Η ΚΙΣΑ παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρoν τις πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με τις επιθέσεις εναντίον Τουρκοκυπρίων τη Δευτέρα, 16/11/15, κατά τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για την ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου». Θετική εξέλιξη στην υπόθεση αποτελεί βεβαίως το γεγονός των συλλήψεων από την αστυνομία 15 μαθητών που φέρονται να εμπλέκονται στις επιθέσεις. Παράλληλα, όμως, τονίζουμε ότι τέτοια φαινόμενα αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου σε μια κοινωνία, στην οποία καλλιεργείται και προωθείται ο εθνικισμός, ο σοβινισμός, ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία.
Η ΚΙΣΑ εδώ και χρόνια προειδοποιεί ότι νεοφασιστικά, νεοναζιστικά και ακροδεξιά κινήματα, οργανώσεις και πολιτικά κόμματα τύπου ΕΛΑΜ αλλά και μεμονωμένα στελέχη κοινοβουλευτικών κομμάτων, αξιοποιούν την ανοχή και έλλειψη πολιτικής βούλησης εκ μέρους της πολιτείας σε ζητήματα που αφορούν την καταπολέμηση του εθνικισμού και του ρατσισμού και άλλων παρόμοιων ιδεολογημάτων. Ο ναζισμός και ο φασισμός εκφράζονται ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε κοινωνία. Στην Κύπρο, εκφράζονται με μίσος ενάντια τόσο στον «εθνικό εχθρό», τους Τούρκους και Τουρκοκύπριους, όσο και ενάντια στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, με τη δαιμονοποίηση τους ως την πηγή όλων των δεινών που πλήττουν τη χώρα.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, είναι κάπως παράδοξο να δηλώνουμε συγκλονισμένοι και εμβρόντητοι από επιθέσεις με ρατσιστικά και εθνικιστικά κίνητρα, δεδομένου ότι ο εθνικισμός και ο ρατσισμός ανέκαθεν καλλιεργούνται και συντηρούνται στα πλαίσια της «εθνοκεντρικής» εκπαίδευσης και του δημόσιου «πατριωτικού» πολιτικού λόγου. Ανάλογη ευθύνη φέρει επίσης μεγάλη μερίδα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία με ευκολία και εντελώς άκριτα αναπαράγουν ειδήσεις και στερεότυπα που ευνοούν την ανάπτυξη ιδεών που μολύνουν την κοινωνία, καθώς και οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου για την ανοχή που επιδεικνύουν σχετικά με την πάταξη και καταπολέμηση αδικημάτων με ρατσιστικά κίνητρα.
Θεωρούμε θετικό το γεγονός ότι η κυβέρνηση επιδεικνύει αποφασιστικότητα για την παραδειγματική τιμωρία των δραστών των πρόσφατων επιθέσεων κατά των Τουρκοκυπρίων και ελπίζουμε ότι η πολιτεία θα εμμένει στη δίωξη των δραστών μέχρι και την οριστική τους καταδίκη. Η δίωξη όμως δεν μπορεί να περιοριστεί στους ανήλικους μαθητές αλλά θα πρέπει να διερευνηθεί επίσης ο ρόλος των εκπαιδευτικών στα σχολεία που φοιτούν οι μαθητές και κατά πόσο με εθνικιστικό και ρατσιστικό λόγο υποκίνησαν τελικά την καταδικαστέα από όλους δράση τους. Πρέπει περαιτέρω να επισημάνουμε ότι είναι πλέον επιβεβλημένο, η Κύπρος να προχωρήσει στο σχεδιασμό και υλοποίηση ενός μακροπρόθεσμου πλάνου καταπολέμησης του ρατσισμού και των διακρίσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα. Το εν λόγω πλάνο θα πρέπει να συνδιαμορφωθεί με τη συμμετοχή όλων των σχετικών φορέων, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνίας των πολιτών, και θα πρέπει να διέπει όλους τους τομείς της κοινωνίας, και ιδιαίτερα τον τομέα της παιδείας.
Ταυτόχρονα, καλούμε την κυβέρνηση και την πολιτεία γενικότερα να επιδεικνύουν ανάλογη αποφασιστικότητα σε όλα τα εγκλήματα με ρατσιστικά κίνητρα, ακόμα και στην περίπτωση που η διάπραξη τους δεν αποτελεί απειλή για τα ούτω καλούμενα εθνικά συμφέροντα. Τέλος, επισημαίνουμε και καλούμε την πολιτεία να προβεί στη ριζική αναθεώρηση των πολιτικών και πρακτικών που ακολουθούνται μέχρι σήμερα, προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης όλων των ανθρώπων ισότιμα, ανεξαρτήτως φυλής, εθνικότητας, φύλου, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού ή κοινωνικής θέσης.