Η ΚΙΣΑ αναγκάζεται έπειτα από τις εξελίξεις και διαστάσεις που έλαβε η υπόθεση με το 5μηνο βρέφος να τοποθετηθεί δημόσια επί του ζητήματος, παρά τη θέση μας ότι δημόσιες δηλώσεις είτε από θεσμούς, είτε από δημόσια πρόσωπα σε περιστατικά όπως αυτό βλάπτουν σοβαρά τόσο τα δικαιώματα του παιδιού όσο και τα δικαιώματα των υπόπτων και θέτουν σε κίνδυνο την ίδια τη διαδικασία της διερεύνησης.
Αρχικά ζητούμε τη διερεύνηση διάπραξης σοβαρών πειθαρχικών και ποινικών παραπτωμάτων από πλευράς του ιατρικού προσωπικού του Μακάριου Νοσοκομείου, όπου και μεταφέρθηκε το βρέφος έπειτα από ανησυχία των γονιών του σχετικά με την υγεία του. Μετά την εισαγωγή του βρέφους στο νοσοκομείο, ο βοηθός διευθυντής Παιδοχειρουργικής του, Ευθύμιος Τσιβιτανίδης, πριν την ολοκλήρωση της διερεύνησης της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος του 2014 (Ν. 91(I)/2014), προέβη σε δηλώσεις στα ΜΜΕ όπου δήλωσε αποτροπιασμένος και βέβαιος ότι το παιδί έπεσε θύμα βιασμού, καθώς και ότι εξαιτίας της καταγωγής των γονιών του εξετάστηκε και το ενδεχόμενο το βρέφος να έχει υποστεί κλειτοριδεκτομή, αποκαλύπτοντας επίσης τη χώρα καταγωγής του παιδιού και γονέων. Ακολούθησαν μέσα σε λιγότερο από 24 ώρες οι δηλώσεις στον τύπο του Ανδρέα Νεοφύτου, εκτελεστικού διευθυντή του Νοσοκομείου, ο οποίος απέκλεισε το φαινόμενο του βιασμού του βρέφους. Ισχυρίστηκε βέβαια ότι εξετάζεται το ενδεχόμενο η κακοποίηση να έχει προκληθεί από τους γονείς σκόπιμα «προκειμένου να τεθούν υπό την προστασία της Πολιτείας και να επωφεληθούν αυτής» παραγνωρίζοντας ότι αφορά οικογένεια που ήδη τελεί υπό την προστασία της πολιτείας αφού είναι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες.
Η δημοσιοποίηση αλληλοαντικρουόμενων ιατρικών εκτιμήσεων αποτελούν πλήγμα για την ίδια την αξιοπιστία των ευρημάτων, δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο τη διερεύνηση της υπόθεσης, πλήττουν τα δικαιώματα του παιδιού και συνιστούν παραβίαση του Νόμου 91(Ι)/2014.
Δεδομένα που αφορούν την υγεία οποιουδήποτε προσώπου αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, και άρα πρέπει να τυγχάνουν αυξημένης προστασίας, σεβασμού και εχεμύθειας, στο πλαίσιο επίσης του ιατρικού απορρήτου. Η δημοσιοποίησή τους από ιατρικό προσωπικό θεωρείται παράνομη. Διερωτόμαστε γιατί μέχρι στιγμής ούτε η Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ούτε η Επίτροπος Διοίκησης ως αρχές κατά του ρατσισμού δεν έχουν προχωρήσει σε αυτεπάγγελτες έρευνες στο πλαίσιο των δικών τους αρμοδιοτήτων.
Επιπρόσθετα, τόσο η δημοσιοποίηση των ιατρικών δεδομένων του βρέφους όσο και οι δηλώσεις στα ΜΜΕ όπου γίνεται λόγος για ταύτιση της καταγωγής της οικογένειας με το φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης, της κλειτοριδεκτομής και της εκούσιας ρήξης του παρθενικού υμένα, από πλευράς ιατρικού προσωπικού ενός δημόσιου νοσοκομείου θεωρούμε ότι αποτελούν ξεκάθαρη περίπτωση θεσμικού ρατσισμού και συντελούν στον περαιτέρω στιγματισμό μιας ολόκληρης εθνοτικής κοινότητας και στην αναπαραγωγή αρνητικών στερεοτύπων εναντίον της.
Θα πρέπει επομένως οποιαδήποτε διερεύνηση της συμπεριφοράς όλων όσων ενέχονται στα πιο πάνω να γίνει επίσης υπό το πρίσμα της διάκρισης λόγω εθνοτικής καταγωγής στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και παροχή υπηρεσιών, η οποία απαγορεύεται και συνιστά ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ίσης Μεταχείρισης (Φυλετική ή Εθνοτική Καταγωγή) Νόμου του 2004 (59(I)/2004).
Διαπιστώνουμε επίσης σοβαρές παραβιάσεις του περί των Δικαιωμάτων Ύποπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Προσώπων που Τελούν υπό Κράτηση Νόμου του 2005 (Ν. 163(I)/2005), σε σχέση με τη σύλληψη του πατέρα, ως υπόπτου για βιασμό, αφού σε επικοινωνία που είχαμε μαζί του μας ενημέρωσε ότι δεν ήταν επαρκώς ενήμερος για τους λόγους κράτησής του αλλά ούτε και για τα δικαιώματά του ως ύποπτος διάπραξης αδικήματος. Παράλληλα από τα ΜΜΕ παρουσιάστηκε ως ένοχος και σε καμία των περιπτώσεων δεν έγινε σεβαστό το τεκμήριο αθωότητας του ενώ αποκαλύφθηκαν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα όπως η χώρα καταγωγής του και η ηλικία του ίδιου και της συζύγου του.
Ο τρόπος που δημοσιοποιήθηκε στο ευρύ κοινό η υπόθεση, με την αποκάλυψη της καταγωγής της οικογένειας και της ηλικίας των μελών της, σε μια μικρή χώρα σαν την Κύπρο, οδήγησαν πολύ γρήγορα στην ταυτοποίηση της οικογένειας από τα μέλη της κοινότητας της. Ως αποτέλεσμα η οικογένεια σήμερα δέχεται πιέσεις από ομοεθνείς τους, η οποίοι τους θεωρούν υπαίτιους για τον στιγματισμό ολόκληρης της κοινότητάς τους από την κυπριακή κοινωνία.
Οι δημόσιες δηλώσεις που ακολούθησαν είτε από ειδικούς, είτε από θεσμικά είτε από άλλα δημόσια πρόσωπα ουσιαστικά τροφοδότησαν την πεποίθηση ότι ο πατέρας είναι ένοχος και ενίσχυσαν τα ρατσιστικά στερεότυπα που ήδη υπάρχουν εναντίον της εθνοτικής ομάδας της οικογένειας. Οι δημόσιες τοποθετήσεις έπρεπε να αποφεύγονται σε τέτοιες περιπτώσεις μέχρι να ολοκληρωθούν οι έρευνες και με σκοπό την καλύτερη προστασία πρωταρχικά του ίδιου του παιδιού.
Στηλιτεύουμε, ακόμα, την επιλεκτική ευαισθησία των αρχών για την προστασία των δικαιωμάτων του 5μηνου βρέφους. Κακοποίηση και βία αποτελούν οι συνθήκες διαβίωσης της οικογένειας αναγνωρισμένων προσφύγων του βρέφους, η οποία έχει αιτηθεί από τον περασμένο Νοέμβριο παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος χωρίς να έχει λάβει ακόμα απάντηση και ζει με 280 ευρώ τον μήνα σε ένα μικρό διαμέρισμα υπό άθλιες συνθήκες, χωρίς θέρμανση και ζεστό νερό και χωρίς να μπορεί να καλύψει τις πολύ βασικές ανάγκες για μια αξιοπρεπή διαβίωση, ενώ δεν είναι δυνατό να καλυφτούν ούτε οι ανάγκες του ίδιου του βρέφους ακόμα και σε σχέση με την διατροφή και καθαριότητά του.
Τέλος καλούμε όλα τα άτομα που εργάζονται στα ΜΜΕ να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά όταν μεταδίδουν ειδήσεις που αφορούν εθνοτικές ομάδες και ιδιαίτερα παιδιά έτσι ώστε να μην αναπαράγουν ρατσιστικά στερεότυπα και να επιβεβαιώνουν τα γεγονότα.
Καλούμε τις διωκτικές αρχές και τους ανεξάρτητους θεσμούς να αναλάβουν τις ευθύνες του και να ενεργήσουν κατά παντός προσώπου που έχει παραβιάσει τα δικαιώματα του βρέφους και της οικογένειας γενικότερα.
Διοικητικό Συμβούλιο