ga('send', 'pageview');

The_Racist_Is_The_Other

 

Αρ. Φακέλου Καταγγελιών: AK 168/2008, AK 199/2008, ΑΚ 80/2009, AK 43/2010, AK 48/2010, AK 93/2010, AK 114/2010, AΠ 2358/2010

Λευκωσία, 1η Νοεμβρίου, 2011

 

Έκθεση Αρχής κατά των Διακρίσεων αναφορικά με το χειρισμό αιτήσεων για έκδοση εγγράφων διαμονής («βεβαιώσεων εγγραφής») στη βάση της νομοθεσίας που διέπει την διαμονή των ευρωπαίων πολιτών στην Κύπρο, σε Έλληνες υπηκόους οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο νόμιμα πριν την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση

 

Προϊστάμενος: Άριστος Τσιάρτας

Ερευνών Λειτουργός: Γιώργος Κακότας

 

Αντικείμενο Καταγγελιών

 

[1] Αριθμός καταγγελιών υποβλήθηκαν στο Γραφείο μου τα τελευταία χρόνια από Έλληνες υπηκόους που εγκαταστάθηκαν νόμιμα στην Κύπρο πριν την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε σχέση με την άρνηση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης να τους παραχωρήσει καινούργια έγγραφα διαμονής («βεβαιώσεις εγγραφής») στη βάση της νομοθεσίας που διέπει την διαμονή των ευρωπαίων πολιτών στην Κύπρο.

Η στάση του Τμήματος βασίστηκε/βασίζεται στο ότι οι καταγγέλλοντες θεωρήθηκαν/θεωρούνται ότι δεν είχαν/έχουν επαρκείς οικονομικούς πόρους συντήρησης για τους ίδιους ή τις οικογένειές τους και αποτελούσαν/αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το Κυπριακό κράτος.

[2] Αν και κάποιες από τις καταγγελίες υποβλήθηκαν κατά ενεργειών άλλων υπηρεσιών – συγκεκριμένα κατά του Υπουργείου Υγείας για τη μη παραχώρηση ή ανανέωση ταυτοτήτων νοσηλείας και κατά των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας για τη μη παραχώρηση ή διακοπή δημοσίων βοηθημάτων – από τη διερεύνηση τους προέκυψε ότι το πρόβλημα πρόσβασης των καταγγελλόντων στις πιο πάνω υπηρεσίες εδραζόταν στο γεγονός ότι δεν είχαν εξασφαλίσει  βεβαίωση εγγραφής για ευρωπαίους πολίτες από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Το συγκεκριμένο έγγραφο, ουσιαστικά, βεβαιώνει ότι ο ευρωπαίος πολίτης κάτοχός της έχει δικαίωμα διαμονής στην Κύπρο για περίοδο που υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

Γενικά, η μη κατοχή των συγκεκριμένων εγγράφων,  είχε/έχει ως αποτέλεσμα οι επηρεαζόμενοι να αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης σε συγκεκριμένες υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας της Δημοκρατίας, στις οποίες δικαιούχοι με βάση το νόμο είναι και οι ευρωπαίους πολίτες που διαμένουν νόμιμα στην Κύπρο.

 

 ● Συνοπτική περιγραφή καταγγελιών

 

ΑΚ 168/2009 και ΑΚ 199/2009

 

[3] Στην Αρχή κατά των Διακρίσεων, υποβλήθηκε καταγγελία εκ μέρους της Ομάδας Αναξιοπαθούντων Ελλήνων Πολιτών που διαμένουν στην Κύπρο, αναφορικά με το ότι δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν κάρτα νοσηλείας και συνακόλουθα δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (ΑΚ 168/2009). Με την καταγγελία μάς διαβιβάστηκε κατάλογος 44 ηλικιωμένων απόρων ή/ και ασθενών ομογενών, με ελληνική υπηκοότητα, που διέμεναν/διαμένουν στην Κύπρο με άδεια επισκέπτη απεριόριστης διάρκειας, και, των οποίων, τα αιτήματα για απόκτηση κάρτας νοσηλείας είχαν απορριφθεί. Σε κάποιες από τις περιπτώσεις αυτές, παράλληλα με το πρόβλημα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ανέκυπτε και θέμα μη δυνατότητας πρόσβασής τους στις υπηρεσίες ευημερίας και στα δημόσια βοηθήματα.

Ανάλογου περιεχομένου καταγγελία υπέβαλε τον Αύγουστο του 2008 εκπρόσωπος του Συλλόγου «Άγιος Τύχωνας», εκ μέρους της οικογένειας αποβιώσασας ομογενούς με ελληνική υπηκοότητα, της οποίας τα μεγάλα έξοδα νοσηλείας στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου – επειδή δεν μπορούσε να εξασφαλίσει κάρτα νοσηλείας και δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψης – αξιώνονταν από την οικογένειά της (ΑΚ 199/2008).

[4] Από τη διερεύνηση των παραπόνων προέκυψε ότι τα προβλήματα πρόσβασης των καταγγελλόντων στη δημόσια υγεία και στις υπηρεσίες ευημερίας, προέκυπταν από το γεγονός ότι δεν είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν και να προσκομίσουν στις αρμόδιες υπηρεσίες βεβαίωση εγγραφής στο Τμήμα Μετανάστευσης ως Ευρωπαίων πολιτών που διαμένουν στην Κύπρο. Ο λόγος για αυτό, όπως πληροφορήθηκαν, ήταν ότι δεν πληρούσαν την προϋπόθεση  της νομοθεσίας να έχουν επάρκεια πόρων συντήρησης.

[5]    Τον Ιούλιο του 2008 ο Πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο, σε συνάντηση του με τον Υπουργό Υγείας, έθεσε το θέμα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των ανασφάλιστων ηλικιωμένων Ελλήνων πολιτών που διαμένουν μόνιμα στην Κύπρο, και του προσκόμισε σχετικό κατάλογο  στον οποίο περιλαμβάνονταν τα 44 πρόσωπα γα τα οποία υποβλήθηκε η καταγγελία. Τελικά, το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συνεδρία στις 15 Ιανουαρίου 2009, ενέκρινε την παροχή δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στα κρατικά νοσηλευτήρια και στους 44 Έλληνες πολίτες του καταλόγου, σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των περί Κυβερνητικών Ιατρικών Ιδρυμάτων και Υπηρεσιών (Γενικών) Κανονισμών [1]. Για την περίπτωση δε της καταγγελίας ΑΚ 199/2008, το οφειλόμενο ποσό νοσηλείας της αποβιώσασας ομογενούς διαγράφηκε αργότερα με απόφαση του Υπουργού.

 

ΑΚ 80/2009

 

[6] Η κ. Μ.Π, Ελληνίδα υπήκοος που διαμένει μόνιμα με την οικογένεια της στην Κύπρο, υπέβαλε καταγγελία κατά του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.  Η καταγγελία αφορούσε στην απόρριψη αίτησης που υπέβαλε το Νοέμβριο του 2009 ο σύζυγός της (EU09-14659), για να εκδοθούν «βεβαιώσεις εγγραφής» για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του.

Οι καταγγέλλοντες διαμένουν στην Κύπρο από το 2002 μαζί με τα τέσσερα παιδιά τους, δύο εκ των οποίων γεννήθηκαν εδώ. Όταν υποβλήθηκε η καταγγελία,  η κ. Μ.Π. ήταν πέντε μηνών έγκυος και, λόγω της μη έκδοσης «βεβαίωσης εγγραφής» δεν μπορούσε να ανανεώσει την ταυτότητα νοσηλείας της και δεν είχε  πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη η οποία της ήταν απαραίτητη λόγω της εγκυμοσύνης της . Επίσης, εκείνη την περίοδο, και οι δύο καταγγέλλοντες ήταν άνεργοι λόγω, όπως υποστήριξαν, προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζαν. Η αίτηση απορρίφθηκε από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης επειδή η οικογένεια δεν είχε «πόρους συντήρησης» [2].

[7] Με επιστολή μας το Δεκέμβριο του 2009 ζητήσαμε από τη Διευθύντρια του Τμήματος να σχολιάσει τους ισχυρισμούς της κ. Μ.Π. και να μας ενημερώσει κατά πόσο η συγκεκριμένη περίπτωση, όπως εξελίχθηκε, θα μπορούσε να τύχει επανεξέτασης στη βάση συγκεκριμένης διάταξης του Νόμου που διέπει την διαμονή των ευρωπαίων πολιτών στην Κύπρο η οποία τους εξαιρεί, εφόσον συμπληρώσουν πέντε χρόνια διαμονής, από την προϋπόθεση να έχουν επαρκείς πόρους συντήρησης [3] (βλ. παρ. [21]). Η εν λόγω επιστολή, παρά και την αποστολή γραπτής υπενθύμισης, δεν απαντήθηκε.

[8] Αντιθέτως, το Υπουργείο Υγείας, ανταποκρινόμενο σε σχετικό αίτημα του Γραφείου μας, παραχώρησε, δύο φορές, ταυτότητα νοσηλείας στην κ. Μ.Π, με ισχύ μερικών μηνών κάθε φορά, έως ότου ολοκληρωθεί η εξέταση του θέματος.

 

ΑΚ 43/2010

 

[9] Ο κ. Θ.Κ.(ARC 5275463), ομογενής με ελληνική υπηκοότητα, υπέβαλε το Φεβρουάριο του 2010 καταγγελία σε σχέση με απόρριψη του αιτήματός του για δημόσιο βοήθημα, λόγω του ότι δεν είχε ακόμη εγκριθεί αίτηση του να εγγραφεί από το Τμήμα Μετανάστευσης ως ευρωπαίος πολίτης που διαμένει στην Κύπρο. Ο καταγγέλλων εγκαταστάθηκε στην Κύπρο το 1994 και το 1996 εξασφάλισε «προσωρινή άδεια εργασίας», απεριορίστου όμως διάρκειας (validity: for so long). Στην Κύπρο ζουν επίσης η σύζυγος και το ανήλικο παιδί του, οι οποίοι έχουν εγγραφεί ως ευρωπαίοι πολίτες.

Λειτουργός του Γραφείου μου πληροφορήθηκε από την εμπλεκόμενη υπηρεσία ότι ο λόγος που η αίτηση του κ. Θ.Κ. δεν εγκρινόταν ήταν το ότι δεν εργαζόταν και δεν είχε πόρους συντήρησης. Όπως ο ίδιος, όμως, ανέφερε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν μπορούσε να εργαστεί επειδή ήταν ενταγμένος σε πρόγραμμα απεξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες.

 

ΑΚ 48/2010

 

[10] H κ. Ε. Α. (EU07-04628), Ελληνίδα υπήκοος, υπέβαλε καταγγελία σε σχέση με την ενέργεια των υπηρεσιών ευημερίας να διακόψουν, το 2008,  το δημόσιο βοήθημα που της παραχωρούσαν  από το 1996, επειδή το Τμήμα Μετανάστευσης απέρριψε το αίτημά της για «βεβαίωση εγγραφής».  Από στοιχεία που διαβιβάστηκαν στο Γραφείο μου, φαίνεται ότι τα δεδομένα  της περίπτωσης της καταγγέλλουσας είναι τα ακόλουθα:

α)   Είναι ηλικίας 60 περίπου ετών και πάσχει από ολική τύφλωση και στα δύο της μάτια. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από πατέρα με ελληνική υπηκοότητα και μητέρα με κυπριακή υπηκοότητα. Η ίδια έχει ελληνική υπηκοότητα. Το 1993 μετακόμισε  στην Κύπρο μαζί με τους γονείς της και έκτοτε διαμένει στη Λεμεσό.

β)  Το 1994, λόγω της αναπηρίας της, άρχισε να λαμβάνει δημόσιο βοήθημα.  Η παροχή του βοηθήματος συνεχίστηκε αδιάλειπτα για 12 περίπου χρόνια και διακόπηκε το 2006 επειδή, όπως της λέχθηκε από τις υπηρεσίες ευημερίας, δεν είχε κυπριακή υπηκοότητα. Επιπρόσθετα, για να αποκατασταθεί το βοήθημα, της ζητήθηκε να προσκομίσει «βεβαίωση εγγραφής» από το Τμήμα Μετανάστευσης, όπως προβλέπει η νομοθεσία  για Ευρωπαίους πολίτες που διαμένουν στην Κύπρο.

γ) Ακολούθως, με τη βοήθεια συγγενικού της προσώπου, μιας και οι δύο γονείς της έχουν στο μεταξύ αποβιώσει, απευθύνθηκε στο Τμήμα μετανάστευσης για να εξασφαλίσει «βεβαίωση εγγραφής».   Το αίτημά της όμως απορρίφθηκε το Φεβρουάριο του 2008 με τη αιτιολογία ότι δεν έχει πόρους συντήρησης.  Στη σχετική επιστολή του Τμήματος [4], αναφέρονταν τα ακόλουθα:

«… η αίτηση σας ..(για έκδοση βεβαίωσης εγγραφής).. έχει απορριφθεί καθ’ ότι δεν έχετε παρουσιάσει πόρους συντήρησης και ανανεωμένο διαβατήριο ή ταυτότητα.

Ενόψει των πιο πάνω παρακαλείσθε όπως αναχωρήσετε από την Δημοκρατία.»

[11]  Με επιστολή, το Μάιο του 2010, το Γραφείο μας ενημέρωσε το Τμήμα Μετανάστευσης για την καταγγελία και ζήτησε να ενημερωθεί για του λόγους που η συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιολογήθηκε στη βάση διάταξης του Νόμου που διέπει την διαμονή των ευρωπαίων πολιτών στην Κύπρο σύμφωνα με την οποία, εφόσον συμπληρώσουν πέντε χρόνια διαμονής, εξαιρούνται από την προϋπόθεση να έχουν επαρκείς πόρους συντήρησης [5] (βλ. παρ. [21]). Ζητήσαμε, επίσης, να πληροφορηθούμε  κατά πόσο η καταγγέλλουσα θα μπορούσε, με έρεισμα είτε την κυπριακή της καταγωγής είτε την πολυετή παραμονής της στην Κύπρο, να  καθοδηγηθεί να υποβάλει αίτηση για να αποκτήσει την ιδιότητα του Κύπριου πολίτη, στη βάση των προνοιών της  περί αρχείου πληθυσμού νομοθεσίας.

Τον Ιούλη του 2010 λάβαμε απαντητική επιστολή [6] στην οποία αναφερόταν ότι «το Τμήμα αναμένει ολοκληρωμένη έκθεση από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας αναφορικά με την οικονομική κατάσταση» της κ. Ε. Α. και ότι θα μας ενημέρωναν για το αποτέλεσμα. Έκτοτε, δεν είχαμε οποιαδήποτε ενημέρωση από το Τμήμα για την υπόθεση.

 

ΑΚ 93/2010

 

[12] Ο κ. Σ.Μ (EU05-06254), ομογενής με ελληνική υπηκοότητα, υπέβαλε καταγγελία αναφορικά με τη διακοπή του δημοσίου βοηθήματος που ελάμβανε.

Ο καταγγέλλων ζει στην Κύπρο από το 2003 μαζί με τη σύζυγό του. Αρχικά τους παραχωρήθηκαν άδειες παραμονής μισθωτού και επισκέπτη, αντίστοιχα, απεριορίστου διάρκειας. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει, ούτε ο ίδιος ούτε η σύζυγός του είναι σε θέση να εργαστούν λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας και για το λόγο αυτό, κατά τα πρώτα χρόνια διαμονής τους στην Κύπρο συντηρούνταν οικονομικά από τον ενήλικο γιο τους. Σε μεταγενέστερο στάδιο, περί το Νοέμβρη του 2006, εξασφάλισαν άδειες διαμονής στη βάση της νομοθεσίας που τότε ρύθμιζε την εγκατάσταση των ευρωπαίων πολιτών [7]. Οι άδειες αυτές, όμως, παραχωρήθηκαν μετά που ο γιος τους ανέλαβε γραπτή δέσμευση συντήρησής τους.

Για κάποιες περιόδους στους καταγγέλλοντες παραχωρήθηκαν δημόσια βοηθήματα τα οποία, όμως, τερματίστηκαν τελικά το Δεκέμβριο του 2009, όταν οι υπηρεσίες ευημερίας πληροφορήθηκαν για το καθεστώς διαμονής τους και την προϋπόθεση υπό την οποία τους παραχωρήθηκαν οι άδειες παραμονής.

 

ΑΚ 114/2010

[13] Η κ. Α. Α. (EU10-03523), ελληνίδα υπήκοος, παντρεμένη με Κύπριο πολίτη εδώ και 24 χρόνια και μητέρα δύο παιδιών που έχουν κυπριακή υπηκοότητα, υπέβαλε καταγγελία αναφορικά με απόρριψη, τον Αύγουστο του 2010, αίτησης της για έκδοση «βεβαίωσης εγγραφής».

H καταγγέλλουσα απευθύνθηκε στο Τμήμα μετανάστευσης για να εξασφαλίσει τη βεβαίωση, επειδή της είχε ζητηθεί από το Υπουργείο Υγείας, για σκοπούς έκδοσης ταυτότητας νοσηλείας. Η αίτηση απορρίφθηκε τελικά επειδή, στο μεταξύ, σταμάτησε να εργάζεται στον εργοδότη που δήλωσε στην αίτηση. Στη σχετική επιστολή [8], το Τμήμα, αφού ενημερώνει την κ. Α.Α. για το λόγο απόρριψης, την παρακαλεί να διευθετήσει την παραμονή της με βάση το νόμο που διέπει την παραμονή των ευρωπαίων πολιτών (Ν. 7(I)/2007), καταλήγοντας ότι «διαφορετικά, θα ληφθούν μέτρα με βάση τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου.»

 

ΑΠ 2358/2010

 

[14] Ο κ. Κ.Γ., έλληνας υπήκοος, εγκαταστάθηκε νόμιμα στην Κύπρο το 1999 και δραστηριοποιήθηκε επιχειρηματικά. Όπως αναφέρει, αρχικά, η επιχείρηση του ήταν κερδοφόρα και για 5 χρόνια κατέβαλλε φόρους και εισφορές στο ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων. Τελικά, η επιχείρηση πτώχευσε το 2004 αλλά έκτοτε δεν εργάστηκε, λόγω του ότι αντιμετώπισε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει πρόβλημα ψυχικής υγείας. Σύμφωνα με τον ίδιο, από το 2004 μέχρι το 2008 συντηρείτο από την τότε σύντροφό του. Στη συνέχεια, όμως, αναγκάστηκε να αιτηθεί δημόσιο βοήθημα, το οποίο απορρίφθηκε επειδή δεν είχε «βεβαίωση εγγραφής». Ενόψει τούτου, το Σεπτέμβρη του 2009, υπέβαλε αίτηση για να εξασφαλίσει τη βεβαίωση, η οποία, όμως, απορρίφθηκε τον Αύγουστο του 2011, επειδή, όπως του αναφέρθηκε στη σχετική επιστολή του Τμήματος Μετανάστευσης [9], με την εξασφάλιση δημοσίου βοηθήματος, θα αποτελούσε «υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Δημοκρατίας.»

Περί το Νοέμβριο του 2010, για κάποιο χρονικό διάστημα, ο κ. Κ.Γ. ήταν άστεγος, και με μεσολάβηση των υπηρεσιών ευημερίας, στις αρχές Δεκεμβρίου 2010, μεταφέρθηκε σε κρατική στέγη ηλικιωμένων και αναπήρων.  Έκτοτε, ζει εκεί όπου του παρέχεται μόνο τροφή και στέγη.

 

● Διαπιστώσεις/Θεσμικό και Νομικό Πλαίσιο

    

Ιστορικό

 

[15] Πριν την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. η Κυπριακή Δημοκρατία συνομολόγησε με την Ελληνική Δημοκρατία διμερή συμφωνία, με βάση τις διατάξεις της οποίας υπήρχε «αμοιβαία εξυπηρέτηση για την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε πολίτες των δύο χωρών» [10]. Έλληνες πολίτες που έρχονταν στην Κύπρο για διαμονή, ανεξαρτήτως του αν εργάζονταν ή όχι, καθίσταντο δικαιούχοι δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στα κρατικά νοσηλευτήρια. Το ίδιο ίσχυε και για τους Κύπριους που διέμεναν στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό παραχωρούνταν σε έλληνες πολίτες άδειες παραμονής στην Κύπρο – είτε για σκοπούς εργασίας είτε υπό το καθεστώς του επισκέπτη – χωρίς χρονικό περιορισμό [11] και χωρίς την εκπλήρωση άλλων προϋποθέσεων.

[16] Με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) το Μάιο του 2004, τέθηκε σε ισχύ ένα νέο – εναρμονιστικό με το ευρωπαϊκό κεκτημένο – νομοθετικό πλαίσιο το οποία διέπει ειδικά  θέματα που αφορούν στην  κυκλοφορία και στη διαμονή στην Κύπρο των πολιτών της Ε.Ε. και των μελών των οικογενειών τους. Επίσης, τέθηκαν σε ισχύ Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί για την εφαρμογή των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους ευρωπαίους πολίτες που διακινούνται εντός της Κοινότητας. [12] Σε αυτό το πλαίσιο, μετά την ένταξη, η συμφωνία καταγγέλθηκε και από τις δύο χώρες και καταργήθηκε ως μη συμβατή με αυτό το ευρωπαϊκό κεκτημένο, ενώ αξιώθηκε από όλους τους ευρωπαίους πολίτες που ήδη διέμεναν στην Κύπρο, να διευθετήσουν εκ νέου το καθεστώς διαμονής τους στη βάση της νέας νομοθεσίας για τους ευρωπαίους πολίτες. Ωστόσο, ένας σημαντικός αριθμός ευρωπαίων πολιτών, όχι μόνο Ελλήνων υπηκόων [13],  κρίθηκε από το Τμήμα Μετανάστευσης ότι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας και δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα – ανάλογα με την περίπτωση και το χρόνο αίτησης – μεταναστευτικά έγγραφα.

[17] Για αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιούργησε η ακύρωση της διμερούς Συμφωνίας Ελλάδος/Κύπρου περί το Μάρτιο του 2007, η Ελληνική Δημοκρατία προχώρησε στη λήψη μέτρων για την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε ανασφάλιστους κύπριους πολίτες που ζουν νόμιμα στην Ελλάδα [14] στη βάση της καταγωγής τους. Ενόψει τούτου, και μετά που ο Πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο έθεσε το θέμα στον Υπουργό Υγείας σε συνάντηση τους τον Ιούλιο του 2008,  το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως αναφέρω και στην παράγραφο [5] της Έκθεσης, σε συνεδρία στις 15 Ιανουαρίου 2009, αποφάσισε να εγκρίνει την παροχή δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στα κρατικά νοσηλευτήρια σε 44 ανασφάλιστους Έλληνες πολίτες που διαμένουν μόνιμα στην Κύπρο, στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει ο Κανονισμός 3 των περί Κυβερνητικών Ιατρικών Ιδρυμάτων και Υπηρεσιών (Γενικών) Κανονισμών [15].

 

Νόμος 7(Ι)/2007 – Οδηγία 2004/38/EC

 

[18] Τα θέματα που αφορούν στη διακίνησης και εγκατάσταση των ευρωπαίων πολιτών στην Κύπρο ρυθμίζονται από το Φεβρουάριο του 2007, από τις διατάξεις του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 [N. 7(I)/2007] [16] – στο εξής ο «Νόμος» – οποίος, έχει μεταφέρει στην εθνική νομοθεσία τις διατάξεις της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου, 2004 –στο εξής η «Οδηγία». Όλα τα Άρθρα της Οδηγίας έχουν ενσωματωθεί στην εθνική νομοθεσία από  αντίστοιχα άρθρα του Νόμου.

Βασικός σκοπός υιοθέτησης της Οδηγίας ήταν να διευκολυνθεί η άσκηση του πρωτογενούς και ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στην επικράτεια των κρατών μελών, το οποίο αντλούν οι πολίτες της Ένωσης απευθείας από τη Συνθήκη [17]

[19] Ο Νόμος αναγνωρίζει και κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα σε κάθε ευρωπαίο πολίτη να διαμένει ελεύθερα στην Κύπρο, με την επιφύλαξη, ανάλογα και με την κατηγορία παραμονής, κάποιων όρων και διατυπώσεων.

Όταν τα διαστήματα παραμονής υπερβαίνουν τους τρεις μήνες, επιβάλλεται η εγγραφή των πολιτών της Ε.Ε., στις μεταναστευτικές αρχές, πιστοποιούμενη με «Βεβαίωση Εγγραφής» [18] (Τύπος MEU1). Η απαίτηση για δελτίο διαμονής περιορίζεται στα μέλη των οικογενειών της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους [19].

[20] Το δικαίωμα διαμονής ευρωπαίων πολιτών στην Κύπρο κατοχυρώνεται στο άρθρο 9(1), στο Μέρος ΙΙΙ του Νόμου, ως εξής:

9.-(1) Οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία για περίοδο που υπερβαίνει τους τρεις μήνες, εφόσον-

(α) Είναι μισθωτοί εργαζόμενοι ή μη μισθωτοί εργαζόμενοι στη Δημοκρατία ή

(β) διαθέτουν επαρκείς πόρους για τους ίδιους και τα μέλη των οικογενειών τους, ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου διαμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Δημοκρατίας, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθένειας στη Δημοκρατία ή

(γ) …..

(δ) ….. [20]

[21]  To άρθρο 14(1), στο Μέρος ΙV του Νόμου, προνοεί, ως γενικό κανόνα, ότι «οι πολίτες της Ένωσης, οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως στη Δημοκρατία για συνεχή περίοδο πέντε ετών, έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής», και ότι, «το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στους όρους και προϋποθέσεις που προβλέπονται στα μέρη III και VI» του Νόμου – δεν υπόκεινται δηλαδή στις προϋποθέσεις να έχουν επάρκεια πόρων και ασφάλιση υγείας.

Σε όσους ευρωπαίους πολίτες πληρούν την πιο πάνω προϋπόθεση, παραχωρείται «Πιστοποιητικό Μόνιμης  Διαμονής»  (Τύπος MEU3).

 

Θέσεις του Τμήματος Μετανάστευσης

 

[22]  Το ζήτημα της μη έκδοσης «βεβαιώσεων εγγραφής» σε Έλληνες υπηκόους οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο πριν την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τέθηκε γραπτώς στο Τμήμα Μετανάστευσης τόσο το Δεκέμβριο του 2009 όσο και το Μάιο του 2010, στα πλαίσια διερεύνησης των καταγγελιών με αρ. ΑΚ 80/2009 και ΑΚ 48/2010. Επειδή, και οι δύο περιπτώσεις αφορούσαν απόρριψη αιτήσεων στη βάση τού ότι οι καταγγέλλοντες δεν είχαν επάρκεια πόρων συντήρησης, στις σχετικές επιστολές μας ζητήσαμε ειδικά να ενημερωθούμε από το Τμήμα κατά πόσο, λόγω της μακρόχρονης παραμονής τους στην Κύπρο, τα αιτήματα θα μπορούσαν να τύχουν επανεξέτασης στη βάση των διατάξεων του Άρθρου 14(1) του Νόμου – γεγονός που θα τους εξαιρούσε από τις εισοδηματικές προϋποθέσεις.

Όπως αναφέρω και πιο πάνω [21], όμως, για την καταγγελία ΑΚ 80/2009 δεν λάβαμε – παρά και την αποστολή γραπτής υπενθύμισης [22] – οποιαδήποτε απάντηση από το Τμήμα Μετανάστευσης, ενώ για την καταγγελία ΑΚ 48/2010, δεν υπήρξε οποιαδήποτε συνέχεια σε ενδιάμεση επιστολή του Τμήματος [23] στην οποία αναφερόταν ότι ανέμεναν έκθεση από τις υπηρεσίες ευημερίας για την καταγγέλλουσα και ότι θα μας ενημέρωναν για το αποτέλεσμα. Ωστόσο, από τις απαντητικές επιστολές στους καταγγέλλοντες, προκύπτει ότι αποτελεί πρακτική του Τμήματος Μετανάστευσης να μην παραχωρεί βεβαιώσεις εγγραφής σε πρόσωπα που δεν μπορούν να παρουσιάσουν στοιχεία επάρκειας πόρων, ανεξαρτήτως των προσωπικών τους συνθηκών ή του χρονικού διαστήματος που ζουν στην Κύπρο. Παράλληλα, τους ζητείται να αναχωρήσουν από την Κύπρο ή προειδοποιούνται με λήψη μέτρων εναντίον τους.

[23] Στα πλαίσια διερεύνησης των καταγγελιών, το ενδεχόμενο παραχώρησης δικαιώματος μόνιμης διαμονής στη βάση του  Άρθρου 14(1) του Νόμου τέθηκε και προφορικά σε αρμόδια Λειτουργό του Τμήματος που χειριζόταν τα θέματα των ευρωπαίων πολιτών.  Η θέση που πρόβαλε ήταν ότι η ενεργοποίηση της συγκεκριμένης διάταξης μπορεί να γίνει μόνο σε περιπτώσεις ευρωπαίων πολιτών που συμπληρώνουν πέντε χρόνια νόμιμης διαμονής στη βάση του ίδιου του Νόμου 7(Ι)/2007. Περίοδοι διαμονής ενός προσώπου στην Κύπρο πριν την εφαρμογή του Νόμου και πριν την εγγραφή του στο Τμήμα με βάση το Νόμο, δεν μπορούν, σύμφωνα με τη Λειτουργό, να  λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς εφαρμογής  του  Άρθρου 14(1).

 

Απόφαση  του ΔΕΚ στην Υπόθεση Lassal,C-162/09, ημερ. 7 Οκτωβρίου  2010,

 

[24] Ενώπιον του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) υποβλήθηκε στις 8 Μαΐου 2009 αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως από Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου [Court of Appeal (England & Wales)] (Υπόθεση C-162/09) για υπόθεση που σχετίζεται με τα ζητήματα που προκύπτουν στην υπό εξέταση περίπτωση.  Το αίτημα αφορούσε στην ερμηνεία του Άρθρου 16 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ [24], το οποίο ενσωμάτωσε στην κυπριακή έννομη τάξη το Άρθρο 14 του Νόμου 7(I)/2007. Συγκεκριμένα, ζητήθηκε από το ΔΕΚ να ερμηνεύσει/γνωματεύσει κατά πόσο σε υπήκοο της Ένωσης που διέμενε νομίμως στο Ηνωμένο Βασίλειο για πέντε χρόνια πριν από τις 30 Απριλίου 2006, καταληκτική ημερομηνία για τη μεταφορά της Οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη, και ο οποίος στη συνέχεια το εγκατέλειψε για διάστημα 10 μηνών, θα έπρεπε να αναγνωριστεί δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη βάση του ‘Άρθρου 16 της Οδηγίας.

[25]  Στην απόφασή του στις 7 Οκτωβρίου, και αφού έλαβε υπόψη το σχετικό ευρωπαϊκό δίκαιο, το ΔΕΚ κατέληξε ως ακολούθως [25]:

«Το άρθρο 16..(παράγραφος 1)..της οδηγίας 2004/38/ΕΚ… σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών,….. έχει την έννοια ότι:

«περίοδοι συνεχούς διαμονής πέντε ετών, που συμπληρώθηκαν πριν από την ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας 2004/38, ήτοι την 30ή Απριλίου 2006 [26], σύμφωνα με τις ισχύουσες πριν από την ημερομηνία αυτή νομοθετικές διατάξεις της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας».

[26] Για να καταλήξει στην πιο πάνω απόφαση το ΔΕΚ έλαβε υπόψη του και το σκοπό υιοθέτησης της Οδηγίας που ήταν να διευκολύνει του ευρωπαίους πολίτες να ασκήσουν  το ατομικό τους δικαίωμα να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, σημειώνοντας ότι οι εν λόγω πολίτες δεν μπορούν να αντλούν λιγότερα δικαιώματα από την οδηγία αυτή απ’ ότι από τις πράξεις του παραγώγου δικαίου που αυτή τροποποιεί ή καταργεί. Παρατήρησε επίσης ότι , λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου και των σκοπών που επιδιώκει η Οδηγία, «οι διατάξεις της δεν πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά και, εν πάση περιπτώσει, κατά τρόπο που να τις καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.» [27]

 

Θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με το χειρισμό αίτησης για χορήγηση έγγραφου διαμονής σε Ευρωπαίο πολίτη που εγκαταστάθηκε στην Κύπρο πριν την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση

 

[27] Βρετανός υπήκοος που ζει στην Κύπρο υπέβαλε καταγγελία στην  Αρχή κατά των Διακρίσεων αναφορικά με το χειρισμό που έτυχαν αιτήσεις του για εξασφάλιση μεταναστευτικών εγγράφων, μετά την ένταξη στην Ε.Ε [28]. Ο καταγγέλλων εγκαταστάθηκε στην Κύπρο τον Απρίλιο του 2002 και στη βάση του νομικού καθεστώτος που τότε ίσχυε για βρετανούς υπηκόους, εξασφάλισε τετραετή άδεια παραμονής με ισχύ μέχρι το Μάρτιο του 2006. Αν και δεν εργάζεται, λαμβάνει σύνταξη εξωτερικού που είναι επαρκής για τη συντήρησή του.  Αρχικά, η αίτηση που υπέβαλε για ανανέωση των μεταναστευτικών του εγγράφων απορρίφθηκε επειδή δεν είχε ασφάλεια ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, όπως προβλέπει η νομοθεσία για μη εργαζόμενους ευρωπαίους πολίτες που εγκαθίστανται στην Κύπρο. Αν και τελικά, τον Ιούνιο του 2010 του παραχωρήθηκε «Βεβαίωση Εγγραφής», όταν αμέσως μετά ζήτησε – λόγω του ότι στο μεταξύ συμπλήρωσε πέντε χρόνια συνεχούς διαμονής στην Κύπρο – να του παραχωρηθεί «Πιστοποιητικό Μόνιμης Διαμονής» τύπου MEU3 στη βάση του άρθρου 14(1) του Νόμου, το Τμήμα δεν του επέτρεψε να υποβάλει αίτηση. Σύμφωνα με τον ίδιο, Λειτουργοί του Τμήματος του ανέφεραν ότι, επειδή είχε μόλις εξασφαλίσει βεβαίωση εγγραφής δεν πληρούσε την προϋπόθεση διαμονής και ότι θα καθίστατο δικαιούχος σε πέντε χρόνια. Ακολούθως, ο καταγγέλλων ενημέρωσε για το ζήτημα την Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Κύπρο, η οποία με τη σειρά της ζήτησε να έχει τις θέσεις της αρμόδιας για το θέμα Διεύθυνσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Directorate-General Justice).

Με επιστολή της ημερ. 12 Νοεμβρίου 2010 στον καταγγέλλοντα, με θέμα: “Your application to permanent residence rights in the Republic of Cyprus, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τοποθετήθηκε ως ακολούθως:

«After five years of continuous and legal residence in Cyprus since 2002 as an EU citizen (and UK national), you requested local officials to acknowledge you the permanent residence rights under article 16 of the EC Directive 2004/38.

According to your complaint, the local Immigration Office allegedly dismissed all your requests for granting you permanent residence rights, first because they told you to have lost your documents and eventually because they considered your application lacking a health certificate.

However, Article 16 of the said Directive stipulates that you do not need to prove your financial resources and health insurance when applying for the status of permanent residence. Indeed, Article 16 lays down that “Union citizens who have resided legally for a continuous period of 5 years in the member state shall have the right of permanent residence there.”

Moreover, Article 19 of the EE Directive 2004/38 stipulates that upon application the concerned member state “shall issue Union citizens entitled to permanent residence, after having verified duration residence, with a document certifying permanent residence.  The document certifying permanent residence shall be issued as soon as possible.”….

The fact you started to live legally in Cyprus in 2002 under a Cypriot Residence card, therefore even before its EU accession, does not change the terms of the question. The period of legal and continuous residence you spent in Cyprus even before the EC Directive 2004/38 entered into force should be taken into account for calculating the 5 years of continuous residence in line with the requirement of the said Article 16.» 

Στη συνέχεια της επιστολής και προς ενίσχυση της πιο πάνω θέσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή     έκανε αναφορά στην Απόφαση του ΔΕΚ που περιγράφεται στην πιο πάνω παράγραφο και στη σαφή θέση που διατύπωσε ότι περίοδοι συνεχούς διαμονής πέντε ετών, που συμπληρώθηκαν πριν από την ημερομηνία μεταφοράς της σχετικής Οδηγίας 2004/38, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής δυνάμει του άρθρου 16(1) της εν λόγω Οδηγίας.

Όπως ενημέρωσε ο καταγγέλλων στο Γραφείο μου στις 20 Σεπτεμβρίου 2011, έχει κοινοποιήσει την επιστολή με τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Τμήμα Μετανάστευσης, αλλά αυτό εξακολουθεί να αρνείται να του παραχωρήσει «Πιστοποιητικό Μόνιμης Διαμονής».

 

● Συμπεράσματα/Θέσεις/Εισηγήσεις

 

[28]  Οι καταγγέλλοντες εντάσσονται στην ευρύτερη κατηγορία των Ελλήνων υπηκόων που εγκαταστάθηκαν νόμιμα στην Κύπρο πριν από την ένταξη στην Ε.Ε., στη βάση ενός θεσμικού πλαισίου που προσδιοριζόταν από μία διακρατική Συμφωνία μεταξύ της Κύπρου και Ελλάδας η οποία διευκόλυνε την εγκατάστασή τους στην Κύπρο. Λόγω της ένταξης στην Ε.Ε., και για σκοπούς ίσης μεταχείρισης όλων των ευρωπαίων πολιτών, η συγκεκριμένη Συμφωνία ‘επαψε να ισχύει και ζητήθηκε από τα πρόσωπα αυτά να διευθετήσουν ξανά το καθεστώς διαμονής τους στη βάση της νέας μεταναστευτικής νομοθεσίας η οποία προβλέπει ότι οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι δεν εργάζονται, έχουν δικαίωμα διαμονής στην Κύπρο, εφόσον διαθέτουν επαρκείς πόρους για τους ίδιους και τα μέλη των οικογενειών τους, καθώς επίσης και ασφαλιστική κάλυψη ασθένειας.  Αποτέλεσμα τούτου ήταν, μερικοί εξ’ αυτών, να μην πληρούν το ένα ή και τα δύο από αυτά τα κριτήρια, και, να αντιμετωπίζουν σήμερα πρόβλημα ανανέωσης των μεταναστευτικών τους εγγράφων και συνακόλουθα πρόσβασης σε βασικές κρατικές υπηρεσίες και κοινωνικές παροχές.

[29]  Το Γραφείο μας έθεσε άμεσα και γραπτώς στην αρμόδια αρχή, για δύο από τις περιπτώσεις που μας καταγγέλθηκαν, το ερώτημα κατά πόσο αυτές θα μπορούσαν να αξιολογηθούν θετικά στη βάση της διάταξης της νομοθεσίας που διέπει την εγκατάσταση και διαμονή  των ευρωπαίων πολιτών, η οποία παρέχει δικαίωμα μόνιμης διαμονής και εξαιρεί από τις προϋποθέσεις της επάρκειας πόρων και ασφάλισης υγείας όσους πολίτες της Ένωσης «έχουν διαμείνει νομίμως στη Δημοκρατία για συνεχή περίοδο πέντε ετών» (Άρθρο 14(1) του Ν.7(I)/2007).

Αν και η εμπλεκόμενη υπηρεσία παρέλειψε να μας απαντήσει γραπτώς, ως όφειλε με βάση το νόμο, από το χειρισμό των υποθέσεων, προκύπτει ότι αποτελεί γενικά πρακτική της να μην παραχωρεί βεβαιώσεις εγγραφής σε πρόσωπα που δεν μπορούν να παρουσιάσουν στοιχεία επάρκειας πόρων, ανεξαρτήτως των προσωπικών τους συνθηκών ή του χρονικού διαστήματος που ζουν στην Κύπρο. Φαίνεται, επίσης, ότι, θεωρεί  δυνατή την ενεργοποίηση του άρθρου 14(1) του Νόμου μόνο σε περιπτώσεις ευρωπαίων πολιτών που συμπληρώνουν πέντε χρόνια διαμονής με έγγραφα που εκδόθηκαν στη βάση του ίδιου του Νόμου.

[30]  Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή δε συνάδει με τη θέση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) όπως αυτή διατυπώθηκε στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Lassal, C-162/09. Απόρροια της νομολογιακής αυτής προσέγγισης, είναι ότι, για την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής που κατοχυρώνει το άρθρο 14(1) του Νόμου, θα πρέπει  να συνεκτιμούνται και περίοδοι διαμονής που συμπληρώθηκαν πριν από το Φεβρουάριο του 2007 που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος και μεταφέρθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη η Οδηγία.

Η προσέγγιση του Τμήματος δεν είναι συμβατή και με τη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το θέμα, όπως αυτή καταγράφηκε στα πλαίσια – θα πρέπει να σημειωθεί –  εξέτασης παραπόνου που αφορούσε ειδικά την Κύπρο και την άρνηση του Τμήματος Μετανάστευσης να παραχωρήσει πιστοποιητικό μόνιμης διαμονής σε ευρωπαίο πολίτη που εγκαταστάθηκε στην Κύπρο το 2002.  Συγκεκριμένα, η Επιτροπή  διατύπωσε τη θέση ότι, το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος ευρωπαίος πολίτης άρχισε να ζει την Κύπρο πριν από την ένταξη στην Ε.Ε. δε διαφοροποιεί τα δεδομένα της περίπτωσής του και ότι, η  περίοδος που αυτός διέμεινε νόμιμα στην Κύπρο, πριν από τον Φεβρουάριο του 2007, πρέπει να ληφθεί υπόψη στα πλαίσια εξέτασης του αιτήματός του να εξασφαλίσει πιστοποιητικό μόνιμης διαμονής.

[31] Σημειώνω συναφώς ότι, όπως έχει διαπιστώσει η Αρχή κατά των Διακρίσεων στα πλαίσια διερεύνησης άλλων καταγγελιών από ευρωπαίους πολίτες τα οποία αφορούσαν την εφαρμογή της Οδηγίας 2004/38 [29], σε θέματα που αφορούν στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των ευρωπαίων πολιτών εντός της Ένωσης, το στοιχείο που χαρακτηρίζει έντονα τη νομολογία του ΔΕΚ είναι η ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού κεκτημένου κατά τρόπο που καθιστά ευκολότερη την πρακτική εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας.

[32] Οι αρχές της υπεροχής και του άμεσου αποτελέσματος του κοινοτικού δικαίου, επιβάλλουν στις διοικητικές αρχές των κρατών μελών της Ένωσης, να εξασφαλίζουν τον πλήρη σεβασμό όλων των προστατευόμενων από την κοινοτική έννομη τάξη δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο αυτό και με βάση το νομολογιακό κεκτημένο που αναφέρω πιο πάνω, θεωρώ ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις θα πρέπει να επανεξεταστεί η ερμηνευτική και πρακτική προσέγγισης του θέματος.

[33] Πέραν των πιο πάνω νομικών προσεγγίσεων, θεωρώ ότι, δεδομένου του ιστορικού του, το συγκεκριμένο ζήτημα έχει και μια ευρύτερη διάσταση. Ως έχουν σήμερα τα πράγματα, η Κυπριακή Δημοκρατία αρνείται  να ανανεώσει τα μεταναστευτικά έγγραφα σε έλληνες πολίτες, τους οποίους  η ίδια διευκόλυνε να εγκατασταθούν στην Κύπρο, χωρίς μάλιστα να θέσει χρονικό περιορισμό στις άδειες παραμονής που τους παραχώρησε, και οι οποίοι, για κάποιους λόγους, που στις περισσότερες φορές άπτονται θεμάτων υγείας, δεν έχουν σήμερα επαρκείς πόρους συντήρησης.  Αποτέλεσμα αυτής της μονοδιάστατης πρακτικής είναι να παραμένει, άδικα θεωρώ, σε εκκρεμότητα το καθεστώς διαμονής ελλήνων πολιτών που έχουν συμπληρώσει πολλά χρόνια διαμονής στην Κύπρο και που οι ιδιαίτερες τους περιστάσεις και οι οικογενειακοί δεσμοί που έχουν αναπτύξει με την Κύπρο καθιστούν, αντικειμενικά δικαιολογημένη, αν όχι επιβεβλημένη, τη νομική κατοχύρωση διαμονής τους. Χαρακτηριστική, κατά την άποψή μου, είναι η περίπτωση που περιγράφω στην Παράγραφο [10] της Έκθεσης, όπου, σε 60χρονη Ελληνίδα υπήκοο, η οποία: έχει κύπρια μητέρα, πάσχει από ολική τύφλωση και στα δύο της μάτια και ζει στην Κύπρο από το 1993, δεν παραχωρήθηκε «βεβαίωση εγγραφής», με αποτέλεσμα να τερματιστεί η παραχώρηση σε αυτήν του δημοσίου βοηθήματος που λάμβανε αδιάλειπτα, λόγω της αναπηρίας της, για 12 περίπου χρόνια.  Αξίζει δε να σημειωθεί το ότι στην απαντητική του επιστολή, το Τμήμα, δεν περιορίστηκε στο να ενημερώσει την καταγγέλλουσα για την απόρριψη της αίτησης αλλά της ζήτησε και να αναχωρήσει από την Κύπρο.

Υπό τις περιστάσεις, θεωρώ αυτονόητη υποχρέωση της πολιτείας αφενός να διευθετήσει την παραμονή των προσώπων αυτών και αφετέρου να τους διασφαλίσει τη δυνατότητα πρόσβασης σε βασικές δημόσιες υπηρεσίες και σ’ ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας ζωής. Αυτή, άλλωστε, εκτιμώ, ήταν και η λογική στη βάση της οποίας η Ελληνική Δημοκρατία το Μάρτιο του 2007, μετά την ακύρωση της Συμφωνίας, προχώρησε στη λήψη μέτρων για την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε ανασφάλιστους κύπριους πολίτες που ζουν μόνιμα στην Ελλάδα. (Βλ. παρ. [17])

[34]  Υπό το φως όλων των πιο πάνω, εισηγούμαι όπως, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης επανεξετάσει την πρακτική που εφαρμόζει, λαμβάνονταν υπόψη και τις δικές μου θέσεις για το θέμα, καθώς επίσης και το σχετικό νομολογιακό κεκτημένο.

Επίσης, εισηγούμαι όπως το Τμήμα επανεξετάσει τις περιπτώσεις όλων των προσώπων για τα οποία υποβλήθηκαν καταγγελίες και τη δυνατότητα ρύθμισης της εκκρεμότητας που υπάρχει με το καθεστώς διαμονής τους (Για το σκοπό αυτό αποστέλλω στην εμπλεκόμενη υπηρεσία αντίγραφο του καταλόγου με τους 44 άπορους ή/ και ασθενείς ομογενείς με ελληνική υπηκοότητα, που μας διαβιβάστηκε στα πλαίσια της καταγγελίας με αρ. ΑΚ 168/2009).

[35]  Η Έκθεση υποβάλλεται στον Υπουργό Εσωτερικών και στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, για να επιληφθούν του θέματος στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους.

Κοινοποιείται, επίσης, για ενημέρωση, λόγω των ευρύτερων προεκτάσεων που το θέμα έχει και στους δικούς τους τομείς αρμοδιοτήτων, στον Υπουργό Υγείας και στη Διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.

 

Ελίζα Σαββίδου

Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

(Αρχή κατά των Διακρίσεων)

 

Υποσημειώσεις και Παραπομπές:


[1] Κανονισμός 3(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με απόφασή του να ορίσει όπως ομάδες ή κατηγορίες οποιωνδήποτε προσώπων τυγχάνουν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης με τέτοιους όρους και προϋποθέσεις που το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε ορίσει.

[2] Γραπτή απάντηση από το Τμήμα στον καταγγέλλοντα ημερ. 24 Νοεμβρίου, 2009

[3] Άρθρο 14(1) του Νόμου 7(Ι)/2007

[4] Επιστολή με ημερ 27 Φεβρουαρίου, 2008

[5] Άρθρο 14(1) του Νόμου 7(Ι)/2007

[6] Επιστολή με ημερ 22 Ιουλίου, 2010

[7] Οι άδειες αυτές είναι  τύπου MEU6 A και παραχωρούνταν στη βάση του  ΝόμουΝ92(Ι)/2002, πριν αντικατασταθούν  από τις “βεβαιώσεις εγγραφής,” τύπου MEU1 που παραχωρούνται με το Νόμο 7(Ι)/2007.

[8] Επιστολή με ημερ. 23 Αυγούστου 2010

[9] Επιστολή ημερ. 31 Αυγούστου 2011

[10] Επιστολή Υπουργείου Υγείας με ημερ. 18 Μαΐου 2009, στα πλαίσια διερεύνησης της καταγγελίας με αρ. ΑΚ 168/2008

[11] Στις άδειες παραμονής αναγράφεται: “Validity: For so Long”

[12] Κανονισμοί ΕΟΚ 1408/71, 574/74 και 859/03

[13] Καταγγελία με Α.Κ.Ρ. 140/2008 από Βρετανό υπήκοο, ο οποίος είχε εγκατασταθεί νόμιμα στην Κύπρο το 2002 και η αίτηση του να εξασφαλίσει έγγραφα διαμονής απορρίφθηκε το 2008 επειδή δεν είχε ασφάλιση υγείας.

[14] Ρηματική Διακοίνωση της Πρεσβείας της Ελλάδας, ημερ. 12/6/2007

[15] Κανονισμός 3(2): Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με απόφασή του να ορίσει όπως ομάδες ή κατηγορίες οποιωνδήποτε προσώπων τυγχάνουν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης με τέτοιους όρους και προϋποθέσεις που το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε ορίσει.

[16] Αρχικά, το θέμα της διακίνησης/εγκατάστασης των ευρωπαίων πολιτών στην Κύπρο, ρυθμίστηκε νομοθετικά με το Νόμο Ν. 92(Ι)/2003, ο οποίος καταργήθηκε με την εφαρμογή του Νόμου Ν. 7(Ι)/2007

[17] Παράγραφοι 1, 4 και 11 του προοιμίου της Οδηγίας

[18] Άρθρο 10 το Ν. 7(I)/2007

[19] Άρθρο 10 το Ν. 7(I)/2007

[20] Τα εδάφια (γ) και (δ) αφορούν, αντίστοιχα, φοιτητές στην Κύπρο, και, μέλη της οικογένεια πολίτη της Ένωσης που πληρεί ο ίδιος τους όρους για να έχει δικαίωμα διαμονής

[21] Βλέπε Παραγράφους [7] και [11].

[22] Υπενθυμητική επιστολή ημερ. 7 Ιουλίου 2010

[23] Επιστολή, ημερ. 22 Ιουλίου 2010

[24] Άρθρο 16(1) της Οδηγίας 2004/38: «(1)Οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του. Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στο κεφάλαιο III….

[25]Πηγή: Επίσημη Ιστοσελίδα του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (http://curia.europa.eu)

[26] Αναφέρεται στην ημερομηνία μεταφορά της Οδηγίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.

[27] Παράγραφοι 30 και 31 της Απόφασης

[28] Αρ. Καταγγελίας ΑΚ 140/2007,  Αρ. Φακέλου Υπηρεσία: EU06-05386/A02-08486

[29]Για παράδειγμα: Καταγγελία με αρ. ΑΚ 65/2006 κ.ά. αναφορικά με τις καθυστερήσεις στην εξέταση αιτήσεων από ευρωπαίους πολίτες για να τους παραχωρηθεί άδεια διαμονής, καταγγελία με ΑΚΡ 70/2007 αναφορικά με την παροχή δημοσίου βοηθήματος σε ευρωπαίο πολίτη και καταγγελίες με αρ. ΑΚ 81/2008, Α.Κ.Ρ. 158/2008 αναφορικά με τη χρονική ισχύ εγγράφων διαμονής σε συζύγους ευρωπαίων πολιτών που είναι πολίτες τρίτων χωρών.

 

Migrants_Are_Not_Alone

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!