ga('send', 'pageview');

Migrant_Workers

 

Αρ. Φακ.: Α/Π 1863/2013

 

Ενδιάμεση Έκθεση

Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

(δυνάμει του άρθρου 6(3) των περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμων)

αναφορικά με το χειρισμό αιτήματος ζεύγους μεταναστών για αλλαγή εργοδότη

 

Τομέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Προϊστάμενος: Άριστος Τσιάρτας

Ερευνών Λειτουργός: Θέκλα Δημητριάδου

Λευκωσία, 7 Νοεμβρίου 2013

Αντικείμενο παραπόνου

Η κ. G. Χ., εκπρόσωπος της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Caritas Cyprus – Holy Cross Nicosia, μου υπέβαλε παράπονο εκ μέρους των κ.κ. J. N. W. και P. T. M., ζεύγους μεταναστών από τη Σρι Λάνκα, με επιστολή ημερομηνίας 17 Σεπτεμβρίου 2013, αναφορικά με το χειρισμό του αιτήματός τους για αλλαγή εργοδότη.

Από τις αναφορές στην επιστολή του παραπόνου και στα επισυνημμένα έγγραφα, καθώς και σε κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχα με τους παραπονούμενους και την κ. C., στις 10 Οκτωβρίου 2013, προέκυψε ότι το ζεύγος αφίχθηκε στην Κύπρο στις 25 Ιανουαρίου 2013 για να εργαστεί από κοινού σε οικία στη Λάρνακα. Κατά την άφιξή τους, όπως ισχυρίζονται, διαπίστωσαν ότι η ανέγερση της οικίας των εργοδοτών στην Λάρνακα δεν είχε ολοκληρωθεί και ότι θα διέμεναν προσωρινά στο σπίτι της οικογένειας στη Λευκωσία, όπου δεν προνοούνταν χώρος διαμονής για τους ίδιους. Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια της εργοδότησης τους, διέμεναν σε αποθηκευτικό χώρο της οικίας, σε μονό κρεβάτι, στον οποίο δεν υπήρχαν χώροι υγιεινής. Όπως μου ανέφεραν, ενώ επιτρεπόταν στην κ. N. να χρησιμοποιεί τους χώρους υγιεινής της οικίας κατά τη διάρκεια της ημέρας, στο σύζυγό της επιτρεπόταν η χρήση τους μόνο μία φορά την ημέρα. Σύμφωνα, ακόμα, με τους ισχυρισμούς των παραπονουμένων, η κ. N. εργαζόταν από τις 5:30 π.μ. μέχρι τις 11:00 μ.μ. και ο κ. P. εργαζόταν από τις 5:30 π.μ. μέχρι τις 6:00 μ.μ.

Όπως μου αναφέρθηκε, όταν το ζεύγος παραπονέθηκε για τις συνθήκες διαμονής και τις ώρες εργασίας του, διευθετήθηκε συνάντηση με τον εκπρόσωπο του Ιδιωτικού Γραφείου Εξευρέσεως Εργασίας (στο εξής ατζέντη) που διαμεσολάβησε για την εργοδότησή τους, την 1η Μαρτίου 2013, στην οικία των εργοδοτών. Κατά τη συνάντηση, όπως ισχυρίζονται οι παραπονούμενοι, οι εργοδότες παραπονέθηκαν για το ότι ο κ. P. δεν διέθετε κυπριακή άδεια οδήγησης και τους πρότειναν να τους εργοδοτούν για τους επόμενους τρεις μήνες, χωρίς μισθό, εωσότου ολοκληρωθεί η οικία στη Λάρνακα. Όταν οι παραπονούμενοι αρνήθηκαν την πρόταση, ενημερώθηκαν ότι θα επέστρεφαν στη χώρα τους και μεταφέρθηκαν την ίδια μέρα από τον ατζέντη στο γραφείο του, όπου θα κατέλυαν εωσότου διευθετηθεί η αναχώρησή τους. Στο μεσοδιάστημα τα διαβατήρια και τα προσωπικά τους έγγραφα κατακρατούνταν από τους εργοδότες και ο μισθός του συζύγου για τον χρόνο που εργάστηκε δεν καταβλήθηκε.

Σύμφωνα με το παράπονο, οι παραπονούμενοι ετοίμασαν επιστολή, ημερομηνίας στις 8 Μαρτίου 2013, για να καταγγείλουν όλα τα πιο πάνω στις αρμόδιες αρχές, ωστόσο, όταν διαπίστωσαν ότι κανείς δεν είχε προβεί σε εγγραφή τους στο μητρώο του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής ΤΑΠΜ), φοβήθηκαν να προσέλθουν στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (στο εξής ΥΑΜ) για υποβολή της καταγγελίας. Ένα μήνα αργότερα, και συγκεκριμένα στις 9 Απριλίου 2013, προχώρησαν τελικά σε επιστολή προς τον Υπουργό Εσωτερικών, αναφέροντας το ιστορικό της υπόθεσης τους και ζητώντας επίλυση της εργατικής διαφοράς που δημιουργήθηκε, για να λάβουν απάντηση, ημερομηνίας 11 Απριλίου 2013, με την οποία πληροφορούνταν ότι το αίτημα διαβιβάσθηκε στο ΤΑΠΜ για εξέταση.

Καθώς το ζεύγος δεν έλαβε οποιαδήποτε απάντηση από το ΤΑΠΜ τους επόμενους μήνες, η κ. Χ. απευθύνθηκε στο Τμήμα εκ μέρους τους, με επιστολή ημερομηνίας 30 Αυγούστου 2013, ενημερώνοντας ότι οι παραπονούμενοι βρήκαν ενδιαφερόμενους εργοδότες, για να εργοδοτηθούν ξεχωριστά, αλλά δεν μπορούσαν να προχωρήσουν σε εγγραφή τους, καθώς δεν είχαν λάβει ακόμα την απόφαση του Τμήματος επί του αιτήματός τους για αλλαγή εργοδότη. Η κ. Χ. ανέφερε, ακόμα, ότι οι κ.κ. N. και P. για να έρθουν στην Κύπρο και να εργαστούν δεσμεύθηκαν με σημαντικό οικονομικό χρέος, το οποίο σε περίπτωση άμεσης επιστροφής τους στη Σρι Λάνκα, χωρίς καθόλου εισοδήματα, δεν θα μπορεί να εξοφληθεί. Συγκεκριμένα, μου αναφέρθηκε ότι το συγκεκριμένο χρέος ανέρχεται γύρω στις €10.000, μέρος του οποίου παραδόθηκε σε μετρητά, σε κλειστό φάκελο, στον ατζέντη στην Κύπρο.

Στις 19 Σεπτεμβρίου η κ. Χ. παρέδωσε, επίσης, με το χέρι, στο Τμήμα, επιστολή του ενός εκ των δύο ενδιαφερόμενων εργοδοτών προς τον Υπουργό Εσωτερικών, στην οποία αναφέρεται η θέλησή του να εργοδοτήσει τον κ. P., στη βάση της σοβαρής κατάστασης της υγείας του (πρόσωπο με κατά πλάκα σκλήρυνση, καθηλωμένο σε αναπηρικό καροτσάκι). Στη διάθεση του Γραφείου μου η κ. Χ. έχει θέσει αντίστοιχη επιστολή και του δεύτερου ενδιαφερόμενου εργοδότη, ημερομηνίας 16 Σεπτεμβρίου 2013, επίσης πάσχοντα από σοβαρό πρόβλημα υγείας. Όπως μου αναφέρθηκε, όταν ο δεύτερος εργοδότης, ο οποίος ενδιαφέρεται να εργοδοτήσει την κ. N., επιχείρησε να παραδώσει κατ’ ιδίαν την επιστολή του στο Τμήμα, πληροφορήθηκε προφορικά ότι το ζεύγος είναι αναζητούμενο και ότι το αίτημά του δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί.

 

Διαπιστώσεις αναφορικά με το καθεστώς της οικιακής εργασίας στην Κύπρο και της διασύνδεσης του με την εμπορία προσώπων για σκοπούς εργασιακής εκμετάλλευσης

 

Το περιεχόμενο του συγκεκριμένου παράπονου του ζεύγους των οικιακών εργαζομένων δεν αποτελεί μόνο την προσωπική και μοναδική ιστορία δύο ανθρώπων που ήρθαν στην Κύπρο για να εργαστούν και αντιμετώπισαν πολλαπλές δυσκολίες. Αυτό που έχω διαπιστώσει από την πληθώρα των παραπόνων που μου έχουν υποβληθεί με παρόμοιο περιεχόμενο είναι ότι οι αναφορές του ζεύγους είναι ενδεικτικές των καταστάσεων που βιώνουν αρκετοί μετανάστες εργαζόμενοι στην Κύπρο, ιδίως στον τομέα της οικιακής εργασίας. Βρίσκεται, μάλιστα, σε άμεση συνάφεια με δύο πρόσφατες συστημικές παρεμβάσεις μου, υπό την ιδιότητα μου ως Ανεξάρτητη Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι οποίες βασίστηκαν στην διερεύνηση μεγάλου αριθμού παραπόνων και του οικείου νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου: την Τοποθέτηση μου αναφορικά με το καθεστώς των οικιακών εργαζομένων στην Κύπρο[1] και την Τοποθέτηση μου αναφορικά με το πλαίσιο πρόληψης και καταπολέμησης της εμπορίας προσώπων στην Κύπρο[2], αντίγραφα των οποίαν σας έχουν διαβιβασθεί κατά την υποβολή τους.

Στην Τοποθέτηση μου αναφορικά με το καθεστώς των οικιακών εργαζομένων στην Κύπρο, παρέθεσα τις διαπιστώσεις και τις θέσεις μου γύρω από τις προβληματικές πτυχές της ρύθμισης της οικιακής εργασίας στην Κύπρο, καταλήγοντας σε συγκεκριμένες εισηγήσεις για βελτίωση του πλαισίου. Ειδικότερα ως προς το θέμα της διεκδίκησης των εργασιακών δικαιωμάτων των οικιακών εργαζομένων -το οποίο αποτέλεσε και το αντικείμενο προγενέστερης, πιο εξειδικευμένης Έκθεσης[3] μου επί του θέματος- έχω καταλήξει ότι το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις αυτού του είδους είναι ασαφές, διάτρητο και ετεροβαρές προς την εργοδοτική πλευρά, και ότι οι οικιακοί εργαζόμενοι, κατά τη διεκδίκηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων, καλούνται να συνδιαλλαγούν με τον εργοδότη υπό ιδιαίτερα δυσμενείς και πιεστικές συνθήκες, αντιμετωπίζοντας αυξημένες πιθανότητες απέλασης χωρίς δικαίωση. Οι επιμέρους διαπιστώσεις μου, συνοπτικά, αφορούσαν στις  πολύμηνες καθυστερήσεις που παρουσιάζονται κατά τη διαδικασία εξέτασης των εργατικών διαφορών, στην παράλειψη προσμέτρησης της θέσης ισχύος του εργοδότη, στην αδυναμία επαρκούς διερεύνησης και απόδειξης των ισχυρισμών των οικιακών εργαζομένων, στην επιφυλακτικότητα και δυσπιστία των λειτουργών ως προς το κίνητρο υποβολής της καταγγελίας από μέρους του αλλοδαπού και στην παρείσφρηση υποκειμενικών απόψεων και κοινωνικών στερεοτύπων. Επεσήμανα, επίσης, ότι ακόμα και στις περιπτώσεις που οι εργασιακές διεκδικήσεις των οικιακών εργαζομένων τεκμηριώνονται και λαμβάνεται θετική για τους ίδιους απόφαση από τις υπηρεσίες, παρουσιάζεται αδυναμία ή απροθυμία στην εφαρμογή της απόφασης, γεγονός που καλλιεργεί την αίσθηση της αδικίας και της ανασφάλειας, συντείνοντας στην απαξίωση των προστατευτικών θεσμών και στην ανάπτυξη κουλτούρας ανοχής στην παραβίαση βασικών εργασιακών δικαιωμάτων.

Μελετώντας το θέμα, διαπίστωσα ακόμα ότι κατά την είσοδο, παραμονή και εργασία των οικιακών εργαζομένων στην Κύπρο εφαρμόζονται πρακτικές που δυνητικά συνιστούν ή υποθάλπουν την εμπορία προσώπων για σκοπούς εργασιακής εκμετάλλευσης. Όπως επεσήμανα, ωστόσο, στην Τοποθέτηση, αυτές δεν εντοπίζονται και δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιες από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Τέτοιες ενδείξεις είναι: η απόλυτη διασύνδεση και σχέση εξάρτησης με ένα συγκεκριμένο εργοδότη, τα υπέρογκα χρέη στις χώρες καταγωγής που δημιουργούν εκβιαστικές εργασιακές συνθήκες, ο έντονα παρεμβατικός ρόλος των ατζέντηδων στη διατήρηση της εργασιακής σχέσης, οι ασάφειες στις διαδικασίες έκδοσης/ ανανέωσης των αδειών παραμονής, το απαράβατο της οικίας, που διατηρεί τις εργαζόμενες εκτός δημοσίας θέας, η συχνή παραβίαση των όρων απασχόλησης τους (υπερβολικές ώρες εργασίας, καθυστερήσεις στους μισθούς, εργασία σε περισσότερες οικίες χωρίς επιπλέον μισθό), το αδύνατο πλαίσιο προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων τους και η ατιμωρησία των εργοδοτών που παραβιάζουν τους όρους εργασίας ή ακόμα και ανθρώπινα δικαιώματα των οικιακών εργαζομένων (π.χ. η πρακτική κατακράτησης του διαβατηρίου ή/ και της άδειας παραμονής τους από τους εργοδότες, αν και απαγορεύεται, παρατηρείται πολύ συχνά και συνήθως επισύρει μια απλή «παρατήρηση» στον εργοδότη).

Στην πιο πρόσφατη Τοποθέτηση μου αναφορικά με το πλαίσιο πρόληψης και καταπολέμησης της εμπορίας προσώπων στην Κύπρο, επεσήμανα εκ νέου τον αυξημένο κίνδυνο των οικιακών εργαζομένων σε ενδεχόμενη εργασιακή εκμετάλλευση και καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους και τόνισα τη σημασία της λήψης μέτρων προληπτικής δράσης, ούτως ώστε εργαζόμενοι μετανάστες να μην γίνονται θύματα εκμετάλλευσης. Στις καταληκτικές εισηγήσεις μου για βελτίωση του πλαισίου πρόληψης του φαινομένου της εμπορίας προσώπων, περιλαμβάνονται:

–          Η εντατικοποίηση της κατάρτισης των μελών των κρατικών υπηρεσιών που συνήθως έρχονται σε επαφή με πιθανά θύματα, ούτως ώστε να κατανοηθεί η υποχρέωσή τους, αλλά και να αυξηθεί η ικανότητά τους, να αναγνωρίζουν τις ενδείξεις εμπορίας και να παραπέμπουν τις υποθέσεις στο αρμόδιο Γραφείο της Αστυνομίας για περαιτέρω έρευνα. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στους λειτουργούς «πρώτης γραμμής» που στελεχώνουν τις υπηρεσίες που εφαρμόζουν την κρατική πολιτική για την απασχόληση των αλλοδαπών εργαζομένων στην Κύπρο.

–          Η διενέργεια εμπεριστατωμένης μελέτης του νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου που ρυθμίζει την είσοδο και εργασία μεταναστών στην Κύπρο, ως προς τη συμβατότητα του με τις προσπάθειες εντοπισμού και καταπολέμησης των πρακτικών εκμετάλλευσης (περιλαμβανομένων των προϋποθέσεων εισόδου, παραμονής και απέλασης, των όρων απασχόλησης, του συστήματος επιθεώρησης της εργασίας, των διαδικασιών επίλυσης των εργατικών διαφορών).

–          Η ενίσχυση και συστηματικότητα της ενημέρωσης των προσώπων που φθάνουν στην Κύπρο για να εργαστούν, πριν και κατά την άφιξή τους, στη μητρική τους γλώσσα, για τα δικαιώματά τους, για τις συνθήκες υπό τις οποίες θα πρέπει να αναμένουν να εργαστούν και για τη δυνατότητα τους να αναφέρουν ή να καταγγείλουν την οποιαδήποτε εκμετάλλευση τους από τους εργοδότες.

–          Η άσκηση ουσιαστικών προσπαθειών εφαρμογής της νομοθεσίας για τη λειτουργία των Ιδιωτικών Γραφείων Εξευρέσεως Εργασίας, κυρίως όσον αφορά στον έλεγχο της εργασίας τους, στη διασφάλιση ότι δεν κερδοσκοπούν εις βάρος μιας εξαιρετικά ευάλωτης κατηγορίας εργαζομένων και στην εκπαίδευση τους για σκοπούς εντοπισμού και αναφοράς ενδείξεων εμπορίας.

 

Νομική βάση ενδιάμεσης έκθεσης

 

Σύμφωνα με την παράγραφο (3) του άρθρου 6 των περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμων του 1991 μέχρι 2011, «όταν η διερεύνηση μίας υπόθεσης απαιτεί πολύ χρόνο, ο Επίτροπος δύναται να υποβάλει ενδιάμεση έκθεση η οποία να περιλαμβάνει εισηγήσεις για τα μέτρα θεραπείας τα οποία, κατά την κρίση του, είναι αναγκαία, μέχρι την περάτωση της έρευνας και την υποβολή της τελικής έκθεσής του.»

Η ολοκλήρωση της διερεύνησης προϋποθέτει να εξασφαλιστούν οι θέσεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών. Αν και δεν έχω προγενέστερα απευθυνθεί στο ΤΑΠΜ σε σχέση με την συγκεκριμένη περίπτωση, η εμπειρία του Γραφείου μου κατά τη διερεύνηση άλλων παραπόνων που αφορούν σε αρμοδιότητες του Τμήματος, έχει καταδείξει κατ’ επανάληψη ότι ο χρόνος που απαιτείται για την ολοκλήρωση της έρευνας είναι υπερβολικός και δύναται να έχει πραγματικές και πολύ δυσμενείς επιπτώσεις στους ίδιους τους παραπονούμενους.

Στην προκειμένη περίπτωση, ενδεχόμενη περαιτέρω παράταση της ήδη μακράς καθυστέρησης που σημειώνεται στην εξέταση του αιτήματος τους από το ΤΑΠΜ, θα επιδεινώσει τη δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία έχουν βρεθεί και θα τους θέσει σε αυξημένο κίνδυνο εκμετάλλευσης. Επιπλέον, καθώς φαίνεται το ζεύγος να αναζητείται λόγω παράνομης παραμονής, ενυπάρχει πραγματικός κίνδυνος σύλληψης και απέλασής τους, χωρίς να προηγηθεί ουσιαστική εξέταση του αιτήματός τους και δικαίωσης τους για την παραβίαση των συνθηκών απασχόλησης τους στην Κύπρο.

Ως εκ τούτου, έκρινα ότι είχα στη διάθεση μου επαρκή στοιχεία και ότι ήταν αναγκαία, εν αναμονή της απόφασης του Τμήματος, η ετοιμασία και υποβολή της παρούσας ενδιάμεσης Έκθεσης, αφενός για να προλάβω μη αναστρέψιμες για τους παραπονούμενους επιπτώσεις, και αφετέρου για να υπογραμμίσω τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να διέπουν την απόφαση που θα ληφθεί επί του αιτήματος των κ. κ. N. και P., αλλά και κάθε απόφαση που λαμβάνεται όταν εξετάζονται παρόμοια αιτήματα.

 

Συμπέρασμα – Εισήγηση

 

Από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη μου, φαίνεται ότι οι παραπονούμενοι, αφού διαπίστωσαν ότι οι συνθήκες και οι όροι εργασίας τους δεν ήταν αυτοί που ανέμεναν,  προσπάθησαν αρχικά μέσω του ατζέντη και έπειτα υποβάλλοντας σχετικό αίτημα στις κρατικές αρχές, να αλλάξουν εργοδότη, χωρίς αποτέλεσμα. Επτά μήνες αργότερα, παραμένουν χωρίς απάντηση στο αίτημά τους, χωρίς δυνατότητα διεκδίκησης των δεδουλευμένων τους, χωρίς εισόδημα και με βάσιμο φόβο για το ενδεχόμενο απέλασης και αδυναμίας εξόφλησης των χρεών τους.

Είναι γεγονός ότι οι παραπονούμενοι, ενδεχομένως φοβούμενοι τις συνέπειες, αλλά και λόγω άγνοιας για τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσουν για την καταγγελία της εργατικής τους διαφοράς, υπέβαλαν το παράπονό τους μετά την παρέλευση της προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών από τη μέρα αναχώρησης από τον χώρο εργασίας τους. Επίσης, όπως φαίνεται από τα έγγραφα που μου προσκόμισαν, απεύθυναν την καταγγελία τους απευθείας στον Υπουργό Εσωτερικών, και όχι στην ΥΑΜ, ως προνοείται στη διαδικασία. Αυτό κατά την άποψή μου είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας, και τηρούμενων των βασικών αρχών διοικητικού δικαίου της καλής πίστης, της επιείκειας και της αναλογικότητας, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός τους, αφού στο ιστορικό της υπόθεσης εντοπίζονται άλλες, σοβαρές παράμετροι καθοριστικής σημασίας ως προς το περιεχόμενο και την έκβαση της απόφασης.

Καταρχήν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ίδιο το περιεχόμενο του παραπόνου τους, το οποίο βρίθει παραβιάσεων των όρων εργοδότησης και ενδείξεων που παραπέμπουν στο ενδεχόμενο εκμετάλλευσης του ζεύγους εντός των ορίων του ορισμού της εμπορίας προσώπων: Χώροι και συνθήκες διαμονής των παραπονουμένων απάνθρωπες, μη καταβολή μισθού συζύγου, εμπλοκή και πληρωμή ατζέντη στην Κύπρο, υπέρογκο χρέος στη χώρα καταγωγής, παράλειψη εγγραφής τους στο ΤΑΠΜ. Μετά την παρέλευση τόσων μηνών από την εκ των πραγμάτων διάλυση της εργασιακής σχέσης με τον αρχικό εργοδότη, η πρακτική διερεύνηση και τεκμηρίωση των πιο πάνω αναφορών του ζεύγους καθίσταται ουσιαστικά αδύνατη. Εντούτοις, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις μου επί των θεμάτων της οικιακής εργασίας και της εμπορίας προσώπων, πρόκειται για αναφορές που, ούτως ή άλλως, δύσκολα τεκμηριώνονται κατά την εφαρμογή του ισχύοντος νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου προστασίας των μεταναστών εργαζομένων.

Θα πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι οι παραπονούμενοι ζητούν να εργοδοτηθούν νομότυπα, μέσα στα πλαίσια του ασφυκτικού πλαισίου που ρυθμίζει την οικιακή εργασία στην Κύπρο, σε ενδιαφερόμενους δικαιούχους εργοδότες, με σοβαρά προβλήματα υγείας και αυξημένες ανάγκες φροντίδας. Με αυτά τα δεδομένα, θεωρώ αδύνατο να εκλειφθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το αίτημα των παραπονουμένων καταχρηστικό του συστήματος, για σκοπούς παραμονής και εργασίας στην Κύπρο. Όπως μου είναι δύσκολο να αντιληφθώ τους λόγους απόρριψης του αιτήματός τους και κάλυψης των αναγκών των ενδιαφερόμενων εργοδοτών με νέες αφίξεις οικιακών εργαζομένων.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που παρατίθενται πιο πάνω, και λαμβάνοντας υπόψη τις ουσιώδεις συνάφειες του περιεχομένου του παραπόνου με τις διαπιστώσεις μου αναφορικά με το καθεστώς της οικιακής εργασίας στην Κύπρο και της εμπορίας προσώπων για σκοπούς εργασιακής εκμετάλλευσης, εισηγούμαι όπως εξεταστεί το αίτημα των κ. κ. N. και P. για νέα εργοδότηση άμεσα και με θετικό τρόπο, στη βάση της αρχής της καλής πίστης και της αρχής της αναλογικότητας.

Για σκοπούς ολοκληρωμένης διερεύνησης του παραπόνου, θα αναμένω την απόφαση, μαζί με τις θέσεις και τις απόψεις της αρμόδιας αρχής, ούτως ώστε να καταλήξω στο τελικό μου πόρισμα αναφορικά με την υπόθεση. Για το σκοπό αυτό η Έκθεση υποβάλλεται από κοινού στη Διευθύντρια του ΤΑΠΜ και στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, για τις άμεσες ενέργειές τους.

 

Ελίζα Σαββίδου

Επίτροπος Διοικήσεως

και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 

Υποσημειώσεις και Παραπομπές:


[1] Α/Δ 3/2013, ημερομηνίας 2 Ιουλίου 2013.

[2] Α/Δ 4/2013, ημερομηνίας 17 Οκτωβρίου 2013.

[3] Α/Π 445/2006 και άλλα, ημερομηνίας 12 Μαρτίου 2010, με τίτλο «Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως αναφορικά με τη διαδικασία εξέτασης των εργατικών διαφορών ανάμεσα σε αλλοδαπούς εργαζόμενους και τους εργοδότες τους».

 

20121106-DemocraticRights-Web-TBay

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!