ga('send', 'pageview');

Workers_Not_Slaves

 

Αρ. Φακ.: Α/Π 1649/2012

 

Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 αναφορικά με τη σύλληψη και απέλαση οικιακής εργαζόμενης

λόγω ασθένειας

 

Τομέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Προϊστάμενος: Άριστος Τσιάρτας

Επιβλέπων Λειτουργός: Γιώργος Κακότας

Ερευνούσα Λειτουργός: Θέκλα Δημητριάδου

Λευκωσία, 7 Ιανουαρίου 2014

 

Περιγραφή παραπόνου

 

Το παράπονο υποβλήθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Ιδιωτικού Γραφείου Εξευρέσεως Εργασίας Chriskar Business Consultations, κ. Τ. Σ., εκ μέρους της κ. L. M. M. από τις Φιλιππίνες.

Σύμφωνα με το περιεχόμενο του παραπόνου, η κ. M. αφίχθηκε στην Κύπρο τον Ιούλιο του 2011, ως οικιακή εργαζόμενη, για σκοπούς φροντίδας ηλικιωμένου προσώπου, έχοντας διενεργήσει όλες τις αναγκαίες για το σκοπό ιατρικές εξετάσεις, εις διπλούν, τόσο στην πατρίδα της, όσο και στην Κύπρο, ως προνοείται από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης, κατά τη διάρκεια των πρώτων καλοκαιρινών μηνών της εργοδότησής της, δέχθηκε τσιμπήματα από κουνούπια τα οποία της προκάλεσαν δερματικό ερεθισμό. Παρατηρώντας τον ερεθισμό, η κόρη της εργοδότριας τη συνόδευσε σε δύο διαφορετικούς ιατρούς, οι οποίοι την εξέτασαν και της παρείχαν θεραπευτική αγωγή, μετά την ολοκλήρωση της οποίας ο ερεθισμός υποχώρησε. Σύμφωνα με την παραπονούμενη, κατά τη διάρκεια των ιατρικών επισκέψεων η κόρη της εργοδότριας συνομιλούσε με τους ιατρούς στην ελληνική γλώσσα.

Όπως ισχυρίζεται η κ. M., στις 15 Νοεμβρίου 2011, η κόρη της εργοδότριας επισκέφθηκε την οικία της μητέρας της, με τη συνοδεία δύο αστυνομικών της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ), και ανακοίνωσε στην παραπονούμενη ότι θα επέστρεφε την ίδια μέρα στις Φιλιππίνες, λόγω του ότι διαγνώσθηκε ως φορέας μεταδοτικής ασθένειας. Όπως υποστηρίζει, η ίδια ζήτησε να δει και να λάβει αντίγραφο των αποτελεσμάτων των σχετικών ιατρικών εξετάσεων, ωστόσο η παράκληση της δεν εισακούστηκε. Ακολούθως, οι αστυνομικοί την συνόδευσαν στο αεροδρόμιο, μέχρι το στάδιο της αναχώρησης.

Σύμφωνα με την παραπονούμενη, η διακοπή της εργασίας της και η απέλαση της έγιναν χωρίς καμία προειδοποίηση και χωρίς η ίδια να ενημερωθεί επαρκώς για τους λόγους. Το γεγονός αυτό έχει δυσανάλογα αρνητικά για την ίδια αποτελέσματα, αφού για τη διασφάλιση θέσης εργασίας και άφιξης της στην Κύπρο κατέβαλε μεγάλο ποσό χρημάτων, το οποίο σήμερα οφείλει. Πέραν τούτου, υποστηρίζει ότι ο χειρισμός της περίπτωσης της, τόσο από την εργοδοτική πλευρά όσο και από τις κρατικές αρχές, υπήρξε άδικος και μειωτικός, αφού αρνήθηκαν να την ενημερώσουν για το πρόβλημα υγείας της και προχώρησαν σε άμεσες ενέργειες για απομάκρυνση της από τη χώρα, ως να είχε διαπράξει η ίδια κάποιο σοβαρό αδίκημα.

Αναφέρεται, ακόμα, ότι κατόπιν αλληλογραφίας του Ιδιωτικού Γραφείου με το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (ΤΑΠΜ), για σκοπούς διακρίβωσης των λόγων απέλασης της παραπονούμενης, δεν έχει μέχρι σήμερα διασαφηνιστεί το είδος της ασθένειας με το οποίο διαγνώσθηκε η κ. M., γεγονός που δεν ξεκαθαρίζει τις συνθήκες της απομάκρυνσης της και θέτει ενδεχομένως την υγεία της σε περαιτέρω κίνδυνο. 

 

Έρευνα και διαπιστώσεις

 

Στα πλαίσια διερεύνησης του παραπόνου, ζήτησα από τη Διευθύντρια του ΤΑΠΜ, με επιστολή ημερομηνίας 23 Αυγούστου 2012, και δύο υπενθυμητικές, στις 18 Οκτωβρίου και 27 Νοεμβρίου 2012, τα σχόλια και τις απόψεις της σε σχέση με τους ισχυρισμούς που μου διαβιβάσθηκαν, μαζί με το σχετικό φάκελο της υπηρεσίας.

Σύμφωνα με την απάντηση του Τμήματος, ημερομηνίας 5 Δεκεμβρίου 2012,

 «…η εργοδότρια της αλλοδαπής ενημέρωσε το Τμήμα με επιστολή της ότι η αλλοδαπή δεν ανταποκρινόταν στα καθήκοντα της, ότι ήταν φορέας μεταδοτικού μικροβίου και ότι επιθυμούσε την ακύρωση του συμβολαίου απασχόλησής της.

Ενόψει των πιο πάνω η άδεια παραμονής της αλλοδαπής ακυρώθηκε με απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος, ημερομηνίας 01/11/2011 και εναντίον της εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης/ απέλασης.

Η αλλοδαπή τελικά απελάθηκε για τη χώρα της στις 15/11/2011.»

Στην επιστολή δεν έγιναν περαιτέρω σχόλια για τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης, ούτε διαβιβάσθηκε οποιοδήποτε υποστηρικτικό της απόφασης έγγραφο.

Ο σχετικός φάκελος μου διαβιβάστηκε, μετά από επιπλέον ενέργειες της αρμόδιας Λειτουργού του Γραφείου μου, τον Απρίλιο του 2013. Από τη μελέτη του φακέλου προέκυψαν τα ακόλουθα:

  • Κατά την άφιξη της η παραπονούμενη υποβλήθηκε σε ακτινογραφία θώρακος και σε αναλύσεις αίματος, ως απαιτείται, και έλαβε βεβαίωση ότι δεν πάσχει από ενεργό, AIDS ή ηπατίτιδα.
  • Στις 11 Οκτωβρίου 2011 η κόρη της εργοδότριας ενημέρωσε γραπτώς την Διευθύντρια του ΤΑΠΜ ότι ζήτησε από την παραπονούμενη να εξεταστεί από δερματολόγο, λόγω των εξανθημάτων, κι αυτή αρνούνταν επίμονα. Καθώς τα εξανθήματα επέμειναν και πολλαπλασιάζονταν, επενέβη ο κ. Σκαρπάρης (ατζέντης) και την έπεισε να εξεταστεί.
  • Ο πρώτος δερματολόγος που την εξέτασε στις 3 Οκτωβρίου 2011 «διαβεβαίωσε πώς ενώ δεν πρόκειται περί μεταδοτικής ασθένειας, τα εξανθήματα τα οποία μολύνονται είναι «κολλητικά», «όπου αγγίξει το μικρόβιο μεταδίδεται» είπε χαρακτηριστικά. Χορήγησε φαρμακευτική αγωγή και συνέστησε τη χρησιμοποίηση γαντιών προς αποφυγή μετάδοσης του μικροβίου».
  • Συζητώντας το θέμα με άλλη εργοδότρια οικιακής εργαζόμενης από τις Φιλιππίνες, η εργοδότρια πληροφορήθηκε ότι «αυτού του είδους τα εξανθήματα είναι σύμπτωμα μιας πολύ συχνής σε εμφάνιση στη χώρα τους δερματικής μεταδοτικής ασθένειας που ονομάζεται KURIKONG».
  • Ζητήθηκε και δεύτερη γνώμη από άλλο δερματολόγο, ο οποίος εξέτασε την παραπονούμενη στις 10 Νοεμβρίου 2011 και ο οποίος «αφού με διαβεβαίωσε πώς δεν πρόκειται περί μεταδοτικής ασθένειας, επανέλαβε τον κίνδυνο μετάδοσης του μικροβίου ενόσω υπάρχουν μολυσμένα εξανθήματα και χορήγησε άλλη φαρμακευτική αγωγή».
  • Στην επιστολή της, η κόρη της εργοδότριας αναφέρει, ακόμα, ότι η μητέρα της είναι πολύ ηλικιωμένη, εγχειρισμένη και εξασθενημένη (40 κιλά) και, ενόψει των πιο πάνω εξελίξεων, αναγκαζόταν να αυτοεξυπηρετείται ή να ζητά βοήθεια από τον επίσης ηλικιωμένο σύζυγό της.
  • Η εργοδότρια επισύναψε στην επιστολή της προς τη Διευθύντρια τα έντυπα απαιτήσεως ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης (medical claim forms) που έστειλε στην ασφαλιστική εταιρεία, σημειώνοντας ότι δεν ανέμενε να λάβει οποιοδήποτε ποσό, μιας και οι εταιρείες δεν καλύπτουν προϋπάρχουσες ασθένειες. Στα εν λόγω έντυπα, τα οποία συμπληρώθηκαν από τους δερματολόγους, το είδος της ασθένειας δεν καταχωρήθηκε με ευανάγνωστο τρόπο, ούτε γινόταν οποιαδήποτε αναφορά στη μεταδοτικότητα της. Αυτό που διακρίνεται, με επιφύλαξη, είναι ότι ο πρώτος ιατρός στο σημείο της τελικής διάγνωσης αναφέρθηκε στην ύπαρξη παρασιτικού οργανισμού, ενώ ο δεύτερος σημείωσε «contact dermatitis», το οποίο μεταφράζεται σε ερεθισμό του δέρματος λόγω επαφής με εξωτερικό αλλεργιογόνο παράγοντα (όπως χημικά, φυτά, μέταλλα)[1].
  • Στις 26/10/2011 αρμόδιος λειτουργός του ΤΑΠΜ εισηγήθηκε στη Διευθύντρια ακύρωση της άδειας παραμονής της κ. M. και έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον της.
  • Την 1/11/2011 η Διευθύντρια αποφάσισε την ακύρωση της άδειας «με βάση τις διαπιστώσεις της εργοδότριας για μη εξυπηρέτηση των γονέων από την αλλοδαπή», συνεχίζοντας ότι «Δεδομένης και της κατάστασης της υγείας της την οποία απέκρυψε για να έρθει στην Κύπρο, αυτή θα πρέπει να επαναπατρισθεί». Ζήτησε, ακόμα, να εκδοθούν διατάγματα κράτησής της «γιατί θεωρώ δεδομένο ότι αν κληθεί πρώτα να αναχωρήσει αυτή απλά θα εξαφανιστεί».
  • Τα διατάγματα εκδόθηκαν στις 3/11/2011, στη βάση του άρθρου 6(1)(δ)[2] του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, το οποίο αφορά σε καταδίκη για διάπραξη ποινικού αδικήματος.
  • Η απέλαση πραγματοποιήθηκε στις 15/11/2011.
  • Στις 5 Μαρτίου 2012 ο κ. Σκαρπάρης ζήτησε από τη Διευθύντρια τους λόγους της απέλασης, επισυνάπτοντας τα αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων στις οποίες είχε υποβληθεί η παραπονούμενη τον Απρίλιο του 2011, προτού έρθει στην Κύπρο. Στις Ιουνίου 2012 έλαβε απάντηση από το Τμήμα ότι δεν ανταποκρινόταν στα καθήκοντά της και ότι ήταν φορέας μεταδοτικού μικροβίου.

 

Από το σύνολο των πιο πάνω ευρημάτων, προκύπτει ότι η παραπονούμενη απώλεσε την εργασία της και απελάθηκε στη βάση, και μόνο, της ενημέρωσης της εργοδότριας προς τη Διευθύντρια του Τμήματος για το ότι η κ. M., εξαιτίας δερματικής πάθησης που θεωρήθηκε μολυσματική, δεν μπορούσε να συνεχίσει να φροντίζει με ασφάλεια τη μητέρα της. Τα διατάγματα εκδόθηκαν μονομερώς, στην απουσία σαφούς σχετικής  ιατρικής γνωμάτευσης, χωρίς να ενημερωθεί η ίδια η παραπονούμενη για τους λόγους της απέλασης και για την ασθένειά της, και χωρίς να ελεγχθεί κατά πόσο η διαδικασία του ταξιδιού εμπεριείχε κινδύνους για τη δημόσια υγεία.

Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου του 1972 έως 2012, θεωρείται απαγορευμένος μετανάστης και απαγορεύεται η είσοδος του στη Δημοκρατία σε

(γ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο πιστοποιήθηκε από ιατρό ότι υποφέρει από μεταδοτική ή μολυσματική ασθένεια η οποία, κατά τη γνώμη του ιατρού, αποτελεί κίνδυνο στη δημόσια υγεία ή το οποίο αρνείται να συμμορφωθεί με τις προϋποθέσεις οποιωνδήποτε κανονισμών που εκδόθηκαν βάσει οποιουδήποτε νομοθετήματος για το συμφέρον της δημόσιας υγείας.

Όπως αναφέρεται σε ενημερωτική ιστοσελίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), «μολυσματική[3] ασθένεια» είναι η ασθένεια που προκαλείται από παθογόνους μικροοργανισμούς, όπως βακτήρια, ιούς, παράσιτα ή μύκητες, και η οποία μπορεί να διαδοθεί άμεσα ή έμμεσα από τον ένα άνθρωπο στον άλλο. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της ίδιας ιστοσελίδας[4], η ασθένεια «scabies», στην οποία αναφέρθηκε η εργοδότρια (kurikong στην τοπική γλώσσα των Φιλιππινών ή ψώρα στα ελληνικά), εντάσσεται στην κατηγορία «παραμελημένες τροπικές ασθένειες[5]» και πρόκειται για μια από τις πιο διαδεδομένες δερματολογικές καταστάσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες (130 εκατομμύρια ασθενείς ανά πάσα στιγμή). Όπως αναφέρεται, τα συμπτώματα στο δέρμα (ερεθισμός, εξανθήματα, φαγούρα) εμφανίζονται μετά την επώαση του μικροοργανισμού, η οποία απαιτεί 4-6 εβδομάδες. Είναι μεταδοτική κυρίως μέσω της άμεσης σωματικής επαφής και της σεξουαλικής επαφής.

 

Διαπιστώσεις από τη διερεύνηση προηγούμενων παραπόνων 

 

Το θέμα της απέλασης, με συνοπτικές διαδικασίες, οικιακών εργαζομένων που διαγνώστηκαν με μολυσματική ασθένεια, απασχόλησε το Γραφείου μου και στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, μας καταγγέλθηκε[6] ότι οικιακή εργαζόμενη από το Νεπάλ, που διαγνώσθηκε με φυματίωση έξι μήνες μετά την άφιξη της στην Κύπρο, συνελήφθηκε -μετά από καταγγελία του εργοδότη για εγκατάλειψη του χώρου εργασίας της-, κρατήθηκε τρεις μέρες χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, και απελάθηκε. Όπως διαφάνηκε κατά την έρευνα, η απέλαση της παραπονούμενης πραγματοποιήθηκε χωρίς να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της υγείας της και της δημόσιας υγείας ευρύτερα. Επιπλέον, δεν διαπιστώθηκε να της δόθηκε η ευκαιρία να ενημερωθεί για τους λόγους της απομάκρυνσης της και για τη σοβαρότητα της ασθένειάς της.

Στα πλαίσια ολοκλήρωσης της διερεύνησης εκείνης της υπόθεσης, κοινοποίησα επιστολή, ημερομηνίας 17 Δεκεμβρίου 2010, προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και στη Διευθύντρια του ΤΑΠΜ, εκφράζοντας τους προβληματισμούς μου για την απουσία θεσμοθετημένης ρύθμισης για το χειρισμό των περιπτώσεων μεταναστών που εκδηλώνουν μολυσματικές ασθένειες κατά την παραμονή τους στη Δημοκρατία, επισημαίνοντας ότι «υπάρχει ο κίνδυνος εκδήλωσης ενεργειών -τόσο από τους εργοδότες, όσο και από κρατικούς φορείς- που παραβιάζουν τα δικαιώματα των ασθενούντων και ταυτόχρονα ελλοχεύουν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία». Η επιστολή κοινοποιήθηκε, παράλληλα, στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, με παράκληση «για παροχή κάθε δυνατής αρωγής κατά τη διαδικασία θεσμοθέτησης του πιο πάνω ζητήματος κατά τρόπο που να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι για την υγεία των εμπλεκόμενων προσώπων».

Στα πλαίσια διερεύνησης μεταγενέστερης καταγγελίας[7],  που υποβλήθηκε στο Γραφείο μου τρία χρόνια αργότερα, και αφορούσε σε οικιακή εργαζόμενη που επίσης διαγνώσθηκε με φυματίωση, διαπιστώθηκε ότι αυτή παραπέμφθηκε στο Περιφερειακό Νοσοκομείο Κυπερούντας για παροχή της ενδεδειγμένης θεραπείας, προτού αναχωρήσει από την Κύπρο. Όπως φάνηκε κατά την έρευνα, ο χειρισμός αυτός συνιστούσε τη νέα πρακτική για αντιμετώπιση παρόμοιων περιπτώσεων. Ωστόσο, δεν φάνηκε να δημιουργήθηκε οποιοδήποτε θεσμικό πλαίσιο για ουσιαστική προστασία και επαρκή ενημέρωση των ασθενούντων μεταναστών για τα δικαιώματα τους ή/ και για την ασθένεια και τη θεραπεία τους.

 

Γενικές θέσεις / Παρατηρήσεις

 

Ο χειρισμός της περίπτωσης της κ. M., πέραν του ότι επαναβεβαιώνει την απουσία ενός ομοιόμορφου τρόπου διαχείρισης περιπτώσεων μεταναστών με μεταδοτικές ασθένειες κατά την εφαρμογή της μεταναστευτικής πολιτικής, αντανακλά παράλληλα και την ανεπάρκεια του θεσμικού πλαισίου που ρυθμίζει την εργασία των οικιακών εργαζομένων στην Κύπρο. Όπως έχω αναλύσει εκτενώς σε σχετική Τοποθέτηση[8] που υπέβαλα στις αρμόδιες αρχές στις 2 Ιουλίου 2013, υπό την ιδιότητα μου ως Εθνική Ανεξάρτητη Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το περιεχόμενο του συμβολαίου απασχόλησης των οικιακών εργαζομένων στην Κύπρο, σε συνδυασμό με το προβληματικό και ετεροβαρές πλαίσιο εξέτασης των εργατικών τους διαφορών, επιτρέπουν στην πράξη τον τερματισμό της απασχόλησης των οικιακών εργαζομένων μονομερώς από τον εργοδότη και με συνοπτικές διαδικασίες απομάκρυνσης. Στην εν λόγω Τοποθέτηση, σε ειδικό κεφάλαιο[9], αναφέρθηκα επίσης στην προβληματικότητα του πλαισίου ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των οικιακών εργαζομένων, όπου επεσήμανα, μεταξύ άλλων, ότι κατά την πρόσβαση και χρησιμοποίηση των υπηρεσιών υγείας οι οικιακές εργαζόμενες αντιμετωπίζουν[10]:

–     Το εμπόδιο της γλώσσας – η  αδυναμία λεκτικής επικοινωνίας του ασθενούς με τους επαγγελματίες υγείας στο να εξηγήσουν το πρόβλημα ή να αντιληφθούν τι λέγεται από τον/την γιατρό ή νοσηλευτικό προσωπικό συνδέεται αρνητικά τόσο με την πρόσβαση όσο και με την ποιότητα των υπηρεσιών που τελικά θα πάρει.  Στην έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι οικιακές εργαζόμενες έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα επικοινωνίας, το οποίο συνήθως επιλύεται από την παρουσία του εργοδότη ο  οποίος  αναλαμβάνει ρόλο διερμηνέα. Το γεγονός όμως αυτό από μόνο του είναι προβληματικό αφού αποδυναμώνει κάθε έννοια ιδιωτικότητας και  ιατρικού  απορρήτου.

–     Το εμπόδιο της εξάρτησης και η απουσία χειραφέτησης  – στην περίπτωση των οικιακών εργαζομένων, όπου η πλειοψηφία  διαμένει με τον εργοδότη, η  έλλειψη στοιχειώδους ελευθερίας κινήσεων και αυτονομίας είναι δεδομένη και τα περιθώρια χειραφέτησης  ανύπαρκτα. Ο  ρόλος του εργοδότη στα θέματα υγείας των οικιακών εργαζομένων  είναι κυρίαρχος, αφού  αυτός κρίνει και αποφασίζει αν είναι αναγκαία η  προσφυγή σε κάποια υπηρεσία υγείας, πού, πώς και πότε θα γίνει αυτό, ή αν θα καταφύγει σε ένα φαρμακείο προκειμένου να λάβει την αγωγή που ο ίδιος θα κρίνει απαραίτητη. Η ασφυκτική αυτή εξάρτηση προκαλεί στις οικιακές εργαζόμενες φόβο και αβεβαιότητα για πιθανές επιπτώσεις στη δουλειά τους σε περίπτωση που ο εργοδότης τους μάθαινε ότι είναι άρρωστες, ο οποίος –σύμφωνα με το Συμβόλαιο- διατηρεί το απόλυτο δικαίωμα για απόλυση και επαναπατρισμό τους, σε περίπτωση απουσίας από την εργασία πέραν του ενός μηνός, για λόγους υγείας που δεν οφείλονται σε εργατικό ατύχημα.

–     Το εμπόδιο του κόστους το  κόστος της ιδιωτικής ασφάλισης σε συνδυασμό με τον πολύ χαμηλό μισθό των οικιακών εργαζομένων αποτελούν αποτρεπτικούς παράγοντες προσφυγής στις υπηρεσίες υγείας. Στην περίπτωση, όμως, που οι οικιακές εργαζόμενες επισκέπτονται τις υπηρεσίες υγείας, η κάλυψη της δαπάνης γίνεται είτε μερικώς είτε πλήρως από τον εργοδότη. Σε περίπτωση, ωστόσο, που η δαπάνη ξεπερνά το ποσό της κάλυψης της ιδιωτικής ασφάλισης καλείται η εργαζόμενη να εξεύρει χρήματα για να πληρώσει το  πρόσθετο κόστος και να υποβάλει στη συνέχεια τα δικαιολογητικά στην ασφαλιστική εταιρεία για να κριθεί αν θα της δοθεί οποιαδήποτε  αποζημίωση.

–     Το εμπόδιο ελλιπούς πληροφόρησης και δυσκολίας κατανόησης πληροφοριών για την υγεία και το σύστημα  υγείας (health literacy) Σημαντικό εμπόδιο στην πρόσβαση και στη χρήση των υπηρεσιών υγείας αποτελεί και η μη διασφάλιση του δικαιώματος στην πληροφόρηση και ιδίως του δικαιώματος πρόσβασης σε πληροφορίες που εμπεριέχονται στον ιατρικό φάκελο της ασθενούς. Το δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες του ιατρικού φακέλου συνοδεύεται και από την εξασφάλιση της δυνατότητας κατανόησης των ιατρικών δεδομένων και για το λόγο αυτό προβλέπεται η γνωστοποίηση τους με τη διαμεσολάβηση ιατρού, η οποία αποβλέπει στην παροχή βοήθειας από τον ιατρό στον ασθενή, ώστε ο τελευταίος να κατανοήσει τις ιατρικές πληροφορίες, τόσο από άποψη ορολογίας, όσο και ως προς τη φύση των ιατρικών πράξεων και της διάγνωσης.

Οι οικιακές εργαζόμενες, εξαιτίας των πολλαπλών εμποδίων, και ιδιαίτερα υπό το φόβο της διακοπής της απασχόλησής τους και της απέλασης τους από τη χώρα, ενδέχεται να μην καταφύγουν ή να καταφύγουν με σημαντική καθυστέρηση σε ιατρικό ίδρυμα ή ιδιώτη γιατρό για ένα πρόβλημα υγείας το οποίο αντιμετωπίζουν, ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, αφού καταδεικνύει ότι οι συνέπειες της μετ’ εμποδίων πρόσβασης των οικιακών εργαζομένων στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ενδέχεται να είναι επικίνδυνες ακόμα και για την ίδια τη ζωή τους. Συνεπώς, ούτε η στάση των μεταναστευτικών αρχών θα πρέπει, σε περιπτώσεις ασθένειας, να συνιστά επιπλέον εμπόδιο στην πρόσβαση των οικιακών εργαζομένων, και των μεταναστών ευρύτερα, στις υπηρεσίες υγείας, και επιβάλλεται να έχει ως πρώτιστο γνώμονα την προστασία του θεμελιώδους και νομικά προστατευμένου δικαιώματος τους στην υγεία και την ακεραιότητα.

Δευτερεύων, αλλά εξίσου σημαντικό, είναι να κατανοηθεί ότι η διαχείριση των ζητημάτων αυτών με κύριο μέλημα την άσκηση μεταναστευτικού ελέγχου, ενθαρρύνει την απόκρυψη ασθενειών που δύναται να είναι μολυσματικές και ελλοχεύει σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Ακόμα και όταν υπάρχει υπόνοια ή προκαταρκτική διάγνωση για την ύπαρξη μολυσματικής ασθένειας, δεν νοείται η ολοκλήρωση διαδικασιών απέλασης, χωρίς ιατρική βεβαίωση ότι η μετακίνηση δεν θα θέσει σε κίνδυνο την υγεία του ίδιου του υπό απέλαση προσώπου και όσων θα συναντήσει.

 

Συμπεράσματα και εισήγηση

 

Διερευνώντας το παράπονο της κ. M., διαπίστωσα ότι στην προκειμένη περίπτωση οι κρατικές αρχές ενήργησαν, δυστυχώς, με αποκλειστικό γνώμονα την άσκηση μεταναστευτικού ελέγχου, χωρίς την οφειλόμενη μέριμνα για προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της υγείας της ασθενούσας ή ακόμα της δημόσιας υγείας. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώθηκε, η άδεια της παραπονούμενης ακυρώθηκε χωρίς να κατατεθεί στο αρμόδιο Τμήμα ιατρικό πιστοποιητικό που να αναφέρει ρητά ότι πρόκειται για μεταδοτική/ μολυσματική ασθένεια και χωρίς, καν, να λάβει η ίδια η παραπονούμενη αντίγραφα των αποτελεσμάτων των ιατρικών εξετάσεων στις οποίες υποβλήθηκε. Μάλιστα εκδόθηκαν, με συνοπτικές διαδικασίες,  διατάγματα κράτησης και απέλασης  που δεν αντιστοιχούσαν  στους λόγους ακύρωσης της άδειας της, με σύμπραξη Αστυνομίας και εργοδότριας, δίχως να  δοθεί στην κ. M. η ευκαιρία να υποβάλει ένσταση ή να βρει άλλο ενδιαφερόμενο εργοδότη.

Η προστασία της υγείας του ανθρώπου είναι ένα βασικό ατομικό δικαίωμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, το οποίο διασφαλίζεται από συνταγματικής περιωπής διατάξεις και από πληθώρα δεσμευτικών νομοθετημάτων, εγχώριων, ευρωπαϊκών και διεθνών. Είναι, μάλιστα, ένα δικαίωμα τόσο θεμελιώδες που διασφαλίζεται ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς ή την οικονομική κατάσταση των προσώπων. Η κατοχύρωση, δε, του δικαιώματος αυτού ειδικά για τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, όπως οι μετανάστριες οικιακές εργαζόμενες, αποκτά βαρύνουσα σημασία.

Την ίδια στιγμή, η προστασία της δημόσιας υγείας του πληθυσμού ενός κράτους από τις μολυσματικές ασθένειες είναι ένα θέμα σοβαρό, και τα μέτρα που λαμβάνονται για το σκοπό αυτό είναι εν πολλοίς αναγκαία. Εξίσου σημαντικό είναι, όμως, στα πλαίσια μιας ανθρωποκεντρικής πολιτείας, τα μέτρα αυτά να μη στοχοποιούν και στιγματίζουν ομάδες του πληθυσμού και να μην έχουν δυσανάλογα και επικίνδυνα αποτελέσματα σε ατομικό επίπεδο.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να διευκρινίσω ότι αυτό που κρίνεται στην παρούσα Έκθεση δεν είναι οι ανησυχίες της κόρης της εργοδότριας για την υγεία της ηλικιωμένης μητέρας της, ούτε η αξιολόγηση της για τη δυνατότητα συνέχισης της απασχόλησης της κ. M. υπό τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν. Αυτό που τίθεται υπό συζήτηση είναι κατά πόσο τα θέματα που προέκυψαν από την ασθένεια της παραπονούμενης, όσον αφορά στην εργοδότηση και την παραμονή της στην Κύπρο, έτυχαν της δέουσας αντιμετώπισης από τις κρατικές αρχές και κατά πόσο λήφθηκαν τα απαραίτητα μέτρα για προστασία των δικαιωμάτων της, για ανεμπόδιστη πρόσβαση της στην πληροφόρηση που αφορούσε στην κατάσταση της υγείας της και για προστασία της δημόσιας υγείας ευρύτερα.

Από τα όσα προέκυψαν κατά την έρευνα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η αρμόδια αρχή ενήργησε με προχειρότητα και χωρίς καλοπιστία, με στόχο την εσπευσμένη απομάκρυνση μιας οικιακής εργαζόμενης που κρίθηκε ότι δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετήσει τον αποκλειστικό εργοδότη της, ενόψει και μιας υποτιθέμενης  απειλής για τη δημόσια υγεία. Υποτιμήθηκε και τέθηκε σε δεύτερη μοίρα η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων της, των δικαιωμάτων της ως ασθενούσας και των εργασιακών της διεκδικήσεων, ενώ θυματοποιήθηκε αδικαιολόγητα, χωρίς μάλιστα να προσμετρηθούν οι δυσανάλογα αρνητικές συνέπειες για την ίδια (επιστροφή στις Φιλιππίνες χωρίς τη δυνατότητα να αποπληρώσει το χρέος που δημιούργησε για την άφιξή της).

Η ενεργοποίηση της διαδικασίας απέλασης για λόγους προληπτικής προστασίας της δημόσιας υγείας παρουσιάζει μια εγγενή προβληματικότητα αφού δεν προϋποθέτει την προηγούμενη συγκατάνευση ευθύνης του επηρεαζόμενου προσώπου. Η διαδικασία αυτή, εξαιρετική από τη φύση της, αφού συνιστά προληπτικό μέτρο εναντίον μετανάστη που διαμένει νόμιμα στην Κύπρο, χωρίς μάλιστα κατάφαση οποιασδήποτε αξιόποινης συμπεριφοράς του, υπόκειται σε ουσιώδεις, αυστηρές και στοιχειώδεις εγγυήσεις, οι οποίες θα πρέπει να συνάδουν με βασικές δικαιοκρατικές αρχές. Οι αρχές αυτές δεν τηρήθηκαν στην περίπτωση της κ. M..

Εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς τους κινδύνους, τις πιθανές επιπλοκές και τις αυθαιρεσίες που ελλοχεύουν στην περίπτωση επανάληψης τέτοιων περιστατικών λήψης δραστικών, δυσανάλογων και πρακτικά μη αναστρέψιμων μέτρων θυματοποίησης μεταναστριών εργαζομένων, στη βάση μη στοιχειοθετημένων αιτιάσεων περί κινδύνου για τη δημόσια υγεία που συνεπάγεται η συνέχιση της παρουσίας ενός νόμιμα διαμένοντος αλλοδαπού. Και όλα αυτά χωρίς, μάλιστα, να παρασχεθεί στην επηρεαζόμενη η απαραίτητη πληροφόρηση και χωρίς να αναζητηθούν ηπιότερα μέτρα αντιμετώπισης των προβλημάτων της υγείας της και να ελεγχθεί η μη συμμόρφωση προς αυτά, προτού εξεταστεί το μέτρο της απέλασης της. Εν τέλει, οι ενέργειες που ακολουθήθηκαν, χωρίς στοιχειώδη διάγνωση των παραμέτρων ή έστω του βαθμού επικινδυνότητας της κατάστασης της υγείας της κ. M., μάλλον διακινδύνευσαν, αντί να αποσοβήσουν, τον κίνδυνο στη δημόσια υγεία.

Η απομάκρυνση της κ. M. από την Κύπρο δεν αφήνει περιθώρια επανεξέτασης της από ιατρικό ίδρυμα και νέας γνωμάτευσης επί της ύπαρξης ή όχι μολυσματικής ασθένειας. Είναι, ωστόσο, δικαίωμά της να ενημερωθεί για το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει, ή αντιμετώπιζε τότε, ούτως ώστε να λάβει, ή να βεβαιωθεί ότι έλαβε, την ενδεδειγμένη θεραπεία. Θεωρώ, ακόμα, σκόπιμο να της επιτραπεί να επανέλθει στην Κύπρο για σκοπούς εργασίας, εφόσον το επιθυμεί, δεδομένου ότι είναι σε θέση να προσκομίσει σχετική βεβαίωση για την κατάσταση της υγείας της.

Όσον αφορά στο ευρύτερο ζήτημα της διαχείρισης από τις μεταναστευτικές αρχές των περιπτώσεων υπηκόων τρίτων χωρών που παρουσιάζουν μολυσματικές ή μεταδοτικές ασθένειες, εκφράζω εκ νέου τους προβληματισμούς μου για την απουσία ενός σαφούς θεσμικού πλαισίου, η οποία θέτει υπό διακινδύνευση την υγεία ανθρώπων, και ταυτόχρονα αφήνει περιθώρια κατάχρησης του υφιστάμενου πλαισίου για έμμεση άσκηση μεταναστευτικού ελέγχου.

Στη βάση των πιο πάνω, εισηγούμαι την ετοιμασία και υιοθέτηση «Κατευθυντήριων Αρχών χειρισμού από τις μεταναστευτικές αρχές προσώπων που εικάζεται ότι ασθενούν με μολυσματική νόσο», κατά τρόπο που να διασφαλίζεται ότι η οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται στη βάση υπαρκτού ζητήματος, με τήρηση στοιχειωδών δικαιοκρατικών εγγυήσεων, με σεβασμό στις αρχές της αναλογικότητας και του ατομικού και συλλογικού δικαιώματος στην υγεία. Στις Κατευθυντήριες Αρχές αυτό έχω την άποψη ότι θα πρέπει να περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

  • Διαδικασία πραγματοποίησης ιατρικής εξέτασης και έκδοσης ιατρικής γνωμάτευσης που

 

–           να επιβεβαιώνει ή να αποκλείει την ύπαρξη μολυσματικής ασθένειας,

–           να αναφέρει το βαθμό και τους τρόπους αποφυγής/ ελαχιστοποίησης της μεταδοτικότητάς της,

–           να αναφέρει τον τρόπο και το αναμενόμενο χρονικό διάστημα ίασης του ασθενούς και

–           να αναφέρει σχετικά με τη δυνατότητα απομάκρυνσης του προσώπου από την Κύπρο χωρίς διακινδύνευση της δημόσιας υγείας.

  • Μετάφραση και παράδοση αντιγράφου της ιατρικής γνωμάτευσης στη γλώσσα ομιλίας του προσώπου, ή έστω στην αγγλική γλώσσα.
  • Διασφάλιση ότι δεν θα επιστρέφονται μετανάστες σε χώρες όπου δεν παρέχεται η δέουσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για την ασθένεια.

 

Η Έκθεση υποβάλλεται στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και στη Διευθύντρια του ΤΑΠΜ, ως τους καθ’ ύλη αρμόδιους για την εφαρμογή της μεταναστευτικής πολιτικής, και στο Διοικητή της ΥΑΜ, ως τον καθ’ υλη αρμόδιο για την εκτέλεση των διαταγμάτων απέλασης, για τις δικές τους ενέργειες προς την κατεύθυνση υλοποίησης των εισηγήσεών μου. Κοινοποιείται, επίσης, στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, με παράκληση για τη δική του συμβολή κατά τη διαδικασία θεσμοθέτησης του πιο πάνω ζητήματος, ούτως ώστε να διασφαλιστεί ότι κατά την εφαρμογή των Κατευθυντήριων Αρχών θα ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι για την υγεία των εμπλεκόμενων προσώπων.

 

Ελίζα Σαββίδου

Επίτροπος Διοικήσεως

και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 

Υποσημειώσεις και Παραπομπές:


[2] Σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο του 1972 μέχρι 2012, άρθρο 6(1)(δ) θεωρείται απαγορευμένος μετανάστης και δεν επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, χωρίς να του απονεμηθεί χάρη, έχει καταδικαστεί για φόνο ή ποινικό αδίκημα για το οποίο η ποινή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα και το οποίο, λόγω των συναφών περιστάσεων, θεωρείται από το Διευθυντή ως ανεπιθύμητος μετανάστης.

[3] Μετάφραση από το «infectious disease».

[5] Μετάφραση από «Neglected tropical diseases”.

[6] Α/Π 358/2007.

[7] ΑΚΡ 124/2010.

[8] Α/Δ 3/2013 με τίτλο «Τοποθέτηση Επιτρόπου Διοικήσεως ως Εθνική Ανεξάρτητη Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με το καθεστώς των οικιακών εργαζομένων στην Κύπρο».

[9] Κεφάλαιο IV.5 με τίτλο «Η ελλιπής πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας (έμφαση στη σεξουαλική/ αναπαραγωγική υγεία και τη προστασία της μητρότητας).

[10] Σύμφωνα με την έρευνα των Θεοδώρου Μ., Πιθαρά Χρ., Κωνσταντίνου Ά., Κανταρής Μ., (2011) Ανισότητες στην Πρόσβαση και Χρησιμοποίηση Υπηρεσιών Υγείας από τους Μετανάστες στην Κύπρο: Έκθεση Ευρημάτων

 

Domestic_Worker

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!