H ΚΙΣΑ δηλώνει τη βαθειά της ανησυχία για το αποτέλεσμα των χθεσινών βουλευτικών εκλογών, με βάση το οποίο εξασφαλίζει, για πρώτη φορά, κοινοβουλευτική εκπροσώπηση η νεοναζιστική νεοφασιστική οργάνωση ΕΛΑΜ, ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι και η μετατόπιση μέρους του εκλογικού σώματος προς εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που ασπάζονται το ρατσισμό και τον εθνικισμό, αλλά και το ποσοστό όλων εκείνων που με την αποχή τους από την εκλογική διαδικασία, φαίνεται ότι έχουν διακόψει την επαφή τους με τις διαδικασίες του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος.
Η ΚΙΣΑ επισημαίνει ότι τα αποτελέσματα των εκλογών και οι τάσεις του εκλογικού σώματος δεν αποτελούν ούτε στιγμιαίο, ούτε τυχαίο γεγονός αλλά αντανακλούν τη σημερινή κοινωνική δομή. Δυστυχώς, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι πολίτες που απαξιώνουν τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα αλλά και την ίδια τη δημοκρατία είναι πολύ περισσότεροι απ’ ότι από ότι είχε προβλεφθεί. Αυτό ακριβώς αυτό το γεγονός έχουν εκμεταλλευτεί οι ακροδεξιοί αλλά και οι νεοναζιστικοί νεοφασιστικοί σχηματισμοί, δεδομένου ότι κόμματα τύπου ΕΛΑΜ και Χρυσής Αυγής τείνουν να ευνοούνται από την αποξένωση των πολιτών από τις δομές και διαδικασίες της δημοκρατίας, αυξάνοντας έτσι τη δεξαμενή άντλησης ψήφων τους.
Από την εμπειρία στην Ελλάδα με τη Χρυσή Αυγή, αλλά και σε άλλες χώρες, πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι το ΕΛΑΜ θα εκμεταλλευτεί στο έπακρο την παρουσία του στη βουλή, τόσο σε οικονομικό όσο και πολιτικό επίπεδο, προκειμένου να κατοχυρώσει και να διευρύνει περαιτέρω τη θέση του στην πολιτική ζωή και την κοινωνία, ενώ είναι βέβαιο ότι η παρουσία μελών του στα βουλευτικά έδρανα θα δυσχεράνει την ομαλή λειτουργία του Κυπριακού κοινοβουλίου. Πέραν αυτού, η ΚΙΣΑ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όσον αφορά τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, καθώς η ενίσχυση των εθνικιστικών και ρατσιστικών φωνών εντός και εκτός βουλής όπως και η κατά πάσα πιθανότητα συμμετοχή τους στο Εθνικό Συμβούλιο θα δυσκολέψει ακόμη περισσότερο τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό προβλήματος αλλά και τη λειτουργία μιας μελλοντικής ομόσπονδης επανανενωμένης Κύπρου.
Σαφώς, η εκλογική επιτυχία των φασιστών του ΕΛΑΜ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποπροσανατολίσει για το πραγματικό τους πρόσωπο και ιδεολόγημα και να ξεπλύνει τη μέχρι σήμερα εγκληματική τους δράση εναντίον μεταναστών, τουρκοκυπρίων και προοδευτικών ελληνοκυπρίων. Η ΚΙΣΑ εκτιμά ότι το ΕΛΑΜ έχει μπει στη βουλή, αξιοποιώντας την ανοχή και έλλειψη πολιτικής βούλησης εκ μέρους της πολιτείας και των πολιτικών κομμάτων σχεδόν στο σύνολό τους στο μέγα ζήτημα της καταπολέμησης του εθνικισμού και του ρατσισμού.
Η στάση της σημερινής κυβέρνησης, που από την πρώτη στιγμή ανάληψης της εξουσίας επιδίδεται σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι εξισορρόπησης δυνάμεων, ακροβατώντας μεταξύ κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης και εθνικισμού έχει ευνοήσει κατά το μέγιστο τους πολιτικούς σχηματισμούς αλλά και συγκεκριμένους πολιτικούς που διακρίνονται για τον εθνικιστικό και ρατσιστικό τους λόγο. Ενδεικτικό στοιχείο αυτής της πολιτικής αποτελεί ο ευαίσθητος τομέας της εκπαίδευσης. Φέτος για παράδειγμα, το Υπουργείο Παιδείας έχει, κατά παράδοξο τρόπο, θέσει ως στόχους της χρονιάς, από τη μία, την ευαισθητοποίηση των μαθητών κατά του ρατσισμού, και από την άλλη, την ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας μέσω των «διδαγμάτων από τους αγώνες των Κυπρίων για Ελευθερία».
Επί πλέον και για άλλη μια φορά, η ΚΙΣΑ επισημαίνει ότι το μοντέλο και οι πολιτικές μετανάστευσης και ασύλου της Κυπριακής Δημοκρατίας, που εν πολλοίς έχουν διαμορφώσει το υπόβαθρο των διακρίσεων και του ρατσισμού ενάντια στις μετανάστριες/στες και πρόσφυγες τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίησή τους, δεν θα μπορούσε να ειδωθεί ανεξάρτητα από τη σημερινή άνοδο των ρατσιστικών και εθνικιστικών φωνών. Αυτή ακριβώς η αντιμετώπιση ανθρώπων ως πολιτών δεύτερης κατηγορίας, στη βάση πάντα της εθνικής καταγωγής τους αλλά και του τραπεζικού τους λογαριασμού, έχει προσφέρει πολιτική νομιμοποίηση σε ακροδεξιές – λαϊκιστικές δυνάμεις αλλά και στους νεοναζιστές του ΕΛΑΜ, που ανοικτά και απροκάλυπτα τάσσονται ενάντια στις/στους μετανάστριες/στες και τους πρόσφυγες.
Ενδεικτικό παράδειγμα της πολιτικής ανοχής του κράτους προς τον εθνικισμό και το ρατσισμό αλλά και της εχθρικής στάσης έναντι όσων αντιστρατεύονται αυτά τα ιδεολογήματα, αποτελεί και το γεγονός της απαξίωσης της κοινωνίας των πολιτών από την κυβέρνηση, παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες του προέδρου. Την τελευταία τριετία, οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που είναι ενεργές στους τομείς τις μετανάστευσης και του ασύλου αλλά και γενικότερα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχουν συστηματικά αποκλειστεί από κάθε διαδικασία διαβούλευσης. Η παντελής έλλειψη διάθεσης για συνεργασία της κυβέρνησης εκφράζεται κυρίως μέσω της στάσης των Υπουργών Εσωτερικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίοι μετά από τρία χρόνια από την ανάληψη των καθηκόντων τους, εξακολουθούν να αρνούνται τη διεξαγωγή συνάντησης με τις ΜΚΟ.
Στη βάση όλων των πιο πάνω εξελίξεων, η ΚΙΣΑ καλεί:
- Τα πολιτικά κόμματα να προχωρήσουν στη συνομολόγηση ενός κοινού κώδικα αντιμετώπισης του ΕΛΑΜ στη βουλή.
- Την πολιτεία να προχωρήσει στο σχεδιασμό και υλοποίηση ενός μακροπρόθεσμου πλάνου καταπολέμησης του ρατσισμού και του εθνικισμού σε όλα τα επίπεδα, από την κοινωνία, την οικονομία και την εκπαίδευση μέχρι τη νομοθεσία, τους θεσμούς και την πολιτική. Το εν λόγω πλάνο θα πρέπει να συνδιαμορφωθεί με τη συμμετοχή όλων των σχετικών φορέων, περιλαμβανομένης της κοινωνίας των πολιτών.
- Το κράτος να αποδεχτεί επί τέλους την ανάγκη για διάλογο και διαβούλευση για την εκ βάθρων αλλαγή του του υφιστάμενου μοντέλου μετανάστευσης και την υιοθέτηση ενός άλλου που θα διασφαλίζει την ισότητα των ανθρώπων και στην περίπτωση των μεταναστριών/ών, την ισότιμη πρόσβαση των μεταναστριών/τών στην κοινωνία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή οποιαδήποτε άλλη διαφορετικότητα.