Χαιρετίζουμε την ίδρυση και λειτουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ) και τον τερματισμό λειτουργίας της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η οποία εδώ και χρόνια ήταν ουσιαστικά αχρείαστη. Η ΚΙΣΑ εδώ και μια δεκαετία πρωτοστατεί, μέσα από υποθέσεις στρατηγικής σημασίας στα δικαστήρια, υπομνήματα προς την κυπριακή Βουλή και εκθέσεις προς αρμόδια σώματα, για την ίδρυση και λειτουργία εξειδικευμένου δικαστηρίου ασύλου.
Σύμφωνα με τον Περί Προσφύγων Νόμο, οι αιτητές/τριες ασύλου όταν λαμβάνουν απορριπτική ή άλλη αρνητική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το αίτημα τους για διεθνή προστασία, θα προσφεύγουν αποκλειστικά στο ΔΔΔΠ. Ωστόσο, η αναδιάρθρωση αυτή αφορά σοβαρή θεσμική αλλαγή, η οποία μπορεί να επιτύχει μέσα από τη διαβούλευση και το συντονισμό μεταξύ των εμπλεκομένων κυβερνητικών και μη κυβερνητικών φορέων, τη σωστή ενημέρωση, καθοδήγηση και αρωγή προς τους επηρεαζόμενους πρόσφυγες καθώς και την ανάπτυξη των κατάλληλων υποδομών για να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά το νέο σύστημα.
Η ΚΙΣΑ εκφράζει την απογοήτευσή της αφού τίποτα από τα πιο πάνω δεν έχει γίνει με αποτέλεσμα να τίθεται σε αμφιβολία η συμμόρφωση της Κύπρου για δίκαιες και αντικειμενικές διαδικασίες ασύλου, οι οποίες να περιλαμβάνουν επίσης και πρόσβας σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο. Οι αρμόδιοι φορείς δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες υποχρεώσεις τους και οι πρόσφυγες δεν γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν ώστε να διασφαλιστεί η εξέταση των προσφυγών τους από το νέο δικαστήριο.
Οι περισσότεροι/ες αιτητές/τριες δεν διαθέτουν τους απαιτούμενους οικονομικούς πόρους για κάλυψη των δικηγορικών εξόδων για την προσφυγή τους στο ΔΔΔΠ και ως εκ τούτου η προβλεπόμενη από το Νόμο πρόσβασή του σε ένδικο μέσο μπορεί μόνο να επιτευχθεί μέσα από την παραχώρηση δωρεάν νομικής αρωγής. Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, οι αιτητές ασύλου θα πρέπει να υποβάλουν μόνοι τους και χωρίς δικηγόρο αίτηση για νομική αρωγή στο ΔΔΔΠ. Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης νομικής αρωγής από το ΔΔΔΠ, θα πρέπει οι αιτητές θα πρέπει επίσης να αποδείξουν, μεταξύ άλλων ότι η προσφυγή που προτίθενται να υποβάλουν έχει πιθανότητες επιτυχίας, για να τύχουν νομικής αρωγής για εκπροσώπησή τους από δικηγόρο κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η ΚΙΣΑ όπως επίσης και αριθμός δικαστών έχουν ήδη επισημάνει ότι το σύστημα αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει. Οι αιτητές ασύλου , συχνά σε ευάλωτη ψυχολογική κατάσταση, χωρίς καμία νομική κατάρτιση και χωρίς γνώση της ελληνικής γλώσσας, βρίσκοναι αντιμέτωποιμε έμπειρους δικηγόρους της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, οι οποίοι στη βάση νομικής επιχειρηματολογίας βασισμένη σε νόμους και νομολογία άγνωστη στους αιτητές ασύλου προσπαθούν, σε όλες τις περιπτώσεις να αποδείξουν ότι η προσφυγή δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας και επομένως δεν πρέπει να του παραχωρηθεί νομική αρωγή. Πώς αναμένεται από τους/ισ αιτητές/τριες ασύλου να εκφράσουν ορθά και τεκμηριωμένα το αίτημα τους και να αποδείξουν πιθανότητες επιτυχίας έναντι έμπειρου εξειδικευμένου νομικού στο πλαίσιο επίσημης δικαστικής διαδικασίας όπου η Νομική Υπηρεσία υποβάλλει γραπτώς και πλήρως ανεπτυγμένα τα επιχειρήματα της εναντίον της έγκρισης της αίτησης, μεταξύ άλλων στα ελληνικά;
Περαιτέρω, τα υπομνήματα της Νομικής Υπηρεσίας στα ελληνικά μεταφράζονται στο περίπου από μη εξειδικευμένους και κατάλληλα εκπαιδευμένους μεταφραστές σε διάφορες γλώσσες, χωρίς οι αιτητές ασύλου να μπορούν να αντιληφθούν το νόημα των όσων καταγράφονται στα υπομνήματα. Ακόμα δε και όταν αιτητές ασύλου προσπάθησαν να καταχωρίσουν από μόνοι τους προσφυγή, χωρίς δικηγόρο, μετά από την απόρριψη της αίτησης για νομική αρωγή, καμία βοήθεια δεν τους δίδεται από το ΔΔΔΠ, το οποίο αντίθετα τους αναφέρει ότι δεν μπορούν να καταχωρήσουν προσφυγή χωρίς δικηγόρο.
Θέση μας είναι ότι η διαδικασία αυτή παραβιάζει έκδηλα την αρχή ισότητας των όπλων και επακόλουθο αυτού είναι η παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και σε αποτελεσματική ένδικη θεραπεία όπως αυτή κατοχυρώνεται από το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο.
Τονίζουμε ότι η δυνατότητα προσφυγής σε δικαστικό σώμα εναντίον αρνητικών αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί υποχρέωση της Κύπρου, η οποία απαιτείται τόσο από το ευρωπαϊκό κεκτημένο όσο και το διεθνές δίκαιο και σχετικές συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Περαιτέρω, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης για νομική αρωγή, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα βρίσκονται εκτεθειμένα σε εκμετάλλευση και απάτη μέσω ψευδών παραστάσεων από άτομα υποσχόμενα να τους εκπροσωπήσουν έναντι χρηματικών αμοιβών πολύ υψηλότερων των προβλεπόμενων από τα συνήθη δικηγορικά τέλη και υπό την αίρεση «σίγουρης» επιτυχίας. Αυτά τα περιστατικά είναι ήδη συχνό φαινόμενο.
Η ΚΙΣΑ θεωρεί ότι για να μπορέσει η Κύπρος να υλοποιήσει τις συμβατικές τις υποχρεώσεις αλλά και για να καταστεί λειτουργική και αποτελεσματική η θέσπιση και λειτουργία του εξειδικευμένου αυτού Δικαστηρίου θα πρέπει να:
- αναθεωρηθεί η νομοθεσία για νομική αρωγή ούτως ώστε να διασφαλιστεί ότι οι αιτήσεις για νομική αρωγή θα μπορούν να υποβάλλονται από δικηγόρους οι οποίοι να επιχειρηματολογούν αναφορικά με τη δυνατότητα επιτυχίας της προσφυγής του πελάτη τους στη βάση της αρχής της ισότητας των όπλων, και τα έξοδα να καλύπτονται επίσης από τη νομική αρωγή .
- Οι διερμηνείς του ΔΔΔΠ να εκπαιδευτούν κατάλληλα σε θέματα διεθνούς προστασίας και τη σχετική ορολογία ενώ θα πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις τα νέας νομοθεσίας αναφορικά με τους ορκωτούς μεταφραστές.
- ετοιμαστεί και διανεμηθεί από την Υπηρεσία Ασύλου ή/και το ΔΔΔΠ το απαιτούμενο ενημερωτικό υλικό και οδηγοί για αιτητές ασύλου σε όλες τις σχετικές γλώσσες, σχετικά με τις πρόσφατες αλλαγές στις διαδικασίες ασύλου και στα βήματα που αυτοί μπορούν να ακολουθήσουν για την πρόσβασή τους στο ΔΔΔΠ.
Διοικητικό Συμβούλιο