ga('send', 'pageview');

Amnesty_International_Ad_Tortures

 

Αρ. Φακ:

  • Α/Π 738/2013
  • Α/Π 960/2013
  • Α/Π 1063/2013
  • Α/Π 1283/2013
  • Α/Π 1378/2013
  • Α/Π 1470/2013
  • Α/Π 1472/2013

 

Έκθεση Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

σχετικά με ισχυρισμούς κακοποίησης αλλοδαπών από μέλη της ΥΑΜ κατά τη σύλληψη, κράτηση και απέλαση τους

 

Λευκωσία, 18 Σεπτεμβρίου 2013

 

Προϊστάμενος Τομέα: Άριστος Τσιάρτας

Ερευνώντες Λειτουργοί: Κάλια Καμπανελλά, Ζηναίδα Ονουφρίου, Νιόβη Γεωργιάδου

 

Ι.      Αντικείμενο παραπόνων

Τον τελευταίο καιρό υποβλήθηκε στο Γραφείο μου σημαντικός αριθμός παραπόνων από αλλοδαπούς, οι οποίο κατήγγειλαν χρήση υπέρμετρης βίας εναντίον τους από μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών & Μετανάστευσης (ΥΑΜ) της Αστυνομίας σε διάφορα στάδια της διαδικασίας απέλασης τους. Ειδικότερα, οι καταγγελίες αφορούσαν κακοποίηση κατά την προσπάθεια σύλληψης τους από μέλη της ΥΑΜ, αλλά και αρκετά περιστατικά ισχυριζόμενης χρήσης βίας εντός του Χώρου Κράτησης Μεταναστών στη Μενόγεια, καθώς και κατά τις επιχειρήσεις απέλασης.

 

Ειδικότερα, όσον αφορά το στάδιο της σύλληψης υποβλήθηκε το κάτωθι παράπονο:

  •  Παράπονο με αρ. Φακ Α/Π 1378/2013: Η κ. Α. Κ., σύμβουλος του Κέντρου Μεταναστών και Προσφύγων της ΚΙΣΑ, υπέβαλε παράπονο με επιστολή της ημερομηνίας 17 Ιουλίου 2013, εκ μέρους της κ. P. T. V. από το Βιετνάμ, αναφέροντας ότι κατά τη σύλληψη της παραπονούμενης στις 16 Ιουλίου 2013 αυτή κτυπήθηκε από Αστυνομικούς με αποτέλεσμα να φέρει μώλωπες σε όλο της το σώμα και να μεταφερθεί στο νοσοκομείο για να εξεταστεί από ιατρό. Όπως σημειώνεται, η παραπονούμενη δεν ενημερώθηκε για το αποτέλεσμα της ιατρικής εξέτασης, καθώς ήταν αδύνατη η επικοινωνία της με τον επί καθήκοντι ιατρό αφού η ίδια δεν μιλάει ελληνικά ή αγγλικά και δεν της παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες μεταφραστή.

 

Όσον αφορά το στάδιο της κράτησης κατά τις διαδικασίες απέλασης, υποβλήθηκαν συνολικά πέντε παράπονα, σε διάστημα μόλις ενός μηνός, που αφορούν κακοποίηση από το προσωπικό του Χώρου Κράτησης Μεταναστών στη Μενόγεια εναντίον αλλοδαπών κρατουμένων και ειδικότερα Σύριων. Ειδικότερα:

  • Παράπονο με αρ. Φακ Α/Π 738/2013: Η κ. Ε. Σ., Νομική Σύμβουλος της Οργάνωσης Future Worlds Centre, υπέβαλε παράπονο με επιστολή της ημερομηνίας 26 Απριλίου 2013 εκ μέρους του κ. H. R. S. (ARC …), που κρατείται στο Χώρο Κράτησης Μεταναστών στη Μενόγεια. Συγκεκριμένα, ο παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι το πρωί της 22ης Απριλίου 2013 περί τις 8 π.μ βρισκόταν στο κελί του και ζητούσε επίμονα να πάει στην τουαλέτα. Στη συνέχεια, τέσσερεις Ειδικοί Αστυφύλακες εισήλθαν στο κελί του και ένας από αυτούς τον χτύπησε στο πρόσωπο, προκαλώντας αιμορραγία με αποτέλεσμα ο παραπονούμενος να μεταφερθεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας.Όπως έχω ήδη ενημερωθεί, το εν λόγω παράπονο διερευνάται από την Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας και έχει ήδη διοριστεί ποινικός ανακριτής για το σκοπό αυτό.
  • Παράπονο με αρ. Φακ Α/Π 1063/2013: ο κ. Γιώργος Αηλιώτης, εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) υπέβαλε παράπονο με επιστολή του ημερομηνίας 5 Ιουνίου 2013, εκ μέρους του κ. H. N. K.. Συγκεκριμένα, ο παραπονούμενος κρατείται στο Χώρο Κράτησης Μεταναστών στη Μενόγεια και ισχυρίζεται ότι ασκήθηκε βία εναντίον του από μέλη του προσωπικού του Χώρου. Ειδικότερα, ο παραπονούμενος αναφέρει ότι στις 28 Απριλίου 2013 ρωτήθηκε από μέλος του προσωπικού να δώσει πληροφορίες σε σχέση με περιστατικό κακοποίησης άλλου κρατούμενου. Όταν ο παραπονούμενος απάντησε ότι δεν γνωρίζει τίποτα για το περιστατικό αυτό, ο εν λόγω Αστυφύλακας άρχισε να τον αποκαλεί ψεύτη και τον έσπρωξε δυνατά, ενώ του φόρεσε χειροπέδες και τον οδήγησε στο γραφείο του Υπεύθυνου του χώρου κράτησης. Στη συνέχεια, ο εν λόγω Αστυφύλακας άρχισε να εξιστορεί στον Υπεύθυνο του χώρου τι συνέβη αποκαλώντας συνεχώς τον παραπονούμενο ψεύτη. Όπως ισχυρίζεται ο παραπονούμενος, όταν ζήτησε το λόγο για να μιλήσει, ο Υπεύθυνος του χώρου του επιτέθηκε, πιάνοντας τον από το λαιμό με το αριστερό του χέρι, ενώ με τη δεξιά του γροθιά τον απειλούσε ότι θα τον χτυπήσει. Ακολούθως, σύμφωνα με τον παραπονούμενο, ο Υπεύθυνος του χώρου είπε στα αγγλικά ότι μισεί το χρώμα αυτό (μαύρο) και θα φροντίσει όλοι οι μαύροι να απελαθούν στη χώρα τους.
  • Παράπονο με αρ. Φακ Α/Π 1283/2013: Η κ. Α. Κ., σύμβουλος του Κέντρου Μεταναστών και Προσφύγων της ΚΙΣΑ υπέβαλε παράπονο με επιστολή της ημερομηνίας 4 Ιουλίου 2013, εκ μέρους ανώνυμου κρατούμενου. Συγκεκριμένα, ο παραπονούμενος επικοινώνησε τηλεφωνικά με την ΚΙΣΑ και κατήγγειλε ότι την ίδια ημέρα κατά τη διάρκεια επισκεπτηρίου με την οικογένεια του, χτυπήθηκε από μέλη του προσωπικού του χώρου κράτησης μεταναστών στη Μενόγεια, επειδή διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι δεν επιτράπηκε η είσοδος στα παιδιά του. Τα στοιχεία του κρατουμένου δεν γνωστοποιήθηκαν καθώς το τηλεφώνημα διεκόπη και δεν κατέστη εφικτή η επικοινωνία μαζί του.
  • Παράπονο με αρ.φακ Α/Π 1470/2013: Η κ. Α. Κ., σύμβουλος του Κέντρου Μεταναστών και Προσφύγων της ΚΙΣΑ υπέβαλε παράπονο με επιστολή της ημερομηνίας 5 Ιουλίου 2013, εκ μέρους Σύριου κρατούμενου στο χώρο κράτησης μεταναστών στη  Μενόγεια, με το όνομα M. Συγκεκριμένα, ο παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι την ίδια ημέρα χτυπήθηκε από μέλος του προσωπικού με το όνομα Φ. γιατί αρνήθηκε να φάει το φαγητό που του δόθηκε καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν χαλασμένο. Ο παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι η κακοποίηση του ήταν τόσο σοβαρή που μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο με κατάγματα στο πόδι και στο κεφάλι.
  •  Παράπονο με αρ. Φακ Α/Π 1472/2013: Η κ. A. Κ., σύμβουλος του Κέντρου Μεταναστών και Προσφύγων της ΚΙΣΑ υπέβαλε παράπονο με επιστολή της ημερομηνίας 26 Ιουλίου 2013, εκ μέρους του κ. M. M., Σύριου κρατούμενου στο χώρο κράτησης μεταναστών στη Μενόγεια. Συγκεκριμένα, ο παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι το πρωί της 26ης Ιουλίου 2013 κτυπήθηκε από τον Ειδικό Αστυφύλακα κ. Μ. Ν. στο γραφείο και στην παρουσία του Υπεύθυνου του χώρου, αφού προηγουμένως δέχτηκε ειρωνικά σχόλια από τον συγκεκριμένο Αστυνομικό.

 

Όσον αφορά το στάδιο της επιχείρησης απέλασης, υποβλήθηκε το κάτωθι παράπονο:

  • Παράπονο με αρ. Φακ Α/Π 960/2013: Η κ. A. Χ.-H., εκπρόσωπος της Οργάνωσης Cyprus Stop Trafficking, υπέβαλε παράπονο, με επιστολές της ημερομηνίας 26 Μαΐου 2013 και 3 Ιουνίου 2013 εκ μέρους του κ. O. G. H., από τη Νιγηρία. Συγκεκριμένα, ο παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι στις 17 Μαΐου 201 έγινε προσπάθεια για απέλαση του, κατά τη διάρκεια της οποίας μέλη της ΥΑΜ έδεσαν τα χέρια και τα πόδια του παραπονούμενου στο κάθισμα του αεροπλάνου και τον χτυπούσαν συνεχώς.  Στη συνέχεια, ο παραπονούμενος αποβιβάστηκε από το αεροπλάνο και οδηγήθηκε σε άλλο χώρο και μετά από δύο ημέρες μεταφέρθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Αραδίππου. Όπως αναφέρει, λόγω της σοβαρότητας των τραυμάτων του, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο όπου του παρασχέθηκε η απαραίτητη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Επίσης, ο παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι στις 31 Μαΐου 2013, ενώ κρατούνταν στον Αστυνομικό Σταθμό Αραδίππου, κλήθηκε από μέλος του προσωπικού του χώρου να μεταβεί στο χώρο επισκέψεων γιατί είχε επισκέπτη. Ο παραπονούμενος μετέβη στο χώρο επισκέψεων, όπου εισήλθαν τρία μέλη της ΥΑΜ, του πέρασαν αμέσως χειροπέδες και άρχισαν να τον χτυπούν στα πόδια, στα πλευρά και στο στομάχι. Στη συνέχεια, όπως ισχυρίζεται, τον μετέφεραν εντός του αστυνομικού τους οχήματος, τον ξάπλωσαν στα πίσω καθίσματα και οι δύο εκ των τριών Αστυνομικών της ΥΑΜ κάθισαν από πάνω του, ενώ ο τρίτος οδηγούσε το όχημα. Κατά την μεταφορά του, οι Αστυνομικοί συνέχισαν να τον χτυπούν ενώ του έκαναν δύο ενέσεις, μια στη γάμπα και μια στα πλευρά.

Ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε, όπως αναφέρει, στα γραφεία της ΥΑΜ Λάρνακας, όπου οι Αστυνομικοί τον έγδυσαν και συνέχισαν να τον χτυπούν, ενώ ο ίδιος ήταν δεμένος με χειροπέδες. Στη συνέχεια, του ζήτησαν, όπως αναφέρει, να ντυθεί, κάλυψαν το κεφάλι του με κουκούλα, τον φίμωσαν και τον μετέφεραν στο αεροδρόμιο εντός του αστυνομικού οχήματος. Κατά τη μεταφορά, ο παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι οι Αστυνομικοί του έκαναν ένεση, η οποία του προκάλεσε σωματική αδυναμία, και σταμάτησαν το όχημα κοντά στη θάλασσα απειλώντας τον παραπονούμενο ότι θα τον πυροβολήσουν και θα τον ρίξουν στη θάλασσα. Αμέσως μετά, συνέχισαν να τον χτυπούν τοποθετώντας τον στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου με τους δύο Αστυνομικούς να κάθονται πάνω στο κεφάλι και στα πόδια του.

Κατά την επιβίβαση του στο αεροπλάνο, ο παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι οι Αστυνομικοί τον έδεσαν στο κάθισμα με ποδοπέδες και κάλυψαν όλο το σώμα και το πρόσωπο του με κουβέρτα. Όταν οι υπόλοιποι επιβάτες άρχισαν να επιβιβάζονται στο αεροπλάνο, του αφαίρεσαν την κουβέρτα από το πρόσωπο του καλύπτοντας το υπόλοιπο σώμα του, ενώ συνέχισε να είναι φιμωμένος καθόλη τη διάρκεια της πτήσης. Ο παραπονούμενος αναφέρει ότι, κατά την στάση στο αεροδρόμιο του Abu Dabhi, ήταν τόσο αδύναμος, λόγω της ένεσης, που οι Αστυνομικοί τον μετέφεραν σε ένα δωμάτιο όπου κοιμήθηκε μέχρι που επιβιβάστηκε σε άλλο αεροπλάνο με προορισμό το Lagos, όπου τον παρέδωσαν στις αρχές της Νιγηρίας.

Κατά τη διερεύνηση του εν λόγω παραπόνου, έγιναν επιτόπιες επισκέψεις από τη Λειτουργό του Γραφείου μου, κ. Νιόβη Γεωργιάδη, σε όλους τους χώρους όπου μεταφέρθηκε ο παραπονούμενος κατά τις επιχειρήσεις απέλασης και επιθεωρήθηκαν οι σχετικοί φάκελοι, ζητήθηκαν και λήφθηκαν τα σχόλια και οι απόψεις του Αρχηγού Αστυνομίας ενώ κλήθηκαν και έδωσαν μαρτυρία όλα τα μέλη της ΥΑΜ που συμμετείχαν στις δύο επιχειρήσεις απέλασης.

Παρότι η διερεύνηση μερικών από τα πιο πάνω ατομικά παράπονα βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, έκρινα σκόπιμο όπως προχωρήσω στην υποβολή της παρούσας Έκθεσης καθώς ο αριθμός και η φύση των καταγγελιών που τέθηκαν ενώπιον μου αναδεικνύουν, κατά την άποψη μου, ένα ευρύτερο ζήτημα όσον αφορά την χρήση βίας από μέλη της ΥΑΜ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ως εκ τούτου, αντικείμενο της παρούσας Έκθεσης δεν αποτελεί ο καταλογισμός ευθυνών όσον αφορά τις συγκεκριμένες ατομικές περιπτώσεις που διερευνώνται, αλλά η διατύπωση των γενικότερων παρατηρήσεων και εισηγήσεων μου σχετικά με την χρήση βίας από μέλη της Αστυνομίας και ειδικότερα της ΥΑΜ.

 

II. Γενικές αρχές για τη χρήση βίας από μέλη της Αστυνομίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους

 

Όλα τα όργανα του κράτους έχουν τη θεμελιώδη υποχρέωση να επιδιώκουν τους δημόσιους σκοπούς τους με τρόπο που να προάγεται η ικανότητά μας να απολαμβάνουμε τις ελευθερίες μας. Η αστυνομία, ωστόσο, έχει ως ειδικό δημόσιο σκοπό της την αποτροπή εγκληματικών ενεργειών που θέτουν σε κίνδυνο ή παρεμποδίζουν την απόλαυση της ελευθεριών μας. Γι’ αυτό ακριβώς το σκοπό δίδεται στην Αστυνομία η αρμοδιότητα της προσφυγής, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στον καταναγκασμό, η οποία συνοδεύεται, όμως, από σωρεία ισχυρών, ειδικών περιορισμών στη δράση της. Η ένταση αυτή των περιορισμών δικαιολογείται ακριβώς από την ένταση της αφηρημένης διακινδύνευσης που συνιστά για τα αγαθά και τις ελευθερίες, ιδιαίτερα δε για την προσωπική ελευθερία, το ενδεχόμενο προσφυγής στον καταναγκασμό.

Η αστυνομική δράση θεμελιώνει, σύμφωνα με την εθνική και διεθνή νομοθεσία, τη νομιμότητά της σε δύο βάσεις: την πρόβλεψή της από κάποιον κανόνα δικαίου και την αναλογικότητα της σχέσης των μέσων, που κινητοποιεί, με τον εκάστοτε δημόσιο σκοπό της.

Στη βάση αυτή, σωρεία νομοθετικών διατάξεων επιβάλλουν στα μέλη της Αστυνομίας να προσφεύγουν στη χρήση βίας μόνο στις περιπτώσεις που αυτή είναι απόλυτα αναγκαία, ως το έσχατο μέσο, αφού προηγουμένως έχουν λάβει λιγότερο επαχθή μέτρα χωρίς επιτυχία. Πέραν τούτου, η βία που θα χρησιμοποιηθεί θα πρέπει να εξυπηρετεί έναν θεμιτό σκοπό και κυρίως να είναι ανάλογη με τις περιστάσεις που έχει ενώπιον του ο Αστυνομικός, έτσι ώστε να μην υπερβαίνει το απόλυτα αναγκαίο μέτρο για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, ο οποίος θα πρέπει να είναι νόμιμος.

 

ΙΙΙ. Συμπεριφορά και δράση των μελών της Αστυνομίας κατά τη σύλληψη, κράτηση και μεταφορά προσώπου για σκοπούς απέλασης

 

Οι προαναφερόμενες αρχές ισχύουν και θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα επίπεδα δράσης της Αστυνομίας, όπως κατά τη σύλληψη, την ανάκριση, την κράτηση και τη μεταφορά προσώπου για σκοπούς απέλασης στην χώρα καταγωγής του.

Ειδικότερα, όσον αφορά τη σύλληψη προσώπου, ο νόμος περί Ποινικής Δικονομίας [Κεφ. 155, αρ. 9(2)] προβλέπει ότι ο αστυνομικός χρησιμοποιεί όλα τα αναγκαία μέσα για την επίτευξη της σύλληψης εάν το πρόσωπο που πρόκειται να συλληφθεί αντιστέκεται βίαια ή προσπαθεί να διαφύγει. Τονίζεται ότι ποτέ δεν δικαιολογείται χρήση βίας μεγαλύτερης από αυτή που εύλογα απαιτείται υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες χρησιμοποιήθηκε ή από αυτή που ήταν αναγκαία για τη σύλληψη του υπαίτιου.

Οφείλω να υπογραμμίσω ότι ο αριθμός των παραπόνων, η σοβαρότητα των καταγγελιών, η συχνότητά τους και οι συγκλίνοντες ισχυρισμοί που διατυπώνονται για χρήση υπέρμετρης βία στο Χώρο Κράτησης μεταναστών στη Μενόγεια αυξάνουν τις πιθανότητες βασιμότητάς τους και με ανησυχούν ιδιαίτερα. Παρά το ότι, όπως έχω διαπιστώσει κατά την επίσκεψή μου στο χώρο με την ιδιότητά μου ως Ανεξάρτητη Αρχή Πρόληψης των Βασανιστηρίων, οι υλικές συνθήκες κράτησης κρίνονται γενικά ικανοποιητικές και σύμφωνες με τα διεθνή πρότυπα, η σωρεία των παραπόνων για άσκηση βίας εγείρουν σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με τη διεθνώς κατοχυρωμένη αρχή της απαγόρευσης της υποβολής σε βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική τιμωρία ή μεταχείριση.

Ειδικότερα αναφορικά με  την κράτηση μεταναστών υπό απέλαση, το άρθρο 10 των Κανονισμών Λειτουργίας Χώρων Κράτησης Μεταναστών ορίζει ότι  κάθε κρατούμενος τυγχάνει σεβασμού και αξιοπρεπούς μεταχείρισης, ενώ σε καμία περίπτωση δεν υποβάλλεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική τιμωρία ή μεταχείριση ή σε οποιαδήποτε ψυχολογική ή διανοητική βία. Η χρήση βίας επιτρέπεται μόνο όταν είναι απόλυτα αναγκαίο, ιδίως για αντιμετώπιση κρατούμενου που θεωρείται επικίνδυνος.  Επιπλέον, το ίδιο άρθρο ορίζει ότι η χρήση βίας είναι επιτρεπτή όταν πληρούνται οι αρχές της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και της εξυπηρέτησης ενός θεμιτού σκοπού, ενώ κάθε περίπτωση χρήσης βίας θα πρέπει να καταγράφεται στον ατομικό φάκελο του κρατούμενου μαζί με το πόρισμα της ιατρικής εξέτασης στην οποία υποβάλλεται ο κρατούμενος. Επίσης, ιδιαίτερα σημαντική είναι η πρόνοια που διευκρινίζει ότι η χρήση βίας δεν μπορεί να αποτελεί μέσο τιμωρίας οποιουδήποτε κρατούμενου.

Όσον αφορά το στάδιο της μεταφοράς κρατουμένων από το χώρο κράτησης στο αεροδρόμιο ή στη χώρα καταγωγής τους σε εκτέλεση σχετικού διατάγματος απέλασης, αυτό αποτελεί, κατά την άποψη μου, ένα ιδιαίτερα κρίσιμο χρονικό σημείο όσον αφορά την εκδήλωση παραβατικών ή πλημμελών συμπεριφορών εκ μέρους των μελών της Αστυνομίας δεδομένου ότι αφενός στο στάδιο αυτό εκδηλώνονται συχνά αντιδραστικές συμπεριφορές εκ μέρους των κρατουμένων και αφετέρου η πίεση για μια επιτυχή έκβαση στην επιχείρηση απέλασης είναι αυξημένη.

Ως εκ τούτου, προκύπτουν ειδικότερα ζητήματα όσον αφορά τη χρήση μέσων σωματικού περιορισμού σε περίπτωση αντιδραστικής συμπεριφοράς εκ μέρους του κρατούμενου αλλά και την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα της χρήσης βίας για τη συνέχιση και την επιτυχή επιστροφή του κρατούμενου στη χώρα καταγωγής του.

Βεβαίως, οι γενικές αρχές που διατυπώθηκαν παραπάνω τυγχάνουν εφαρμογής και στις περιπτώσεις αυτές, ενώ μια σειρά από διεθνή όργανα έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό και έχουν εκδόσει κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες, αν και δεν είναι δεσμευτικές, αποτελούν διεθνώς παγιωμένες βασικές αρχές μεταχείρισης κρατουμένων. Πιο συγκεκριμένα, οι Κατευθυντήριες Αρχές για την Αναγκαστική Επιστροφή του Συμβουλίου της Ευρώπης[1], καθώς και οι παρατηρήσεις και εισηγήσεις της Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (CPT) του Συμβουλίου της Ευρώπης που περιλαμβάνονται στις σχετικές Γενικές Εκθέσεις της, αποτελούν μια πλούσια πηγή πληροφόρησης για τα ζητήματα που ανακύπτουν κατά τις διαδικασίες απέλασης και τον σωστό χειρισμό τους.

 

IV. Επισημάνσεις – Εισηγήσεις

 

Η εμπειρία του Γραφείου μου έχει καταδείξει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολη η τεκμηρίωση των ισχυρισμών κακοποίησης που προβάλλονται, συνήθως λόγω έλλειψης εμπεριστατωμένης και έγκαιρης ιατρικής εξέτασης και καταγραφής του ιατρικού πορίσματος αλλά και λόγω της εμφάνισης τέτοιων περιστατικών σε απομονωμένους χώρους κράτησης ή περιορισμού. Έτσι σε αρκετές περιπτώσεις, παρόλο που υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά την αβασιμότητα των ισχυρισμών, δεν καθίσταται εφικτός ο εντοπισμός και ο καταλογισμός ευθυνών.

Παρόλα αυτά, ο αριθμός και η φύση των παραπόνων που υποβάλλονται στο Γραφείο μου, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, με έχουν προβληματίσει ιδιαίτερα, καθώς πιθανόν να αναδεικνύουν, κατά την άποψη μου, μια σκλήρυνση στη στάση της Αστυνομίας έναντι των κρατουμένων και ιδιαίτερα των αλλοδαπών, υπό την πίεση και των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών.

Τόσο τα επαναλαμβανόμενα παράπονα που αφορούν στη χρήση βίας εντός του χώρου κράτησης μεταναστών στη Μενόγεια, όσο και το παράπονο του Νιγηριανού υπηκόου για τη χρήση εκτεταμένης βίας κατά τις επιχειρήσεις απέλασής του αποτελούν εξαιρετικά σοβαρά περιστατικά, τα οποία χρήζουν ενδελεχούς διερεύνησης από την αρμόδια αρχή. Οι συγκλίνοντες ισχυρισμοί όλων των παραπόνων και κυρίως ο μεγάλος αριθμός τους, ειδικά το τελευταίο χρονικό διάστημα, αυξάνουν τις πιθανότητες τα παράπονα αυτά να είναι βάσιμα.

Ο χώρος των κρατητηρίων υπό απέλαση προσώπων αποτελεί πρωτεύον πεδίο διακινδύνευσης θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστών. Και τούτο επειδή οι απελάσεις λαμβάνουν χώρα υπό ιδιάζουσες συνθήκες και σε χώρους περιορισμένης προσβασιμότητας και θεατότητας. Ταυτόχρονα, οι διαδικασίες αυτές άπτονται ζητημάτων μεταναστευτικής πολιτικής, που επικαθορίζουν τα ζητήματα κράτησης και απέλασης, την προβληματικότητα και τα αδιέξοδα των οποίων καλείται να διαχειριστεί η Αστυνομία.

Το στοιχείο που χαρακτηρίζει τα βασανιστήρια και τα διακρίνει από τις υπόλοιπες μορφές βίας είναι ότι η υποταγή της βούλησης των προσώπων και η προσβολή της ελευθερίας τους γίνεται στα πλαίσια μιας κρατικής σχέσης εξουσίασης. Μιας θεσμοθετημένης σχέσης εξουσίασης που καθιστά το δράστη σε θέση να οικειοποιείται την, εκτός οποιουδήποτε δικαιικού πλαισίου, δυνατότητα που του δίδει η εξουσιαστική του σχέση να επιβάλει εξαναγκαστικά μια συμπεριφορά στο θύμα το οποίο δεν έχει ουσιαστικά καμία δυνατότητα αντίδρασης.

Εξαιτίας αυτής της σχέσης, η χρήση των βασανιστηρίων και της κακομεταχείρισης δεν συνεπάγεται απλώς μια συνηθισμένη προσβολή της ελευθερίας αλλά οδηγεί στον υποβιβασμό του ατόμου σε αντικείμενο άσκησης εξουσίας[2]. Είναι για το λόγο αυτό που η προσφυγή σε βασανιστήρια, σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ως ακραία μορφή αυθαιρεσίας αποτελεί ποινικό αδίκημα που αντιβαίνει σε απόλυτα απαγορευτικό κανόνα συνταγματικής μάλιστα περιωπής.

Ειδικότερα, όσον αφορά τον Χώρο Κράτησης Μεταναστών στη Μενόγεια, όπου η ανωτέρω αναφερόμενη εξουσιαστική σχέση είναι κατά κύριο λόγο εντονότερη, με προβληματίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι όλες οι καταγγελίες αφορούν τη χρήση βίας, η οποία γίνεται σε απάντηση ισχυριζόμενης αντιδραστικής ή εριστικής συμπεριφοράς του κρατούμενου έναντι μέλους του προσωπικού. Σε καμία εκ των περιπτώσεων που καταγγέλθηκαν δεν γίνεται αναφορά σε βία που χρησιμοποιήθηκε για την καταστολή τυχόν επιθετικής ή επικίνδυνης συμπεριφοράς του κρατούμενου, που αποτελεί και τη μοναδική περίπτωση επιτρεπτής χρήσης βίας σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς.

Τα παράπονα αυτά εγείρουν ζητήματα νομιμότητας των αστυνομικών ενεργειών σε θέματα που αφορούν τη διασφάλιση θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Οι εν λόγω συμπεριφορές όχι μόνο υπερβαίνουν τα όρια του υπερβάλλοντος ζήλου και της έλλειψης επαγγελματισμού εκ μέρους των αστυνομικών αλλά συνιστούν αντικανονική και παραβατική συμπεριφορά και παραβιάζουν την αρχή της νομιμότητας. Η αρχή αυτή είναι έντονα συνυφασμένη με την έννοια του κράτους δικαίου και σε καμία περίπτωση δεν συμβιβάζεται με εκείνη του αστυνομικού κράτους, στα διοικητικά όργανα του οποίου επιτρέπονται ανεξέλεγκτα τα πάντα, ακόμα και η παραβίαση των κανόνων που αυτά θέτουν. Σε αντίθεση με το κράτος δικαίου, στο αστυνομικό κράτος η αρχή της νομιμότητας δεν έχει θέση και υποκαθίσταται από την αρχή της σκοπιμότητας[3].

Θεωρώ ότι η δημόσια τάξη και ασφάλεια διαταράσσονται κατά τρόπο σοβαρότερο όταν τέτοιες παράνομες συμπεριφορές εκδηλώνονται από αστυνομικούς παρά όταν απλοί πολίτες προβαίνουν στις ίδιες πράξεις. Και αυτό γιατί περιστατικά όπως αυτά που καταγγέλλονται στην Επίτροπο Διοικήσεως υπονομεύουν σοβαρά την εμπιστοσύνη που η κοινωνία στο σύνολό της χρειάζεται να έχει σε όσους είναι εντεταλμένοι να εγγυώνται τη δημόσια ασφάλεια. Με άλλα λόγια, ο ιδιαίτερος κίνδυνος που προκύπτει από τέτοιες συμπεριφορές συνίσταται στο ότι, πέραν της ίδιας της απαξίας που αυτές ενέχουν ως πλήττουσες συγκεκριμένες ελευθερίες, το ίδιο το σύστημα προστασίας και διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φέρεται να δυσλειτουργεί.

Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι θα πρέπει να καταστεί σαφές προς όλα τα μέλη του προσωπικού του εν λόγω χώρου αλλά και στο σύνολο των μελών της αστυνομίας ότι η βία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται αυθαίρετα με αφορμή τυχόν εριστική ή υβριστική συμπεριφορά. Κάτι τέτοιο αντίκεται σε κάθε έννοια επαγγελματικής ηθικής και δεοντολογίας. Αποκλειστικό καθήκον του Αστυνομικού είναι η διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας και της τάξης και πειθαρχίας εντός του χώρου κράτησης και μόνο προς την εξυπηρέτηση αυτού του καθήκοντος νομιμοποιείται να λαμβάνει οποιαδήποτε μέτρα, πόσω μάλλον να χρησιμοποιεί βία.  Αντίθετα, η αυθόρμητη και αυθαίρετη χρήση βίας όχι μόνο δεν εξυπηρετεί την επιβολή της τάξης εντός του χώρου κράτησης, αλλά δημιουργεί αυξημένη ένταση στις σχέσεις κρατουμένων και αστυνομικών, η οποία μπορεί να απορρυθμίσει εντελώς τη λειτουργία του χώρου οδηγώντας σε μια αδιέξοδη βίαιη σύγκρουση.

Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν αναφορικά με τις επιχειρήσεις απέλασης του Νιγηριανού υπηκόου είναι ιδιαίτερα σοβαροί, ενώ κατά τη διερεύνηση του παραπόνου προέκυψαν πολλά ερωτηματικά όσον αφορά την δράση των μελών της ΥΑΜ που συμμετείχαν. Αν και οι ισχυρισμοί δεν κατέστη εφικτό να τεκμηριωθούν σε βαθμό που να οδηγήσουν στον καταλογισμό ευθυνών, δεν αποκλείω τη βασιμότητα τους.

Πέραν, όμως, τούτου διαπιστώθηκε ότι τα μέλή της ΥΑΜ σε αρκετές περιπτώσεις καλούνται να λειτουργήσουν ενστικτωδώς, χωρίς να βασίζονται σε ξεκάθαρες οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τα όρια της δράσης τους. Επιπλέον, διαφάνηκε ότι η εκπαίδευση των μελών που συμμετέχουν σε επιχειρήσεις απέλασης δεν είναι επαρκής τόσο σε διάρκεια όσο και σε περιεχόμενο. Ειδικότερα, θεωρώ ότι τα μέλη που συμμετέχουν σε απελάσεις, θα πρέπει να λαμβάνουν ειδική εκπαίδευση, η οποία θα πρέπει απαραιτήτως να περιλαμβάνει βασικές γνώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διαπολιτισμικής επικοινωνίας και τεχνικών γνώσεων όσον αφορά την χρήση μέσων σωματικού περιορισμού και τους κινδύνους που ελλοχεύει το καθένα.

Επιπλέον, από τις καταθέσεις των μελών της ΥΑΜ που εμπλέκονται στο συγκεκριμένο περιστατικό προκύπτει η πίεση που δέχονται από το επαγγελματικό τους περιβάλλον για περισσότερη αποτελεσματικότητα και επιτυχία στις απελάσεις που αναλαμβάνουν. Παρότι η αποτελεσματικότητα αποτελεί έναν θεμιτό στόχο, θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να διευκρινιστεί προς όλα τα μέλη ότι αυτή δεν μπορεί να επιδιώκεται ή να επιτυγχάνεται μέσω εκπτώσεων από την βασική αρχή σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κρατουμένων. Θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι παραβίαση των δικαιωμάτων αυτών κατά την ενάσκηση των καθηκόντων της Αστυνομίας αποτελεί σοβαρή παράβαση, η οποία δεν παραμερίζεται για χάρη της αποτελεσματικότητας και σε κάθε περίπτωση, δεν γίνεται αποδεκτή και τιμωρείται.

Τα πιο πάνω ισχύουν και στις περιπτώσεις χρήσης βίας κατά τις επιχειρήσεις εντοπισμού και σύλληψης άτυπων μεταναστών από μέλη της ΥΑΜ. Μολονότι γίνεται κατανοητό ότι τόσο κατά τη σύλληψη όσο και κατά την απέλαση μπορεί να προκύψουν συνθήκες που να επιβάλλουν την προσφυγή στη βία, όλα τα μέλη της ΥΑΜ θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η χρήση βίας κατά κανόνα απαγορεύεται και γίνεται κατ’ εξαίρεση επιτρεπτή μόνο όταν είναι αναγκαία, πρόσφορη και ανάλογη.

Βάσει των πιο πάνω και αφού έχω μελετήσει προσεχτικά το περιεχόμενο των καταγγελιών που τέθηκαν υπόψη μου, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ζήτημα της χρήσης βίας σε όλα τα επίπεδα αστυνομικής δράσης θα πρέπει να αποτελέσει πηγή έντονου προβληματισμού και να οδηγήσει σε ανάληψη δράσεων από την ηγεσία της Αστυνομίας για την πληρέστερη ενημέρωση και εκπαίδευση των μελών της, ώστε να αποφεύγεται η αυθαίρετη και υπέρμετρη χρήση βίας.

Τα περιστατικά κακομεταχείρισης και άσκησης βίας δεν απουσιάζουν δυστυχώς από καμία αστυνομία σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό οφείλεται στην έντονη δοκιμασία που συνεπάγεται από τη φύση της η κράτηση για την ελευθερία του ατόμου και στις εγγενείς δυσκολίες ελέγχου ενός δραστικού μέτρου υπεροχής και άσκησης εξουσίας που είναι ο φυσικός καταναγκασμός. Το ζητούμενο όμως είναι η αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών και η ανάπτυξη της απαιτούμενης προληπτικής και κατασταλτικής δράσης για να δοθεί το μήνυμα της μηδενικής ανοχής απέναντι σε πράξεις βασανιστηρίων ή κακομεταχείρισης και κυρίως ότι οι ελευθερίες και τα δικαιώματά μας δεν είναι απροστάτευτα. Μόνο εάν διασφαλίζεται ένας αποτελεσματικός πειθαρχικός και δικαστικός έλεγχος υπάρχει προσδοκία για αποτελεσματική διασφάλιση και των ατομικών ελευθεριών[4].

Προς την κατεύθυνση εμπέδωσης μιας δικαιοκρατικής κουλτούρας στο αστυνομικό σώμα, θεωρώ εξαιρετικά χρήσιμη την σύνταξη ενός Κώδικα Πρακτικής, που θα θέτει τις προϋποθέσεις και τα μέσα χρήσης βίας καθώς και τις βασικές αρχές επαγγελματικής δεοντολογίας στο ζήτημα αυτό σε κάθε στάδιο αστυνομικής δράσης. Ο εν λόγω Κώδικας θα αποτελέσει το σημείο αναφοράς για κάθε μέλος της Αστυνομίας που καλείται σε μια δεδομένη στιγμή να αποφασίσει την προσφυγή στη βία και το βαθμό αυτής, αλλά και θα θέσει τα κριτήρια για την αξιολόγηση του επαγγελματισμού και της ορθής συμπεριφοράς του αστυνομικού έναντι των πολιτών. Με την ευκαιρία αυτή, δηλώνω την ετοιμότητα μου να συνδράμω στην σύνταξη του ως άνω Κώδικα Πρακτικής με όποιο τρόπο κριθεί σκόπιμο.

Πέραν τούτου, εισηγούμαι όπως η Διοίκηση της ΥΑΜ προχωρήσει στην άμεση και ενδελεχή διερεύνηση όλων των περιστατικών που καταγγέλθηκαν και όπως ενημερώσει τους παραπονούμενους για την έκβαση. Κρίνω σκόπιμο να τονίσω ότι στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί η βασιμότητα των ισχυρισμών, η Αστυνομία θα πρέπει να προχωρήσει στον καταλογισμό ευθυνών και στην τιμωρία όσων εμπλέκονται, με τρόπο που να δίδεται σαφέστατα το μήνυμα ότι η αυθαίρετη και υπέρμετρη χρήση βίας αποτελεί σοβαρή παράβαση, η οποία δεν γίνεται αποδεκτή.   Άλλωστε, είναι κοινώς αποδεκτό ότι η έλλειψη διερεύνησης και κατ’ επέκταση η ατιμωρησία τέτοιων περιστατικών αποτελεί τη βασική αιτία επανάληψης τους, η οποία πλήττει σοβαρά την εικόνα και το αξιόλογο έργο του συνόλου των μελών της Αστυνομίας. Είναι ανάγκη λοιπόν, να δοθεί ένα σαφές μήνυμα μηδενικής ανοχής συμπεριφορών που στοιχειοθετούν βάναυσες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μπορούν να εκθέσουν τη χώρα μας διεθνώς.

Βάσει των πιο πάνω, υποβάλλω την παρούσα Έκθεση μου προς τον Αρχηγό Αστυνομίας και τον Διοικητή της ΥΑΜ για ενημέρωση τους και ενέργειες για υλοποίηση των εισηγήσεων μου. Περαιτέρω, κοινοποιώ αντίγραφο της Έκθεσης μου στον Υπουργό Δικαιοσύνης & Δημόσιας Τάξης για ενημέρωση και τυχόν δικές του ενέργειες.

 

Ελίζα Σαββίδου

Επίτροπος Διοικήσεως και

Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 

Υποσημειώσεις και Παραπομπές:


[1] Ad hoc Committee of Experts on the Legal Aspects of Territorial Asylum, Refugees and Stateless Persons (CAHAR), Council of Europe, 925 Meeting, 4 May 2005.

[2] Ελένη Συμεωνίδου-Καστανίδου, Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ, «Η έννοια των βασανιστηρίων και των άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον Ποινικό Κώδικα», Ποινικά Χρονικά, ΝΘ/2009

[3]  Ζωή Παπαιωάννου, Αστυνομικό Δίκαιο: Η λειτουργική Αρμοδιότητα του αστυνομικού προσωπικού της ελληνικής αστυνομίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2006, σελ. 492

[4] Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Αστυνομική βία: Νομικό Πλαίσιο και Προβλήματα Εφαρμογής», Νομικό Βήμα, Τεύχος 10, Τόμος 54, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006

 

Hooded

Subscribe To Kisa Newsletter

Subscribe To Kisa Newsletter

Join our mailing list to receive the latest news and updates from our team. KISA's activity is focused on the fields of Migration, Asylum, Racism, and Trafficking, as well as raising awareness in Cypriot society.

You have Successfully Subscribed!