείτο και στα περιορισμένα δικαιώματα που απέρρεαν από αυτήν. Εντούτοις, υπήρχε ένα καθορισμένο πλαίσιο εξέτασης των σχετικών αιτημάτων, η υπηρεσία που είχε τη σχετική ευθύνη, δηλαδή η Υπηρεσία Ασύλου, είναι η κατεξοχήν αρμόδια στο ζήτημα της διεθνούς προστασίας προσφύγων και ανιθαγενών και διαθέτει κατάλληλα εκπαιδευμένους Λειτουργούς, και ο τύπος και το περιεχόμενο του καθεστώτος που εχορηγείτο ήταν οριοθετημένο και συγκεκριμένο.

47. Με την κατάργηση της σχετικής πρόνοιας και την ανάθεση του ζητήματος στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, πολύ φοβούμαι ότι το θέμα των ανιθαγενών θα υποτιμηθεί και θα «χαθεί» μέσα στις δαιδαλώδεις αρμοδιότητες και διαδικασίες του Τμήματος, οι οποίες, όπως έχω κατ’ επανάληψη παρατηρήσει σε σχετικές μου Εκθέσεις, χαρακτηρίζονται από γραφειοκρατία, αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, δυσκαμψία, αδιαφάνεια και έλλειψη εχεγγύων νομικής ασφάλειας και προβλεψιμότητας. Ο κίνδυνος αυτός θα μπορούσε να περιοριστεί με την υιοθέτηση και τη δέσμευση για εφαρμογή ενός πλαισίου δράσης σε σχέση με τους ανιθαγενείς, στο οποίο θα ορίζεται η διαδικασία και τα κριτήρια αναγνώρισης ενός προσώπου χωρίς ιθαγένεια, ο τύπος και το περιεχόμενο των δικαιωμάτων του και οι τρόποι διατμηματικής συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων υπηρεσιών, και συγκεκριμένα του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και της Υπηρεσίας Ασύλου, υπό την καθοδήγηση της UNHCR.

48. Η δημιουργία ενός τέτοιου πλαισίου δράσης είναι και η εισήγηση που υποβάλλω και για το σκοπό αυτό προτίθεμαι να καλέσω τους προαναφερόμενους φορείς σε διαβουλεύσεις, δυνάμει του εδαφίου 8, του άρθρου 6 των περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμων, στο οποίο προβλέπεται ότι: «Ο Επίτροπος, μετά την υποβολή της έκθεσής του, δύναται να διαβουλεύεται με κάθε πρόσφορο τρόπο για την υλοποίηση των εισηγήσεών του και για την επίλυση του προβλήματος του ενδιαφερόμενου προσώπου».

 

Ελίζα Σαββίδου

Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Εθνική Ανεξάρτητη Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Υποσημειώσεις και αναφορές:


[1] Χαιρετισμός του Επιτρόπου, κ. Thomas Hammarberg,  στο 4ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ιθαγένεια με θέμα «Η έννοια της Ιθαγένειας στον Παγκοσμιοποιημένο Κόσμο» (Στρασβούργο, 17/12/2010)

[2] Αρ. Φακ.: Α.Κ.Ρ 133/2011.

[3] Ημερομηνία λήψης καταγγελίας 27.12.2011.

[4] Με επιστολές ημερομ. 25. 1.2012, 30.3.2012, 7.6.2012 και 20.7.2012.

[5] Αρ. Φακ.: Α/Π 1847/2012, ημερομηνία λήψης παραπόνου, 4.9.2012.

[6] Αρ. Φακ.: Α/Π 161/2013, ημερομηνία λήψης παραπόνου, 28.1.2013.

[7] Ημερομ. 21.2.2013.

[8] Ημερομ. 7.5.2013, 3.7.2013, 10.9.2013 και 10.12.2013.

[9] Αρ. Φακ.: Α/Π 747/2013, ημερομ λήψης παραπόνου, 23.4.1.2013

[10] Ημερομ. 27 Μαΐου 2013.

[11] Επιστολή ημερομ. 27 Μαΐου 2013.

[12] Ημερομ. 27 Ιουνίου 2013.

[13] Ημερομ. 24 Ιουλίου 2013.

[14] Ημερομ. 9.9.2013,  9.12.2013 και 10.3.2014.

[15] Αρ. Φακ. Α/Π 753/2013, ημερομ. λήψης παραπόνου 23.4.2013.

[16] Σχετικές επιστολές ημερομ. 15.5.2013, 4.7.2014

[17] Ημερομ. 28 Ιουνίου 2013.

[18] Ημερομ. 28.6.2013.

[19] Ημερομ. 23 Ιανουαρίου 2013.

[20] Βλ. άρθρο της Ζωής Παπασιώπη-Πασιά, «Το νομικό καθεστώς των ανιθαγενών», www.constitutionalism.gr

[21] Για τον όρο de facto ανιθαγενείς εκτενής ανάλυση περιλαμβάνεται στα Συμπεράσματα Εμπειρογνωμόνων της UNHCR με τίτλο “The Concept of Stateless Persons under International Law” (“Prato Conclusions”) – Μάιος 2010

[22] Βλ. μεταξύ άλλων τα στοιχεία που παρατίθενται στην Άποψη του Επιτρόπου του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Thomas Hammarberg, ημερομηνίας 9/6/2008, με τίτλο «Κανείς δεν πρέπει να είναι ανιθαγενής σήμερα στην Ευρώπη»

[23] Βλ. υποσημείωση 22

[24] Βλ. υποσημείωση 20

[25] Άρθρο 15.

[26] Άρθρο 20.

[27] Άρθρο 7

[28] «Citizenship is man’s  basic right for it is noting let than the right to have rights», Chief Justice Earl Warren (USA, 1958).

[31] Προστατεύοντας τους Ανιθαγενείς-Η Σύμβαση του 1954 για το Καθεστώς των Ανιθαγενών, Υπάτη Αρμοστεία Η.Ε για τους Πρόσφυγες, Ιανουάριος 2014.

[33] Άρθρο 1.

[34] Ιδιαίτερα χρήσιμες για σκοπούς περαιτέρω ανάλυσης και κατανόησης το ορισμού του «ανιθαγενή» είναι σχετικές κατευθυντήριες αρχές που έχει εκπονήσει η Υπάτη Αρμοστεία των Η.Ε για τους Πρόσφυγες, “Guidelines on Statelessness No. 1: The definition of “Stateless Persons” in Article 1(1) of the 1954 Convention relating to the Status of Stateless Persons,  HCR/GS/12/01, 20 February 2012.

[35] Βλ. υποσημείωση 31, σελ. 5-6.

[36] Η Σύμβαση του 1954 για το Καθεστώς των Ανιθαγενών & Η Σύμβαση του 1961 για τη Μείωση της Ανιθαγένειας, Υπάτη Αρμοστεία των Η.Ε για τους Πρόσφυγες, Τμήμα Διεθνούς Προστασίας, Ιούνιος 1996, Αναθεωρημένη Έκδοση: Ιανουάριος 1999, σελ. 12-13.

[37] Βλ. υποσημείωση 36.

[38] Βλ. υποσημείωση 36, σελ. 14-15.

[39] Βλ. υποσημείωση 38.

[40] Βλ. υποσημείωση 38.

[41] Βλ. υποσημείωση 38.

[42] Άρθρο 1.

[43] Άρθρο 2.

[44] Άρθρο 4.

[45] Βλ. προοίμιο και ορισμούς στο Άρθρο 1.

[46] Νόμος 139/1975.

[48] Τοποθέτηση αναφορικά με την ανάγκη ρύθμισης του νομικού καθεστώτος μεταναστών με μακρά και εδραιωμένη παραμονή στην Κύπρο, Α.Δ. 7/2013, ημερ. 10 Οκτωβρίου 2013

 

Banner_No_Illegal_People

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!