ga('send', 'pageview');

Ολοι_Διαφορετικοι_Ολοι_Ισοι

 

Αρ. Φακ.: Α/Π 1623/2008 και Α/Π  1064/2008

 

Λευκωσία, 6 Μαΐου  2009

 

Έκθεση Επιτρόπου Διοικήσεως

αναφορικά με την εφαρμογή στην Κύπρο του κοινοτικού κεκτημένου στα θέματα

της οικογενειακής επανένωσης και τη δυσμενή μεταχείριση

Κυπρίων πολιτών και των μελών των οικογενειών τους που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών

 

Α. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ

 

1. Το ζήτημα του δικαιώματος εισόδου και παραμονής υπηκόων τρίτων χωρών που είναι σύζυγοι ή σύντροφοι Κυπρίων ή Ευρωπαίων πολιτών, έχει αποτελέσει ήδη αντικείμενο προηγούμενης παρέμβασής μου[1]. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, το Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως έγινε αποδέκτης αριθμού  παραπόνων τα οποία αφορούσαν στην άρνηση της ανανέωσης της άδειας παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, μελών οικογένειας Κυπρίων πολιτών. Οι λόγοι της νέας παρέμβασης, με την εκπόνηση της έκθεσης αυτής, οφείλεται πρώτιστα στη διευρυμένη πλέον εφαρμογή της κοινοτικής Οδηγίας 2004/38/2004 η οποία ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με το Νόμο 7 (Ι) 2007 περί του Δικαιώματος των πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στην Επικράτεια των Κρατών Μελών. Επιπρόσθετα, οι πρόσφατες αποφάσεις τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επί της εφαρμογής και ερμηνείας της προαναφερόμενης Οδηγίας αλλά και η πρόσφατη εγκύκλιος του Υπουργού Εσωτερικών (αρ. Φακ. 3.1.6.7-7, ημερ. 19/1/2009) αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου 7(Ι) του 2007, καταδεικνύουν μία δυναμική εξέλιξη του δικαιικού πλαισίου αναφορικά με την ελευθερία εισόδου και παραμονής υπηκόων τρίτων χωρών, μελών οικογένειας Κυπρίων ή Ευρωπαίων πολιτών. Υπό το φως των πιο πάνω εξελίξεων και συνεκτιμώντας το γεγονός ότι σε αρκετές φορές η Διοίκηση εξακολουθεί να επιδεικνύει μία αντιφατική και ενίοτε αμυντική στάση στο θέμα, έκρινα σκόπιμο να τοποθετηθώ εκ νέου με αφορμή δύο συγκεκριμένα παράπονα που μου υποβλήθηκαν πρόσφατα.

2. Το πρώτο παράπονο (Α/Π 1064/2008) υποβλήθηκε στο Γραφείο μου από τον κύριο Γ. Ε., με επιστολή του ημερομηνίας 11 Ιουνίου 2008, εκ μέρους της πεθεράς του κυρίας O. B. (A02-17535) σχετικά με το χειρισμό της αίτησής της για ανανέωση της άδειας παραμονής και ειδικότερα την απόρριψη της αίτησής της το Μάιο του 2008, παρά το γεγονός ότι είναι μητέρα και γιαγιά Κυπρίων πολίτιδων.

3. Το δεύτερο παράπονο (Α/Π 1625/2008) υπέβαλε στο Γραφείο μου ο κύριος Ε. Μ., δικηγόρος, με επιστολή του ημερομηνίας 29 Αυγούστου 2008, εκ μέρους της πελάτιδάς του κυρίας J. D. (B04-02349, ARC 5490533), σχετικά με την απόρριψη ανανέωσης της άδειας παραμονής της, παρά το ότι είναι χήρα Κύπριου πολίτη και προτίθετο να διοριστεί ως διαχειρίστρια της περιουσίας του.

 

Β. ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ

 

Α/Π 1064/2008

 

4. Η παραπονούμενη, κυρία O. B., από την Ουκρανία, διαμένει, όπως ισχυρίζεται, στην Κύπρο τα τελευταία 7 περίπου χρόνια, μαζί με την κόρη της Ιrina Ε., το σύζυγό της Γ. Ε. και το ανήλικό παιδί τους, το οποίο και φροντίζει όταν οι γονείς του εργάζονται. Σύμφωνα με την παραπονούμενη, η ίδια είναι διαζευγμένη εδώ και 15 χρόνια και οι δύο της κόρες είναι μόνιμα εγκατεστημένες στην Κύπρο ως σύζυγοι Κυπρίων πολιτών, ενώ η κόρη της Irina έχει την Κυπριακή υπηκοότητα (ΑΔΤ 1139825) από το 2005[2]. Όπως ισχυρίζεται η παραπονούμενη, δεν υφίσταται πλέον κανένας οικογενειακός ή άλλος ισχυρός δεσμός που να τη συνδέει με τη χώρα καταγωγής της, και ως εκ τούτου, επιθυμία της είναι να παραμείνει στην Κύπρο κοντά στις οικογένειες των δύο παιδιών της.

5. Στα πλαίσια της διερεύνησης του παραπόνου, ζήτησα από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (ΤΑΠΜ), με επιστολή ημερομηνίας 3 Ιουλίου 2008, τα σχόλια και τις απόψεις της για την υπόθεση καθώς και το σχετικό διοικητικό φάκελο της παραπονούμενης. Από την εξέταση του φακέλου, ο οποίος παραλήφθηκε στις 4 Αυγούστου 2008, προέκυψε ότι η κυρία B. ήρθε στην Κύπρο τον Ιούνιο του 2002 ως επισκέπτρια (visitor) της οικογένειας της κόρης της ενώ μετά την υποβολή σχετικής αίτησης, εκδόθηκε άδεια παραμονής μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2003. Η άδεια αυτή ανανεώθηκε μέχρι τις 24 Μαρτίου 2004, με το ίδιο καθεστώς (visitor) και με την ένδειξη FINAL- NOT RENEWABLE. Στη συνέχεια, μετά και από επιστολή του κυρίου Ε. προς τη Διευθύντρια του ΤΑΠΜ, ημερομηνίας 25 Φεβρουαρίου 2004, με την οποία ζητούσε παράταση της άδειας παραμονής για σκοπούς φροντίδας του ανήλικού παιδιού του, η άδεια ανανεώθηκε εκ νέου μέχρι τις 24 Μαρτίου 2005 (και πάλι υπό καθεστώς visitor). Έπειτα, κατόπιν υποβολής σχετικών αιτήσεων, η άδεια ανανεώθηκε μέχρι τις 24 Σεπτεμβρίου 2005, τις 24 Σεπτεμβρίου 2006, τις 30 Ιουνίου 2007 και τις 30 Δεκεμβρίου 2007 με την ένδειξη FINAL- NOT RENEWABLE.

6. Στις 17 Ιανουαρίου 2008, ο κύριος Ε. με επιστολή του προς τον Υπουργό Εσωτερικών ανέφερε ότι η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) Λεμεσού δεν έκανε δεκτή την αίτηση της πεθεράς του για ανανέωση της άδειας παραμονής της λόγω της ένδειξης ότι η προηγούμενη άδεια ήταν μη ανανεώσιμη. Ταυτόχρονα ανέφερε ότι στις 22 Δεκεμβρίου 2007 επιχείρησαν, μετά από, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, προτροπή Λειτουργού του ΤΑΠΜ, να υποβάλουν αίτηση για χορήγηση καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος, κάτι που δεν έγινε δεκτό καθώς το διαβατήριο της κυρίας B. δεν θα είχε ισχύ για τα επόμενα δύο χρόνια.

7. Στις 21 Ιανουαρίου 2008, το ΤΑΠΜ ενημέρωσε με επιστολή τον κύριο Ε. ότι το αίτημα για παράταση της άδειας παραμονής έγινε δεκτό, για ένα ακόμα χρόνο και ότι η πεθερά του θα έπρεπε να υποβάλει τη σχετική αίτηση, πράγμα που έκανε στις 4 Φεβρουαρίου 2008. Παρόλα αυτά, στις 13 Μαΐου 2008 το ΤΑΠΜ, με νέα επιστολή, ενημέρωσε την παραπονούμενη ότι συμπλήρωσε τη μέγιστη δυνατή παραμονή της και ότι δεν εμπίπτει στους δικαιούχους για την χορήγηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος ενώ την καλούσε να διευθετήσει την αναχώρησή της από την Κύπρο. Όπως ενημέρωσε την αρμόδια Λειτουργό του Γραφείου μου ο κύριος Ε., σε τηλεφωνική τους συνομιλία στις 29 Ιουλίου 2008, η πεθερά του είχε αναχωρήσει για Ουκρανία στις 5 Ιουλίου 2008 ώστε να μην περιπέσει σε κατάσταση παράνομης διαμονής.

8. Σε πρόσφατη τηλεφωνική συνομιλία της Λειτουργού του Γραφείου μου με τον κύριο Ε., ο τελευταίος την ενημέρωσε ότι η πεθερά του επέστρεψε στην Κύπρο τον Οκτώβριο του 2008. Όπως επιβεβαιώνεται και από σχετική επιστολή ημερομηνίας 4 Νοεμβρίου 2008, υπογεγραμμένη από Λειτουργό του ΤΑΠΜ εκ μέρους της Διευθύντριας, μετά από επιστολή του ίδιου του κυρίου Ε. προς τον Υπουργό Εσωτερικών, το αίτημά του για παράταση της άδειας παραμονής της πεθεράς του έγινε δεκτό και η άδεια της ανανεώθηκε για ακόμα ένα χρόνο.

 

Α/Π 1625/2008

 

9. Η κυρία J. D. από την Κίνα, είναι χήρα Κύπριου πολίτη και προτίθεται να ζητήσει το διορισμό της ως διαχειρίστρια της περιουσίας του. Όπως ισχυρίζεται οι σχέσεις της με την οικογένεια του αποθανόντος συζύγου της είναι πολύ καλές και επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο.

10. Στα πλαίσια της διερεύνησης του παραπόνου απέστειλα, στις 4 Σεπτεμβρίου     2008, επιστολή στη Διευθύντρια του ΤΑΠΜ, παραθέτοντας τις λεπτομέρειες του παραπόνου της κυρίας D. και ζητώντας την μη προώθηση/αναστολή πιθανής διαδικασίας απέλασής της μέχρι την ολοκλήρωση της έρευνας από το Γραφείο μου. Σχετική υπενθυμητική επιστολή απέστειλα και στις 10 Οκτωβρίου 2008. Στις 7 Νοεμβρίου, η αρμόδια Λειτουργός του Γραφείου μου επισκέφθηκε το Επαρχιακό Γραφείο Λευκωσίας του ΤΑΠΜ, για έρευνα του διοικητικού φακέλου της παραπονούμενης.

11. Από τη μελέτη του φακέλου προέκυψε ότι η κυρία D. ήρθε στην Κύπρο στις 14 Ιουλίου 2004 για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός και της παραχωρήθηκε σχετική άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι τις 14 Ιουλίου 2008. Στις 10 Οκτωβρίου 2006 η παραπονούμενη παντρεύτηκε τον κύριο Νίκο Νικηταρά, Κύπριο πολίτη ο οποίος απεβίωσε στις 13 Αυγούστου 2007. Στο φάκελο της δε υπάρχουν καταχωρημένες δηλώσεις του ζευγαριού και του κοινοτάρχη που βεβαίωναν την αρμονική τους συμβίωση και ισχύ του γάμου τους. Η τελευταία άδεια παραμονής της κυρίας D., η οποία της χορηγήθηκε με σκοπό την παραμονή της στην Κύπρο με τον Κύπριο σύζυγό της, υπό καθεστώς “visitor” έληγε στις 30 Ιουνίου 2008. Στις 29 Απριλίου 2008, η παραπονούμενη υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής της αλλά στις 7 Αυγούστου 2008 της γνωστοποιήθηκε από το Επαρχιακό Γραφείο Λευκωσίας ότι η αίτησή της απορρίφθηκε γιατί δεν πληροί τα κριτήρια για παραμονή στην Κύπρο και ότι πρέπει να αναχωρήσει εντός 15 ημερών από τη χώρα.

 

Γ. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

 

Το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή και η άσκηση μεταναστευτικού ελέγχου

 

12. Το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής κατοχυρώνεται στο άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Επέμβαση στο δικαίωμα αυτό επιτρέπεται μόνο εφόσον είναι σύμφωνη με το νόμο και αναγκαία για το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων που το Σύνταγμα εγγυάται για κάθε πρόσωπο.

13. Το ΕΔΔA  μέσα από την εξέλιξη της νομολογίας του προσέγγισε την έννοια της οικογένειας με αρκετά διευρυμένο και προστατευτικό τρόπο  θεωρώντας ότι οι οικογενειακοί δεσμοί αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο της οικογενειακής ζωής και ως εκ τούτου κρατικά μέτρα που εμποδίζουν τη συμβίωση, συνιστούν ανεπίτρεπτη  επέμβαση στην οικογενειακή ζωή που δεν συνάδουν με τη διάταξη του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Η δε οποιαδήποτε κατ´εξαίρεση επέμβαση στην οικογενειακή ζωή πρέπει να αιτιολογείται ειδικά με βάση τα κριτήρια  της  παραγράφου 2 του Άρθρου 8. Σύμφωνα δε με εκτενή νομολογία ΕΔΔΑ περιορισμός του δικαιώματος αυτού επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας και της στάθμισης των συμφερόντων[3]. 

14. Το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακή ζωής προσλαμβάνει σημαντικές διαστάσεις σε σχέση με απελάσεις αλλά και αιτήματα για επανένωση οικογενειών με κρίσιμες προεκτάσεις σε θέματα αδειών παραμονής και γενικά σε θέματα του δικαίου των αλλοδαπών. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Μoustaquim κατά Βελγίου, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η εξουσία ελέγχου εκ μέρους των κρατών της εισόδου και της παραμονής των αλλοδαπών στην επικράτεια τους,  πηγάζει από το διεθνές δίκαιο και περιορίζεται από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Τα μέτρα όμως που λαμβάνονται κατά των αλλοδαπών και επεμβαίνουν στα κατοχυρωμένα από το άρθρο 8 δικαιώματά τους, πρέπει να είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, να δικαιολογούνται δηλαδή από μια ανυπέρβλητη κοινωνική ανάγκη και κυρίως να είναι ανάλογα με το σκοπό που επιδιώκουν. Κατευθυντήριες αρχές για την απομάκρυνση κάθε αλλοδαπού από κράτος στο οποίο έχει θεμελιωμένη οικογενειακή ζωή, στα πλαίσια των οποίων λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις του ενδιαφερομένου, οφείλουν να είναι οι δεσμοί του με τη χώρα φιλοξενίας και τη χώρα καταγωγής του και η γνησιότητα του γάμου.

15. Σε πρόσφατες αποφάσεις του το ΕΔΔΑ έκανε ακόμα ένα βήμα αναφορικά με τη στάθμιση ανάμεσα στην εξουσία των κρατών για άσκηση μεταναστευτικού ελέγχου στην επικράτειά τους και στο δικαίωμα της οικογενειακής ζωής[4]. Στην υπόθεση Boultif, το ΕΔΔΑ έθεσε τα κριτήρια για την πιο πάνω στάθμιση στις περιπτώσεις όπου αλλοδαπό άτομο έχει οικογένεια σε ένα κράτος αλλά διέπραξε κάποιο αδίκημα ή δεν έχει άδεια παραμονής στο εν λόγω κράτος. Το Δικαστήριο διατύπωσε τις κατευθυντήριες αρχές για τέτοιες περιπτώσεις οι οποίες θα πρέπει να εξετάζονται προτού αποφασιστεί η απέλαση ενός αλλοδαπού και οι οποίες περιλαμβάνουν: τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος, τη διάρκεια παραμονής του ατόμου στη χώρα από την οποία ενδέχεται να απελαθεί, το χρονικό διάστημα που πέρασε από την τέλεση του αδικήματος και τη συμπεριφορά του αλλοδαπού κατά το διάστημα αυτό, τις εθνικότητες των εμπλεκόμενων προσώπων (μελών της οικογένειας) και τα στοιχεία που συνθέτουν την οικογενειακή κατάσταση όπως η διάρκεια του γάμου, η γνώση του/της συζύγου για την τέλεση του αδικήματος, η ύπαρξη παιδιών και η ηλικία τους.

16. Επιπρόσθετα, η απόφαση αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς αξιολόγησε ότι η ύπαρξη μεικτών γάμων, ανάμεσα σε άτομα διαφορετικών εθνικοτήτων και οι συνακόλουθες διαφορές μεταξύ τους (όπως στην κουλτούρα και στη γλώσσα) μπορεί να έχουν σοβαρό αντίκτυπο για την οικογενειακή τους ζωή ανάλογα με το μέρος που θα εγκατασταθεί η οικογένεια. Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι υπάρχουν σοβαρά εμπόδια, όπως η έλλειψη δεσμών με τη χώρα καταγωγής του/της συζύγου ή δυσκολίες στη γλώσσα που να καθιστούν αδύνατο για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας να ακολουθήσουν το μέλος που θα απελαθεί στη χώρα καταγωγής του. Η παρέμβαση αυτή στην οικογενειακή ζωή θεωρείται δυσανάλογη σε περιπτώσεις βέβαια όπου δεν υπάρχει τέλεση σοβαρών αξιόποινων πράξεων.

17. Γενικά, αν και το ΕΔΔΑ απέχει ακόμα από το να χαρακτηρίζει την απέλαση ενσωματωμένων μεταναστών με διαμορφωμένη οικογενειακή ζωή σαν per se παραβίαση του άρθρου 8, προκύπτει από την πρόσφατη νομολογία του ότι η απέλαση ή η άρνηση εισόδου μέλους οικογένειας στην επικράτεια του κράτους όπου είναι εγκατεστημένη η υπόλοιπη οικογένεια, συνιστά «παρέμβαση» στο δικαίωμα της οικογενειακής ζωής. Το βάρος της απόδειξης ότι η οικογένεια μπορεί με ασφάλεια να εγκατασταθεί σε άλλη χώρα μετατοπίζεται στις αρχές του απελαύνοντος κράτους οι οποίες θα πρέπει να εξετάζουν όλους τις παραμέτρους με βάση την αρχή της αναλογικότητας[5].

 

Ο Νόμος 7 (Ι) 2007,  το αντίστοιχο κοινοτικό πλαίσιο και η νομολογία του ΔΕΚ

 

18. Ο νόμος 7 (Ι) 2007 περί Δικαιώματος των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στη Δημοκρατία ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο την Οδηγία 2004/38/2004 (εφεξής «Οδηγία») του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004. Ο νόμος αυτός ορίζει τους όρους άσκησης του πιο πάνω δικαιώματος καθώς και τους περιορισμούς που μπορεί να επιβληθούν για λόγους δημόσιας τάξης, ασφάλειας και υγείας.

Σύμφωνα με τα εδάφια 1-3, 5, 11, 31 του προοιμίου της Οδηγίας:

[1]. Η ιθαγένεια της Ένωσης παρέχει σε κάθε πολίτη της Ένωσης το πρωτογενές και ατομικό δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, με την επιφύλαξη των περιορισμών και των όρων που ορίζονται στη συνθήκη και των μέτρων που θεσπίζονται για την εφαρμογή του εν λόγω δικαιώματος.

 [2]. Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις

ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς, η οποία περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελευθερία σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης.

[3]. Ιθαγένεια της Ένωσης θα πρέπει να είναι το θεμελιώδες καθεστώς των υπηκόων των κρατών μελών όταν ασκούν το δικαίωμά τους της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να κωδικοποιηθούν και να επανεξετασθούν οι ισχύουσες κοινοτικές πράξεις που διέπουν χωριστά τους μισθωτούς, τους μη μισθωτούς, καθώς και τους φοιτητές και άλλα πρόσωπα άνευ επαγγέλματος, προκειμένου να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής όλων των πολιτών της Ένωσης.

[5]. Το δικαίωμα όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, προκειμένου να ασκείται υπό αντικειμενικές συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, θα πρέπει να παρέχεται και στα μέλη της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους[6]. Για τους σκοπούς της παρούσης οδηγίας, ο ορισμός του «μέλους της οικογένειας» θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τον καταχωρισμένο σύντροφο εάν η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής, αναγνωρίζει τη σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης ως ισοδύναμη προς τον γάμο.

[11]. Το θεμελιώδες και προσωποπαγές δικαίωμα διαμονής σε άλλο κράτος    μέλος απονέμεται απευθείας στους πολίτες της Ένωσης από τη συνθήκη και δεν εξαρτάται από την εκπλήρωση διοικητικών διαδικασιών. 

… 

[31]. Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες   και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την απαγόρευση διακρίσεων που περιέχει ο Χάρτης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία χωρίς να προβαίνουν σε διακρίσεις κατά των δικαιούχων της παρούσας οδηγίας λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών ή άλλου είδους φρονημάτων, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ύπαρξης αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

19. Το άρθρο 3 της Οδηγίας ορίζει ότι ως δικαιούχους των δικαιωμάτων που προβλέπει, όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους που τους συνοδεύουν ή πηγαίνουν να τους συναντήσουν[7]. Τα άρθρα 27-33 (Κεφάλαια VI) της Οδηγίας καθορίζουν τους περιορισμούς που μπορεί να επιβληθούν στο δικαίωμα εισόδου και διαμονής για λόγους δημόσιας τάξης, ασφάλειας ή υγείας. Επίκληση των λόγων αυτών δεν μπορεί να γίνεται για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών. Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 27 «κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου»  η οποία «πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αιτιολογίες που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της υπόθεσης ή στηρίζονται σε εκτιμήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές».

20. Συγχρόνως η Οδηγία (και αντίστοιχα ο εθνικός νόμος) προστατεύει τους Ευρωπαίους πολίτες και τα μέλη της οικογένειάς τους από την απέλαση. Συγκεκριμένα, το άρθρο αρ. 30 (1) του νόμου 7 (Ι) 2007 το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 28 της Οδηγίας, αναφέρει ότι η αρμόδια αρχή, προτού λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, οφείλει να συνεκτιμήσει την περίοδο διαμονής του ενδιαφερομένου προσώπου στη Δημοκρατία, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική του ενσωμάτωση στη χώρα και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του. 

21. Το άρθρο 2 του Νόμου 7 (Ι) 2007 περιλαμβάνει στον ορισμό του μέλους της οικογένειας:

α) τον/τη σύζυγο πολίτη της Ένωσης

β) τους απευθείας κατιόντες πολίτη της Ένωσης, οι οποίοι είναι ηλικίας κάτω των 21 ετών ή είναι συντηρούμενοι από αυτόν, καθώς και εκείνους του/της συζύγου του

γ) τους συντηρούμενους απευθείας ανιόντες πολίτη της Ένωσης καθώς και εκείνους του/ της συζύγου του

22. Σύμφωνα με το άρθρο 4 (1) ο νόμος «εφαρμόζεται σε κάθε πολίτη της Ένωσης, ο οποίος αφίκνειται ή διαμένει στη Δημοκρατία καθώς και στα μέλη της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας που τον συνοδεύουν κατά τη μετάβασή του στη Δημοκρατία ή που αφίκνεινται στη Δημοκρατία για να τον συναντήσουν». Ο νόμος παράλληλα ορίζει ότι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία για περίοδο που υπερβαίνει τους τρεις μήνες εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις όπως η άσκηση μισθωτής εργασίας, η κατοχή επαρκών πόρων συντήρησης ή οι σπουδές, ενώ το ίδιο δικαίωμα εκτείνεται και στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους όταν συνοδεύουν ή αφίκνεινται για να συναντήσουν τον πολίτη της Ένωσης στη Δημοκρατία (άρθρο 9). Στο άρθρο 11 αναφέρεται ότι «στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, χορηγείται από την αρμόδια αρχή δελτίο διαμονής […], εφόσον η προβλεπόμενη διάρκεια διαμονής τους στη Δημοκρατία υπερβαίνει τους τρεις μήνες» ενώ το άρθρο 13 (1) προβλέπει ότι η διάρκεια ισχύος του δελτίου διαμονής[8] είναι πέντε έτη από την ημερομηνία χορήγησης ή για την προβλεπόμενη περίοδο διαμονής του πολίτη της Ένωσης, εφόσον η εν λόγω περίοδος είναι μικρότερη των πέντε ετών. Συγχρόνως, σύμφωνα με το άρθρο 14 οι πολίτες της Ένωσης, οι οποίοι έχουν διαμείνει νόμιμα στη Δημοκρατία για συνεχή περίοδο πέντε ετών, έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής και το ίδιο δικαίωμα εκτείνεται και στα μέλη των οικογενειών τους.

23. Πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης διατηρείται σε περίπτωση θανάτου ή αποχώρησής του από τη Δημοκρατία εφόσον τα μέλη της οικογένειας έχουν διαμείνει στη Δημοκρατία για ένα τουλάχιστον έτος πριν από το θάνατο του πολίτη της Ένωσης και εφόσον μπορούν να αποδείξουν ότι είναι μισθωτοί εργαζόμενοι ή μη μισθωτοί εργαζόμενοι ή ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τους ίδιους και τα μέλη της οικογένειάς τους, ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Δημοκρατίας και ότι διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στη Δημοκρατία ή ότι είναι μέλη της ήδη συσταθείσας στη Δημοκρατία οικογένειας ενός προσώπου, το οποίο πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις (άρθρο 25 (1)(2)).

24. Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) σε πρόσφατη απόφασή του, διασαφήνισε, με αφορμή προδικαστικό ερώτημα του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ιρλανδίας, δύο σημαντικά ζητήματα που αφορούν στην εφαρμογή της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ[9]. Το πρώτο ζήτημα αφορούσε το κατά πόσο η εφαρμογή της Οδηγίας και άρα το δικαίωμα του συζύγου πολίτη της Ένωσης για ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή προϋποθέτει προηγούμενη νόμιμη διαμονή του συζύγου στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους της Ένωσης. Αναφορικά με το ερώτημα αυτό το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η Οδηγία 2004/38/ΕΚ εφαρμόζεται σε όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών (μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) που είναι μέλη οικογένειας πολίτη της Ένωσης, ευρισκόμενου σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό του οποίου είναι υπήκοος (host Member State), και τους παρέχει δικαιώματα εισόδου και διαμονής στο κράτος μέλος αυτό χωρίς να κάνει διάκριση στο αν ο υπήκοος της τρίτης χώρας διέμενε προηγουμένως νόμιμα σε άλλο κράτος μέλος.

25. Το δεύτερο ζήτημα αφορούσε το κατά πόσο η Οδηγία εφαρμόζεται και σε υπήκοο τρίτης χώρας που είναι σύζυγος Ευρωπαίου πολίτη, ο οποίος κατοικεί σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο της υπηκοότητάς του, ανεξάρτητα από το χρόνο και τόπο τέλεσης του γάμου ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες ο υπήκοος τρίτης χώρας εισήλθε στο κράτος μέλος (host Member State). Και στο δεύτερο αυτό ερώτημα το Δικαστήριο, υπογράμμισε ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από την εν λόγω Οδηγία παρέχονται στον υπήκοο τρίτης χώρας και σύζυγο Ευρωπαίου πολίτη ανεξάρτητα από το πότε και που έγινε η τέλεση του γάμου ή του τρόπου με τον οποίο ο υπήκοος τρίτης χώρας εισήλθε στο κράτος μέλος. Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε « δεν ασκεί καμία επίδραση το αν υπήκοοι τρίτων χωρών που είναι μέλη οικογένειας πολίτη της Ένωσης, είχαν εισέλθει στο κράτος μέλος (host member state) πριν ή μετά τη δημιουργία του οικογενειακού δεσμού, καθώς άρνηση του κράτους μέλους να τους παράσχει δικαίωμα διαμονής ενδέχεται να ισοδυναμεί με αποτροπή του πολίτη της Ένωσης για συνέχιση της διαμονής του εκεί»[10].

26. Επιπρόσθετα, το ζήτημα για το κατά πόσο  το ευρωπαϊκό δίκαιο διέπει μόνο τις υποθέσεις που αφορούν στην ελευθερία κυκλοφορίας των ευρωπαίων πολιτών και δεν αφορά στις αντίστροφες διακρίσεις που τυχόν υφίστανται υπήκοοι κράτους μέλους βάσει τις νομοθεσίας του κράτους αυτού έχει απασχολήσει κατ΄ επανάληψη τη νομολογία του ΔΕΚ. Η θεσμοθέτηση στη Συνθήκη του Μάαστριχτ της ευρωπαϊκής ιθαγένειας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξάλειψη των αντίστροφων διακρίσεων.

27. Στα ζητήματα οικογενειακής ενότητας το ΔΕΚ έκανε το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση  αυτή στην απόφαση Surrinder Singh[11]. Στην υπόθεση αυτή το ΔΕΚ έκρινε ότι  η Βρετανίδα η οποία έχοντας παντρευτεί νόμιμα  στο Ηνωμένο Βασίλειο, εργάστηκε μερικά χρόνια στη Γερμανία με τον Ινδό σύζυγο της και στη συνέχεια επέστρεψε μαζί του στη χώρα προέλευσης της, μπορούσε να διεκδικήσει για το σύζυγο της  το δικαίωμα παραμονής  (στο Ηνωμένο Βασίλειο) κάτω από τους ίδιους όρους  όπως και στη Γερμανία. Ανεξάρτητα αν ο κ. Singh είχε δικαίωμα παραμονής σύμφωνα με τη Βρετανική νομοθεσία, αντλούσε τέτοιο δικαίωμα από την Οδηγία 73/148 ως σύζυγος κοινοτικού υπηκόου ο οποίος είχε προηγουμένως κάνει χρήση της ελευθερίας εγκατάστασης που του αναγνωρίζει η Συνθήκη.

28. Δέκα χρόνια αργότερα το ίδιο δικαστήριο, στην απόφαση Carpenter[12], απασχόλησε  το δικαίωμα παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο Φιλιπινέζας, συζύγου Βρετανού ο οποίος δεν είχε ποτέ μετακινηθεί σε άλλο κράτος μέλος, αλλά προσέφερε υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων κάποιες με αποδέκτες εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Το ΔΕΚ  έκρινε ότι ο Βρετανός ήταν πάροχος υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 49 ΣυνθΕΚ και συνεπώς  μπορούσε να διεκδικήσει για τη σύζυγο του δικαίωμα παραμονής  στη χώρα στην οποία ο ίδιος  ήταν εγκατεστημένος, ακόμη και αν επρόκειτο  για το ίδιο το κράτος προέλευσης του. Αυτή, η τάση γενίκευσης της δυνατότητας επίκλησης των κανόνων του δικαίου της ΕΕ έναντι  του κράτους προέλευσης του δικαιούχου βεβαιώνεται και στην απόφαση D´Hoop[13].

29. Σε μία ακόμα πιο πρόσφατη απόφασή, αλλά πριν ακόμα την εφαρμογή της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, το ΔΕΚ έλαβε παρόμοια θέση στο θέμα της επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του Ευρωπαίου πολίτη και των μελών της οικογένειάς του (που είναι υπήκοοι τρίτης χώρας)[14]. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Eind το δικαστήριο αποφάσισε ότι:

«1. Στην περίπτωση που κοινοτικός εργαζόμενος επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαιτεί από τις αρχές της χώρας αυτής να παραχωρήσουν δικαίωμα εισόδου και διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, μέλος οικογένειας του κοινοτικού εργαζομένου, για τον μόνο λόγο ότι στη κράτος μέλος φιλοξενίας (“host Member State) όπου ο τελευταίος ασκούσε επικερδή εργασία, ο υπήκοος τρίτης χώρας ήταν κάτοχος ισχύουσας άδειας παραμονής που εκδόθηκε βάση του Άρθρου 10 του Κανονισμού (ΕΟΚ) Αρ. 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, για την ελευθερία διακίνησης των εργαζομένων εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΟΚ) Αρ. 2434/92 της 27ης Ιουλίου 1992.

2. Όταν ένας εργαζόμενος επιστρέψει στο Κράτος Μέλος ιθαγένειάς του, μετά την άσκηση επικερδούς εργασίας σε άλλο Κράτος Μέλος, ένας υπήκοος τρίτης χώρας που είναι μέλος της οικογένειάς του, έχει δικαίωμα, βάση του Άρθρου 10 (1) (α) του Κανονισμού Αρ. 1612/68 όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό Αρ. 2434/92 ο οποίος εφαρμόζεται αναλογικά, να διαμένει στο Κράτος Μέλος  ιθαγένειας του εργαζομένου, ακόμα και όταν αυτός δεν συνεχίζει να έχει αποτελεσματική και γνήσια οικονομική δραστηριότητα. Το γεγονός ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας, που είναι μέλος οικογένειας ενός κοινοτικού εργαζομένου, δεν είχε, πριν τη διαμονή του στο Κράτος Μέλος όπου ο εργαζόταν ο κοινοτικός υπήκοος, δικαίωμα διαμονής στο Κράτος Μέλος ιθαγένειας του τελευταίου, δεν έχει κάποια σημασία για τον καθορισμό του δικαιώματος διαμονής του στο κράτος αυτό»[15]. (κράτος ιθαγένειας του κοινοτικού εργαζομένου).

30. Συναφής είναι και η προσέγγιση του ΔΕΚ στην υπόθεση Jia, η οποία αφορούσε την ερμηνεία (κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος) της Οδηγίας του Συμβουλίου 73/148/ΕΟΚ της 21ης Μαΐου 1973 για την κατάργηση των περιορισμών στη διακίνηση και διαμονή εντός της Κοινότητας υπηκόων των Κρατών Μελών αναφορικά με την εγκατάσταση και την παροχή υπηρεσιών και του άρθρου 43 της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων[16]. Ενδιαφέρουσα για τους σκοπούς της παρούσας Έκθεσης είναι η προσέγγιση του Δικαστηρίου που συνίσταται στο ότι «το κοινοτικό δίκαιο δεν απαιτεί από τα Κράτη Μέλη να θέτουν σαν προϋπόθεση χορήγησης άδειας διαμονής σε υπηκόους τρίτης χώρας, που είναι μέλη οικογένειας κοινοτικού υπηκόου[17] ο οποίος έχει ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης, την προηγούμενη νόμιμη διαμονή σε άλλος Κράτος Μέλος».

 

Η Υπουργική Εγκύκλιος και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου

 

31. Ο Υπουργός Εσωτερικών, με πρόσφατη επιστολή του (19 Ιανουαρίου 2009) προς τη Διευθύντρια του ΤΑΠΜ (19 Ιανουαρίου 2009) με θέμα την παραχώρηση άδειας παραμονής σε ανιόντες συζύγων Κυπρίων, υπηκόων τρίτων χωρών, προέβηκε  διαμέσου της αναφοράς σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε μία παρέμβαση προς την κατεύθυνση της ορθής εφαρμογής του νόμου και του σεβασμού τόσο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και του κοινοτικού δικαίου στην ευρύτητά του. Λόγω της σημασίας αυτής της παρέμβασης, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενο της επιστολής:

1. «Επιθυμώ να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και να επισημάνω σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων του περί του Δικαιώματος των πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στην Επικράτεια των Κρατών Μελών Νόμου του 2007, ότι, παρόλο που στον ορισμό του Ευρωπαίου πολίτη εξαιρείται ο Κύπριος πολίτης, αριθμός πρωτοβάθμιων Αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφαίνονται ότι «για σκοπούς ίσης αντιμετώπισης των Κυπρίων με τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών, δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε ότι τα δικαιώματα που έχουν συγγενείς των υπηκόων όλων των άλλων κρατών μελών, παρέχονται και στους συγγενείς των Κυπρίων». Σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο «μέλος της οικογένειας» σημαίνει τόσο τον/η σύζυγο πολίτη της Ένωσης, οι οποίοι είναι ηλικίας κάτω των 21 ετών, ή είναι συντηρούμενοι από αυτόν, καθώς και εκείνους της συζύγου του, αλλά επίσης και τους συντηρούμενους απευθείας ανιόντες πολίτη της Ένωσης, καθώς και εκείνους τους/ης συζύγου του. Ο εν λόγω νόμος προβλέπει ακόμα ότι «διευκολύνεται η είσοδος και διαμονή στη Δημοκρατία (ακόμα) και κάθε άλλου μέλους της οικογένειας, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς του, που δεν εμπίπτει στον όρο «μέλος της οικογένειας», εφόσον συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης που έχει πρωτογενές δικαίωμα διαμονής, ή συμβιώνει κάτω από την ίδια στέγη με τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης στη χώρα προέλευσης, ή εφόσον σοβαροί λόγοι υγείας καθιστούν απολύτως αναγκαία την προσωπική φροντίδα του εν λόγω μέλους της οικογένειας από τον πολίτη της Ένωσης και του συντρόφου με τον/ην οποίο/α ο πολίτης της Ένωσης έχει διαρκή σχέση δεόντως αποδεδειγμένη».

2. Με βάση τα πιο πάνω, έχοντας υπόψη επίσης την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και σεβασμού του οικογενειακού βίου, παρακαλώ όπως στο εξής οι σχετικές διατάξεις τυγχάνουν κατ΄αναλογία εφαρμογής και στην περίπτωση των Κυπρίων πολιτών, παντρεμένων με υπηκόους τρίτων χωρών, έτσι ώστε να υπάρχει, αφενός μεν συμμόρφωση με τις Αποφάσεις του Ανωτάτου, αφετέρου δε ίση μεταχείριση και αποφυγή δυσμενούς διάκρισης των Κυπρίων πολιτών, σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, στην ίδια τους την πατρίδα»[18].

32. Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να κάνω αναφορά και σε αντίστοιχη εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών της Ελληνικής Δημοκρατίας η οποία υποβλήθηκε σε όλες τις Διευθύνσεις Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες της χώρας και είχε ως θέμα την «εφαρμογή των διατάξεων του Π.Δ. 106/207 (ΦΕΚ 135/Α/21.6.2007) σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στην ελληνική επικράτεια των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους»[19]. Στην εν λόγω εγκύκλιο αναφέρεται ότι « στο ρυθμιστικό πεδίο του Π.Δ. 106/2007 δεν συμπεριλαμβάνονται οι υπήκοοι τρίτων χωρών, μέλη οικογένειας Έλληνα, που διαμένουν στην Ελλάδα, τον συνοδεύουν ή έρχονται να τον συναντήσουν. Το καθεστώς εισόδου και διαμονής των εν λόγω υπηκόων, εξακολουθεί να ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 61 εώς 64 του ν. 3386/05. Ωστόσο για λόγους ίσης μεταχείρισης και λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, τα οριζόμενα στο Π.Δ. 106/2007, έχουν ήδη ενσωματωθεί στις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 3386/05, οι οδηγίες της παρούσας εγκυκλίου, θα εφαρμοστούν αναλογικά και για τους υπηκόους τρίτων χωρών, μέλη οικογένειας Έλληνα, πλην των περιπτώσεων που αντικειμενικά δεν τυγχάνουν εφαρμογής για τα εν λόγω μέλη»[20]. 

33. Στο Β΄μέρος της Εγκυκλίου αναφέρονται τα σημεία στα οποία υπάρχουν διαφοροποιήσεις μεταξύ του καθεστώτος διαμονής των μελών οικογένειας πολίτη της Ένωσης και των μελών οικογένειας Έλληνα[21]. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν στη χώρα είτε με άδεια διαμονής για ένα από τους λόγους του νόμου ή με βεβαίωση υποβολής αίτησης για χορήγηση ή ανανέωση άδειας διαμονής ή με ειδική βεβαίωση νόμιμης διαμονής και κατά τη διάρκεια ισχύος των ανωτέρω νομιμοποιητικών εγγράφων συνάπτουν γάμο με Έλληνα, έχουν το δικαίωμα να αιτηθούν χορήγηση δελτίου διαμονής ως μέλη οικογένειας Έλληνα, ανεξαρτήτως της κατηγορίας της άδειας διαμονής που κατείχαν» ενώ «το σχετικό αίτημα μπορεί να υποβληθεί είτε κατά την ανανέωση της άδειας διαμονής που κατέχουν είτε κατά τη διάρκεια ισχύος της»[22]. Ταυτόχρονα ορίζεται ότι «εάν μαζί με τους ανωτέρω υπηκόους τρίτων χωρών που κατοχυρώνουν δικαίωμα διαμονής, ως μέλη οικογένειας, λόγω σύναψης γάμου με Έλληνα, διαμένουν ήδη, νόμιμα στην Ελλάδα, μέλη της οικογένειάς τους που […] εμπίπτουν στον ορισμό των μελών οικογένειας που μπορούν να κατοχυρώσουν δικαίωμα διαμονής […], έχουν τη δυνατότητα, εφόσον πληρούνται οι απαιτούμενες κατά περίπτωση προϋποθέσεις να αιτηθούν τη χορήγηση δελτίου διαμονής, ως μέλη οικογένειας Έλληνα»[23]. Ταυτόχρονα, το δικαίωμα διαμονής διατηρείται για τα μέλη οικογένειας Έλληνα και όταν αυτός αποβιώσει (και πριν ακόμα την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής) υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις[24]. 

34. Σε πρόσφατη του απόφαση[25], το Ανώτατο, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, εξέτασε το ζήτημα της μη ανανέωσης άδειας παραμονής σε συζύγους Κυπρίων πολιτών εκκρεμούσης της διαδικασίας διαζυγίου σε συνάρτηση με την εφαρμογή του περί του Δικαιώματος των πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στην Επικράτεια των Κρατών Μελών Νόμου του 2007. Στην υπόθεση αυτή το δικαστήριο επανέλαβε την προηγούμενη θέση του «ότι είναι αυτονόητο πως τα ίδια δικαιώματα που υπήκοοι άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν, προνοούνται και για τους Κυπρίους. Θα καταλήγαμε σε παράλογα αποτελέσματα αν ο Ελληνοκύπριος σύζυγος της αιτήτριας θα μπορούσε να ζήσει μαζί της σε οιανδήποτε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά να μην μπορεί να το πράξει στην ίδια του την πατρίδα. Παρά την καταχώρηση αίτησης διαζυγίου, ή ακόμα και τη διάσταση του ζεύγους, μέχρι την τελεσίδικη έκδοση διαζυγίου, παραμένουν σύζυγοι». Στη συνέχεια το Ανώτατο έκρινε ότι σε περίπτωση γάμου υπηκόου τρίτης χώρας με Κύπριο πολίτη, η άδεια παραμονής που χορηγήθηκε στην πρώτη, παραχωρείται για να καταστεί η δυνατή η διαμονή στην Κύπρο με τον σύζυγό της. Αυτό δε σημαίνει, όπως υπογραμμίστηκε, ότι η άδεια παραμονής θεωρείται ότι έχει ακυρωθεί όταν η διαμονή με το σύζυγο έχει διακοπεί. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση «η άδεια παραχωρείται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και αν η διοίκηση επιθυμεί για οιονδήποτε λόγο να την ανακαλέσει, θα πρέπει να το πράξει με αιτιολογημένη απόφαση». 

35. Επιπρόσθετα, σε προηγούμενη απόφασή του[26] το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε την ακύρωση του διατάγματος απέλασης αλλοδαπού συζύγου Ελληνοκυπρίας, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης για το αδίκημα της πλαστογραφίας. Το Δικαστήριο έκρινε την απόφαση της Διευθύντριας του ΤΑΠΜ ως μη επαρκώς αιτιολογημένη καθώς δεν εξετάστηκαν οι επιπτώσεις στο γάμο του αλλοδαπού με τη σύζυγό του, στη βάση των δικαιωμάτων που του παρέχονται τόσο από την ΕΣΔΑ όσο και από κοινοτικό κεκτημένο. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η απουσία προηγούμενης διαδικασία αμφισβήτησης της γνησιότητας του γάμου, ήταν ουσιαστικός παράγοντας που θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη πριν το ΤΑΠΜ προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος απέλασης.

36. Συναφής είναι και η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου αναφορικά με το αίτημα Σριλανκέζας υπηκόου παντρεμένης με Κύπριο υπήκοο να αφαιρεθεί το όνομά της από τον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων[27]. Συγκεκριμένα, η κυρία Kurumage, εισήλθε στην Κύπρο το 1999 και εργαζόταν νόμιμα ως φροντίστρια σε γηροκομείο, μέχρι το 2005. Στη συνέχεια και μετά την απόρριψη του αιτήματός της για χορήγηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος, η διαμονή της στην Κύπρο κατέστη παράνομη και η αιτήτρια τελικά απελάθηκε τον Ιούνιο του 2006. Τον Αύγουστο του 2006 σύναψε γάμο στη χώρα της με τον Κύπριο Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο (ηλικίας 80 χρονών) και το Δεκέμβριο του 2006 ζήτησε την αφαίρεση του ονόματός της από τον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων. Το αίτημά της απορρίφθηκε από τη Διευθύντρια του ΤΑΠΜ με την αιτιολογία ότι η αιτήτρια είναι απαγορευμένη μετανάστρια και ότι υπάρχει εύλογη υποψία ότι ο γάμος της με τον Κύπριο πολίτη «δεν είναι γνήσιος αλλά εξυπηρετεί άλλες σκοπιμότητες». Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της κυρίας Kurumage και του συζύγου της αναφέροντας, ανάμεσα στα άλλα, ότι το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (αρ. 15 του Σ/τος) «δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση πάνω στα κράτη να σεβαστούν την επιλογή για διαμονή παντρεμένων ζευγαριών ή να δεχθούν το “μη υπήκοο” για εγκατάσταση στο ενδιαφερόμενο κράτος». Συγχρόνως, με επίκληση προηγουμένων αποφάσεων του, το Δικαστήριο δήλωσε ότι «η απαγόρευση της εισόδου ενός προσώπου στη Δημοκρατία δεν συνιστά αυτόματα και το διαχωρισμό του από το άλλος σκέλος του» και ότι «έχει νομολογιακά κατοχυρωθεί ότι το δικαίωμα αλλοδαπού να παραμείνει στην επικράτεια μιας χώρας δεν διασφαλίζεται ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ούτε βέβαια από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, με επίκληση διατάξεων που προστατεύουν το θεσμό της οικογένειας». Το Ανώτατο απέρριψε την προσφυγή με την κατακλείδα πρόταση ότι «ο Κύπριος Κώστας Παπαδόπουλος ταξίδεψε στη Σρι Λάνκα όπου παντρεύτηκε την αιτήτρια και εφόσον η τελευταία έχει ήδη κηρυχθεί ως απαγορευμένη μετανάστρια και δεν δικαίωμα να έλθει στην Κύπρο, το ζευγάρι θα μπορούσε να επιλέξει ως χώρο διαμονής του τη Σρι Λάνκα, χωρίς έτσι να παραβιάζονται τα δικαιώματα της αιτήτριας».

 

Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

37. Πρωταρχικός σκοπός της Έκθεσης αυτής είναι, με βάση τις τρέχουσες εξελίξεις, να καταδείξει ακριβώς το νομικό παράδοξο που προκύπτει από την μέχρι τώρα, διαφορετική μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών ανάλογα με το αν είναι μέλη οικογένειας Ευρωπαίων ή Κυπρίων πολιτών. Το νομικό καθεστώς των συζύγων κυρίως, αλλά και άλλων μελών οικογένειας, Κυπρίων πολιτών, χαρακτηρίζεται από μία ιδιοτυπία καθώς ο καθορισμός του εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Λειτουργού Μετανάστευσης, η οποία άλλοτε κλίνει υπέρ και άλλοτε εις βάρος των ενδιαφερομένων. Η αντίφαση αυτή, η οποία εν πολλοίς οφείλεται στην ανυπαρξία ενός σαφούς θεσμικού πλαισίου χειρισμού τέτοιων υποθέσεων (τουλάχιστον πριν την κυκλοφορία της Εγκυκλίου του Υπουργού Εσωτερικών) αλλά και στην ύπαρξη αισθημάτων καχυποψίας και αμυντικότητας, οδηγεί συχνά σε άνιση μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών και συντείνει στην ανασφάλεια και αβεβαιότητα της νομικής τους υπόστασης στην Κυπριακή Δημοκρατία.

38. Με μία αυστηρή και δογματική εφαρμογή του νόμου 7 (1) 2007 προκύπτει ότι σε περίπτωση που Κύπριος πολίτης παντρεμένος με υπήκοο τρίτης χώρας, ασκώντας το δικαίωμα διακίνησης και εγκατάστασης σε κάποιο άλλο, εκτός Κύπρου, κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, π.χ. στην Ιταλία, τότε ο/η αλλοδαπός/ή σύζυγός του αποκτά δικαίωμα διαμονής στη χώρα εκείνη ενώ μπορεί επίσης βάση του νόμου να φέρει στην Ιταλία, τα δύο παιδιά από προηγούμενο γάμο του ή ακόμα και έναν από τους γονιούς του εφόσον εξαρτάται οικονομικά από αυτόν. Τα δικαιώματα αυτά υπάρχουν μόνο όσο η οικογένεια διαμένει στη δεύτερη Ευρωπαϊκή χώρα αλλά όχι και στην Κύπρο, τη χώρα ιθαγένειας του Ευρωπαίου πολίτη. Ο Κύπριος λοιπόν πολίτης απολαμβάνει το δικαίωμα οικογενειακής ζωής σε αυξημένο βαθμό στα υπόλοιπα 26 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις τρεις χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Νορβηγία, Ισλανδία και Λιχτενστάιν) και στην Ελβετία, παρά στην ίδια του τη χώρα[28]! Είναι γεγονός ότι το παράδοξο αυτό δεν αφορά μόνο την Κύπρο αλλά και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο σημείο αυτό προκύπτει εύλογα το ερώτημα πότε μπορεί η οικογένεια να επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειας του Ευρωπαίου πολίτη. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το ΔΕΚ διατύπωσε τη θέση ότι η οικογένεια μπορεί να επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειας του Ευρωπαίου πολίτη αφού αυτός άσκησε το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης σε δεύτερη ευρωπαϊκή χώρα.

39. Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι ένας Κύπριος πολίτης, «ενθαρρύνεται» να εγκατασταθεί με την οικογένειά του (τα μέλη της οποίας έχουν την υπηκοότητα τρίτης χώρας) σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης για να απολαύσει εκεί το δικαίωμα της οικογενειακής επανένωσης και να επιστρέψει στη συνέχεια στη Κύπρο. Όσον αφορά τώρα τη διάρκεια που απαιτείται να παραμείνει η οικογένεια στη δεύτερη ευρωπαϊκή χώρα, το ΔΕΚ δεν έχει σαφώς τοποθετηθεί: εφόσον όμως η άσκηση οικονομικής δραστηριότητας από Κύπριο πολίτη στο άλλο κράτος μέλος ήταν γνήσια, οι λόγοι της αρχικής του εγκατάστασης εκεί δεν έχουν σημασία.

40. Αν και δεν υπάρχει υποχρέωση της διοίκησης να υποδεικνύει το κατάλληλο νομικό καθεστώς για το οποίο κάποιος νομιμοποιείται να υποβάλει αίτηση, προκύπτει εντούτοις το νομικό παράδοξο το ζήτημα του καθεστώτος «visitor» ενός υπηκόου τρίτης χώρας που είναι μέλος οικογένειας Κύπριου πολίτη. Το παράδοξο αυτό είναι πιο προφανές στην περίπτωση της κυρίας B. που «συγκέντρωσε» 6 χρόνια νόμιμης παραμονής «επισκεπτόμενη» τις κόρες της και τις οικογένειές τους. Όπως προαναφέρθηκε, η κυρία B. είναι μητέρα, δηλαδή απευθείας ανιούσα, δύο συζύγων Κυπρίων πολιτών, η μία εκ των οποίων έχει επίσης αποκτήσει την Κυπριακή ιθαγένεια. Από το γράμμα του νόμου, προκύπτει ότι αν για το διάστημα αυτό παρέμενε στην Κύπρο ως πεθερά Ευρωπαίού πολίτη, θα απολάμβανε όλα τα δικαιώματα παραμονής όπως περιγράφονται στο οικείο νομικό πλαίσιο. Αντί αυτού, η νόμιμη και συνεχής εξάχρονη παραμονή της στην Κύπρο, στη βάση του πρώτου βαθμού συγγένειάς της με συζύγους Κυπρίων πολιτών, εκλαμβάνεται ως απλή «επίσκεψη» και δεν προσμετρά σε τυχόν αιτήματά για ένα πιο ασφαλές νομικό καθεστώς. Την ίδια στιγμή πεθερά Ευρωπαίου πολίτη που διαμένει στην Κύπρο για το ίδιο (ή και μικρότερο) χρονικό διάστημα μπορεί αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής. Οι δε συνεχείς ανανεώσεις της άδειας παραμονής αναμφισβήτητα δημιούργησαν στην παραπονούμενη την πεποίθηση για συνέχιση της παραμονής της στη χώρα στη βάση των οικογενειακών της δεσμών.

41. Το ίδιο παράδοξο ισχύει και για την κυρία D., τη χήρα Κύπριου πολίτη. Είναι πραγματικά δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πως η εν λόγω κυρία θα είχε, υπό προϋποθέσεις έστω, δικαίωμα διαμονής στην Κύπρο αν ο αποθανών σύζυγός της ήταν Γάλλος, Γερμανός ή είχε κάποια άλλη από τις 26 υπηκοότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά το δικαίωμα αυτό αναιρείται γιατί ο σύζυγός της ήταν Κύπριος.

 

ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – EIΣΗΓΗΣΕΙΣ

 

42. Οι νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις σε ευρωπαϊκό αλλά και σε εθνικό επίπεδο, έχουν καθιερώσει ένα διευρυμένο  και πολύμορφο πλαίσιο προστασίας του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκατάστασης των Ευρωπαίων πολιτών και των μελών της οικογένειάς τους σε συνδυασμό με το φαινόμενο της μετανάστευσης προσδίδουν στην αρχή της οικογενειακής ενότητας ακόμα μεγαλύτερη σημασία και ένα συνεχώς εξελισσόμενο χαρακτήρα. Όπως διαφαίνεται από τα όσα αναφέρω πιο πάνω, υπάρχει πλέον ένα συνεκτικό κανονιστικό πλαίσιο βάση του ευρωπαϊκού κεκτημένου, που επιτρέπει την είσοδο και διαμονή στην Κύπρο, των μελών της οικογένειας τόσο του Ευρωπαίου πολίτη όσο και του πολίτη τρίτης χώρας[29] που διαμένει νόμιμα στην Κύπρο προκειμένου να διατηρηθεί η ενότητα της οικογένειάς. Η διοίκηση λοιπόν οφείλει να συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύει και να επιτρέπει την ομαλή ανάπτυξη των οικογενειακών δεσμών.

Όσον αφορά στην ανταπόκριση του δικαιικού και κανονιστικού μας πλαισίου στις εξελίξεις αυτές, όπως έχω υπογραμμίσει επανειλημμένα στο παρελθόν, η αυξανόμενη μετανάστευση και οι γενικότερες κοινωνικές εξελίξεις συνέτειναν στη δημιουργία νέων μορφών οικογενειακών σχέσεων, οι οποίες οφείλουν να αντιμετωπίζονται με βάση τις σύγχρονες αρχές προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την «κοινοτικοποίηση» της αρχής της οικογενειακής ενότητας. Στα πλαίσια αυτά, η διαφορετική και συχνά δυσμενής μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι μέλη οικογένειας Κυπρίων πολιτών (δεδομένου ότι ο νόμος εξαιρεί τον Κύπριο πολίτη από τον ορισμό του Ευρωπαίου πολίτη) δεν είναι πλήρως εναρμονισμένη με το σύνολο του κανονιστικού πλαισίου που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην οικογενειακή ενότητα και συνιστά ανεπίτρεπτη διάκριση σε βάρος των Κυπρίων πολιτών.

43. Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρω δεν μπορεί παρά να χαιρετισθεί ως ιδιαιτέρως θετική  η πρωτοβουλία και η εγκύκλιος του Υπουργού Εσωτερικών για ρύθμιση του τρόπου χειρισμού των θεμάτων που αφορούν στην άδεια παραμονής μελών οικογένειας Κυπρίων πολιτών. Αναμφισβήτητα η εγκύκλιος του Υπουργού  συγκλίνει ουσιαστικά με τις εξελίξεις που αναφέρω πιο πάνω, ενώ  η εφαρμογή της θα οδηγήσει σε περαιτέρω ενδυνάμωση της προστασίας του δικαιώματος οικογενειακής ζωής.  Ταυτόχρονα, θα οδηγήσει σε ίση μεταχείριση των Κυπρίων πολιτών και των μελών των οικογενειών τους.  

44. Οφείλω όμως να σημειώσω ότι  η υλοποίηση της εγκυκλίου αυτής συντελείται  σε ένα εγχώριο θεσμικό πλαίσιο και μια διοικητική πρακτική που δεν καθιστά υποχρεωτικό το σεβασμό της επιλογής για διαμονή στην Κύπρο ημεδαπών που είναι παντρεμένοι με υπηκόους τρίτων χωρών. Μάλιστα, από τη συσσωρευμένη εμπειρία του Γραφείου μου η νομική κατάσταση των ζευγαριών και των οικογενειών αυτών  αντιμετωπίζεται με ασαφείς διαδικασίες με προφανείς τους κινδύνους αυθαιρεσιών και αδικαιολόγητων διακρίσεων[30]. Ενδεικτική της κατάστασης αυτής είναι και η περίπτωση Κύπριας πολίτιδας παντρεμένης στην Κύπρο με Σύριο το όνομα του οποίου βρίσκεται στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων λόγω προηγούμενης παράνομης διαμονής.  Κατά τη διάρκεια εξέτασης της αίτησής του Σύριου συζύγου για χορήγηση άδειας παραμονής, εστάλη επιστολή στην Κύπρια σύζυγό του με την οποία καλείται να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να ζήσει με το σύζυγό της στη Συρία. Η εν λόγω υπόθεση αποτελεί αντικείμενο έρευνας στο Γραφείο μου μετά από υποβολή σχετικού παραπόνου (Α/Π 353/09). 

45. Για την εξάλειψη των προβλημάτων αυτών και για την πληρέστερη ανταπόκριση και εναρμόνιση με τις αρχές που διέπουν τη θετική ρυθμιστική παρέμβαση του Υπουργού θεωρώ ότι  υπό τις ίδιες επιφυλάξεις και αρχές που ισχύουν για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες και τα μέλη των οικογενειών τους που διαμένουν στην Κύπρο είναι λογικό και οι Κύπριοι πολίτες που έχουν τελέσει γάμο με αλλοδαπούς/ες να αποκτούν δικαίωμα  παραμονής στην Κύπρο.

46. Εισήγηση μου είναι όπως ο Υπουργός Εσωτερικών, στον οποίον υποβάλλω αντίγραφο της Έκθεσης μου, εξετάσει το ενδεχόμενο λήψης συγκεκριμένων μέτρων σε θεσμικό, νομικό  ή  κανονιστικό επίπεδο με το οποία θα επεκτείνονται και στους Κυπρίους πολίτες, που είναι παντρεμένοι με υπηκόους τρίτων χωρών, οι εγγυήσεις προστασίας της οικογενειακής ζωής. Μια τέτοια εξέλιξη, θα αποτελέσει πραγμάτωση του σκοπού της ρυθμιστικής παρέμβασης του Υπουργού και θα οδηγήσει σε μία ολοκληρωμένη διασφάλιση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή. Συγχρόνως, θα προσδώσει νέο ερμηνευτικό προσανατολισμό, θα εμπλουτίσει και θα διευρύνει περισσότερο με νέο περιεχόμενο το δικαίωμα της οικογενειακής ζωής.

Άλλωστε, αυτό επιτάσσουν οι αρχές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις που παραθέτω πιο πάνω, με βάση τις οποίες στο δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής δεν αρμόζει μόνο ένα αρνητικό περιεχόμενο, με την έννοια της απαγόρευσης επέμβασης με κρατικά μέτρα, αλλά και στην υποχρέωση λήψης των κατάλληλων κρατικών μέτρων για συνένωση της οικογένειας. Ενδεχομένως, μια αντιμετώπιση στη βάση του ελληνικού προτύπου, όπως αυτό αναφέρθηκε πιο πάνω και ειδικότερα στη βάση μιας καταρχήν ίσης μεταχείρισης των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι μέλη οικογένειας πολίτη της Ένωσης και των μελών οικογένειας Έλληνα και ενός συνακόλουθου καθορισμού των σημείων στα οποία υπάρχουν αντικειμενικές διαφοροποιήσεις, να μπορέσει να εφαρμοστεί και στην Κύπρο για την αντιμετώπιση συναφών ζητημάτων.

47. Εισηγούμαι τέλος όπως η αρμόδια αρχή εξετάσει προς την ίδια  κατεύθυνση τόσο τα συγκεκριμένα παράπονα που αναφέρθηκαν στην παρούσα Έκθεση, εφόσον βέβαια τα πρόσωπα που τα υπέβαλαν αποταθούν στο αρμόδιο Τμήμα, όσο και παρόμοιες υποθέσεις που έχουν ανακύψει ή θα ανακύψουν στο μέλλον.

 

Ηλιάνα Νικολάου

Επίτροπος Διοικήσεως

και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 

Υποσημειώσεις και Παραπομπές:


[1] Έκθεση Επιτρόπου Διοίκησης με θέμα «Το δικαίωμα εισόδου και παραμονής πολίτη τρίτης χώρας που είναι σύζυγος ή σύντροφος Κυπρίου ή Ευρωπαίου πολίτη», Λευκωσία, Σεπτέμβριος 2007

[2] Όπως φαίνεται από το φάκελο της παραπονούμενης, η δεύτερη κόρη της, Hanna Lishshuk (Α2001-06633) είναι παντρεμένη με τον Παρασκευά Χριστοδούλου και διαμένουν στη Λεμεσό.

[3] Moustaquim v Belgium, 18 Φεβρουαρίου 1991, App. no. 12313/86

  Beldjoudi v France, 26 Μαρτίου 1992, App. no. 12083/86

 Berrehab v The Netherlands, 21 Ιουνίου 1988, App. no. 10730/84

 Keles v Germany, 27 Οκτωβρίου 2005, App. no. 32231/02

[4] Boultif v. Switzerland, 2 Αυγούστου 2001, App. No. 54273/00

Sen v. The Netherlands, 21 Δεκεμβρίου 2001, App. No. 31465/96

Amrollahi v, Denmark, 11 Ιουλίου 2002, App. No. 56811/00

Yildiz v. Austria, 31 Οκτωβρίου 2002, App. No.37295/97

[5] Nicola Rogers, “ Immigration and the European Convention on Human Rights: Are new principles emerging?”, p. 64,  [2003], E.H.R.L.R., Issue1, Sweet & Maxwell Ltd, 2003

[6] Δικός μου τονισμός

[7] Αντίστοιχα ο νόμος 7 (Ι) 2007, στο άρθρο 2, εξαιρεί από τον ορισμό του Ευρωπαίου πολίτη τον Κύπριο πολίτη.

[8] «Δελτίο Διαμονής μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ένωσης» (άρθρο 12)

[9] Case C-127/08, Judgment of the Court (Grand Chamber), 25 July 2008

[10] Παρα. 92, (ελεύθερη μετάφραση από το αγγλικό κείμενο)

[11] C-370/90 Singh [1992), ECR I-4265

[12] Carpenter v the Secretary of State, Case C-60/00, ECJ judgment of July 11, 2002

[13] Marie – Nathalie  D´Hoop v. Office national de l’emploi, Case C-224/98, ECJ Judgment of July 11, 2002

[14] C-291/05, Minister voor Vreemdelingenzaken en Integratie v. R.N.G. Eind, Judgement of the Court, 11 December 2007

[15] Δική μου μετάφραση από το αγγλικό κείμενο της απόφασης

[16] C-1/05, Yunying Jia v. Migrationsverket, Judgment of the Court, 9 January 2007

[17] Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω υπόθεση αφορούσε Κινέζα υπήκοο, μητέρα συζύγου, δηλαδή πεθερά, Γερμανίδας υπηκόου που ήταν αυτό-εργοδοτούμενη στη Σουηδία

[18] Τονισμός σύμφωνα με την αρχική επιστολή

[19] Εγκύκλιος αριθ. 10, Α.Π. 4174, Ελληνική Δημοκρατία, Υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διεύθυνση Μεταναστευτικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ένταξης, Διεύθυνση Μεταν/κής πολιτικής, Τμήμα Νομοθετικού Συντονισμού.

Το Π.Δ. 106/207 ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο την Οδηγία 2004/38/ΕΚ

[20] Υπάρχον τονισμός στο ίδιο το κείμενο της εγκυκλίου

[21] Για σκοπούς άμεσης αναφοράς, η εγκύκλιος επισυνάπτεται σαν παράρτημα Α της παρούσας έκθεσης

[22] Ibid υποσημ. αρ.18, σελ. 24, 25

[23] Ibid

[24] Ibid, σελ. 27

[25] Svetlana Shalaeva v. Κυπριακής Δημοκρατίας (μέσω Υπουργού Εσωτερικών και Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης), 7 Απριλίου 2008, Υποθ. Αρ. 824/2005

[26] Ahmad Houssein Yakhini κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (μέσω της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης), 4 Απριλίου 2007, Υποθ. Αρ. 136/06

[27] Gnanawathie Kurumage και Κώστας Παπαδόπουλος v. Κυπριακής Δημοκρατίας (μέσω της Διευθύντριας του ΤΑΠΜ), 5 Δεκεμβρίου 2008, Υποθ. Αρ. 673/2007

[28] Στη συμφωνία ΕΟΧ συμμετέχουν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) (Ισλανδία, Λιχτενστάιν και Νορβηγία εκτός από την Ελβετία) και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1994

[29] Βάση της Οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης.

 

Migrants_Are_Not_Alone

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!