ga('send', 'pageview');

Article_19_Arrest_Detention_Exile

 

Αρ. Φακ.: ΑΚΡ 127/2007, ΑΚΡ 128/2007, ΑΚΡ 123/2009

Λευκωσία, 7 Ιουνίου 2010

 

 Έκθεση της Αρχής κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων αναφορικά με τις επιχειρήσεις της Αστυνομίας για  έλεγχο, σύλληψη, κράτηση και απέλαση μεταναστών  με συνοπτικές διαδικασίες

 

Ι.  Αντικείμενο καταγγελιών

 

1. Το θέμα των μαζικών επιχειρήσεων της Αστυνομίας για έλεγχο, σύλληψη, κράτηση και απέλαση  αλλοδαπών  τέθηκε ενώπιον μου με αφορμή παράπονα και καταγγελίες που τέθηκαν ενώπιον μου. Σε μια περίπτωση ο κ. Χρίστος Ιωσηφίδης, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ο κ. Φρίξος Κυριακίδης, δικηγόρος, υπέβαλαν, με επιστολές τους ημερομηνίας 30 Οκτωβρίου και 9 Νοεμβρίου 2007 αντίστοιχα, παράπονα αναφορικά με τη σύλληψη αριθμού αλλοδαπών γυναικών (στην πλειοψηφία τους κινεζικής καταγωγής) με την κατηγορία της άσκησης πορνείας. Και στις δύο περιπτώσεις οι καταγγέλλοντες αναφέρθηκαν στην επιχείρηση που διενήργησε στις 28 Οκτωβρίου 2007 η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης σε Λευκωσία και Λάρνακα, με στόχο τον εντοπισμό και τη σύλληψη αλλοδαπών γυναικών που -σύμφωνα με πληροφορίες της Αστυνομίας- ασκούσαν πορνεία. Ωστόσο, σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, η ενοχοποίηση των γυναικών αυτών έγινε κατόπιν παγίδευσής τους από μέλη της Αστυνομίας που τελούσαν υπό κάλυψη. Ισχυρίζονται, επιπλέον, ότι μετά τη σύλληψή τους δεν ακολούθησε η δέουσα διερεύνηση των καταγγελιών που απαγγέλθηκαν εναντίον τους, και ότι, συνεπώς, η έκδοση και εκτέλεση των διαταγμάτων απέλασής τους υπήρξε βεβιασμένη και προβληματική.

2. Η δεύτερη περίπτωση αφορά την καταγγελία που υπέβαλε ο κύριος Νίκος Τριμικλινιώτης, Διευθυντής του Παρατηρητηρίου για το Ρατσισμό και τη Ξενοφοβία (RAXEN) με επιστολή του ημερομηνίας 26 Σεπτεμβρίου 2009,  εναντίον της Αστυνομίας και του Υπουργείου Δικαιοσύνης ισχυριζόμενος ότι οι μαζικές συλλήψεις, κρατήσεις και απελάσεις αλλοδαπών που έγιναν κατά την οργανωμένη επιχείρηση της Αστυνομίας στις 25 Σεπτεμβρίου 2009, στο κέντρο της Λευκωσίας δεν ήταν σύμφωνες με τις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

3. Μετά από διεξοδική έρευνα των καταγγελιών για τις μαζικές απελάσεις των αλλοδαπών γυναικών (ΑΚΡ 127/2007, 128/2007) και εκτιμώντας τη σοβαρότητά τους, έκρινα σκόπιμο να εξετάσω, στην παρούσα έκθεση, λόγω της συνάφειας του αντικειμένου αλλά και της ανάγκης για μία συνολικότερη νομική θεώρηση, και το πρόσφατο θέμα της μαζικής επιχείρησης σύλληψης μεταναστών (ΑΚΡ 123/2009).

 

Μαζικές απελάσεις γυναικών κινεζικής καταγωγής για λόγους προσβολής των δημοσίων ηθών

 

4. Ως προς τις ενέργειες της Αστυνομίας αναφορικά με τη σύλληψη και τη διερεύνηση των υποθέσεων για άσκηση πορνείας εκ μέρους των αλλοδαπών γυναικών που απελάθηκαν, αποτάθηκα στον Αρχηγό Αστυνομίας, με επιστολή ημερομηνίας 12 Δεκεμβρίου 2007, ζητώντας σχετική πληροφόρηση. Ειδικότερα, ζήτησα ενημέρωση για το χρονικό του εντοπισμού και της σύλληψης των εν λόγω γυναικών και για τον τρόπο με τον οποίο διερευνήθηκαν οι υπόνοιες εναντίον τους για άσκηση πορνείας.

5. Σχετικά με τη νομιμοποιητική βάση της απέλασης των υπό κατηγορία αλλοδαπών γυναικών και τις σχετικές ενέργειες του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, απευθύνθηκα στη Διευθύντρια του Τμήματος, με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, ζητώντας σχετική πληροφόρηση. Συγκεκριμένα, ζήτησα να πληροφορηθώ τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης τόσο μαζικά και άμεσα και βάσει ποιας πρόνοιας της νομοθεσίας έγινε αυτό.

6. Η απάντηση του Αρχηγού Αστυνομίας, ημερομηνίας 4 Φεβρουαρίου 2008, παραλήφθηκε μετά από υπενθυμητική επιστολή, ημερομηνίας 9 Ιανουαρίου 2008. Η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ωστόσο, παρέλειψε να ανταποκριθεί τόσο στην αρχική επιστολή όσο και σε δύο υπενθυμητικές και σε κλήση για μαρτυρία στις 23 Ιουνίου 2008.

7. Από την απάντηση του Αρχηγού Αστυνομίας και τα συνημμένα σε αυτήν έγγραφα (κυρίως αλληλογραφία με Αστυνομικές Διευθύνσεις, καταθέσεις κτλ.) προέκυψαν τα ακόλουθα:

  • Στις 28/10/2007 συνελήφθηκαν 11 αλλοδαπές γυναίκες στη Λευκωσία, μετά από συντονισμένη επιχείρηση της αστυνομίας, για το αυτόφωρο αδίκημα της άγρας πελατών για αγοραίο έρωτα. «Κατά την ανάκριση… αρνήθηκαν τη διάπραξη του αδικήματος… αλλά δεν ήταν σε θέση να δώσουν λογικές εξηγήσεις για το πώς βρέθηκαν στα αστυνομικά οχήματα μαζί με τους υπό κάλυψη αστυνομικούς και ούτε για τα λεφτά που είχαν στην κατοχή τους… Εν όψει των πιο πάνω δε στοιχειοθετήθηκε οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα» (Επιστολή Υπεύθυνου ΤΑΕ Λευκωσίας προς Αστυνομικό Διευθυντή Επαρχίας Λευκωσίας ημερ. 25 Ιανουαρίου 2008, Επιστολή Βοηθού Διοικητή ΥΑΜ προς Αρχηγό Αστυνομίας, ημερ. 10 Ιανουαρίου 2008, Ενημερωτικό Σημείωμα του Λοχ. 1715 Κ. Κωνσταντίνου, Φ/δι ΤΑΕ Λευκωσίας, ημερ. 28 Οκτωβρίου 2007)
  • Αντιστοίχως, το ίδιο βράδυ στη Λάρνακα εντοπίστηκαν και συνελήφθηκαν 17 αλλοδαπές γυναίκες με την ίδια κατηγορία. «Όλες ανακρίθηκαν γραπτώς…Καμμιά δεν παραδέχθηκε ότι προσφέρει έρωτα επ’ αμοιβή και οι 15 αλλοδαπές από τις 17, οι οποίες διαμένουν στη Λευκωσία, αναφέρουν ότι ο λόγος που ήρθαν στη Λάρνακα ήταν καθαρά ψυχαγωγικός, δηλαδή για περίπατο… στη Λάρνακα ήρθαν με ταξί… γνωρίζονταν ανά δύο αλλά δε γνώριζαν τις υπόλοιπες. Σε δύο απ’ αυτές βρέθηκαν στην κατοχή τους μικρή ποσότητα προφυλακτικών (5-6). Η μία έδωσε τον ισχυρισμό ότι της τα έβαλαν οι Αστυνομικοί της ΥΑΜ ενώ η δεύτερη ότι τα μετέφερε για δική της προστασία, χωρίς να αναφέρει άλλες λεπτομέρειες… σε άλλη ερώτηση που τους υποβλήθηκε για το πώς κατέληξαν σε αυτοκίνητα υπό κάλυψη αστυνομικών, μερικές ανέφεραν για να πάμε περίπατο, άλλες γιατί δεν κατάλαβαν το λόγο και άλλες γιατί τους άρεσε ο οδηγός, αλλά καμιά απ’ αυτές δεν ανέφερε ότι ο σκοπός τους ήταν για αγοραίο έρωτα… κανένα ποινικό αδίκημα που να αφορά αδικήματα Μαστροπείας ή Αποζείν από κέρδη πορνείας… μπορούσε να στοιχειοθετηθεί. Επίσης, κανένα αδίκημα που να εμπίπτει στον περί καταπολέμησης της εμπορίας και εκμετάλλευσης προσώπων Νόμο φαίνεται να διαπράττεται. Το αδίκημα το οποίο προέκυπτε ήταν αυτό της επίμονης άγρας πελατών για ανήθικους σκοπούς…» (Επιστολή Υπεύθυνου ΤΑΕ Λάρνακας προς Αστυνομικό Διευθυντή Λάρνακας, ημερ. 21 Ιανουαρίου 2008, Επιστολή Βοηθού Διοικητή ΥΑΜ προς Αρχηγό Αστυνομίας, ημερ. 10 Ιανουαρίου 2008, Ενημερωτικό Σημείωμα του Υπαστυνόμου Χρ. Ανδρέου του ΤΑΕ Λάρνακας, ημερ. 28 Οκτωβρίου 2007).
  • Σύμφωνα με το Βοηθό Διοικητή της ΥΑΜ, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, οι υπό κάλυψη αστυνομικοί επιβεβαίωσαν το σκοπό των αλλοδαπών αφού τους έκανα νόημα να σταματήσουν, έπειτα συζητούσαν το χρηματικό ποσό και στη συνέχεια εισέρχονταν στα οχήματα με σκοπό τον αγοραίο έρωτα. Ωστόσο, καθώς καμία από τις κατηγορούμενες δεν παραδέχθηκε τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, και επειδή δε φαινόταν ότι στοιχειοθετήθηκε οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, έγινε εισήγηση προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και εναντίον τους εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης/ απέλασης…( Επιστολή Βοηθού Διοικητή ΥΑΜ προς Αρχηγό Αστυνομίας, ημερ. 10 Ιανουαρίου 2008)
  • Το περιεχόμενο τριών επιστολών (για τρεις δηλαδή καταγγέλλουσες,  μία εκ των οποίων ήταν αιτήτρια ασύλου), ημερ. 28 Οκτωβρίου 2007, του Υπεύθυνου ΥΑΜ Λάρνακας προς τον Διοικητή της ΥΑΜ που είχε σκοπό την ενημέρωση και εισήγηση για έκδοση διατάγματος κράτησης και απέλασης, εγείρει έντονα ερωτηματικά καθώς στις επιστολές αυτές αναφέρεται ότι οι εν λόγω γυναίκες παραδέχθηκαν ότι έβρισκαν πελάτες με σκοπό την πορνεία έναντι αμοιβής. Εντούτοις, στις καταθέσεις των αλλοδαπών γυναικών που μου προσκομίστηκαν δεν έγινε οποιαδήποτε παραδοχή (μεταφρασμένες από τη μητρική τους γλώσσα), ενώ σε πλήρη αντίθεση με το περιεχόμενο των συγκεκριμένων επιστολών έρχονται όλες οι προαναφερόμενες επιστολές και ενημερωτικά σημειώματα, σύμφωνα με τα οποία καμία από τις κατηγορούμενες δεν παραδέχθηκε τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Κατά συνέπεια, εύλογα δημιουργείται η εντύπωση ότι η εν λόγω ψευδής αναφορά στις επιστολές για παραδοχή του αδικήματος αποσκοπούσε στην έκδοση των διαταγμάτων απέλασης.

8. Μετά από τηλεφωνική επικοινωνία Λειτουργού του Γραφείου μου με το ΤΑΕ Λάρνακας, στις 8 Σεπτεμβρίου 2008, πληροφορήθηκα ότι όλες οι υπό κράτηση αλλοδαπές απελάθηκαν μεταξύ 1ης και 17 Νοεμβρίου 2007. Σχετικό τηλεομοιότυπο με τις ακριβείς ημερομηνίες απέλασης μου απεστάλη στις 9 Σεπτεμβρίου 2008. Πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι 9 από τις 17 γυναίκες που συνελήφθηκαν ήταν αιτήτριες ασύλου.

9. Όσον αφορά στις κρατούμενες στην επαρχία Λευκωσίας, δεν κατέστη δυνατό παρά τις τηλεφωνικές προσπάθειες της αρμόδιας Λειτουργού με την Αστυνομική Διεύθυνση Λευκωσίας, την ΥΑΜ και το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, να μάθω κατά πόσο κρατήθηκαν ή/ και απελάθηκαν. Θεωρώ, επομένως, ως μοναδικό δεδομένο ότι δε στοιχειοθετήθηκε κάποιο αδίκημα εναντίον τους.

10. Το αδίκημα για το οποίο συνελήφθηκαν και κατηγορήθηκαν οι παραπονούμενες συναντάται στο άρθρο 164(1)(β) του Ποινικού Κώδικα:

«Όποιος επιδίδεται σε άγρα πελατών σε δημόσιο χώρο επίμονα ή παρενοχλεί φορτικά για ανήθικους σκοπούς είναι ένοχος πλημμελήματος».

11. Αντιθέτως, σύμφωνα με την Αστυνομία, τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 157 και 164(1)(α) των Ποινικού Κώδικα δε στοιχειοθετήθηκαν (μαστροπεία και ζειν από κέρδη πορνείας).

12. Η απέλαση έγινε βάσει του άρθρου 6(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, παραγράφους (ε) και (ζ):

«6(1) …θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και… δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:

(ε) οποιαδήποτε πόρνη ή οποιοδήποτε πρόσωπο που ζει από τα έσοδα    πορνείας

(ζ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο φαίνεται από μαρτυρία την οποία το   Υπουργικό Συμβούλιο δυνατό να θεωρήσει επαρκή, ότι ενδέχεται να συμπεριφερθεί κατά τέτοιο τρόπο που να καταστεί επικίνδυνο στην ησυχία, δημόσια τάξη, έννομη τάξη ή δημόσια ήθη ή να προκαλέσει έχθρα μεταξύ των πολιτών της Δημοκρατίας και της Αυτής Μεγαλειότητας ή να ραδιουργήσει εναντίον της εξουσίας της Αυτής Μεγαλειότητας και αρχής στη Δημοκρατία.»

13. Από το σύνολο των πιο πάνω ευρημάτων φαίνεται ότι η κράτηση και απέλαση των παραπονούμενων στηρίχθηκε αποκλειστικά στις μαρτυρίες των υπό κάλυψη αστυνομικών, ενώ δε φαίνεται να λήφθηκε υπόψη η μη παραδοχή του αδικήματος από όλες τις κρατούμενες ανεξαιρέτως.

 

Μαζικές προσαγωγές και συλλήψεις αλλοδαπών στα πλαίσια επιχείρησης της Αστυνομίας

 

14. Στις 28 Σεπτεμβρίου 2009, εξέδωσα την ακόλουθη ανακοίνωση τύπου:

«Η Επίτροπος Διοικήσεως, ως Αρχή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων, εκφράζει τον αποτροπιασμό και την έντονη ανησυχία της για τη μαζική επιχείρηση σύλληψης μεταναστών στην παλιά Λευκωσία, την Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009.

Ο τρόπος διεξαγωγής της επιχείρησης, το στήσιμο οδοφραγμάτων στο κέντρο της πόλης, η εισβολή σε σπίτια μεταναστών, η μαζική τους προσαγωγή στα αστυνομικά τμήματα, η χρήση χειροπεδών και η προβολή όλων αυτών των εικόνων από τα ΜΜΕ με τη συνακόλουθη αναπαραγωγή ξενοφοβικών αντιλήψεων και ρατσιστικών στερεοτύπων  για το «πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης», αποτελούν φαινόμενα που δεν συνάδουν με τις αρχές του κράτους δικαίου.

Τα γεγονότα αυτά καθιστούν για ακόμα μια φορά επιτακτική την ανάγκη να εγκύψουμε με προσοχή και ευαισθησία στα θέματα των μεταναστών στην Κύπρο. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτεί την χάραξη σύγχρονης συνεκτικής μεταναστευτικής πολιτικής με σαφείς πρόνοιες και μέτρα τόσο για τις συνθήκες υποδοχής και διαβίωσης όσο και για την ένταξη των μεταναστών στην κυπριακή κοινωνία. Μια τέτοια συνολική πολιτική δεν θα πρέπει να περιαγάγει τη μετανάστευση σε αποκλειστικό θέμα ασφάλειας, εγκληματικότητας και παρανομίας αλλά να στοχεύει στην κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη και διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων του συνόλου του πληθυσμού της χώρας, χωρίς διακρίσεις στη βάση του νομικού του καθεστώτος.

Η ταύτιση του μεταναστευτικού φαινομένου με την εγκληματικότητα, όχι μόνο αδικεί τους μετανάστες αλλά δεν αντιμετωπίζει και τα πραγματικά προβλήματα της δημόσιας τάξης. Στα πλαίσια αυτά είναι απαραίτητο να οικοδομηθούν γέφυρες διαλόγου με τους μετανάστες με σκοπό τόσο την κατανόηση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν όσο και την, εκ μέρους τους, εμπέδωση των ευθυνών που συνεπάγεται η διαμονή τους στην Κύπρο.

Η Αρχή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων επιφυλάσσεται να παρουσιάσει ολοκληρωμένες θέσεις επί του θέματος με αφορμή καταγγελίες που έχουν ήδη υποβληθεί ενώπιον της και καλεί την Αστυνομία να μην επαναλάβει τέτοιου είδους επιχειρήσεις που στοχεύουν και εν τέλει πλήττουν τις αρχές ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους δικαίου και  τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα».

15. Στις 29 Σεπτεμβρίου το Αρχηγείο της Αστυνομίας εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση, σε συνέχεια της προαναφερόμενης δικής μου τοποθέτησης:

«Πρωτίστως θα θέλαμε να καταστήσουμε σαφές ότι, σεβόμαστε όλους ανεξαίρετα τους ανεξάρτητους θεσμούς της Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένου και της Επιτρόπου Διοικήσεως.

Ωστόσο, με την ανακοίνωσή της η Επίτροπος Διοικήσεως υπό την ιδιότητά της ως Αρχή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων ημερομηνίας 28/09/09, τοποθετείται με βαριούς χαρακτηρισμούς εκφράζοντας αποτροπιασμό και καταλήγει σε συμπεράσματα αναφερόμενη σε εισβολή και επιχειρήσεις που πλήττουν τις αρχές ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους, χωρίς προηγουμένως να έχει διενεργηθεί ενδελεχής έρευνα, όπως και προτίθεται να πράξει σύμφωνα με καταγγελίες που τέθηκαν ενώπιον της. Αποτροπιασμός εκφράζεται για ειδεχθή εγκλήματα και φρικαλεότητες, εκτός εάν η στοχευμένη επιχείρηση της Αστυνομίας για, εφαρμογή του νόμου και επιβολή της τάξης θεωρείται ειδεχθές έγκλημα. Εισβολή με όλο το σεβασμό βιώσαμε μόνο το 1974 από τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα. Εκτός εάν τα 25 δικαιολογημένα δικαστικά εντάλματα έρευνας και τα 21 δικαιολογημένα εντάλματα σύλληψης προσώπων που εκδόθηκαν για σκοπούς έρευνας και εξιχνίασης εγκλημάτων, αμφισβητούνται και εκλαμβάνονται ως «εισβολή».

Θα ήταν φρονιμότερο και σκοπιμότερο, να διεξαγόταν πρώτα η έρευνα και όχι εκ προοιμίου να εξάγονται συμπεράσματα τα οποία μάλιστα να ανακοινώνονται δια του τύπου. Θα έπρεπε τουλάχιστον να δινόταν το δικαίωμα υπεράσπισης και προηγούμενης ακρόασης όπως έχει και ο κάθε εγκληματίας, και μετέπειτα να καταλογίζονταν στην Αστυνομία οι όποιες ευθύνες ή και δήθεν η από μέρους της αναπαραγωγή ξενοφοβικών αντιλήψεων και ρατσιστικών στερεοτύπων, νοουμένου ότι αυτές θα τεκμηριωθούν μέσα από την έρευνα που θα διεξαγάγει. Εκτός εάν το αποτέλεσμα της επικείμενης έρευνας είναι ήδη γνωστό και προδιαγραμμένο πριν καν αυτή αρχίσει.

Δυστυχώς, διαφαίνεται μια προκατάληψη από πλευράς της Αρχής κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων, αφού χωρίς να έχει οποιαδήποτε στοιχεία ενώπιον της, διατυπώνει εκ των προτέρων συμπεράσματα και προβαίνει σε ανακοινώσεις.

Από την ημέρα λήψης των πρόσθετων μέτρων και τη διεξαγωγή της στοχευμένης επιχείρησης, η Αστυνομία έγινε δέκτης σωρείας τηλεφωνημάτων από μεγάλη μερίδα του κοινού, που μετέφερε την ευαρέσκεια και την ικανοποίηση του για τις ενέργειες της Αστυνομίας, ζητώντας τη συνέχιση των μέτρων που έχουν ληφθεί, με σκοπό την εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας και την επιβολή του νόμου και της τάξης».

16. Στις 21 Ιανουαρίου 2010 απέστειλα επιστολή στον Αρχηγό της Αστυνομίας, με την οποία ζήτησα στοιχεία για τον αριθμό των προσαγωγών που έγιναν την 25η Σεπτεμβρίου καθώς και τον ακριβή αριθμό ενταλμάτων έρευνας και σύλληψης. Επιπρόσθετα, ζήτησα να τύχω ενημέρωσης για τα μέτρα που λαμβάνει η αστυνομία κατά τη διενέργεια τέτοιων επιχειρήσεων με σκοπό την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

17. Στις 5 Μαρτίου 2010 έλαβα την απαντητική επιστολή του Αρχηγού  Αστυνομίας (ημερ. 25 Φεβρουαρίου 2010). Στη συγκεκριμένη επιστολή σημειώνεται ότι η «όλη επιχείρηση είχε ως στόχο την πρόληψη και πάταξη κάθε είδους παρανομίας στο κέντρο της Λευκωσίας. Έναυσμα, αποτέλεσαν τα επεισόδια που έλαβαν χώρα μεταξύ αλλοδαπών έξω από το τέμενος «Ομεριέ» στη Λευκωσία, στις 31 Αυγούστου 2009, ενώ κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, τηρήθηκαν όσα προβλέπονται στο Νόμο και τη σχετική Αστυνομική Διάταξη, θέτοντας ως προτεραιότητα, το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενός εκάστου».

18. Στη σχετική έκθεση γεγονότων της Αστυνομίας αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:

«Κατά τη διάρκεια της εν λόγω επιχείρησης ερευνήθηκαν δυνάμει δικαστικών ενταλμάτων 25 υποστατικά στο Κέντρο και Προάστια της Λευκωσίας, όπου εντοπίστηκαν και συνελήφθηκαν 25 άντρες και 8 γυναίκες οι οποίοι διαπιστώθηκε ότι διέμεναν παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περαιτέρω συνελήφθησαν δυνάμει δικαστικών ενταλμάτων 12 αλλοδαποί άρρενες ως ύποπτοι για συμμετοχή στη συμπλοκή που έλαβε χώρα στις 31.08.2009 έξω από το Τέμενος «Ομεριέ» στη Λευκωσία.

Όλοι οι πιο πάνω ανακρίθηκαν γραπτώς και για 3 από αυτούς εξασφαλίστηκε μαρτυρία εναντίον τους οπότε και κατηγορήθηκαν γραπτώς και αφέθηκαν ελεύθεροι. Για στους υπόλοιπους 9 δεν προέκυψαν οποιαδήποτε ενοχοποιητικά στοιχεία και απολύθηκαν χωρίς να κατηγορηθούν γραπτώς [….]

Κατά τη διάρκεια τέτοιων επιχειρήσεων, η Αστυνομία εκτός από την επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού που δεν είναι άλλος από την πρόληψη και πάταξη κάθε είδους παρανομίας φροντίζει για την επίδειξη καλής συμπεριφοράς και χειρισμού με αξιοπρέπεια όλων των προσώπων που συλλαμβάνονται, σύμφωνα και με την ισχύουσα Α/Δ 5/3 Ν.163/1 (2005) σχετικά με το χειρισμό κρατουμένων. Όλοι οι συλληφθέντες αλλοδαποί ενημερώνονται για τα δικαιώματά τους σύμφωνα με τον ισχύοντα Νόμο και επίσης τους δίνουν γραπτώς τα δικαιώματά τους γραμμένα στην μητρική τους γλώσσα. Επίσης μεταφέρονται με μικρά λεωφορεία σε τοπικούς Σταθμούς χωρίς να στριμώχνονται για εξασφάλιση των στοιχείων τους και τυγχάνουν αξιοπρεπούς και φιλικής μεταχείρισης χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε είδους ρατσισμού ή ευτέλειας προς αυτούς. Επίσης ειδοποιούνται πρόσωπα (μεταφραστές) από σχετικό κατάλογο που υπάρχει στην Αστυνομία, οι οποίοι μεταφράζουν στη μητρική τους γλώσσα.

Όσον αφορά τη συγκεκριμένη επιχείρηση που έγινε στις 25.09.2009 εκδόθηκε σχετική διαταγή επιχείρησης […] με την οποία δόθηκαν σαφείς συντονιστικές οδηγίες ως ακολούθως:

  • Οι συλληφθέντες να οδηγούνται με ασφάλεια στα οχήματα κρατουμένων.
  • Όταν εντοπίζονται αλλοδαποί χωρίς οποιαδήποτε στοιχεία να οδηγούνται στην πρώην Αστυνομική Διεύθυνση Λευκωσίας για εξακρίβωση των στοιχείων τους και όπου διαπιστώνεται ότι διαμένουν παράνομα στην Κύπρο, να κρατούνται μέχρι νεοτέρων.
  • Κατά τις έρευνες να αναζητούνται απαραίτητα τα διαβατήρια των αλλοδαπών ή οποιαδήποτε άλλα προσωπικά τους έγγραφα και να αφαιρούνται οποιαδήποτε επικίνδυνα ή επιθετικά όργανα βρίσκονται στην κατοχή τους.
  • Από όλους τους συμμετέχοντες τονίστηκε να επιδείξουν όπως και έπραξαν άψογη συμπεριφορά και επαγγελματισμό αποφεύγοντας την υπέρμετρη βία για την όσο το δυνατό καλύτερη εξέλιξη των πραγμάτων.
  • Επίσης λήφθηκε πρόνοια για μεταφορά των συλληφθέντων με ικανοποιητικό αριθμό οχημάτων χωρίς να στριμώχνονται και επιπρόσθετα λήφθηκε πρόνοια για άμεση κλήση ασθενοφόρων σε περίπτωση που παρίστατο ανάγκη.
  • Σημειώνεται ότι η όλη επιχείρηση ως έχει προαναφερθεί, έγινε με αφορμή των εκκρεμούντων ενταλμάτων σύλληψης σε σχέση με τα επεισόδια που προκλήθηκαν στο τέμενος «Ομεριέ».

19. Επιπρόσθετα, στην απαντητική επιστολή του Αρχηγού της Αστυνομίας επισυνάπτεται αντίγραφο επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα (Γ.Ε.) της Δημοκρατίας προς την Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας στην οποία ο Γ.Ε. εκφέρει την άποψη ότι «η ενασχόληση της Αρχής με τα συγκεκριμένα επεισόδια δεν εξυπηρετεί οποιοδήποτε σκοπό» και ότι η «περαιτέρω ενασχόληση με το θέμα σε τίποτε δεν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται».

 

ΙΙ. Νομικό Πλαίσιο

 

Νομοθετικές διατάξεις

 

20. Το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) προνοεί για το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια:

1. «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια. Κανείς δεν επιτρέπεται να στερηθεί την ελευθερία του εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις και σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία:

α) αν κρατείται κανονικά, συνεπεία καταδικαστικής απόφασης από αρμόδιο δικαστήριο

β) αν υποβλήθηκε σε κανονική σύλληψη ή κράτηση λόγω ανυποταγής σε νόμιμο διάταγμα δικαστηρίου, ή σε εγγύηση εκτέλεσης υποχρέωσης νόμιμα οριζόμενης στο νόμο

γ) αν συνελήφθη και κρατείται με σκοπό να οδηγηθεί στην αρμόδια δικαστική αρχή, στην περίπτωση εύλογης υπόνοιας ότι διέπραξε αδίκημα, ή υπάρχουν λογικά δεδομένα προς παραδοχή της ανάγκης παρεμπόδισης να διαπράξει αδίκημα ή να δραπετεύσει

δ) αν πρόκειται για νόμιμη κράτηση ανηλίκου, που αποφασίστηκε για την επιτήρηση της ανατροφής του ή για νόμιμη κράτησή με σκοπό την παραπομπή του ενώπιον της αρμόδιας αρχής

ε) αν πρόκειται για νόμιμη κράτηση ατόμων που ενδέχεται να μεταδώσουν μεταδοτική ασθένεια, φρενοβλαβών, αλκοολικών, τοξικομανών ή αλητών

στ) αν πρόκειται για νόμιμη σύλληψη ή κράτηση ατόμου με σκοπό την παρεμπόδιση του να εισέλθει παράνομα στη χώρα ή εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία απέλασης ή έκδοσης.

2. Κάθε άτομο που τελεί υπό σύλληψη πρέπει να πληροφορείται το συντομότερο δυνατό και σε γλώσσα την οποία κατανοεί, τους λόγους της σύλληψής του και κάθε διατυπωμένη κατηγορία εναντίον του.

3. Κάθε πρόσωπο που τελεί υπό σύλληψη ή κράτηση, κάτω από τις προβλεπόμενες στην παρ. 1 (γ) του παρόντος άρθρου συνθήκες πρέπει να παραπέμπεται σύντομα ενώπιον δικαστή ή άλλου δικαστικού λειτουργού νόμιμα εντεταλμένου να εκτελεί δικαστικά καθήκοντα, έχει δε το δικαίωμα να δικαστεί μέσα σε εύλογη προθεσμία ή να αφεθεί ελεύθερος κατά τη διαδικασία. Η απόλυση μπορεί να εξαρτάται από εγγύηση που θα εξασφαλίζει την παρουσία του ενδιαφερομένου στη δικάσιμο.

4. Κάθε πρόσωπο που στερείται της ελευθερίας του συνεπεία σύλληψης ή κράτησης έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου το οποίο αποφασίζει σε σύντομη προθεσμία για το νόμιμο της κράτησής του και διατάζει την απόλυσή του σε περίπτωση παράνομης κράτησης.

5. Κάθε πρόσωπο που είναι θύμα σύλληψης ή κράτησης υπό συνθήκες αντίθετες με τις πιο πάνω διατάξεις, έχει δικαίωμα επανόρθωσης».

21. Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής:

1. «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, της κατοικίας του και των ανταποκρίσεών του.

2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβαση δημόσιας αρχής κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού, παρά μόνον εάν η επέμβαση αυτή προβλέπεται από το νόμο και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μία δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προστασία της τάξεως και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής καθώς και των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.»

22. Το άρθρο 13  κατοχυρώνει το δικαίωμα σε ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο ενώπιον εθνικής αρχής σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται με την ΕΣΔΑ.

23. Στο άρθρο 14 προβλέπεται η απαγόρευση των διακρίσεων όσον αφορά την απόλαυση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ:

«Η χρήση των αναγνωριζόμενων στην παρούσα Σύμβαση δικαιωμάτων και ελευθεριών οφείλεται να διασφαλίζεται χωρίς διακρίσεις, ασχέτως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσίας, καταγωγής ή άλλης κατάστασης».

24. Τα πιο πάνω δικαιώματα κατοχυρώνονται και στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, στα άρθρα 11, 15 και 28 αντίστοιχα.

25. Το άρθρο 28 με τίτλο «εξουσία μελών της Αστυνομίας προς επιθεώρηση αδειών και έρευνα προσώπων και μεταφορικών μέσων» του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«28. (1). Οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας-

(α) δύναται να ανακόπτει, κατακρατά και ερευνά οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο έχει εύλογη υποψία ότι ενέχεται στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου και ιδιαίτερα όταν – (ι) το βλέπει να προβαίνει σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή ενέργεια ή (ιι) εύλογα υποψιάζεται ότι αυτό προβαίνει ή προτίθεται να προβεί σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή ενέργεια ή ότι έχει παράνομα στην κατοχή του οποιοδήποτε αντικείμενο ή (ιιι) το βλέπει να έχει παράνομα στην κατοχή του οποιοδήποτε αντικείμενο για το οποίο απαιτείται άδεια βάσει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου την οποία δύναται να απαιτήσει να του παρουσιάσει, ή

(β) δύναται να ανακόπτει και ερευνά οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για το οποίο έχει εύλογη υποψία ότι χρησιμοποιείται ή εμπλέκεται στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου.

(2). Πρόσωπο που παραλείπει να παρουσιάσει άδεια που ζητείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς οποιοδήποτε λογικό σήμα της Αστυνομίας δύναται να συλληφθεί χωρίς ένταλμα, εκτός αν δώσει το όνομα και τη διεύθυνσή του και διαφορετικά ικανοποιήσει το μέλος της Αστυνομίας ότι θα ανταποκριθεί δεόντως σε οποιαδήποτε κλήση ή άλλη διαδικασία ή οποία δυνατό να εγερθεί εναντίον του».

Επιπρόσθετα, το Άρθρο 1 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ θέτει ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις αναφορικά με την απέλαση των αλλοδαπών:

«Αλλοδαπός που διαμένει νόμιμα στην επικράτεια ενός κράτους δεν πρέπει να απελαύνεται παρά μόνο κατ’ εφαρμογή νόμιμης απόφασης και πρέπει να έχει τη δυνατότητα:

Α) να υποβάλει στοιχεία κατά της απέλασής του

 Β) να ζητήσει την επανεξέταση της υπόθεσής του, και

 Γ) να παρίσταται, για τους πιο πάνω σκοπούς, με αντιπρόσωπο ενώπιον της αρμόδιας αρχής ή του προσώπου/προσώπων που έχουν οριστεί από την αρχή αυτή.

2. Ένας αλλοδαπός μπορεί να απελαθεί πριν την άσκηση των δικαιωμάτων του που ορίζονται στις παραγράφους α,β,γ του παρόντος άρθρου, όταν η απέλαση είναι απαραίτητη για λόγους δημόσιας τάξης ή θεμελιώνεται σε λόγους εθνικής ασφάλειας».

26. Για τους σκοπούς της παρούσας έκθεσης, σημαντική είναι η πρόνοια του άρθρου 4 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, βάση της οποίας απαγορεύεται η μαζική (collective) απέλαση αλλοδαπών.

  • An alien lawfully resident in the territory of a State shall not be expelled therefrom except in pursuance of a decision reached in accordance with law and shall be allowed:
  • An alien may be expelled before the exercise of his rights under paragraph 1.a, b and c of this Article, when such expulsion is necessary in the interests of public order or is grounded on reasons.

Σχετικό είναι και το άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) προβλέπει, σε διεθνές επίπεδο, την αρχή της μη διάκρισης:

«Όλα τα πρόσωπα είναι ίσα εvώπιοv του νόμου και έχουν δικαίωμα, χωρίς καμία διάκριση, σε ίση προστασία του νόμου. Ως προς αυτό το ζήτημα, o νόμος πρέπει vα απαγορεύει κάθε διάκριση και vα εγγυάται σε όλα τα πρόσωπα ίση και αποτελεσματική προστασία έvαvτι κάθε διάκρισης, ιδίως λόγω φυλής, χρώματος, γένους, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, περιουσίας, γέννησης ή άλλης κατάστασης».

27. Το άρθρο 2 (3) του ΔΣΑΠΔ αναφέρει ότι:

«Τα συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόv Σύμφωνο αναλαμβάνουν τηv υποχρέωση:

α) vα εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που αvαγvωρίζο­vται στο παρόv Σύμφωνο παραβιαστούν, θα έχει στη διάθεσή του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και εάν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητά τους

β) vα εγγυώvται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, vομοθετική ή οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή σύμφωvα με τη vομοθεσία του Κράτους, θα αποφαίvεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοvτος και vα προωθήσουv τη δυvατότητα δικαστικής προσφυγής

γ) vα εγγυώvται τηv εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάvει δεκτή τη σχετική προσφυγή».

 

Νομολογία Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών

 

28. H Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, με μια κομβικής σημασίας, απόφασή της, υπήρξε το πρώτο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο που αποφάνθηκε ότι οι έλεγχοι της αστυνομίας με σκοπό την εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας, που υποκινούνται από τη φυλή ή την εθνικότητα των ερευνούμενων ατόμων, αντίκεινται στην αρχή της μη-διάκρισης.

29. Το 1992, στην αποβάθρα ενός σιδηροδρομικού σταθμού στο Βαγιαδολίδ της Ισπανίας, η αστυνομία σταμάτησε τη Rosalind Williams [1] και της ζήτησε να επιδείξει τα στοιχεία της ταυτότητάς της. Σε ερώτησή της για ποιο λόγο ήταν το μόνο άτομο το οποίο υποβάλλεται σε τέτοιο έλεγχο ο αστυνομικός της απάντησε ότι ο λόγος ήταν το χρώμα του δέρματός της.

30. H Επιτροπή αποφάνθηκε ότι ενώ οι έλεγχοι των στοιχείων ταυτότητας επιτρέπονται για σκοπούς προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, της μείωσης της εγκληματικότητας ή του ελέγχου της παράνομης μετανάστευσης, τα εξατομικευμένα σωματικά ή εθνοτικά χαρακτηριστικά των στοχευομένων ατόμων δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως ενδείξεις για πιθανή παράνομη διαμονή τους στη χώρα. Ούτε θα πρέπει τέτοιου είδους έλεγχοι να διενεργούνται με μόνο στόχο άτομα με συγκεκριμένα σωματικά χαρακτηριστικά ή εθνοτική προέλευση. Κάτι τέτοιο όχι μόνο επηρεάζει αρνητικά την αξιοπρέπεια τους, αλλά συμβάλλει επίσης στη διάδοση ξενοφοβικών τάσεων στον πληθυσμό. Επιπρόσθετα βρίσκεται σε αντίθεση με μία αποτελεσματική πολιτική για καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων.

31. Στη δεδομένη υπόθεση, φαίνεται ότι επρόκειτο για μία περίπτωση συνήθους έλεγχου ταυτότητας. Η αιτήτρια δήλωσε ότι σε κανένα άλλο άτομο δεν ζητήθηκε να παρουσιάσει τα στοιχεία της ταυτότητας του ενώ ο αστυνομικός που τη σταμάτησε ανέφερε ότι συγκεκριμένα σωματικά της χαρακτηριστικά ήταν ο λόγος που ζήτησε από εκείνην μόνο να επιδείξει την ταυτότητά της. Η Επιτροπή κατά συνέπεια κατέληξε ότι καθώς τα φυλετικά χαρακτηριστικά της  κ. Williams ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για τη διενέργεια του εν λόγω ελέγχου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 26 σε συνδυασμό με το αρ. 2. παρ.3 του ΔΣΑΠΔ.

 

Νομολογία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)

 

32.   Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η μαζική απέλαση αλλοδαπών απαγορεύεται από το άρθρο 4 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Στην υπόθεση Conka v. Belgium [2], το ΕΔΔΑ εξέτασε το ζήτημα με αφορμή την περίπτωση μιας οικογένειας Ρομά από τη Σλοβακία που είχε υποβάλει αίτηση για άσυλο στο Βέλγιο. Η αίτησή τους απορρίφθηκε στις 18 Ιουνίου 1999 και κλήθηκαν να αναχωρήσουν από τη χώρα σε 5 μέρες. Στη συνέχεια, στις 3 Αυγούστου 1999 η οικογένεια προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας (Conseil d’ Etat) για αναθεώρηση της απορριπτικής απόφασης και για αναστολή της εκτέλεσής της ενώ ταυτόχρονα υπέβαλε αίτηση για νομική αρωγή. Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε, στις 23 Σεπτεμβρίου την αίτηση για νομική αρωγή. Στα τέλη του ίδιου μήνα η αστυνομία ειδοποίησε τους προσφεύγοντες και άλλες οικογένειες ομοεθνών τους, να παρουσιαστούν στον αστυνομικό σταθμό την 1η Οκτωβρίου με την αιτιολογία ότι η παρουσία τους ήταν απαραίτητη για τη συμπλήρωση στοιχείων στις αιτήσεις ασύλου τους. Κατά τη μετάβασή τους στο σταθμό τους κοινοποιήθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης και αφού μεταφέρθηκαν σε χώρο κράτησης, απελάθηκαν στη Σλοβακία (συνολικά 74 άτομα).

33.  Το ΕΔΔΑ κατέληξε δεν είναι συμβατό με το άρθρο 5 (1) της ΕΣΔΑ να αποφασίζει συνειδητά η διοίκηση, στο πλαίσιο μιας σχεδιασμένης επιχείρησης απελάσεων και για λόγους ευκολίας ή αποτελεσματικότητας, να παραπλανά τα άτομα, ακόμα και όσα βρίσκονται παράνομα στη χώρα, όσον αφορά το σκοπό για τον οποίο καλούνται να εμφανιστούν ενώπιόν της, ώστε να μπορεί ευκολότερα να τους στερεί την ελευθερία τους. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση της παρ. 4 του αρ. 5 λόγω μιας σειράς παραγόντων που καθιστούσαν δυσχερή την προσφυγή κατά της κράτησης: οι πληροφορίες για τα διαθέσιμα ένδικα μέσα που δόθηκαν στους προσφεύγοντες κατά την άφιξή τους στον αστυνομικό σταθμό ήταν τυπωμένες σε πολύ μικρούς χαρακτήρες και σε γλώσσα που δεν ήταν κατανοητή σε αυτούς, μόνο ένας διερμηνέας ήταν παρών στον αστυνομικό σταθμό και δεν αρκούσε για την εξυπηρέτηση όλων των ατόμων ενώ δεν παρίστατο στο χώρο κράτησης, δεν δόθηκε καμία νομική βοήθεια ενώ ο δικηγόρος των προσφευγόντων ενημερώθηκε πολύ καθυστερημένα, σε χρονικό στάδιο που η προσφυγή κατά της κράτησης θα ήταν ατελέσφορη.

34. Ζωτικής σημασίας για την παρούσα έκθεση, είναι η θέση του Δικαστηρίου αναφορικά με την παραβίαση του άρθρου 4 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.  Το ΕΔΔΑ θεώρησε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε συνιστούσε μαζική απέλαση, συνεπεία μιας σειράς λόγων: τα διατάγματα κράτησης και απέλασης δεν έκαναν καμία αναφορά στο γεγονός ότι οι προσφεύγοντες ήταν αιτητές ασύλου, υπήρξε μεγάλος αριθμός ομοεθνών τους που είχαν την ίδια τύχη, πριν από την εν λόγω απέλαση οι αρχές είχαν δηλώσει ότι θα γινόντουσαν τέτοιου είδους επιχειρήσεις, όλοι οι αλλοδαποί ενημερώθηκαν να παρευρεθούν την ίδια ώρα στον αστυνομικό σταθμό, τα διατάγματα σύλληψης και απέλασης είχαν το ίδιο λεκτικό, η επικοινωνία με δικηγόρο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη ενώ τέλος, δεν εξαντλήθηκε η διαδικασία ασύλου.

35. Με άλλα λόγια το Δικαστήριο έκρινε ότι:

«σε κανένα στάδιο της διαδικασίας ανάμεσα στην ανακοίνωση προς τους αλλοδαπούς να παρευρεθούν στον αστυνομικό σταθμό και στην απέλασή τους, δεν δόθηκαν επαρκείς εγγυήσεις που να καταδεικνύουν ότι οι ατομικές περιστάσεις του καθένα λήφθηκαν υπόψη με τρόπο γνήσιο και εξατομικευμένο».

36.  Περαιτέρω το Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 (σε σχέση με το άρθρο 4 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου)  που προβλέπει το δικαίωμα σε ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο.

37.  Ακόμα ένα ζήτημα που εγείρεται είναι το θέμα της παγίδευσης προσώπων για την τέλεση αξιόποινων πράξεων. Το ΕΔΔΑ αντιμετώπισε το θέμα της συγκεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης (under cover agents) στην υπόθεση Teixeira de Castro v. Portugal [3] όπου αναγνώρισε ότι η συγκεκριμένη αστυνομική δράση των αστυνομικών είναι μεν αναγκαία για την καταπολέμηση της οργανωμένης εγκληματικότητας και ιδίως του εμπορίου ναρκωτικών, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η διασφάλιση του δικαιώματος του κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη συνεπάγεται τη θέσπιση δικαιοκρατικών εγγυήσεων που να πλαισιώνουν την αστυνομική δράση. Στην συγκεκριμένη υπόθεση, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι αστυνομικοί που έδρασαν υπό κάλυψη για να παγιδεύσουν τον Teixeira, υπερέβησαν τα όρια της επιτρεπτής συγκεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης γιατί έδρασαν ως ηθικοί αυτουργοί στην πράξη του αιτητή και τίποτα δεν δείχνει ότι μια τέτοια πράξη θα είχε τελεστεί ακόμα και αν έλειπε η δική τους πράξη. Η δε καταδίκη του Teixeira στηρίχθηκε ουσιωδώς στις καταθέσεις των αστυνομικών.

38. Παρόμοια θέση διατυπώθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην υπόθεση (κατ’ έφεση) Μιχάλης Ανδρεά «Ψύλλας» ν. Δημοκρατίας [4]. Στη συγκεκριμένη υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων παγιδεύτηκε από τις Αστυνομικές Αρχές με πλάγια μέσα, να παράσχει γενετικό υλικό «κατ’ αντίθεση προς την εκφρασθείσα θέλησή του και κατά παράβαση του δικαιώματός του κατά της αυτοενοχοποίησης ».

 

Γνώμη του Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης

 

39.  Στις 20 Ιουλίου 2009, ο Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Thomas Hammamberg, δημοσίευσε γνώμη (viewpoint) με την οποία υπογράμμισε ότι οι έρευνες και τα μπλόκα που βασίζονται στη φυλή ή τη θρησκεία των υπό έρευνα ατόμων είναι αναποτελεσματικά και προσκρούουν στις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων [5]. Ο κ. Hammamberg, κάνοντας μνεία και σε σχετικές έρευνες ευρωπαϊκών και διεθνών οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ανέφερε τα ακόλουθα:

«Τα πρόσωπα που ανήκουν σε μειονότητες, συχνά υφίστανται ελέγχους από την αστυνομία που τα σταματάει και ζητά έγγραφα ταυτοπροσωπίας ενώ τα υποβάλλει σε έρευνες και ερωτήσεις. Είναι θύματα του λεγόμενου “εθνοτικού φακελώματος” (ethnic profiling), μιας ιδιαίτερα διαδεδομένης μορφής διάκρισης στην Ευρώπη σήμερα. Τέτοιες πρακτικές προσκρούουν σε θεμελιώδεις αρχές ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τείνουν επίσης να είναι αναποτελεσματικά, καθώς αποθαρρύνουν τον κόσμο από το να συνεργαστεί με την αστυνομία για τη διερεύνηση πραγματικών εγκλημάτων.

Μια ευρεία έρευνα της Οργάνωσης για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EU Fundamental Rights Agency-FRA) κατέδειξε ότι τα μέλη μειονοτικών ομάδων αισθάνονται στοχοποιημένα από τον τρόπο με τον οποίο η αστυνομία επιλέγει τα άτομα που θα σταματήσει και θα υποβάλει σε διαδικασίες έρευνας. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλά από τα άτομα αυτά εκλαμβάνουν την πρακτική αυτή ως ένδειξη ότι η ευρύτερη κοινωνία τα υποψιάζεται, τα αντιμετωπίζει αρνητικά και δεν τα δέχεται με καλή διάθεση.

Η πρόσφατη έρευνα της FRA για τους Μουσουλμάνους (βασισμένη σε συνεντεύξεις σε 14 ευρωπαϊκές χώρες) έδειξε ότι ο ένας στους τέσσερις Μουσουλμάνους που ερωτήθηκαν, έχει ανακοπεί από την αστυνομία την προηγούμενη χρονιά και το 40% αυτών πιστεύει ότι αυτό έγινε λόγω του ήταν μετανάστης ή ανήκε σε μειονοτική ομάδα. Πολλοί δε από αυτούς έχουν ανακοπεί περισσότερο από μια φορά κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών (ο μέσος όρος ήταν τρεις φορές).

Μια προηγούμενη έκθεση της οργάνωσης για την κατάσταση των Ρομά κατέδειξε ότι και αυτή η ομάδα είχε στοχοποιηθεί από την αστυνομία που τους σταμάτησε και υπέβαλε σε έλεγχο και πολλοί από αυτούς αισθάνθηκαν ότι αυτό έγινε ακριβώς λόγω της συμμετοχής τους στη συγκεκριμένη μειονοτική ομάδα.
 
Τα μπλόκα και οι έρευνες συνιστούν σοβαρό πρόβλημα και έχουν γίνει συνηθέστερο φαινόμενο μετά τις τρομοκρατικές ενέργειες της 11ης Σεπτεμβρίου. Δεν αποτελούν στόχο μόνο οι  μειονοτικές ομάδες. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πρόσφατα εξέτασε μια υπόθεση που αφορούσε την εξουσία της αστυνομίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την αντιτρομοκρατική νομοθεσία, να σταματά και να ερευνά άτομα χωρίς να υπάρχει εύλογη υπόνοια. Παρόλο που σε αυτή την υπόθεση, οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίστηκαν ότι τους σταμάτησαν στη βάση της εθνικότητάς τους, ανέφεραν ότι η άσκηση εξουσίας (use of power) για να τους σταματήσουν και να ερευνήσουν τον ένα από αυτούς οδήγησε σε παραβίαση μιας σειράς δικαιωμάτων τους που εκπηγάζουν από τη Σύμβαση.

Το εθνοτικό ή θρησκευτικό “φακέλωμα” είναι μια κρατούσα τάση στην Ευρώπη. Η μη-κυβερνητική οργάνωση Open Justice Initiative ανέλυσε πρόσφατα την έννοια του εθνοτικού φακελώματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τελευταία έκθεση διαπιστώνει μια διάχυτη χρήση εθνοτικών και θρησκευτικών στερεοτύπων από τα σώματα ασφάλειας στην Ευρώπη. Το αποτέλεσμα τέτοιων πρακτικών είναι να υποβαθμίζονται οι ουσιαστικές προσπάθειες για καταπολέμηση της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας.

Η έκθεση κατέληξε ότι η πρακτική του εθνοτικού «φακελώματος» λειτουργεί στην ουσία σαν μπούμεραγκ. Τέτοιες πρακτικές καταλήγουν στο να παραβλέπονται εγκληματίες που δεν εμπίπτουν στο δεδομένο προφίλ. Υποβαθμίζουν επίσης το κράτος δικαίου και τις αντιλήψεις για τη δίκαια δράση της αστυνομίας, στιγματίζουν ολόκληρες κοινότητες και απομονώνουν άτομα που θα μπορούσαν να συνεργαστούν με την αστυνομία για τη μείωση του εγκλήματος και την πρόληψη της τρομοκρατίας. Στην έκθεση προτείνονται εναλλακτικές πρακτικές, όπως το «φακέλωμα» (profiling) στη βάση της ατομικής συμπεριφοράς.

Θα πρέπει να υπάρχει ένας αντικειμενικός λόγος για τον οποίο ένα άτομο υποβάλλεται σε έρευνα, μια εύλογη και εξατομικευμένη υποψία για εγκληματική δράση. Το χρώμα του δέρματος, τα ενδύματα ή ορατές θρησκευτικές συμπεριφορές δεν συνιστούν αντικειμενικούς λόγους.

Το 2007, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας (European Commission Against Racism and Intolerance-ECRI), δημοσίευσε μια ιδιαίτερα σχετική σύσταση για την «Καταπολέμηση του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων στην αστυνομική δράση». Συνιστά στις κυβερνήσεις να καθορίσουν επακριβώς και να απαγορεύσουν με νόμο το φυλετικό «φακέλωμα» (racial profiling). Ταυτόχρονα οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εισάγουν ένα επίπεδο εύλογης υποψίας για να διασφαλιστεί ότι ο έλεγχος, παρακολούθηση και οι διαδικασίες έρευνας διεξάγονται μόνο όταν η υποψία βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια.

Περαιτέρω, η ECRI τονίζει τη σημασία της εκπαίδευσης των αστυνομικών στη χρήση του ορθού επιπέδου εύλογης υποψίας και προτείνει την επόπτευση των αστυνομικών ενεργειών στα ζητήματα αυτά, συμπεριλαμβανομένης της συλλογής δεδομένων σε θέματα εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γλώσσας, θρησκείας ή εθνικότητας.

Τα μέτρα αυτά θα γίνουν πιο αποτελεσματικά ληφθούν στα πλαίσια μιας συνεκτικής προσέγγισης στη βάση σαφούς νομοθεσίας, κανόνες για υπευθυνότητα (accountability), διαθέσιμους μηχανισμούς υποβολής παραπόνων και ενεργητική υποστήριξη από την υψηλή ιεραρχία της αστυνομίας για την πρακτική εφαρμογή διαδικασιών που βασίζονται στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Θετικά μέτρα στο πιο πάνω πνεύμα, χρειάζονται σε πολλές χώρες. Ο στόχος μιας άλλης δράσης της Open Society Justice Initiative, που διεξήχθη το 2005, ήταν όχι μόνο να δημοσιοποιήσει τις αδυναμίες που υπάρχουν στην πράξη αλλά επίσης να βελτιώσει τις σχέσεις ανάμεσα στην αστυνομία και τις μειονότητες μέσω μια πιο ελεγχόμενης και αποτελεσματικής χρήσης των αστυνομικών καθηκόντων. Θετικά βήματα έγιναν με σκοπό τη βελτίωση της εκπαίδευσης των αστυνομικών και την καλυτέρευση της εποπτείας και παρακολούθησης των ελέγχων ταυτότητας, των μπλόκων και ερευνών, ώστε να λειτουργήσουν ως πρότυπα για άλλα τέτοια μέτρα.

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των μπλόκων και ελέγχων ταυτότητας, αξιολογήθηκαν στα πλαίσια της πιο πάνω δράσης καθώς και το κατά πόσο επηρεάζουν τις μειονοτικές ομάδες.  Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν κατέδειξαν δύο σημεία. Πρώτον, ότι η αστυνομία πράγματι προβαίνει σε εθνοτικό φακέλωμα καθώς σταματούσε κυρίως μέλη μειονοτικών ομάδων και δεύτερον δεν είχαν κάνει περισσότερα αδικήματα από ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού.

Αυτό ήταν ένα σημαντικό εύρημα, καθώς οι υποστηρικτές του εθνοτικού ή θρησκευτικού φακελώματος συνήθως ισχυρίζονται ότι οι μειονοτικές ομάδες είναι πιο αναμεμειγμένες με το έγκλημα και για αυτό δικαιολογείται η αυξημένη αστυνομική παρέμβαση.

Είναι σαφές ότι η δυσανάλογη χρήση μπλόκων και ερευνών έχουν ανεπαρκή και αρνητικά αποτελέσματα στην κοινότητα εν γένει. Όλες οι κοινωνικές ομάδες πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στην αστυνομία. Πόσω μάλλον οι ομάδες που ενδέχεται να αποτελούν στόχο ξενοφοβικών ενεργειών ή εγκλημάτων μίσους.

Εάν οι μειονοτικές ομάδες, νιώθουν ότι η αστυνομία είναι όργανο του κράτους και όχι της κοινότητας, προκύπτει μια ατυχής έλλειψη εμπιστοσύνης.

Αντιθέτως, η ίδια η αστυνομία πρέπει να προωθεί την ισότητα και την αποτροπή του ρατσιστικού εγκλήματος. Πρέπει να εκπαιδεύεται στο να εργάζονται σε μια πλουραλιστική κοινωνία και να επανδρώνεται και με άτομα που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες.

Και πάντα, κάθε αστυνομικός είναι επίσης ένας υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

 

Αστυνομικές εγκύκλιοι

 

40.  Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ στη θετική ανταπόκριση της Αστυνομίας σε εισηγήσεις που υπέβαλα μετά τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας αναφορικά με ρατσιστικές επιθέσεις εναντίον αλλοδαπών στον Ύψωνα Λεμεσού και το χειρισμό τους από την Αστυνομία [6]. Ανάμεσα στα άλλα, έκανα αναφορά στις ενέργειες των οργάνων της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης του φαινομένου του ρατσισμού. Ειδικότερη μνεία έγινε στη προαναφερόμενη Γενική Σύσταση αρ. 11 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) του Συμβουλίου της Ευρώπης στην οποία περιέχονται συνολικά 20 εισηγήσεις που αφορούν ένα ευρύ φάσμα αστυνομικών δράσεων σε σχέση με το ρόλο της Αστυνομίας στην αντιμετώπιση και πάταξη ρατσιστικών αδικημάτων και στην παρακολούθηση, καταγραφή και έλεγχο ρατσιστικών περιστατικών. Μετά από την υποβολή της έκθεσής μου, ο Αρχηγός της Αστυνομίας απέστειλε εγκύκλιο (ημερ. 29 Ιανουαρίου 2008) προς όλες τις Αστυνομικές Διευθύνσεις με τις οποίες κωδικοποιούνται διάφορα ζητήματα που εγείρει η προαναφερόμενη Σύσταση του ECRI όπως ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, η επίδειξη της δέουσας σοβαρότητας στη διερεύνηση καταγγελιών για ρατσιστική συμπεριφορά, η αποφυγή δημόσιων δηλώσεων που να περιλαμβάνουν στοιχεία «διαφορετικής» καταγωγής συλληφθέντων και η αποφυγή «τυφλών» και μαζικών αστυνομικών ελέγχων στη βάση φυλετικών, θρησκευτικών ή εθνικών χαρακτηριστικών.

 

ΙΙΙ. Συμπεράσματα-Παρατηρήσεις

 

41.  Η άσκηση μεταναστευτικού ελέγχου, από την Αστυνομία, μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της αποστολής της για διασφάλιση της δημόσιας  τάξης, αποτελεί ένα σύνθετο και δύσκολο έργο. Οι δυσχέρειες διενέργειας των ελέγχων αυτών, συναρτώνται άμεσα με το ότι η αστυνομική δράση στον τομέα αυτό συνεπάγεται άσκηση καταναγκασμού και επέμβαση στις προσωπικές ελευθερίες των προσώπων αλλά και με την αυτονόητη υποχρέωση διενέργειας τους κατά τρόπο που να συνάδει με θεμελιώδεις δικαιοκρατικές (τυπικές και ουσιαστικές) εγγυήσεις σεβασμού ατομικών δικαιωμάτων.

42. Είναι  σημαντικό να τονιστεί ότι ενώ ο έλεγχος των μεταναστών υλοποιεί μια σημαντική έκφανση της αποστολής της Αστυνομίας, δεν είναι πάντα αυτονόητη η σύζευξη των διενεργούμενων ελέγχων με την υποχρέωση σεβασμού των δεσμευτικών αρχών που πλαισιώνουν την αστυνομική δράση, όπως είναι οι αρχές της αναλογικότητας, σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των αρχών της μη διάκρισης στη βάση της φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.

43. Συναφώς, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η πύκνωση της αστυνόμευσης σε συγκεκριμένες περιοχές όπου αποδεδειγμένα υπάρχει αυξημένη εγκληματικότητα αποτελεί υποχρέωση της Αστυνομίας. Όμως, όσο αναγκαίος και αν  θεωρηθεί ο έλεγχος της νομιμότητας παραμονής στην Κύπρο των μεταναστών και η λήψη μέτρων έναντι όσων δεν διαθέτουν έγγραφα νόμιμης παραμονής, άλλο τόσο επιβεβλημένο είναι να καταστεί αντιληπτό ότι  το πλαίσιο των αστυνομικών ελέγχων έναντι των αλλοδαπών διέπεται από τις αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας, του σεβασμού και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

44. Σε κάθε περίπτωση, οι πρακτικές μεταναστευτικού ελέγχου δεν θα πρέπει να κινούνται στη βάση ενός γενικευμένου τεκμηρίου ενοχής έναντι των αλλοδαπών ή στη βάση του ελέγχου τους με κάθε ευκαιρία. Η παράμετρος αυτή, ακόμα και στην υποθετική της μορφή, αναδεικνύει μια κρίσιμη διάσταση, δυνητικά επικίνδυνη, την οποία δεν αποκλείεται να συμμερίζονται ως λογική ορισμένες πρακτικές μεμονωμένων, ευτυχώς, αστυνομικών οργάνων.

45. Από το σύνολο των στοιχείων που προέκυψαν από την εξέταση των συγκεκριμένων καταγγελιών, διαπιστώνεται ότι από μόνες τους οι εκτεταμένες και μαζικές επιχειρήσεις ελέγχου, σύλληψης και απέλασης μεταναστών συνεπάγονται πάντοτε κινδύνους παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.   Και τούτο επειδή η τακτική αυτή, κατά την οποία περιορίζονται, εκ των πραγμάτων, οι δυνατότητες λεπτομερούς, εξατομικευμένης  και εκτενούς εξέτασης των υποθέσεων και τήρησης  των ελάχιστων τυπικών και ουσιαστικών δικαιοκρατικών εγγυήσεων είναι εξαιρετικά  επισφαλής και επικίνδυνη.

46. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστούν οι ιδιαίτεροι κίνδυνοι που ανακύπτουν με την επίκληση, έστω καλόπιστη, από την Αστυνομία και τη διοίκηση, της διατάραξης των δημοσίων ηθών προκειμένου να ασκηθεί μεταναστευτικός έλεγχος. Οι κίνδυνοι αυτοί αυξάνονται και λόγω της χρήσης ανορθόδοξων, ενίοτε, μεθόδων «παγίδευσης» των πιο ευάλωτων ατόμων ή ομάδων, σύλληψης τους και απέλασής τους με συνοπτικές διαδικασίες. Η συρρίκνωση των δικαιωμάτων των αλλοδαπών, με συνοπτικές μάλιστα διαδικασίες, με το επιχείρημα της διάπραξης  ποινικού αδικήματος και η «αυτόματη» απονομή δικαιοσύνης με τη χρήση του άρθρου 6(1)(ζ), εμπεριέχουν προφανείς κινδύνους υπέρβασης του υφιστάμενου εγγυητικού πλαισίου προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

47. Στην περίπτωση των απελάσεων, με συνοπτικές διαδικασίες, των γυναικών Κινεζικής καταγωγής, καμία από τις καταγγέλλουσες δεν παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος και καμία δικαστική διαδικασία δεν προηγήθηκε της απέλασής τους. Αντίθετα, η απομάκρυνσή τους από τη χώρα φαίνεται να στηρίχθηκε μόνο στις μαρτυρίες των αστυνομικών. Είναι κατά συνέπεια προφανές ότι στην υπό εξέταση καταγγελία δεν τηρήθηκαν ουσιώδεις όροι της νόμιμης διαδικασίας απέλασης. Επιπρόσθετα, ο τρόπος με τον οποίον παγιδεύτηκαν οι καταγγέλλουσες, θέτει ζητήματα υπέρβασης των θεμιτών ορίων της συγκεκαλυμμένης αστυνομικής δράσης, καθώς στην προκειμένη περίπτωση δεν θα υπήρχε καμία ενέργεια των γυναικών αν δεν είχαν προηγηθεί οι πράξεις των αστυνομικών ενώ δεν φαίνεται να υπήρξε εύλογη υπόνοια ή εκτίμηση τέλεσης αξιόποινης πράξης. Εξάλλου «προορισμός του νόμου είναι να απαγορεύει στους πολίτες ορισμένες μορφές συμπεριφοράς, να τους επιτάσσει να μην πράττουν κάτι[…].  Είναι ασφαλώς άδικο να καλείται ο πολίτης να πράξει αυτό που ο νόμος του απαγορεύει να πράττει[…] η ενθάρρυνση κάποιου να διαπράξει ένα έγκλημα παρά την απουσία κάποιου λόγου που δικαιολογεί την πίστη ότι ο ενθαρρυνόμενος έχει ήδη εμπλακεί σε εγκληματική δραστηριότητα συνιστά τεστ αρετής και όχι αποκάλυψη εγκλημάτων» [7].

48. Με προβληματίζει ιδιαίτερα το γεγονός δε ότι, κάποιες από τις γυναίκες που απελάθηκαν ήταν αιτήτριες ασύλου, για τις οποίες εκκρεμούσε η εξέταση του αιτήματός τους. Η απέλασή τους, ιδίως κάτω από τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ενδέχεται να συνιστά επαναπροώθηση και παραβίαση της αντίστοιχης θεμελιώδους αρχής του προσφυγικού δικαίου (non-refoulement).

49.  Στην περίπτωση της οργανωμένης επιχείρησης της Αστυνομίας του Σεπτεμβρίου του 2009, ο τρόπος με τον οποίο έγιναν οι μαζικοί έλεγχοι και οι προσαγωγές αλλοδαπών έρχεται σε αντίθεση με το «στοχευμένο» χαρακτήρα της επιχείρησης και την υποχρέωση εκτέλεσης των  12 ενταλμάτων σύλληψης. Φαίνεται ότι υπήρξε συναγωγή τεκμηρίου ενοχής των προσαχθέντων προσώπων ως υπόπτων κάποιου απροσδιόριστου εγκλήματος κατά παράβαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας. Η προσαγωγή ατόμων για τα οποία δεν είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης δεν προκύπτει ότι βασίστηκε σε κάποια εξατομικευμένη ένδειξη διάπραξης αδικήματος αλλά μόνο στο γεγονός της παρουσίας των ατόμων αυτών στη συγκεκριμένη περιοχή και ιδίως στην εθνοτική τους καταγωγή.

50. Περαιτέρω, ο αποκλεισμός μιας μεγάλης περιοχής του κέντρου της Λευκωσίας, όπου ζει και εργάζεται σημαντικός αριθμός μεταναστών, για τη διενέργεια της συγκεκριμένης επιχείρησης, σε ώρες μάλιστα που μεγάλο μέρος του πληθυσμού κινείται προς το κέντρο της πόλης και η κάλυψη της   επιχείρησης  από τα ΜΜΕ δημιουργούν έντονες αμφιβολίες τόσο για την επάρκεια του σχεδιασμού όσο και για το στοχευμένο χαρακτήρα της συγκεκριμένης αστυνομικής επιχείρησης. Μάλιστα η δέσμευση των προσαγόμενων με χειροπέδες και η αναπαραγωγή αυτών των εικόνων από τα ΜΜΕ συνιστά απαξιωτική συμπεριφορά που αντίκειται στη θεμελιώδη υποχρέωση για σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η χρήση χειροπεδών δικαιολογείται μόνο όταν η συμπεριφορά του ατόμου δημιουργεί υπόνοια φυγής και πρέπει να αποτελεί έσχατο μέσο περιορισμού που διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της προσφορότητας

51. Ανησυχία και προβληματισμό προκαλεί η δικαιολόγηση των κατασταλτικών ενεργειών της  αστυνομίας με την επίκληση της «ευαρέσκειας και της ικανοποίησης» του κοινού και οι αναφορές για ενέργειες που στόχο έχουν την «εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας και την επιβολή του νόμου και της τάξης». Και αυτό γιατί είναι προφανείς οι κίνδυνοι που προκύπτουν όταν η αστυνομική δράση αντλεί ή ενισχύει τη νομιμότητά της όχι από το νόμο αλλά από την κοινή γνώμη. Οφείλω δε στο σημείο αυτό να υπογραμμίσω ότι αν το αίτημα για ενίσχυση της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης σε συγκεκριμένες περιοχές, δεν τύχει νηφάλιου χειρισμού εκ μέρους της Αστυνομίας, είναι δυνατό αντί να διασκεδαστούν οι ανησυχίες των πολιτών να επέλθουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή να αυξηθεί η καχυποψία, η ξενοφοβία και το αίσθημα  ανασφάλειας.

52. Τέτοιες  αστυνομικές έρευνες και επιχειρήσεις,  οι οποίες διέπονται από ένα νομικό πλαίσιο ιδιαίτερα ρευστό, δημιουργούν συνθήκες περιορισμού ατομικών δικαιωμάτων. Η  γενικόλογη  επίκληση λόγων ασφάλειας, δημόσιας τάξης ή δημοσίου συμφέροντος ή προσβολής των δημοσίων ηθών για τέτοιες επιχειρήσεις δεν συνιστά άνευ ετέρου κατάφαση της νομιμότητας τους ή επαρκές αιτιολογικό για την περιστολή ατομικών ελευθεριών και την παράκαμψη δικαιοκρατικών εγγυήσεων.

53.  Η αρχή της αναλογικότητας οφείλει να διέπει τη δράση της διοίκησης και κυρίως της Αστυνομίας, όταν πρόκειται να περιοριστούν ατομικές ελευθερίες. Μία από τις εκφάνσεις της αρχής αυτής είναι η αρχή της αναγκαιότητας που συνεπάγεται ότι το επιβαλλόμενο περιοριστικό μέτρο τότε μόνο είναι αναγκαίο όταν βρίσκεται σε αναλογική σχέση με τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.  Η αναγκαιότητα δηλαδή, έγκειται στην επιλογή του προσφορότερου και ηπιότερου, μεταξύ περισσοτέρων πρόσφορων μέσων. Στο ειδικό πεδίο των μαζικών συλλήψεων, προσαγωγών και απελάσεων αλλοδαπών η αναλογικότητα δεν αποτελεί αφηρημένη θεωρητική κατασκευή, αλλά κρίνεται με συνεκτίμηση των πραγματικών δεδομένων, τα οποία εξατομικεύονται κάθε φορά ανάλογα με τα απειλούμενα αγαθά, τα χρησιμοποιούμενα μέσα και τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε αστυνομικής επιχείρησης.

54. Πάντως, η προσαγωγή ατόμων στους αστυνομικούς σταθμούς συνιστά εξ ορισμού ένα επαχθές μέτρο, περιοριστικό της προσωπικής ελευθερίας. Η πρόληψη και η δίωξη εγκλημάτων, όσο θεμιτή και αν είναι, υπόκειται σε ειδικούς περιορισμούς και γνωρίζει συγκεκριμένα όρια. Ως τέτοια δεν μπορεί να γίνεται με κάθε μέσο και έναντι οποιουδήποτε τιμήματος. Για το λόγο αυτό, ο νόμος θέτει σαν απαραίτητη προϋπόθεση την ύπαρξη εξατομικευμένης εύλογης υποψίας για τη διάπραξη αδικήματος. Οι μαζικές προσαγωγές ατόμων, για τα οποία δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια με υπόνοιες τέλεσης αξιόποινων πράξεων συνιστά απαράδεκτη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας. Σαφώς, η αστυνομία είναι αρμόδια για την εκτίμηση της συνδρομής «εύλογης υποψίας». Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτη και αυθαίρετη αλλά πρέπει να στηρίζεται σε επαληθεύσιμους συλλογισμούς, οι οποίοι να μπορούν εκ των υστέρων να ελεγχθούν για την εγκυρότητά τους.

 

IV. Συστάσεις-Εισηγήσεις

 

55. Ενόψει των όσων αναφέρω πιο πάνω,  οφείλω να αναγνωρίσω ότι ο μεταναστευτικός έλεγχος εκ μέρους της Αστυνομίας δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Και τούτο επειδή ο έλεγχος αυτός θέτει σε κάθε περίπτωση προβλήματα μιας ισορροπίας μεταξύ της ανάγκης για έλεγχο και της υποχρέωσης σεβασμού των δικαιωμάτων όλων των προσώπων χωρίς διακρίσεις στη βάση της φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.

56. Δεδομένου ότι στον τόπο μας σήμερα βρίσκεται επί θύραις η υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης μεταναστευτικής πολιτικής, θεωρώ ότι οι πρακτικές αστυνομικών ελέγχων, ιδίως του τύπου που αποτέλεσαν αντικείμενο διερεύνησης μου, θα πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά την Αστυνομία. Και τούτο επειδή μαζικές επιχειρήσεις τέτοιου εύρους και χαρακτηριστικών, με τον τρόπο που διενεργούνται και προβάλλονται,  διαμορφώνουν, εμπεδώνουν και διακινούν δυνητικά την άποψη ότι η εγκληματικότητα και η ανασφάλεια ταυτίζονται με τη μετανάστευση ή ότι το μεταναστευτικό φαινόμενο αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως θέμα δημόσιας τάξης και ασφάλειας ή με τη λήψη αστυνομικών μέτρων. Σε τέτοιες συνθήκες ενυπάρχει πάντα ο κίνδυνος να κατασκευαστούν αντιπαραγωγικές για την κοινωνική συνοχή θέσεις και λανθασμένες και άγονες αντιλήψεις περί επικίνδυνων περιοχών και επικίνδυνων ομάδων πληθυσμού.

57. Με αφορμή τα ευρήματα της έρευνας μου και έχοντας υπόψη ότι  η δράση της αστυνομίας πρέπει να διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας και του πλήρους σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των ατόμων ανεξαιρέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, υποβάλλω τις ακόλουθες εισηγήσεις:

[1]. Οι αστυνομικοί έλεγχοι και οι προσαγωγές ατόμων πρέπει να γίνονται στα πλαίσια των νομοθετικών διατάξεων και να είναι πλήρως σύμφωνοι με το πλέγμα  δικαιοκρατικών εγγυήσεων των ατομικών δικαιωμάτων και με την προαναφερόμενη αρχή της αναλογικότητας. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει η αλλοδαπή καταγωγή ενός προσώπου να το καθιστά εκ προοιμίου ύποπτο ούτε και να δίνεται η εντύπωση ότι η αστυνομία επηρεάζεται από προκαταλήψεις και στερεότυπα, συνδέοντας άτομα με την πιθανότητα διάπραξης αδικήματος στη βάση μόνο του χρώματος, της εθνοτικής τους καταγωγής ή της θρησκείας. Η πρακτική του εθνοτικού φακελώματος, που παρουσιάστηκε ανωτέρω, συνιστά μια νέα μορφή διάκρισης και εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για το κράτος δικαίου και τις δημοκρατικές αρχές καθώς κάνει τα μέλη των μειονοτικών ομάδων να αισθάνονται στοχοποιημένα.

[2]. Θα πρέπει να υπάρχει ένας αντικειμενικός λόγος για τον οποίο ένα άτομο υποβάλλεται σε στάση και έρευνα, ο οποίος θα συνίσταται στην ύπαρξη εύλογης και εξατομικευμένης υποψίας, η οποία κατά την κοινή πείρα ή κατά τις ειδικές εμπειρίες και γνώσεις της Αστυνομίας, θα μπορεί να συνδεθεί αιτιωδώς με εγκληματική δράση.  Το χρώμα του δέρματος, το είδος των ενδυμάτων ή συγκεκριμένες ορατές θρησκευτικές συμπεριφορές δεν αποτελούν αντικειμενικούς λόγους.

[3]. Οι κίνδυνοι που εμπερικλείουν οι απελάσεις με συνοπτικές διαδικασίες είναι προφανείς. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, οι μαζικές απελάσεις απαγορεύονται βάση του Τέταρτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα λοιπόν και με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, κατά τη διαδικασία απέλασης πρέπει να δίνονται επαρκείς εγγυήσεις που να διασφαλίζουν ότι οι ατομικές περιστάσεις του κάθε υπό απέλαση ατόμου λήφθηκαν υπόψη με τρόπο γνήσιο και εξατομικευμένο ενώ θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα άσκησης αποτελεσματικού ενδίκου μέσου κατά της απόφασης απέλασης.

[4]. Η επίδειξη  νομιμοποιητικών εγγράφων θα πρέπει κατ’ αρχήν να απαλλάσσει τα άτομα που υπόκεινται σε έλεγχο από την προσαγωγή στα αστυνομικά τμήματα για πρόσθετη εξακρίβωση στοιχείων, εκτός εάν η συμπεριφορά τους κινεί υποψίες που να δικαιολογούν την προσαγωγή. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι οι ελεγχόμενοι αλλοδαποί βρίσκονται σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση από άποψη διαδικαστικών δυνατοτήτων προστασίας των δικαιωμάτων τους, η κράτηση και ο έλεγχος τους επιβάλλεται να περιοριστεί στον απολύτως αναγκαίο χρόνο διαπίστωσης της νομιμότητας παραμονής.

[5]. Επιπρόσθετα, κρίσιμης σημασίας είναι η εξάντληση της διαδικασίας ασύλου σε περίπτωση που τα υπό απέλαση πρόσωπα είναι αιτητές ασύλου, καθώς απέλαση στη χώρα καταγωγής τους, εκκρεμούσης της εξέτασης της αίτησής τους, συνιστά παραβίαση της αρχής της μη-επαναπροώθησης (non-refoulementκαι ενδέχεται να θέσει τη ζωή ή τη σωματική τους ακεραιότητα σε άμεσο κίνδυνο.

[6]. Με βάση τα πιο πάνω, θεωρώ ως εξαιρετικά χρήσιμο βήμα την έκδοση σχετικής εγκυκλίου από την Αστυνομία που θα προβλέπει με σαφήνεια τους όρους προσαγωγής στα αστυνομικά τμήματα, με τρόπο που να περιορίζει τον κίνδυνο διακρίσεων με τη μορφή του εθνοτικού φακελώματος. Εκφράζω, την ικανοποίησή μου για την κυκλοφορία της προαναφερόμενης εγκυκλίου της Αστυνομίας που περιείχε οδηγίες για αποφυγή ρατσιστικών συμπεριφορών από τα μέλη της, θεωρώντας όμως ότι θα πρέπει να ενισχυθεί από περαιτέρω σαφείς και ξεκάθαρες κατευθυντήριες γραμμές που σκοπό θα έχουν την αποφυγή του φυλετικού και εθνοτικού φακελώματος.

[7]. Παράλληλα, σύμφωνα και με τη Γενική Σύσταση του ECRI, κρίνω ότι είναι ζωτικής σημασίας η σαφής νομική διατύπωση του ορισμού του φυλετικού ή εθνοτικού φακελώματος και η νομοθετική του απαγόρευση.

[8].   Τέλος, επαναφέρω την εισήγηση μου για πρόσληψη μεταναστών στην Αστυνομία, θεωρώντας ότι ένα τέτοιο μέτρο θα συνέτεινε σε μεγάλο βαθμό στην ένταξη των μεταναστών στην κυπριακή κοινωνία αλλά και στην εμπέδωση σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στους μετανάστες και το αστυνομικό σώμα, καθώς κοινός στόχος θα είναι η διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης και η πάταξη της εγκληματικότητας [8]. Όπως ενημερώθηκα πρόσφατα από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, υπάρχει διάθεση για υλοποίηση της πιο πάνω εισήγησης, η οποία ωστόσο προσκρούει στη σχετική νομοθεσία και ειδικότερα την απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας ως κριτήριο εγγραφής στο αστυνομικό σώμα.  Για το λόγο αυτό, υποβάλλω την Έκθεση μου στον Αρχηγό της Αστυνομίας και στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών με κοινοποίηση στο Γενικό Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων.

 

Ηλιάνα Νικολάου

Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Αρχή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων)

 

Υποσημειώσεις και Παραπομπές:


[1] Rosalind Williams Lecraft v. Spain, Communication No. 1493/2006, 27 Ιουλίου 2009

[2] Conka v. Belgium, App. No. 51564/99,  5 Φεβρουαρίου 2002

[3] Teixeira de Castro v. Portugal, 9 Ιουνίου 1998

[4] Μιχάλης Ανδρέα «Ψύλλας» ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 7355, 18 Ιουλίου 2003

[6] ΑΥΤ/Ρ 2/2008

[7] G. Dworkin, “The serpent beguiled me and I did eat: Entrapment and the creation of crime”, Law and Philosophy , 1985,  σελ. 32-33

[8] Έκθεση Αρχής κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων αναφορικά με (α) επεισόδιο στο οποίο ενεπλάκησαν μέλη της Αστυνομίας, Κύπριοι πολίτες και Ελληνοπόντιοι και β) την αστυνόμευση περιοχών όπου διαμένει μεταναστευτικός πληθυσμός, ΑΚΡ 1/2007, 18 Μαΐου 2009

 

no-more-deportations

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!